Ένα βράδυ του Δεκεμβρίου σε μια σκοτεινή γωνιά του Λιμανιού, τρεις άντρες πυρπολούν ζωντανό τον Σεβαστιανό, έναν κλοσάρ που έχει τη φήμη δεινού παραμυθά. Ο Παύλος, ο νεότερος από τους τρεις θύτες, συγκλονισμένος από την αγριότητα του εγκλήματος αναζητά στοιχεία για το θύμα, ελπίζοντας πως έτσι θα εξιλεωθεί από τις τύψεις. Μέσα στη σύγχυσή του, πιστεύει πως, αν ζωντανέψει την ιστορία του νεκρού, θα τον επαναφέρει στη ζωή.
Ερευνώντας στα στέκια των αστέγων, καταφέρνει να εντοπίσει τους συντρόφους του Σεβαστιανού, τον Τέως, τον Μαρκόνη, τον Λάκυ και τον Γιάννη. Ζητά και από τους τέσσερις να διηγηθούν την ιστορία τους και την ιστορία του χαμένου φίλου τους, και δίχως να το καταλάβει παγιδεύεται σε έναν παράξενο κόσμο. Ενώ όλα μοιάζουν, στην αρχή, γεγονότα πραγματικά, οι αφηγήσεις περιπλέκονται. Ποιες αιτίες και ποια κίνητρα τους ωθούν σε διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες μαρτυρίες; Πού σταματά ο μύθος και πού αρχίζει η αλήθεια; Ποιος ήταν τελικά ο Σεβαστιανός;
Μια κατάβαση στην κόλαση του περιθωρίου, μια περιπλάνηση στον παράδεισο της εξιστόρησης, ένας λαβύρινθος όπου ίσως κρύβεται το νόημα της ζωής.
Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Φοίτησε στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της Σχολής Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. "Το μυστικό της τελευταίας σελίδας" είναι το πρώτο του βιβλίο, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους.
Τσίμπησα πάλι με το «Ευρωπαϊκό βραβείο λογοτεχνίας» και αυτή τη φορά ευλογώ το αγκίστρι. Αυτό το μυθιστόρημα θα εγείρει έριδες και προβλέπω «ομηρικές» διαφωνίες για την αξία του. Εξακόσιες ογδόντα σελίδες απολαυστικής λογοτεχνίας με αρκετές από αυτές να κινούνται στα όρια του λυρισμού. Ο συγγραφέας είναι ανεξάντλητη πηγή παραγωγής διδακτικών ιστοριών που σε συνδυασμό με την πλοκή, το συναίσθημα που βγάζει, καθώς και τα μηνύματα που θέλει να περάσει, συνθέτει, κατά τη γνώμη μου, ένα κείμενο μαγικό. Υπάρχουν στιγμές που οι παρομοιώσεις, που υπάρχουν σχεδόν σε κάθε σελίδα, σε αναγκάζουν να σταματήσεις την ανάγνωση και ν’ ανάψεις τσιγάρο! Όσο για το θέμα του μυθιστορήματος, τους συνανθρώπους μας, δηλαδή, που ζουν στους δρόμους, χωρίς κάποια μόνιμη κατοικία ούτε κύρια εργασία, δίπλα μας, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά μας, τους ορατούς αόρατους της ελληνικής κοινωνίας, στην κυριολεξία ο συγγραφέας «έβγαλε χρυσάφι δίπλα από τα σκουπίδια», για ένα θέμα επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε! Πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Από πού προέρχονται και πώς κατέληξαν στους δρόμους; Μπορεί άραγε η πείνα και η ανέχεια να ενώσουν ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές, παιδεία, εθνικότητα και πώς συντίθεται αυτό το πολυπολιτισμικό παζλ; Το βιβλίο δεν είναι εύκολο, όχι μόνο λόγω του ιδιαίτερου τρόπου γραφής του συγγραφέα, αλλά κυρίως, επειδή είναι συναισθηματικά φορτισμένο, τόσο που πολλές φορές γίνεται δύσπεπτο. Δε χωνεύεται εύκολα η πείνα, ο ρατσισμός και κυρίως η αλήθεια που τόσο καλά γνωρίζουμε. Είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι ο συγγραφέας έζησε μαζί με άστεγους για τις ανάγκες του συγκεκριμένου έργου. Εάν, όμως, δεν ισχύει κάτι τέτοιο, έχουμε μπροστά μας έναν μυθοπλάστη με σπάνιο ταλέντο. Οκτώ χρόνια πήρε στο Κο Χρυσό να γράψει αυτό το βιβλίο, αλλά εάν ο ίδιος πιστεύει ότι ο χρόνος των 8 ετών δεν είναι σπατάλη, εάν έστω και ένας αναγνώστης ευαισθητοποιηθεί για το συγκεκριμένο θέμα, τότε ενημερώνω, ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί. Πολλά συγχαρητήρια σ’ αυτόν τον υπέροχο παλαιοβιβλιοπώλη.
3,5* Αν και δεν είμαι λάτρης της σπονδυλωτής αφήγησης, ούτε πίστευα ότι οι ιστορίες μιας παρέας αστέγων θα μου κρατούσαν το ενδιαφέρον, η γραφή και το πλούσιο λεξιλόγιο του Νίκου Χρυσού με κέρδισαν. Το φινάλε με προβλημάτισε και με άφησε με αμφιβολίες. Είναι μια τεράστια ανατροπή σε τόσες σελίδες που διάβασα ή απλά ένα παιχνίδι του συγγραφέα. Τελικά ποιος ήταν ο Σεβαστιανός; Λίγες σελίδες πριν το τέλος έλεγα μέσα μου ότι μου λείπει από το βιβλίο η δική του μαρτυρία, η δική του οπτική στα πράγματα αλλά μετά το φινάλε... σοκ! Θεωρώ βέβαια ότι κάποιες στιγμές ήταν λίγο φλύαρο παραπάνω. Προσωπικά θα έκοβα τουλάχιστον 100 σελίδες. Σαν συγγραφέας όμως με κέρδισε και σίγουρα θα διαβάσω και κάποια άλλη του δουλειά.
Τελικά, το τελευταίο βιβλίο του 2020 ήταν ακριβώς σαν τη χρονιά: Ξεκίνησε με ένα σωρό δυνατότητες για να τελειώσει μέσα στην απογοήτευση. 650 σελιδες (ενδιαφέρουσας σύλληψης) που θα μπορούσαν να είναι 350 (συγκλονιστικής αφήγησης) αν έλειπαν όλα αυτά τα τα καλολογικά τύπου: ... άγουρη φιλότεχνη αυθάδεια και παρεμβάσεις τύπου: ... κι ο μοναδικός σερβιτόρος (σε χαμπουργκεράδικο, of all places) ήξερε πόσο φρυγανισμένο (έλα μου?) ήθελα το ψωμί και πόσο τραγανές (μη μου το πεις!) τις πατάτες... Και τες παν! Δεν γράφεις μια σκληρή ιστορία για ρατσιστικούς φόνους και άστεγους απελπισμένους (σε φάση αποκτήνωσης) ανθρώπους και για μια απάνθρωπη κοινωνία λες και γράφεις ρομάντζο Άρλεκιν Υ.Γ. Θα μπορούσα να βάλω κι άλλο μισό αστεράκι για τις ιστορίες και τη σπονδυλωτή δομή αλλά 3 ούτε γι αστείο.
Όσο διαβάζεις την "Καινούργια μέρα" φαντάζεσαι τον Νίκο Χρυσό να κλείνει κάθε βράδυ με νωχελικές κινήσεις το παλαιοβιβλιοπωλείο του και να χάνεται, μαζί με τους άστεγους, στους δρόμους αυτή της πόλης. Να ζει τις ιστορίες τους και τις ζωές τους. Το πρωί φτάνει έξω από την πόρτα του βιβλιοπωλείου του, τινάζει από πάνω τους τις σκόνες των στοών και αρχινά να δουλεύει. Να αφηγείται δηλαδή στο χαρτί, όσα έζησε τη νύχτα...
3,5 * Ιστορίες μιας παρέας αστέγων που προσπαθούν να επιβιώσουν. Πολύ καλό το θέμα χωρίς κενά και απορίες στην παρουσίασή του γραμμένο με ένα πλούσιο λεξιλόγιο. Με κούρασε όμως ο όγκος του βιβλίου (περίπου 700 σελίδες) παρά το γεγονός ότι σε αρκετά σημεία η αφήγηση ήταν αρκετά δυνατή.
Ιστορίες, μέσα σε ιστορίες, μέσα σε ιστορίες. Πραγματικά αξιόλογο το βιβλίο του Ν. Χρυσού, τόσο για την θεματολογία του, όσο και για την γλώσσα, τους συμβολισμούς και την αληθοφάνεια των εικόνω του. Είναι θεαματικό το πως μπορεί ο συγγραφέας να κρατά τις αποστάσεις από όλα εκείνα που θέλει να πει, και ακόμη θεαματικότερο το ότι δεν χάνει στιγμή τον έλεγχο, ενώ έχει να χειριστεί διαφορετικές ΟΓ, δαιδαλώδη αφήγηση και βαθιά ανθρώπινα μηνύματα.
2,5/5. Λοιπόν, περίεργες εντυπώσεις από αυτό το έργο. Σποραδικά απολαυστικές (αναγνωστικά) στιγμές. Εντούτοις, η προσπάθεια συνολικά αδικεί τον "εαυτό" της. Αρκετά φλύαρα, υπερβολικά περιγραφικά, και δραματουργικά ανέμπνευστα ευρήματα δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα συνοχής και ισορροπίας. Το μεγαλύτερο (μεσαίο) μέρος του βιβλίου αποτελεί τρόπον τινά συρραφή στιγμιότυπων. Προσωπικά, δεν ήμουν ποτέ φίλος των σπονδυλωτών ιστοριών, δίχως έναν κεντρικό και εμπνευσμένο αφηγηματικό ιστο. Αυτό λείπει εδω. Αυτοτελή αξία θα είχε μια συλλογή διηγημάτων με τις ιστορίες του Σεβαστιανού.
[...]Αποφεύγαμε να ζητιανεύουμε δυο ή τρεις μαζί, κανείς δεν έδειχνε διάθεση να μας συνδράμει, κι έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα πως ο συνάνθρωπος δεν θα σε βοηθήσει αν δεν έχεις χάσει τα πάντα, αν δεν είσαι απόβλητος απ' όλους κι απ' όλα. Το έχεις προσέξει; Η επαιτεία είναι πιο εύκολη για έναν κουτσό, για έναν τυφλό, για τον σακάτη, για κείνον που κατάντησε αποκρουστικός. Η δυσμορφία τον κάνει παράταιρο από τους άλλους, κι ενώ τους τσιγκλάει με την ασχήμια του για να τον ελεήσουν, διαφέρει σε τέτοιο βαθμό ώστε ξεχνούν ότι ανήκει στο ίδιο είδος μ' αυτούς και τον βοηθούν ή τον αποδιώχνουν χωρίς να φορτώνονται τη θλίψη του, σαν να είναι ανήμπορο ζώο ή ταλαίπωρο φυτό που έμαθε να μιλά την ανθρώπινη γλώσσα. Αν μάλιστα το άδειο στόμα του δεν καταφέρνει να αρθρώσει δυο τρεις σωστές κουβέντες, αν κράζει, αν κοάζει, αν μουκανίζει ή αν βελάζει, τότε ο διακονιάρης δεν ταράζει κανέναν, του δίνουν λίγα ψίχουλα και συνεχίζουν τον δρόμο τους.[...]
[...]Συνειδητοποίησα εκείνη τη μέρα πως οι άνθρωποι προτιμούν τα βολικά πάθη, όσα μπορούν να κατανοήσουν, εκείνα που δεν τους πετούν μεμιάς έξω απ' τον κύκλο της μετρημένης ζωής.[...]
[...]Η ηρακλείτεια δράση του χρόνου οδηγεί σε ένα σιφόνι, α-
ναπτύσσοντας μια ληθαργική δίνη πριν από τον κατακρη
μνισμό λιμνών, ποταμών, ωκεανών, μύθων και ιδεών στη
βορβορώδη λεκάνη του αστείου.
Είναι λυτρωτικό να διαπιστώνεις το λάθος σε μια αλγε-
βρική πράξη. Τι κρίμα να μη χαρίζουν την ίδια ηδονή τα
αθροίσματα και τα γινόμενα των λέξεων, καταδικασμένα
αιώνια σε ασαφή αποτελέσματα.
Πώς μπορεί να ξαναγεννηθεί ένας γέρος άνθρωπος; Να μια
απορία μεταξύ βλακείας και μεγαλείου, η οποία γεφυρώ
νει την απόσταση από το «έζησαν αυτοί καλά» ως το «μια
Τελειώνοντας το ένιωσα σαν να έχω φάει μια δυνατή γροθιά στο στομάχι. Για να το διαβάσει κάποιος πρέπει να αντέξει τις σοκαριστικές περιγραφές, το σκληρό θέμα και τον τεράστιο όγκο του. Κάποια στιγμή θα γυρίσω να το διαβάσω πάλι αλλά σίγουρα μετά απο πολλά χρόνια. Δεν ειναι ένα εύκολο βιβλίο και σίγουρα δεν ειναι ένα βιβλίο διακοπών. Αφαίρεσα ένα αστέρι γιατί απλά δεν νομίζω οτι ήμουν έτοιμος για τόση σκληρότητα. Την επόμενη φορά που θα δω κάποιον άστεγο πάντως θα τον δω με διαφορετική οπτική και αυτό ειναι το μεγάλο κέρδος απο αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο.
Αφηγηματική αυτοτέλεια, σκληρές περιγραφές συνθέτουν ένα έργο που θα μείνει. Το μόνο πλην ότι πλατιάζει σε μερικά σημεία με αχρείαστες πληροφορίες, γι' αυτό εξ' άλλου και οι 700(+) σελίδες. Γενικά έμεινα ικανοποιημένη, θα τον παρακολουθώ για το επόμενο έργο του.
δεν ειχα ξαναδιαβασει βιβλιο του Χρυσού ... εντυπωσιάστηκα απο τον τροπο γραφης του, εξαιρετικη χρηση της γλωσσας σε μια "ακτινογραφια" της ελληνικης κοινωνιας της κρισης! ενδιαφεροντες χαρακτηρες και ομορφο τελος .. αξιζει τον χρονο σας θεωρω
Το βιβλίο δεν είναι εύκολο, χρειάζεται απόλυτη συγκέντρωση. Είναι συναισθηματικά φορτισμένο, τόσο που πολλές φορές γίνεται δύσπεπτο. Έχουμε μπροστά μας έναν μυθοπλάστη με σπάνιο ταλέντο. Το συνιστώ.
Ένα πολύ δυνατό βιβλίο του Ν. Χρυσού. Είναι θεαματικό το πως μπορεί ο συγγραφέας να κρατά τις αποστάσεις από όλα εκείνα που θέλει να πει. Βαθιά ανθρώπινο.