What do you think?
Rate this book


416 pages, Paperback
First published January 1, 1956
“Σ’ αυτόν τον παραζαλισμένο κόσμο, που οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν απ΄τη γη σαν τους ασπάλακες για να βλάψουν και να ξαναμπούνε στη γη, η συμφορά είναι παλιά όσο και το χώμα. Ο κόσμος όλος είναι ξεχειλισμένος από ασκήμιες που τις έκαναν οι άνθρωποι σε στιγμές που ξεχάσανε το θάνατο. Μα πάνω απ΄αυτή τη στοιβαγμένη αθλιότητα λάμπουν και μερικές ομορφιές, οι λιγοστές ομορφιές που έκαναν κάποιοι άνθρωποι, οι μόνοι άνθρωποι που το ήξεραν πως θα πεθάνουν.”
“Γύρω απ’ το σπίτι θρασομανούσε η λάσπη, μια θάλασσα από λάσπη. Kι αυτό, σαν το αφορεσμένο νησί, ησύχαζε με τα κατάκλειστα παράθυρά του, όπως ένα νυσταλέο ζώο του βάλτου που αγρυπνά ύπουλα με κλειστά τα βλέφαρα. Tη νύχτα φωσφόριζαν λίγο τα μάτια του, μα κατόπιν ξανάσβηναν – και κείνο παραδινότανε, χωνευότανε μες στους νυχτερινούς ίσκιους και στην ίδια τη νύχτα.”
“Η νύχτα όξω αποκοιμήθηκε πάνω στις στέγες κι είχε βουβάνει με το πένθος της τον κόσμο. Ήταν μια απ’ αυτές τις νύχτες τις ασάλευτες, τις χωρίς άκρη, που ο μαύρος λογισμός του ανθρώπου τις μακραίνει, τις τεντώνει, τις φτάνει ως τον Άδη. Το πρωί σε βίσκει σκοτωμένον.”
“Στην μικρή αίθουσα του καφενέ βασίλευε μια μουντή, καταπιεστική σιωπή. Οι τοίχοι ήταν θαμποί απ’ την πολυκαιρία, οι κορνίζες βαριεστισμένες στα καρφιά τους που δεν είχαν τη δύναμη ούτε να πέσουν. Το ταβάνι δεν είχε κανένα χρώμα. Όλα μύριζαν παλιοσύνη, ως και τα φλυτζάνια και το νερό. Ο καφετζής – σκουριασμένος κι αυτός μέσα στο γενικό σκούριασμα – ακούμπησε πάνω στο τεζάχι και κοιτούσε με βιβλική μειλιχιότητα το Βενετό. Κοιτούσε από κει σαν αποστεωμένος άγιος που μόνο η κορνίζα του έλειπε.”
“Ο άνθρωπος που του σπάσανε την εμπιστοσύνη του αντικρίζει τον κόσμο σαν παράλυτος. Κυλά σα ναυαγός πασκίζοντας κάπου να γαντζωθεί. Κι έξω τν περιμένουν οι βράχοι κι οι αμμουδιές. Κι έξω τον περιμένει μια αγάπη ή μια πίστη έτοιμες να τον κλείσουν στην αγκαλιά τους, να τον δυναμώσουν και να τον ξαναστείλουν δυναμωμένο στη ζωή. Μα ως τώρα το ιδανικό δε φάνηκε, κι η αγάπη που ήρθε πέρασε από πάνω του σα φωτιά.”
Το μεγαλύτερο δώρο στον άνθρωπο είναι που δεν έχει δυο ζωές. Γιατί τότε θα περνούσε την πρώτη χωρίς να κάνει τίποτα και τη δεύτερη κλαψουρίζοντας που δεν έκανε τίποτα.