Ένα βιβλίο σταθμός και μνήμης για τους αγώνες του λαού μας για ελευθερία.
Ο Μενέλαος Λουντέμης δίνει ανάγλυφα την τοιχογραφία της ζωής στις φυλακές, στις εξορίες, στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, στα Βούρλα, στην Ικαρία, στην Μακρόνησο.
Ο Μενέλαος Λουντέμης (αγγλικά: Menelaos Lountemis) ήταν Έλληνας λογοτέχνης που γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή του Αιγιαλού της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τάκης Βαλασιάδης, ενώ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του. Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο "Μενέλαου Λουντέμη" που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών (της οποίας ήταν μέλος) και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο). Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη».
Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Θέμο Κορνάρο και πολλούς άλλους.
Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφράσεις και μελοποιήσεις των έργων του Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης κάποια απ' αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά.
Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ο Λουντέμης ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιότυπο λόγω του "ερασιτεχνικού" τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Αντίθετα, σκοπός του είναι η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Μαξίμ Γκόρκι, Κνουτ Χάμσουν). Χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε και το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Ο Λουντέμης έχει την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.
Διάβασα πρώτη φορά αυτό το βιβλίο πριν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Από τότε έψαχνα τα δύο επόμενα μέρη της τριλογιας που δυστυχώς δεν έχουν επανατυπωθεί από τα Ελληνικά Γράμματα. Βρήκα και τα δύο σε ένα παλαιόβιβλιοπωλείο τα Χριστούγεννα και έρχομαι επιτέλους να τελειώσω αυτή την ιστορία!
Ένα βιβλίο που θέλει να πει πέντε πραγματάκια και τα λέει.Ο Λουντέμης πετάει αφηγήσεις μέσα σε αφηγήσεις,κάνει επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις.
Τελικά οι Έλληνες συγγραφεις της γενιάς του Λουντέμη (μαζί με το Λουντέμη) δεν έχουν να επιδείξουν μόνο το ξεριζωμό και την καταστροφή.Τις χαμένες πατρίδες και την μεγάλη ιδέα,όπως θέλουν να μας περάσουν "καποιοι" το "σχολείο" τόσα χρόνια.Υπηρξαν και κάποιοι που πρωτοπόρησαν και πήγαν τη σκέψη ακόμα πιο πέρα και (πλήρωσαν το τίμημα).
Όταν ξέρεις ότι τα βιβλία του συγγραφέα είναι ένα από τα καλύτερα δώρα (το έχω κάνει προσωπικά με το ένα παιδί μετράει τα άστρα) ξέρεις εκ των προτέρων λοιπόν ότι δεν είναι τυχαίος.
Δε θα τοποθετηθώ στη πλοκή του βιβλίου παρα μόνο για το πρώτο χειρόγραφο του Μολυβά,που σε μερικά σημεία είναι πράγματι αξιοθαύμαστο και σε αλλά φλύαρο.Ειδικά εκεί που αναθυμάται και εξιστορεί τη πρώτη του γνώριμια και τον έρωτα του με την Νιόβη....(εκεί ίσως έχασε και το τρίτο αστεράκι).
Πρώτη έκδοση το 1965; Έχω πολλές ερωτήσεις γι' αυτό...
Ο Μέλιος μεγάλωσε και ήρθε η ώρα να διαβάσουμε τα πάθη της ενήλικης ζωής του. Μια ζωή που θα μπορούσε να είναι και οποιουδήποτε άλλου, ανώνυμου κομμουνιστή που ζούσε τα πέτρινα χρόνια σε "αναγκαστικές διακοπές" πότε σε κελί, πότε σε νησί κ.ο.κ.
Το βιβλίο αυτό (όπως και τα δύο επόμενα, όπως και πολλά απ' τα βιβλία του Λουντέμη) αμφιταλαντεύεται συχνά ανάμεσα στο ονειρικό και στο γήινο. Η μεγαλύτερη δε πρόκληση είναι πως ενίοτε το πιο γήινο περιγράφεται ονειρικά και το ονειρικό, το αφηρημένο, περιγράφεται με έναν ξερό τρόπο, προκλητικά ξερό ίσως. Αυτό προκαλεί στον αναγνώστη ανάμικτα συναισθήματα: αλλού αναγκάζεσαι να δεχθείς την αφήγηση ως καθαρή μυθοπλασία, αλλού σε τραντάζει η πιθανότητα πως αυτό που διαβάζεις είναι απλώς ένα φρικαλέο ρεπορτάζ...
Το βιβλίο (αλλά και όλη η τριλογία τελικά) περιστρέφεται γύρω απ'το χειρόγραφο του Κλεομένη Μολυβά, ενός νεαρού κρατούμενου που κινείται - και υποφέρει - σε τροχιά παράλληλη με αυτή του Λουντέμη. Καταλήγω στο ότι πρόκειται προφανώς για εφαρμογή του αφηγηματικού τεχνάσματος που έχει χρησιμοποιήσει και ο Μυριβήλης στο Η Ζωή Εν Τάφω, γιατί καμία ένδειξη στο ύφος και το περιεχόμενο του γραπτού του Μολυβά δε σε αφήνει να υποθέσεις ότι δε διαβάζεις πράγματι κάποιον άλλο. Εξυπακούεται πως αυτή η προσέγγιση δεν είναι από μόνη της δηλωτική της αξίας του έργου, ούτε κάνω την αναφορά αυτή με πρόθεση να αφαιρέσω πόντους.
Τόσο το "Κρασί Των Δειλών" όσο και τα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας θα δυσκολέψουν αρκετά όποιον δεν έχει από στοιχειώδη έως καλή γνώση της Ιστορίας της περιόδου (τέλη δεκατίας '40 - αρχές δεκαετίας '50). Μια στοιχειώδης εξοικείωση με τα εσωτερικά του ΚΚΕ επίσης θα βοηθήσει πολύ στην ανάγνωση. Σε διαφορετική περίπτωση θα μείνουν κενά που θα μπλοκάρουν τον αναγνώστη, με όποιες προθέσεις κι αν προσεγγίσει το βιβλίο.
Στα αμιγώς λογοτεχνικά: Όπως κι αν σκοπεύεις να το δεις το βιβλίο εσύ, ο Λουντέμης το γράφει ως μαρτυρία. Ως, λίγο ως πολύ, αυτοβιογραφία. Έτσι, εδώ η τάση του να φεύγει απ' το θέμα και να ακολουθεί τον ειρμό του σε δαιδαλώδεις στοχασμούς είναι πιο έντονη από ποτέ. Και αδιαφορεί περισσότερο από ποτέ για το αν θα αρέσει, αν θα συγκινήσει, αν θα γίνει πιστευτός, αν αυτά τα μακροσκελή σολαρίσματα εν τέλει επιβαρύνουν ένα βιβλίο που έτσι κι αλλιώς δεν είναι Άρλεκιν και δε θα διαβαστεί για αναψυχή (όχι με τη συνηθισμένη έννοια τουλάχιστον, την "ελαφρά").
Εν ολίγοις: αν δεν είσαι φίλος του συγγραφέα αλλά και μυημένος στα ιστορικά της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, proceed with caution που λένε και στην Αγουλινίτσα.