Αντικείμενο του βιβλίου είναι ο οικονομικός μετασχηματισμός της Ελλάδας από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι σήμερα, δηλαδή ο μετασχηματισμός μιας φτωχής αγροτικής χώρας σε μία ανεπτυγμένη οικονομία του δυτικού κόσμου. Πρόκειται για μία μακρόχρονη πορεία, με τις εκρήξεις της και τις οπισθοδρομήσεις της, για μια πορεία που είναι εξαρτημένη ασφυκτικά από το διεθνές περιβάλλον, το οποίο η Ελλάδα συχνά αξιοποιεί, σε άλλες δε περιπτώσεις δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει, κάτι που έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας σε μία αληθινή παγίδα, σε ένα πραγματικό αδιέξοδο.
Το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε ιστορικούς και οικονομολόγους, αλλά αποτελεί μία προσπάθεια να μιλήσει για μία δύσκολη και πολύ συχνά αγωνιώδη πορεία της χώρας, στην οποία παράγοντες πολιτικοί όσο και κοινωνικοί βαρύνουν εξίσου στη διαμόρφωση της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας. Παραπέρα δε, η λογική την οποία σέβεται η αφήγηση δε λαμβάνει υπόψη της κύκλους ή νομοτέλειες, αλλά είναι το προϊόν της προσπάθειας, άλλοτε πετυχημένης και άλλοτε όχι, των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στη χώρα αυτή, που παράγουν δηλαδή τον πλούτο της.
Από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, το παρόν έργο του Κώστα Κωστή είναι μια ενδελεχής ιστορία της παραγωγικής, νομισματικής και θεσμικής εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας τον 20ο αιώνα, σε μια αφήγηση που κρατάει σε κατανοητό πλαίσιο τα οικονομικά δεδομένα, όρους και δείκτες και παράλληλα τονίζει – τόσο από κοινωνική όσο και από πολιτική όψη – τις τομές και διεργασίες που διαμόρφωσαν το οικονομικό σύστημα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Θα προσπαθήσω να σταχυολογήσω τα κύρια σημεία που εστιάζει και ο συγγραφέας ως «κομβικά» για την πορεία και εξέλιξη της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας αν και κάθε προσπάθεια παρουσίασης αυτής της ενδελεχούς και πλήρους εργασίας θα την αδικήσει. Κρατάω λοιπόν τα εξής χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, που εξηγούν και την σημερινή της στασιμότητα, ου μην υποβάθμιση.
Πρώτον είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς ότι η μορφή της ελληνικής οικονομίας ως παραγωγικό μοντέλο είναι τελείως διαφορετική πριν τον ΒΠΠ και μετά. Το κράτος που γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα παραμένει μέχρι και το 1950 μια οικονομία του πρωτογενούς τομέα, και δη του μικρού αγροτικού κλήρου. Η Ελλάδα μέχρι τότε ήταν μια χώρα που στηρίζεται στον εξωτερικό δανεισμό, η αποταμίευση είναι ελάχιστη, το κεφάλαιο ελλιπές και τα έσοδα κατευθύνονται πάντα στην κάλυψη βραχυχρόνιων αναγκών. Η ίδια η ελληνική αγροτική οικονομία είναι μια καθαρά ενδημική και πολυσυλλεκτική προσέγγιση διαχείρισης του αγροτικού οίκου. Δεν μιλάμε λοιπόν για δομή αγρότη – κλήρου αλλά για «οικογένεια» με βασική απασχόληση την αγροτική παραγωγή που παράλληλα επεκτείνει το εισόδημα της και με πλείστες άλλες μορφές απασχόλησης των μελών της (μισθωτή εργασία, διορισμοί, μετανάστευση, εμπόριο), καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα ευκαιριών απόκτησης πλούτου από πολλές διαφορετικές πηγές δραστηριοτήτων. Η κρίση του 1929 και η διανομή των γαιών της Μακεδονίας και της Θράκης στους πρόσφυγες οδήγησε σε περαιτέρω επέκταση του μοντέλου της μικρής αγροτικής παραγωγής (λιγότερο από 20-25 στρέμματα ανά οικογένεια) και σε αναδίπλωση της ελληνικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του 1930 προς τον πρωτογενή τομέα και εις βάρος του δευτερογενή τομέα της βιομηχανίας. Κι αυτός όμως, ουδέποτε μέχρι και τον πόλεμο, κατάφερε να δείξει κάποια αξιόλογη παραγωγική αξία για το συνολικό Εθνικό Εισόδημα της χώρας κυρίως λόγω απουσίας κεφαλαίων, αδυναμίας ενεργειακής υποστήριξης των μονάδων, προστατευτικών πολιτικών, εξαγωγής πρώτων υλών και παραγωγής προϊόντων χαμηλής αγοραστικής και ανταγωνιστής αξίας κυρίως για εσωτερική κατανάλωση. Μοναδικό αξιοσημείωτο της περιόδου η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος σε άλλη μια προσπάθεια σταθεροποίησης της νομισματικής πολιτικής του κράτους. Αυτή η σταθεροποίηση της νομισματικής πολιτικής αποτελεί το κύριο πρόβλημα κάθε ελληνικής κυβέρνησης μέχρι και το 2001, συνήθως επιβάλλεται απ’ έξω και ποτέ δεν αποτελεί πρώτη προτεραιότητα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.
Μετά τον Πόλεμο η Ελληνική Οικονομία αλλάζει σφόδρα. Το 1950 η χώρα βρίσκεται υλικοτεχνικά, δομικά και οικονομικά σε μια κατάσταση που ομοιάζει με την περίοδο της άφιξης του …Καποδίστρια. Ωστόσο η εξωτερική οικονομική βοήθεια και πολιτική πίεση οδήγησαν την πολιτική και οικονομική ηγεσία στην συνειδητοποίηση ανάγκης μεταρρύθμισης με γνώμονα την βιομηχανική εκμετάλλευση των πρώτων υλών, ορυκτών και μεταλλευμάτων που ως τότε εξάγονταν λόγω αδυναμίας επενδύσεων. Η αλλαγή του μοντέλου παραγωγής της Ελληνικής Οικονομίας εκ βάθρων οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε ο «ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ». Από το 1950 μέχρι και την πετρελαϊκή κρίση του ‘70 ο πρωτογενής παραγωγικός τομέας υποχωρεί σταθερά με άνοδο του δευτερογενούς (και τριτογενούς). Η χώρα όμως δεν διέθετε τους οικονομικούς πόρους για εκβιομηχάνιση αυτού του επιπέδου (μικρή αποταμίευση και κεφάλαια, αδυναμία του τραπεζικού συστήματος για επιχορήγηση πιστώσεων) και παράλληλα ήταν δύσκολο να καταφύγει στις αγορές για δανεισμό, λόγω εκκρεμών ρυθμίσεων των προπολεμικών δανείων. Οι κυβερνήσεις αυτών των ετών προχώρησαν σε παραχώρηση της δημιουργίας και εκμετάλλευσης των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων (ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ, ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ, ΒΩΞΙΤΕΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ κλπ) σε κεφαλαιακές επενδύσεις τρίτων από το εξωτερικό. Αναδεικνύεται ως κύριος πυλώνας της εκβιομηχάνισης η ενέργεια και η ΔΕΗ σταδιακά καθίσταται μονοπωλιακός ηγέτης στο χώρο και κύριος άξονας της Ανάπτυξης. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου είναι εμφανής, τα δε εμβάσματα των μεταναστών του εξωτερικού στηρίζουν το πρόγραμμα νομισματικής σταθεροποίησης της οικονομίας που επέβαλε η Νομισματική Επιτροπή και τις Τράπεζες που αγωνιούν να αυξήσουν τα αποθεματικά τους. Η Ελληνική Οικονομία δείχνει να κινείται σε ρυθμούς πρωτοφανείς για μια πρώην αγροτική χώρα.
Με την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και την παγκόσμια άνοδο του κόστους ενέργειας η χώρα ζει κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης μέχρι και την κρίση του 2008 μια μετάλλαξη όπου ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) καθίσταται η κύρια παραγωγική μορφή της ελληνικής οικονομίας. Με μια αλματώδη άνοδο της τάξης του 85% στην συμμετοχή στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, κατασκευές, τραπεζικές εργασίες, εστίαση, τουρισμός και μικροεπαγγελματίες - μικροεπιχειρηματίες καταπίνουν την βιομηχανική παραγωγή που υποχωρεί ήδη από τη δεκαετία του 1980 τόσο εξαιτίας του διεθνή ανταγωνισμού όσο και των πολιτικών των κρατικοποιήσεων. Η Οικονομία ουσιαστικά ΜΕΤΑΛΛΑΣΕΤΑΙ σε μια κοινωνία αυτοαπασχολούμενων μικρών επιχειρηματιών με 1-10 εργαζόμενους και πλήθος δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων που διαγκωνίζονται για να κερδίσουν την κρατική χορηγία πόρων μέσω δανείων, με τον τρόπο που ο Χ. Ιορδάνογλου περιέγραψε εύστοχα στο βιβλίο του «Κράτος και ομάδες συμφερόντων». Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα, απότοκο αυτών των ομάδων, θυσιάζει συστηματικά – με μικρές περιόδους εξαίρεσης – την οικονομική σταθερότητα χάριν της ικανοποίησης των ομάδων πίεσης από κάθε κοινωνική κατηγορία. Η σθεναρή αντίσταση σύσσωμης της κοινωνίας στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο Γιαννίτση καταδεικνύει την άρνηση όλων των φορέων να κατανοήσουν την δομική αδυναμία του ελληνικού οικονομικού συστήματος να εξελιχθεί σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα.
Μετά το 2000 η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει τα οικονομικά δεδομένα και η ανταγωνιστικότητα αποτελεί κύριο φορέα ανάπτυξης των κρατών που θέλουν να επιβιώσουν οικονομικά. Όμως η είσοδος της χώρας στη ζώνη του Ευρώ και η χαμηλών επιτοκίων συνεχής δανειοδότηση των διαρκώς διογκούμενων ελλειμμάτων του κράτους οδήγησε σε μια εκτίναξη του ΑΕΠ, με μηδέν παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2008 η ελληνική οικονομία δεν διέθετε καμία δυνατότητα ΕΛΙΓΜΟΥ. Μηδενικές επενδύσεις, χαμηλή ανταγωνιστικότητα υπηρεσιών και εγχώριας παραγωγής, υπερβολικό δημόσιο χρέος, πρωτόγονη δημόσια διοίκηση, αδυναμία του πολιτικού συστήματος να συγκρουστεί με τους ψηφοφόρους του και μεγάλη έκθεση της ιδιωτικής οικονομίας στην πίστωση δεν άφησαν κανένα περιθώριο επανεκκίνησης. Δέκα χρόνια αργότερα (το βιβλίο γράφτηκε το 2018) και μετά από 3 μνημόνια και προγράμματα δημοσιονομικής σταθερότητας που επιβλήθηκαν από τους εξωτερικούς δανειστές και ουδέποτε υιοθετήθηκαν πραγματικά από την ελληνική πολιτική ηγεσία και την κοινωνία, αλλά που ουσιαστικά έσωσαν την χώρα από την χρεοκοπία και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μεταρρυθμίσουν την βαλτωμένη ελληνική οικονομία, αυτή αδυνατεί και μάλλον – όπως πιστεύει απαισιόδοξα ο συγγραφέας – θα συνεχίσει να αρνείται να δει την πραγματικότητα.
Τι συμπεραίνω; Ότι η ελληνική οικονομία πάσχει από βαθιά δομική, πολιτική και κοινωνική αφαίμαξη της ίδιας της αξίας της. Και σήμερα ακόμα, η αντιστοιχία 1 προς 1 εργαζόμενων – συνταξιούχων, η χαμηλή επενδυτική και κεφαλαιουχική αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό, ο εγκλωβισμός των Τραπεζών στα μη πλειστηριασθέντα κόκκινα δάνεια που τις καθιστά από φορέα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας σε διαχειριστή συναλλαγών, η αναντιστοιχία της πληθώρας των πανεπιστημιακών πτυχίων προς την αληθινή εργασιακή τους αξία στην ελληνική οικονομία, η συνεχής διατήρηση ενός πλήρως αποτυχημένου, μη ανταγωνιστικού, μη παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης αλλά και η έγνοια των ηγεσιών για την πολιτική τους επιβίωση ακόμα και ενάντια στην ίδια την οικονομία – με όσα τραγελαφικά ζήσαμε όλα αυτά τα χρόνια – δεν μου αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Με την άποψη του συγγραφέα για την δεκαετία του 2008 – 2018 ταυτίζομαι απόλυτα και δεν θα χρειαστεί να γράψω κάτι περισσότερο αφού η παγιωμένη αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας για το «ποιος φταίει» εκφράζεται απόλυτα από την Οιδιπόδεια φράση «εγώ είμαι αμέτοχος αυτού του φονικού αμέτοχος αυτού του φόνου!» Η τραγωδία του Οιδίποδα ήταν ότι δεν ήξερε πως ο φονιάς που έψαχνε, ήταν ο ίδιος…
Και μόνο το γεγονός ότι σε μια εβδομάδα πλήρη υποχρεώσεων το τελείωσα, νομίζω λέει πολλά.
Ενα εξαιρετικά αξιόλογο βιβλίο για την ελληνική οικονομία τα τελευταία 100 χρόνια, εξετάζει όλες τις πτυχές της και τα μεγάλα βήματα, προβλήματα και προοπτικές της σε κάθε ιστορικλη περίοδο. Αναδεικνύει με τρόπο απόλυτα κατανοητό τα οικονομικά στοιχεία και κατά συνέπεια διαβάζεται εύκολα και χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Περιττό να πω πως ειδικά στο τέλος, όπου έχουμε ζήσει τα γεγονότα, ταυτίστηκα και συγκινήθηκα διαβάζοντας πράγματα στα οποία είχα καταλήξει και ο ίδιος αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα επιβεβαίωση.
Θα μου επιτρέψετε για μια πραγματικά άρτια κριτική του βιβλίου να σας παραπέμψω σε αυτή του φίλου Σωτήρη Αδαμαρέτσου, ο οποίος πάντοτε μας συστήνει με εξαιρετικό τρόπο τα βιβλία που έχει διαβάσει.