What do you think?
Rate this book


160 pages, Paperback
First published July 27, 1960

Είχε τόσο καλά κατευνάσει τη ζωή, είχε φροντίσει τόσο να μην εκραγεί. Τα διατηρούσε όλα σε μια γαλήνια κατανόηση, χώριζε το ένα πρόσωπο από τα άλλα, τα ρούχα ήταν ξεκάθαρα φτιαγμένα για να φοριούνται και μπορούσε κανείς να διαλέξει από την εφημερίδα την ταινία του για το βράδυ – όλα φτιαγμένα με τρόπο ώστε η μία μέρα να ακολουθεί την άλλη. Κι ένας τυφλός που μασούσε τσίχλα τα έκανε όλα κομμάτια. Και μέσα από το έλεος παρουσιαζόταν στην Άννα μια ζωή γεμάτη γλυκιά ναυτία, που της ανέβαινε μέχρι το στόμα.Η Lispector καταγράφει την ανθρώπινη, και δη τη γυναικεία, εμπειρία μέσα από ανορθόδοξες συντακτικές δομές αφήγησης, κοφτούς μα και ποιητικούς ρυθμούς, εμμονικές επαναλήψεις λέξεων, φράσεων, συμβόλων. Η σύγκρουση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου, μεταξύ ύπαρξης και σκέψης, οξύνεται και επεκτείνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκφραστεί η σύγκρουση μεταξύ ύπαρξης και γλωσσικής έκφρασης της ύπαρξης. Η εμπειρία της ναυτίας, όπως έχει ήδη δείξει ο Sartre, από τον υπαρξισμό του οποίου η Lispector εμφατικά επηρεάζεται, υπάρχει σε πολλά επίπεδα οδηγώντας το άτομο να αμφισβητήσει τη σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου, λέξεων κι αντικειμένων που αυτές περιγράφουν, έτσι και στα κείμενα της Lispector, τα πράγματα καθίστανται ανοίκεια, το νόημά τους αιωρείται, η ταυτότητά τους είναι πολιτισμικό παράγωγο, το παράλογο φυσικοποιείται.
Γιατί η μικρότερη γυναίκα στον κόσμο γελούσε.
Γελούσε, ζεστή, ζεστή. Το Μικρό Λουλούδι χαιρόταν τη ζωή. Το ίδιο το σπάνιο πράγμα είχε την άφατη αίσθηση του να μην έχει ακόμη φαγωθεί. Το να μην έχει φαγωθεί ήταν κάτι που, σε άλλους καιρούς, της είχε δώσει την ευέλικτη ώθηση να πηδάει από κλαδί σε κλαδί. […] Κι εκείνη συνέχιζε να απολαμβάνει το ίδιο της το ήπιο γέλιο, εκείνο που δεν είχε καταβροχθιστεί. Το να μην έχεις καταβροχθιστεί είναι το πιο υπέροχο συναίσθημα. Το να μην έχεις καταβροχθιστεί είναι ο μυστικός σκοπός μιας ολόκληρης ζωής. Όσο δεν είχε φαγωθεί, το ζωώδες γέλιο της ήταν τόσο εκλεπτυσμένο όσο εκλεπτυσμένη είναι η χαρά.

Alone in the world, without father or mother, the chicken was running and panting, dumb and intent. At times during her escape she hovered on some roof edge, gasping for breath and, while the man strenuously clambered up somewhere else, she had time to rest for a moment. And she seemed so free. Stupid, timid, and free. Not victorious as a cock would be in flight. What was it in the chicken's entrails that made her a being? . . . (p. 50)
The fact is that the smallest woman in the world was smiling. She was smiling and warm, warm. Little Flower was enjoying the ineffable sensation of not having been devoured yet. . . . Not to be devoured is the most perfect sentiment. Not to be devoured is the secret objective of a whole existence. While she was not being devoured, her animal smile was as delicate as happiness. The explorer felt disconcerted. (pp. 93-4)