«Ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία η ζωή δεν άλλαξε τόσο δραστικά όσο τον 20ό αιώνα». – Eric J. Hobsbawm
Με αφορμή αυτή τη φράση ο Κωνσταντίνος Πουλής άρχισε να καταγράφει συζητήσεις με τον πατέρα του, εκπρόσωπο αυτής της γενιάς που βίωσε όσο καμία άλλη το τεράστιο εύρος των αλλαγών του περασμένου αιώνα, από τα γουρνοτσάρουχα και την μπομπότα ως το έξυπνο κινητό. Σχολιάζει αυτές τις αναμνήσεις με σύντομα δοκίμια για την ιστορία της καθημερινής ζωής, από τη σκοπιά του υλικού πολιτισμού και της επικοινωνίας. Το βιβλίο αυτό μιλάει για το φαγητό, το ντύσιμο, το παιδικό παιχνίδι, τον χορό, τη λαϊκή ιατρική, την τηλεόραση και το ίντερνετ, πατώντας ταυτοχρόνως στη μαρτυρία και την ανάγνωση.
Τα σύντομα αυτά δοκίμια επιχειρούν να συγκρίνουν πως πεινάμε και πως χορταίνουμε, τι είναι κρύο και ζέστη, καθαριότητα και βρόμα, επικοινωνία και επαφή, επιθυμία και ανάγκη, από τα παιδικά χρόνια του πατέρα του συγγραφέα στο Καρβουνάρι της Αρκαδίας ως σήμερα. Μελετώντας το περιεχόμενο της νοσταλγίας της αγροτικής ζωής ή του δέους προς την τεχνολογία, το βιβλίο αυτό διερευνά τη ζωή στην εποχή μας, κοιταγμένη με τα μάτια της ιστορίας.
Ο Κωνσταντίνος Πουλής γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε κοινωνιολογία και αρχαίο δράμα στην Ελλάδα και την Αγγλία. Έχει δημοσιεύσει λογοτεχνικά κείμενα, βιβλιοκρισίες και δοκίμια στα περιοδικά Πλανόδιον, Πάροδος, Μπιλιέτο, Κ, Νέα Εστία, Σημειώσεις και Νέο Πλανόδιον. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Νέο Πλανόδιον και αρθρογραφεί στο www.thepressproject .gr. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια παίζει θέατρο με την ομάδα Τσιριτσάντσουλες.
Έχω ομολογουμένως μια αδυναμία στα sui-generis βιβλία, σε αυτά που αποτελούν διασταύρωση διαφορετικών ειδών, ιδίως όταν αυτή συνδυάζεται με την επιτυχημένη εκλαΐκευση ιδεών και θεωριών. Το βιβλίο του Πουλή αποτελεί ένα εξαιρετικό τέτοιο δείγμα καθώς πρόκειται για τις σκέψεις του πάνω στην εξέλιξη που βίωσε σε πολλούς τομείς η ανθρωπότητα κατά τον 20ό (κυρίως) αιώνα, με αφορμή πάντα τις αφηγήσεις του ογδοντάχρονου πατέρα του, που διέγραψε, όπως πολλοί ακόμη συνομήλικοί του, αλλά και λίγο νεότεροι, μια εντυπωσιακή πορεία από την ακραία φτώχεια της ελληνικής επαρχίας μέχρι τη χρήση συσκευών νέας τεχνολογίας. Με γραφή ελκυστική, που ισορροπεί έξυπνα ανάμεσα στον σοβαρό, δοκιμιακό λόγο και στο πιο άμεσο και χιουμοριστικό ύφος, ο Πουλής όχι απλώς πετυχαίνει τον προγραμματικό του στόχο να μη γράψει με νοσταλγία για το παρελθόν και απαισιοδοξία για το μέλλον ή -αντίστροφα- κατακεραυνώνοντας το παρελθόν και ατενίζοντας το μέλλον με υπέρμετρη αισιοδοξία, αλλά κατορθώνει να δώσει αρκετές αφορμές στο αναγνωστικό κοινό του να ασκηθεί, όπως γράφει ο ίδιος, «στην τέχνη των αποχρώσεων και των μικτών αποφάσεων».
Οι καταγραφή ιστοριών ζωής ενός άνδρα που έχει την ηλικία του πατέρα μου από τον γιο του, με προσγείωσε απότομα από το ροζ συννεφάκι που στέκεται η γενιά μου, διεκδικώντας τα πρωτεία των τεχνολογικών αλλαγών που μπαινοβγαίνουν στην καθημερινότητά μας από μικρά και που, ηρωικά, έχουμε ανταπεξέλθει... Η γενιά τους, όχι μόνο έζησε πριν τον "αναλογικό" κόσμο, και τώρα χειρίζεται με αξιοπρέπεια ψηφιακή τεχνολογία, αλλά πέρασε κι από έντονες ταξικές και οικονομικές διακρίσεις που είχαν να κάνουν με κακουχίες που αγνοούμε, μιας που ακόμα και στις ταινίες, κανείς δεν σου περιγράφει τον θόρυβο που κάνουν τα έντερα όταν πεινάς, ή όταν αφοδεύεις...
«Τo βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή Απ’ το αλέτρι στο smartphone – συζητήσεις με τον πατέρα μου έπεσε στα χέρια μου το καλοκαίρι του 2019, λίγους μήνες μετά την έκδοση του. Εκείνο το διάστημα διάβαζα για την είσοδο μου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα νεότερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι ίσως κοινό μυστικό μεταξύ των ιστορικών πως δύσκολα πηγαίνεις σε εξετάσεις για μεταπτυχιακό νεότερης ιστορίας αν δεν έχεις επαφή με το έργο του μεγάλου ιστορικού Έρικ Χομπσμπάουμ, οπότε ήταν η περίοδος που είχα πέσει στα βαθιά. Ξεκινώντας λοιπόν το βιβλίο του Πουλή διαβάζω στην πρώτη παράγραφο της εισαγωγής πως αφορμή για τη δημιουργία του βιβλίου στάθηκε μία φράση που είχε χρησιμοποιήσει ο Χομπσμπάουμ, οπότε καταλαβαίνω από τη μία ότι είναι αδύνατον να του ξεφύγω και από την άλλη ότι πιθανότατα θα έχει ενδιαφέρον.» (Χάρης Καλαμπόκης)
Ιδιαίτερο είδος. Προφορικές αφηγήσεις και δοκιμιακή ανάλυση αμέσως μετά. Μου άρεσε ωστόσο, ιδανικά, θα ήθελα περισσότερη αφήγηση από ανάλυση. Το προτείνω. Μεγαλύτερο όφελος είναι η συνειδητοποίηση του αναγνώστη σχετικά με το ρομαντισμό που συνδέουμε παλιότερες εποχές των παππούδων και πατεράδων μας. Δεν κατηγορεί ούτε και εξιδανικεύει τις παλιότερες εποχές.
3,5 αστεράκια: πολύ ωραίο ως σύλληψη, προφορικές μαρτυρίες και συνακόλουθες συγκρίσεις με τη σημερινή εποχή μέσα από ένα κοινωνιολογικό πρίσμα, επομένως και πολύ διαφωτιστικό βιβλίο. Υπήρχαν όμως σημεία που με κούρασαν, τα ήθελα πιο σύντομα, κι άλλα που μου ήταν κάπως αδιάφορα.
Εξαιρετικό βιβλίο που μας γύρνα στις εποχές των πατεράδων και μανάδων μας διδάσκοντας μας πώς ήταν οι ζωές τους και δίνοντας ένα έναυσμα να αναρωτηθούμε τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή, τι είναι αναγκαιότητα και τι πολυτέλεια, τελικά την πραγματική θέση της ύλης στις ζωές μας.