Η πορεία ενός νεαρού αξιωματικού από τους σκοτεινούς διαδρόμους του στρατιωτικού παρακράτους στους φωτεινούς διαδρόμους του Συμβουλίου της Επικρατείας για να βρει τη δικαίωσή του. Μια περίεργη σχέση φιλίας ενώνει τον νεαρό Λοχαγό με τον ηλικιωμένο δικαστή του. Μια περιπέτεια στηριγμένη σε πραγματικά περιστατικά, που από προσωπική περίπτωση καταλήγει συλλογική, τραυματίζοντας τα δημοκρατικά ιδεώδη της χώρας αλλά και την ίδια την έννοια της ομορφιάς.
"Ο ωραίος Λοχαγός" κινείται στην τροχιά της "Βιοτεχνίας Υαλικών", της "Κυρίας Κούλας", του "Κουρείου" και αποτελεί, νομίζω,το απόγειο σημείο της. Ανακεφαλαιώνει τις κατακτήσεις του συγγραφέα κατά την τελευταία δεκαετία και τις συμπυκνώνει στην καθαρότερη και εντελέστερη μορφή τους. Σπύρος Τσακνιάς
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 και σπάνια την εγκαταλείπει. Δεν ακολούθησε ανώτερες σπουδές. Δοκίμασε να σπουδάσει θέατρο και πέρασε εξίσου άδοξα, από την δημοσιογραφία. Εργάστηκε επί σειρά ετών σε γραφεία, δουλειές άσχετες, που του επέτρεψαν να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Στην διάρκεια της δικτατορίας δικάστηκε από τη Χούντα για το βιβλίο του "Το αρμένισμα"· την ίδια περίοδο έγραψε με άλλους 17 συγγραφείς σ' ένα συλλογικό τόμο με τίτλο "18 κείμενα". Το πρώτο του βιβλίο "Τα μηχανάκια" κυκλοφόρησε το 1962. Θέμα του οι καταπιεσμένοι έφηβοι της εποχής· καταπιεσμένοι και περιθωριακοί είναι σχεδόν όλοι οι ήρωες των βιβλίων του με μόνιμο σκηνικό την Αθήνα. Το 1972 πήρε την υποτροφία RAAD για την πόλη του Βερολίνου. Τιμήθηκε με το πρώτο-μεταχουντικό - Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1975 για το βιβλίο του "Βιοτεχνία υαλικών". Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Διετέλεσε στη δεκαετία του '80 μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ταινίες για τη τηλεόραση και τον κινηματογράφο έγιναν τα βιβλία του: "Κυρία Κούλα", "Τα καημένα", και η "Φανέλα με το 9". Παράλληλα με τα δικά του βιβλία έχει μεταφράσει στα ελληνικά αρκετά λογοτεχνικά έργα, κυρίως αμερικανικής πεζογραφίας. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες.
Στους διαδρόμους του Συμβουλίου της Επικρατείας, που τότε ακόμη στεγαζόταν στο κτίριο της Βουλής των Ελλήνων, ένας πάρεδρος συναντάται με έναν (ωραίο) λοχαγό. Η γνωριμία τους εξελίσσεται σύντομα σε μια αινιγματική σχέση λανθάνοντος ερωτισμού, με τον πάρεδρο να τείνει ευήκοον ους στα παράπονα του λοχαγού και να αναλαμβάνει ατύπως το χρέος της υπεράσπισής του έναντι των πράξεων εκείνων του συμβουλίου προαγωγών που, μέσα από ανεπαρκείς αιτιολογίες, κρίνουν τον λοχαγό στάσιμο.
Οι θεσμοί αντιπαλεύουν. Η Δικαιοσύνη ακυρώνει μία προς μία τις προσβαλλόμενες πράξεις (κατόπιν αντίστοιχων θετικών εισηγήσεων του παρέδρου, που προϊόντος του χρόνου προάγεται σε σύμβουλο), αλλά οι Ένοπλες Δυνάμεις επιμένουν, καθιστώντας αδιανόητη την αντίστοιχη προαγωγή του λοχαγού. Ο Ελληνικός Στρατός αυθαιρετεί (τι σπάνιο!), αλλά οι συσχετισμοί ευνοούν τις αυθαιρεσίες.
Ωραία, αν και κάπως λυπητερή, ιστορία, την οποία ο Μένης Κουμανταρέας εντάσσει στο πολιτικό-ιστορικό πλαίσιο των ετών που προηγήθηκαν της χούντας των συνταγματαρχών, με τις οξυμένες πολιτικές και ενδοαστικές αντιθέσεις. Από τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 και τον Ανένδοτο Αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου, μέχρι τη δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη και την αποστασία. Αλλά και πάλι, Ο ωραίος λοχαγός θα μπορούσε να αφορά οποιαδήποτε άλλη ιστορική περίοδο κι οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Γιατί -παραφράζοντας ένα από τα πιο προσφιλή αποφθέγματα των φαντάρων-, τι άλλο είναι ο στρατός παρά το σύνορο της λογικής;
Μια έξοχη παραβολή για την πορεία της Ελλάδας προς το πραξικόπημα της Χούντας. Δυστυχώς ο συμβολισμός που επέλεξε ο συγγραφέας αποδεικνύεται ιδιαίτερα ατυχής για εμένα προσωπικά, καθώς γνωρίζω μάλλον υπερβολικά για το θέμα και επικεντρώνομαι στα λάθος πράγματα.
Στο πρόσωπο του λοχαγού καθρεφτίζεται η πορεία της ελληνικής δημοκρατίας το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘60. Ο ωραίος λοχαγός είναι επί της ουσίας μια ωραία παραβολή, πετυχημένη και άκρως ενδιαφέρουσα.
Από τα πολύ ωραία κείμενα του Μένη, και ίσως το πιο πολιτικό. Πολιτικό πάντα με μια έμμεση αναφορά και προφανώς με ματιά φαινομενικά αποστασιοποιημένη αλλά πολυεπίπεδη, μιας και μιλάμε για τον Μένη...
Η φθορά του ωραίου λοχαγού και η πορεία του προς την παρακμή και την τρέλα λειτουργεί (για μένα τουλάχιστο) ως μεταφορά για την παρακμή της δημοκρατίας στη δεκαετία του 60, στα Ιουλιανά και κατόπιν στη χούντα. Η ιστορία του παρουσιάζεται με φόντο τα ιστορικά γεγονότα στο μπακ-γκραουντ να τρέχουν παράλληλα, οπότε αυτός ο συσχετισμός και η μεταφορά είναι αναπόφευκτα. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύ όμορφο κείμενο το οποίο ακριβώς λόγω αυτής της εμμεσότητας και της μεταφοράς που έχει σχεδόν ποιητική υφή, παραμένει πολύ ενδιαφέρον και διαχρονικό.
Προς τιμήν του αγαπημένου μου Έλληνα συγγραφέα, δυο βράδια νωριτερα αποφάσισα να διαβάσω κάτι δικό του για να τον αποχαιρετίσω. Ενθουσιασμένη ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη μου το βιβλίο αυτό το οποίο παραδόξως δεν είχα διαβάσει, και με ικανοποίησε για μια ακόμη φορά. Κλασικός Κουμανταρέας, που με τις λέξεις του σου λύνει κρυμμένους κόμπους και σε μπλέκει στην ιστορια του ανεξαρτήτως περιεχομένου. Η Αθήνα, παλιά, κουρασμένη και αγαπημένη, σε έξαρση, και τα γεγονότα χρωματισμένα χωρίς περιττους συναισθηματισμούς. Αντίθετα απο τα περισσότερα βιβλία του, εδώ οι χαρακτήρες είναι λιγοστοί, και ο Μένης καταπιάνεται με ένα θέμα που επιδέξια κρύβει ταμπού και προσωπικές φαντασιώσεις. Ο Ωραίος Λοχαγός σέρνει μαζί του τον συγγραφέα και τους αναγνώστες σε μια πικρή ιστορία, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, όπου οι εικόνες ζωντανεύουν την στιγμή και η τελευταία σελίδα πάντα γεννά τον αναστεναγμό.
'Κύριοι η δημοκρατία ενίκησε!', όπως έλεγε και η φημισμένη σκιτσογραφία του Μητρόπουλου. Ο Κουμανταρέας καταφέρνει να μας δείξει την 'Καχεκτική Δημοκρατία' του 1946-1974, μέσα απο δύο θεσμούς, τα δικαστήρια και τον Στρατό που σε όλη τη διάρκεια του έργου βρίσκονται σε σύγκρουση. Αυτό που βρίσκεται όμως στο βάθος, είναι η σύγκρουση μιας υποτυπώδης δημοκρατίας με τις ισχυρές παρεμβάσεις του στρατού στη πολιτική ζωή της χώρας και ο Κουμανταρέας το παρουσιάζει άρτια μέσα απο τους δύο πρωταγωνιστές του. Και ποιό το ηθικό διδάγμα του έργου περικαλώ, που θα έλεγε και ο Χάρυ Κλυν; Η μεταπολεμική δημοκρατία ήταν ανήμπορη να αντιδράσει έτσι όπως ήταν δομημένη, κόντρα σε μια ισχυρή στρατιωτική εξουσία και μόνο ένα σοκ όπως της Κύπρου θα τελείωνε την παντοδυναμία της.
Διατρέχοντας την ταραγμένη δεκαετία του '60, ο συγγραφέας ασχολείται με το κάλλος, την νεότητα αλλά και το φθορά του χρόνου. Διαβάζεται με ενδιαφέρον, αλλά σε αφήνει με ένα κενό: περιμένεις κάποια μεγάλη εξέλιξη/αποκάλυψη που τελικά δεν έρχεται.
Dans les couloirs du Conseil d'État, qui se trouvait alors encore dans le bâtiment du Parlement grec, un assesseur rencontre un (beau) capitaine. Leur rencontre se transforme rapidement en une relation énigmatique.
Les institutions s'affrontent. La justice annule une à une les décisions contestées mais les forces armées persistent, rendant inconcevable la promotion correspondante du capitaine. L'armée grecque agit de manière arbitraire mais les rapports de force favorisent les abus.
Une belle histoire, bien qu'un peu triste, que Menis Koumantareas inscrit dans le contexte politico-historique des années qui ont précédé la junte des colonels, avec ses politiques exacerbées et ses contradictions intra-urbaines. Des élections « violentes et truquées » de 1961 et de la lutte acharnée de Georgios Papandreou, jusqu'à l'assassinat de Grigoris Lambrakis et à la défection.
La verdad es que no esperaba algo así antes de leerlo. No se por qué los griegos en esta app le dan 4 estrellas en vez de cinco, no se si es porque son bastante exigentes o hay algo que se me escapa por la diferencias entre Grecia y España, pero la verdad es que es un libro fantástico
Por fin un libro que enmarca los años 60… no es una obra maestra, pero mantiene el ritmo y nos acerca a un momento crucial de la historia reciente de Grecia, justo antes de la dictadura de los coroneles. Muy correcto, y hasta entretenido.
Λίγο κοινότοπη η υπόθεση - παρωχημένη θα έλεγα. Ίσως στην εποχή που γράφτηκε μια τέτοια υπόθεση να αποτελούσε «σκάνδαλο» αυτό που συμβαίνει στον λοχαγό, όχι όμως στη σημερινή, όπου συμβαίνουν και χειρότερες αυθαιρεσίες από τα όργανα του κράτους. Κατά τα άλλα, μου άρεσε - οι περιγραφές των χαρακτήρων πολύ ρεαλιστικές.
Από τα καλύτερα μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και μακράν το καλύτερο του Κουμανταρέα! Το νιώθεις στη μουσικότητα και τον ρυθμό του βιβλίου, στην χρήση της γλώσσας, στους χαρακτήρες! Κλασσικό μυθιστόρημα! Ο λοχαγός είναι σύμβολο: Σύμβολο παρανοϊκής επιμονής, αγνότητας, αρετής που δυστυχώς στο τέλος συνθλίβεται... Για χρόνια είχα εμμονή με τον λοχαγό!
"C'était la grâce, en même temps que la confiance en soi, venues du plus profond de lui-même, de la jeunesse de son âme peut-être, qui donnaient la beauté à son uniforme et le faisaient en fin de compte exister."