Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θυμάται τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο χωριό Συκιά της Λακωνίας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για εξωραϊστική νοσταλγία, αλλά η απροκατάληπτη, αν και όχι χωρίς διάθεση κατανόησης και τρυφερότητα, ματιά πάνω σε έναν κόσμο σκληρό, την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ‘60. Λογοτεχνική γραφή, αυτοβιογραφική ενδοσκόπηση, ψυχολογική μαρτυρία και στοχασμός δένονται με αξεδιάλυτο και γοητευτικό τρόπο.
* * *
Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας –δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά–, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.
O Σταύρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε το 1953 στη Συκιά Λακωνίας. Σπούδασε νομική και φιλολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στο Παρίσι. Δίδαξε πολλά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Από το 1998 ως το 2012 ήταν διευθυντής του περιοδικού "Νέα Εστία". Είναι πρόεδρος, από το 2008, του Δ.Σ. του βιβλικού ιδρύματος "Άρτος Ζωής".
Τι κι αν δεν ποτέ σου δεν ξημερώθηκες στ’ αμπέλια; Τι κι αν δεν έσπειρες ή δεν καμάτεψες ποτέ χωράφι; Κι αν, για παράδειγμα, το άπλωμα και το λιάσιμο των σύκων ήσαν ανέκαθεν ξένα κι αδιάφορα για σένα, και τι μ’ αυτό; Η συγκίνησή σου, κάθε που σκέφτεσαι τα μικράτα σου, θα είναι το ίδιο έντονη με αυτή του Στ. Ζουμπουλάκη. Γιατί, στ’ αλήθεια, πιο αγαπημένη πατρίδα από την παιδική μας ηλικία, απλώς δεν υπάρχει.
(με αφορμή τον θαυμαστό κόσμο των αναμνήσεων του συγγραφέα από τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων στη Συκιά Λακωνίας).
Εικονες απο τα καλοκαιρια στο χωριο, των παιδικων χρονων του Ζουμπουλακη. Ενας κοσμος του μοχθου και της εργατικοτητας που εχει υφανθει με λεπτομερειες που το 2021 μοιαζουν τοσο ξενες, ακομα κι αλλοκοτες. Διαβασα με συγκινηση και νοσταλγια αυτην την καταθεση συναισθηματων του συγγραφεα.
Μια ιστορια για τα παιδικα χρονια τα καλοκαιρια στ'αμπελια. Πατριδα ειναι η παιδικη ηλικια αντε και η αρχη της εφηβειας, τοτε που λιγο ή πολυ ησουν πριγκιπας. Ο Σταυρος Ζουμπουλακης δεν αναζητει μοιρολατρικα το χθες, αλλα κανει κατι πιο ομορφο κα καθημερινο που αρκετοι απο εμας το κανουμε μεγαλωνοντας και ωριμαζοντας σαν τα σταφυλια στ'αμπελια. Θυμομαστε στοργικα και συνεχιζουμε την πορεια μας..Με γευσεις και μυρωδιες και κατανοηση των δυσκολιων και αναμνησεις γλυκες και πικρες.. ΥΓ ΤΟ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΦΕΤΟΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΗΛΙΚΙΑ!!
Όμορφες αναμνήσεις από ξέγνοιαστα καλοκαίρια στην ελληνική ύπαιθρο. Ωραία στρωτή γραφή, που όμως την αντιμάχεται κατά έναν τρόπο το απόλυτο της έκφρασης του συγγραφέα......
Νομίζω ότι δεν έχω διαβάσει πιο τίμιο οπισθόφυλλο απ'αυτό εδώ. Ο Ζουμπουλάκης λέει ότι δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, εκτός ίσως αν τον αγαπάς πολύ. Αυτό ακριβώς είναι το βιβλίο, αναφορά στα 9 καλοκαίρια που πέρασε σαν παιδί "Στ'αμπέλια". Μακριά από προσπάθειες συγκίνησης, με κάποιον τρόπο αποστασιοποιημένα. Για τους πιο παλιούς έχει την αξία της μνήμης. Για τους πιο νέους, δεν είμαι σίγουρος.
Θα μπορούσε να είχε και άλλες αξιώσεις εκτός από τη μεταφορά στοιχείων της ανόθευτης γλώσσας μιας ελληνικής επαρχίας και μάλιστα από τις πιο ανθεκτικές, απομονωμένες και επίμονες στην άρνηση για αλλαγές και κοσμοπολιτισμό, όπως η Μάνη. Σκληρό σε κάποια σημεία, όπως η ίδια η περιοχή. Σίγουρα, όμως, παράταιρη η αντιεπιστημονική -για τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα- η αναφορά στην προσωπική "περηφάνια και υπεροχή για όσα -ελάχιστα- κατάφερα μόνος μου, απέναντι σε διάφορους βουτυρόκωλους, που τα βρήκαν όλα στρωμένα", με δεδομένο ότι πρόκειται για απόδοση τωρινών σκέψεων και όχι συναισθηματικό βίωμα του παρελθόντος, που θα το έκανε φυσιο-λογικό.
Ευχάριστο βιβλίο που ανταποκρίνεται στο σκοπό του, να καταγράψει εικόνες και συνήθειες της ελληνικής επαρχίας σε συνθήκες μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, φτώχειας και στέρησης, που έχουν από καιρό (ήδη από την εποχή της ενηλικίωσης του συγγραφέα) ξεχαστεί. Αφορμή για να διαβάσω το βιβλίο ήταν μια εκπομπή όπου ήταν καλεσμένος, στο Β' πρόγραμμα, και πραγματικά με ταξίδεψε η αυνομιλία του με τις συνεντευξιάζουσες. Ευχάριστο και μονορούφι!
Το βιβλίο ως σύντομη απεικόνιση ενός σκληροτράχηλου κόσμου της Ελληνικής επαρχίας που πλέον έχει καταποντιστεί έχει ενδιαφέρον, πέρα από αυτό όμως δε βρήκα κάτι άλλο. Το γενικότερο ύφος μου φαίνεται αρκετά ψυχρό και αποστασιοποιημένο, κάτι που υποθέτω εξηγείται από το γεγονός ότι ο συγγραφέας ούτε νοσταλγεί ούτε υπολήπτεται ιδιαίτερα τον κόσμο αυτό και τον τρόπο ζωής του, εξάλλου αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα προς το τέλος του βιβλίου.
Δεν κατάφερα να διαβάσω, παρά μερικές σελίδες. Δεν καταλαβαίνω γιατί γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Το αγόρασα επειδή με άγγιξε η φράση του συγγραφέα "Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία,...". Εμένα μου φάνηκε ως καλογραμμένη σχολική εργασία, που περιγράφει την αγροτική ζωή του περασμένου αιώνα στην Πελοπόννησο.
Αν ήταν μία επιφυλλίδα στην εφημερίδα του χωριού μου θα την λάτρευα. Αλλά μυθιστόρημα; είμαι περίεργη αν δεν ήταν ο Ζουμπουλάκης θα το είχε εκδώσει κάποιος εκδότης;
Αφήγηση των καλοκαιριών των παιδικών χρόνων του συγγραφέα στην ιδιαίτερη πατρίδα του με γλώσσα απλή, ειλικρινή και με καμία διάθεση εξωραϊσμού και εξιδανίκευσης της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο της δεκαετίας του '60. Απεναντίας, σε αρκετά σημεία την απομυθοποιεί. Δεν παύει όμως να τη θυμάται με συγκίνηση και τρυφερότητα γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων του ανθρώπων αλλά χωρίς, όπως λέει, νοσταλγία... Ένα μικρό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και που μπορεί να συντροφεύσει ευχάριστα ένα μεσημέρι του καλοκαιριού. Όσοι μάλιστα έχουν μνήμες ως παιδιά από καλοκαίρια στο χωριό, σίγουρα θα συγκινηθούν.
Ωραίο, νοσταλγικό κείμενο. Δεν ακολουθεί ημερολογιακή δομή. Αυτό που κάνει είναι ανάκατα χρονικά να περιγράψει τη ζωή στο χωριό του πατέρα του, εκεί που κι αυτός γεννήθηκε: τις συνήθειες του χωριού, τα κτήρια, τις δουλειές, τα φαγητά, τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, τις σχέσεις των ανθρώπων με τη θρησκεία, τις σχέσεις των ανθρώπων του χωριού με τον έξω κόσμο. Οι ίδιες εικόνες είναι τόσο πλούσιες για αυτόν και τόσο φτωχές για τους κατοίκους των Συκιών.
Ο Ζουμπουλάκης δεν προσπαθεί να εξωραΐσει την αγροτική ζωή. Παρότι την γνώρισε με ένα μάτι ανεμελιάς (αν και πήγαινε να δουλέψει στα χωράφια, διακοπές μετ' εργασίας), όπου τίποτα δεν φαινόταν ενοχλητικό και όλα υπό διερεύνηση, η εικόνα που δίνει είναι αυτή μιας κοινωνίας που δεν συμβαίνει τίποτα καινούργιο και τα πάντα επαναλαμβάνονται μονότονα. Ο τρόπος ζωής αυτός είναι πολύ δύσκολος για ένα παιδί της πόλης: οι συμμαθητές του στην Αθήνα τον ειρωνεύονται που τους έλεγε ότι κοιμόταν κάτω απ' τ' άστρα. Μόνο ένα γεγονός διατάραζε σοβαρά τη ρουτίνα, που ο κύκλος της για τους κατοίκους του χωριού ήταν ετήσιος: η μετανάστευση. Και τη διατάραζε αρνητικά.
«Τι μπορεί να κάνει ένα μικρό παιδί, μοναχό του όλη μέρα στον κάμπο, χωρίς άλλα παιδιά, χωρίς θέα, χωρίς παιχνίδια; Πώς να περάσει τις ώρες του; Γύρω στο καλύβι έβλεπες μόνο ελιές, συκιές, αμπέλια και καλαμιές. Απόλυτη ακινησία»
Νομίζω πως δυο λόγοι ευθύνονται για το ευπώλητο του βιβλίου. Αφενός το μόλις 97 σελίδων ανάγνωσμα και αφετέρου η μίξη νοσταλγίας για την καταγωγή από το ελληνικό χωριό, τουλάχιστον σε όσους μεταφέρουν ακόμη τέτοια συναισθήματα. Ο Ζουμπουλάκης όμως συγκινείται μόνο αλλά δεν νοσταλγεί τα καλοκαίρια παιδί στο χωριό. Αδρός στις περιγραφές των εργασιών με μια δόση λαογραφίας, μπερδεύει κάπου τα οικογενειακά (που δεν αφορούν κανένα αναγνώστη) με ημερολογιακού τύπου αναφορές, ντοπιολαλιές και συνήθειες "τα παλιά τα χρόνια", ενώ συχνά τοποθετείται για τις καταβολές και τις αξίες του (που επίσης δεν μας αγγίζουν).
Στο τέλος (που έρχεται σύντομα) δεν καταφέρνει να συγκινήσει αρκετά, ώστε να ξαναδιαβαστεί και αναρωτιέμαι αν θα το χαρίσω σε μια φίλη από ένα χωριό της Αρκαδίας που ίσως το δωρίσει στην τοπική βιβλιοθήκη, μήπως εκεί συγκινηθούν.
έχει αρκετές κι ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ελληνική επαρχία (τουλάχιστον για την πελοποννησιακή) το βιβλίο αυτό. Σαν σύνολο όμως, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί το έγραψε ο συγγραφέας. Ποιος είναι ο σκοπός του? Για να μας πει ότι οι πελοποννήσιοι δεν ήταν και τόσο θεοσεβούμενοι, ότι έκαναν φρικτό κουτσομπολιό και ότι βασικό ενδιαφέρον τους ήταν η χαρτοπαιξία? Σαν βοήθημα κατανόησης του πολυαγαπημένου του Παπαδιαμάντη? Επίσης, είναι μάλλον καλός στη γραφή του, αλλά κάπως ψυχρός
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης σκιαγραφεί τη ζωή στα χωριά περασμένων δεκαετιών μέσω περιγραφών από τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας, με πολλή συγκίνηση αλλά χωρίς νοσταλγία για τις κακουχίες των ανθρώπων. Και συνάμα εξερευνά το κατά πόσον έχουν επηρεάσει τέτοιες εμπειρίες και τέτοια παιδικά χρόνια τους ανθρώπους που τα έζησαν στον σημερινό κόσμο.
[…] Χαρακτηριστικά του βιβλίου, η απλότητα, η δριμύτητα του λόγου, η συμπύκνωση –έχουμε να κάνουμε με ένα έργο ενενήντα έξι σελίδων–, η πλαστικότητα και η γλώσσα στην οποία βρίθουν λέξεις της ντοπιολαλιάς. Όλα αυτά χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική του έργου, στο οποίο ο τεχνίτης του εκμεταλλεύεται με τον πιο γόνιμο τις παιδικές του αναμνήσεις. Παιδικές αναμνήσεις που συνίστανται στην απομνημόνευση εικόνων. Στη μνήμη των ψίχουλων είναι που προκύπτουν άλλωστε οι συσσωματικές εμπειρίες και οι εξιστορήσεις στα αμπέλια, στη συγκεκριμένη περίπτωση παρ' ότι τα αμπέλια που έχουν απομείνει είναι λιγοστά [...]
Οι παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα από τις διακοπές του στο χωριό Συκιές Λακωνίας. Η περιγραφή της αγροτικής ζωής μέσα από τα μάτια του πρωτευουσιάνου παιδιού.
Μικρό βιβλίο, αλλά εμένα με κούρασε. Κατανοητό πως στα μάτια ενός παιδιού η δύσκολη αγροτική ζωή φαίνεται ενδιαφέρουσα και τα περισσότερα είναι παιχνίδι, αλλά κάπου στην μέση ο συγγραφέας ακούγεται σαν να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο των μονίμων κατοίκων. Εντάξει μπορεί δεισιδαιμονίες και απλοϊκότητα να χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού, αλλά άρχισε να με ενοχλεί η εντύπωση του ίσως ενήλικα πια πρωτευουσιάνου. Καταλήγουμε στα στερεότυπα που γνωρίζουμε για την επαρχία, οπότε τουλάχιστον οι τελευταίες σελίδες δεν μου πρόσφεραν τίποτα.
Ο συγγραφέας περιγράφει την παιδική του ηλικία, τη δεκαετία του 60, στο χωριό Συκιά του νομού Λακωνίας. Το ολιγοσέλιδο βιβλίο (83 σελίδες μικρού μεγέθους) διαβάζεται απνευστί! Πρωτότυπο, ξεφεύγει από την ηθογραφία και τη νοσταλγία και σου ανοίγει τα μάτια για την πραγματικότητα ενός κόσμου αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου, αυτόν της αγροτικής Ελλάδας του 60, που μοιάζει σήμερα απίστευτος.
Νοσταλγικό, σε ωθεί να αναλογιστείς κι εσύ τα δικά σου παιδικά καλοκαίρια. Εντούτοις, όταν κλείνει το οπισθόφυλλο, απλά το αφήνεις αστραπιαία πίσω σου.
Ένα διαμαντάκι, το διαβάσαμε σχεδόν απνευστί και εγώ και οι γονείς μου. Προς το παρόν το πιο ξεχωριστό βιβλίο που διάβασα αυτό το καλοκαίρι.
Πάρα πολύ ευχάριστο, με μετέφερε σε άλλη εποχή ( μια που καθόλου δεν γνωρίζω). Του αξίζει μια αργή και αβίαστη ανάγνωση, όπως αργά κυλάει ένα παιδικό ανέμελο καλοκαίρι, έστω και αν είναι σύντομο το βιβλίο. Εχει μια πολύ ευχάριστη γραφή.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναγράφεται: Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Αυτή η έκφραση με έκανε να θέλω να το διαβάσω αμέσως, πραγματικά ευχαριστήθηκα και ταξίδεψα μαζί του Στ'αμπέλια, στη Συκιά Λακωνίας, εκείνα τα καλοκαίρια (1959-1967) της τρυφερής παιδικής του ηλικίας, ένιωσα ότι ήμουν συνταξιδιώτης και παρατηρητής της ζωής εκείνης της περασμένης πλέον εποχής. Το διάβασα μονονοκοπανιά που λένε, χωρίς διακοπή, χωρίς καλά καλά ανάσα και όταν τελείωσε επέστρεψα στο 2019,με τη αίσθηση ότι κρυφάκουσα ή κρυφοκοίταξα στις αναμνήσεις του συγγραφέα.
“Εννιά παιδικά καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας”, τα δικά του καλοκαίρια στη Συκιά Λακωνίας, από το 1959 έως και το 1967, αφηγείται στο νέο του βιβλίο με τίτλο “Στ’ αμπέλια”, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ένα χρονικό ανθρώπων, τόπων, τρόπων ζωής που χάθηκαν μαζί με την άλλη, πρότερη αντίληψη του χρόνου, που κινούνταν αργός, βαρύς και απαράλλακτος. Τ’ αμπέλια δεν ήταν αμπέλια -παρά μόνο κατ’ όνομα. Ήταν το μέρος, έξω από το χωριό, ‘oπου στηνόταν ο υπαίθριος καλοκαιρινός βίος σε καλύβια και τσαρδιά, για να γίνουν ευκολότερα και ταχύτερα οι αγροτικές δουλειές της συγκομιδής των σύκων.
Ο συγγραφέας, παρατηρητής αλλά και οργανικά δεμένος με την καλοκαιρινή ζωή στ’ αμπέλια, μεταφέρει αυτόν τον χαμένο κόσμο στο σήμερα, ολάκερο, με την σαγήνη του αλλά και την σκληρότητά του. Γράφει για τον νυχτερινό ψίθυρο προσευχής του θείου του αλλά και για το σφάξιμο του βοδιού από τον σφάχτη. Για την κακία των ανθρώπων αλλά και την αγαπητική τους διάθεση. Η αγάπη εξάλλου, η δική του προς αυτούς, είναι η γενεσιουργός και η κινητήρια δύναμη της αφήγησης. Ίσως και η αίσθηση ενός χρέους:
“Εκείνο που τους χρωστάω κυρίως», υπογραμμίζει, «είναι ότι εκεί έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά,ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων”.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Στ’ αμπέλια» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις.