در كتاب حلقهی سوم زنی به نام بانو اكاوی داستان زندگی خود را برای دوستش نينا نقل میكند. زندگی او به ظاهر گذرانی روزمره و مبتذل همچون بسياری از سرگذشتهای ديگر است، ليكن بازيگران و سير حوادث، آنگونه كه آن بانو شرح میدهد و جزئيات آن را میآرايد و میپندارد، تا به سطح تراژدی هيجانانگيزی اوج میگيرد كه گاه سخت زشت و نفرتآور است و گاه بسيار دلخراش و حزنآور. آيا به راستی شوهر او، فرزندانش و ازدواج و طلاقش به همانگونه بودهاند كه خود ادعا میكند؟ ما نه میدانيم و نه هرگز به درستی خواهيم دانست.
Greek writer. Described as a 'landmark of post-war literature in Greece, Taktsis (Κώστας Ταχτσής) wrote The Third Wedding (Greek: Tο τρίτο στεφάνι) partly in Australia. The book unfolds in the years before and after World War II through the flowing personal narrative of two women: Ekavi and Nina, who speak in a direct and everyday language about what they live through. Unable to find a publisher in Greece he published it at his own expense in 1962. The book has been translated into 18 languages. The French edition was released by Éditions Gallimard in 1967, translated by Jacques Lacarrière. In 1969 it became the first Greek novel published by Penguin Books. A new English translation by John Chioles, was published as The Third Wedding Wreath, by Hermes in 1985.
Many directors including Michael Cacoyannis unsuccessfully tried to produce a film based on the book. Greek broadcaster ANT1 TV produced a television series based on the book in 1995 with Nena Menti in the role of Nina and Lida Protopsalti as Ekavi. A 4-hour adaption for the theatre, directed by Stamatis Fassoulis was produced by the National Theatre of Greece in 2009-2010.
Multi-lingual, he also translated ancient Greek drama, mainly Aristophanes' comedies (Frogs, Clouds, Chickens, Lysistrata), as well as foreign literature. Together with Nanos Valaoritis and others he participated in the editorial team of the pioneering literary magazine Pali (1964-1967).
One theme that is ubiquitous in Taktsis's later texts is homosexuality, which he sometimes accepts and sometimes sees as a permanent curse.
Το ξεκίνησα με 2αρι. Σταδιακά πέρασα στο 3αρι για να καταλήξω στο 4αρι. Όπως λέμε και στο χωριό μου it grows on you. Ακόμα και με το 4αρι που το έδωσα συνυπογράφω την κλασσική δήλωση της Έλλης Αλεξίου για το Τρίτο Στεφάνι "δύο γυναίκες συζητάνε πάνω από τα μπουγαδόνερα". Εξάλλου ακόμη έχω θολή στη μνήμη την μάλλον πιστή μεταφορά του Δαλιανίδη του μυθιστορήματος στον ΑΝΤ1 (όχι ότι το έβλεπα ακριβώς) που με γνήσια α-λα-Ρετιρέ αισθητική φανταζόμουν τις ηρωίδες με το χέρι στη μέση να φωνάζουν : ΠΟΙΑ ΠΗΓΕ ΚΑΙ ΑΠΛΩΣΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ Ε ; Ε; Γνήσια αισθητική κατιναριού-κουτσομπολιού με μια κακιασμένη αδερφή αφηγητή που δεν χωνεύει τα έντερα του : όλες οι γυναίκες είναι ή κατίνες ή υστερικές ή πουτάνες ή υστερικές πουτάνες. Όλοι οι άνδρες είναι μοιχοί ή πουστήδες ή κλέφτες ή πούστηδες κλέφτες ή πρεζάκηδες ή πούστηδες πρεζάκηδες. Και φυσικά όλοι μισούν όλους. Καμία εντύπωση που το έκανε σειρά ο σκηνοθέτης του Ρετιρέ. Μετά από κάθε καυγά περίμενες την Νίνα να λέει στην κόρη της "Είσαι τέρας. Τέρας" * ΤΙΡΙΡΙΡΙ ΤΙΝΤΙΡΙΝ* Επίσης ο Β Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος μάλλον περνάνε λίγο επιδερμικά (και δεν χαρίζει κάστανα ο Τατχσής σε καμία πλευρά). Γιατί όμως 4αρι; Γιατί έχει μια γνήσια tour de force διπρόσωπη αφήγηση που σε πιάνει από τον λαιμό και σε παρασύρει. Μικροαστική γκρίνια σε βαθμό ΣΩΝΕΙ ΚΥΡΑ ΜΟΥ; Ναι, αλλά την έκανε να μοιάζει με τέχνη.
Όσο ανατρεπτικό θεωρούταν κάποτε το να έλθει μια γυναίκα εις γάμου κοινωνίαν επί τρεις φορές, τόσο και περισσότερο ρηξικέλευθο ήταν το έργο αυτό του Ταχτσή. Μέσα από τους μακροσκελείς μονολόγους της Νίνας και της Εκάβης, 2 γυναικών μικροαστών, ξετυλίγεται ένα κουβάρι που μας αποκαλύπτει πολλές πτυχές της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, από τους Μακεδονικούς Αγώνες μέχρι και μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Σπαράγματα ενός Έλληνα που οι νεότεροι δεν έχουν γνωρίσει (;) αλλά έχουν ακούσει ξανά και ξανά: ξεροκεφαλιά, κουτοπονηριά, διχόνοια, κυκλοθυμικές εξάρσεις εν μέσω οάσεων φιλοτίμου και καπατσοσύνης. Αλλά και η διεστραμμένα δεσπόζουσα ελληνική γονεϊκή φιγούρα που ελέγχει καταπιεστικά τα παιδιά της και καθρεφτίζει σε αυτά τις προσδοκίες και τα πρέπει της.
Ο αέναος μόχθος σε σκληρές δεκαετίες για τη Ελλάδα, μαζί με άπειρα οικογενειακά βάσανα και τραγωδίες, συνθέτουν ένα σκληρό, καταθλιπτικό κοκτέιλ, που όμως αξίζει να προσπελαστεί, κυρίως για την αυθεντικότητά του και τη λογοτεχνική ευφυΐα του συγγραφέα. Είναι κάτι πολύ παραπάνω από τη δεδηλωμένη μοιρολατρία δύο λαϊκών γυναικών εν μέσω κουτσομπολιού. Οι 2 γυναίκες μιλούν χωρίς να συνομιλούν, αφού ο διάλογός τους ξεφεύγει από χωροχρονικές συντεταγμένες και δεν ξέρεις αν αποτέλεσε όντως επικοινωνιακό γεγονός, κατ’ ιδίαν εξομολογήσεις ή μύχιες σκέψεις μη εκπεφρασμένες.
Ο Ταχτσής άλλωστε θέλει ακριβώς να πάρει ένα κους κους πάνω από μπουγαδόνερα (φράση των επικριτών του) και να την ντύσει με διαχρονικά και πανανθρώπινα στοιχεία. Να κάνει τον ταπεινό, χτυπημένο από τη ζωή βιοπαλαιστή, ένα εξιδανικευμένο λογοτεχνικό πρότυπο. Και το καταφέρνει όχι μόνο με τον ιδιότυπο νατουραλισμό και το πολύ πειστικό ιστορικό σκηνικό (κυρίως Κατοχής και Εμφυλίου), αλλά με τη γλώσσα.
Με μια αληθινή γλώσσα, με έντονη προφορικότητα, γλώσσα που σπαρταράει, μια δημοτική που δεν είναι μόρφωμα καθοδηγούμενων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά η λαϊκή, λυρική δημοτική που σφύζει από ζωή. Παραδόξως, αρκετά στοιχεία της λόγιας παράδοσης φυτεμένα εδώ και εκεί, για να μας θέσει ο Ταχτσής εύστοχα και έμμεσα, το σχόλιό του για τη δήθεν καλλιέπεια της βαρύγδουπης γλώσσας της μπουρζουαζίας, μιας κατασκευασμένης καθαρεύουσας που μιμούνταν πολλάκις ο απλός λαός. Το διγλωσσικό παρελθόν της Ελλάδας χρησιμοποιείται υπόρρητα αλλά αποτελεσματικά από τον Ταχτσή.
Κάποια κουραστικά πίσω-μπρος στην αφήγηση, η μάλλον υπέρ το δέον δακρύβρεχτη εξομολόγηση κατά διαστήματα, αλλά και οι προσχηματικοί δευτερεύοντες χαρακτήρες, αφαιρούν πόντους αλλά δε μειώνουν ουσιαστικά αυτό το εμβληματικό έργο. Άλλωστε, το τελικό νόημα είναι ρομαντικά αισιόδοξο: Σε μια αποστροφή του λόγου της, η Εκάβη που παρακαλούσε να πεθάνει εν μέσω ολοφυρμών σε όλη την πλοκή, αποδέχεται ότι η ζωή είναι σκληρή αλλά και γλυκιά : Νίνα, θυμάσαι που σου λεγα πως θέλω να πεθάνω; Τώρα δε θέλω…»
Ευκολοδιάβαστο και πολύ καλογραμμένο. Μέσα από τις διηγήσεις των ηρωίδων του βιώνουμε μια ολόκληρη εποχή, ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά. Το θέμα είναι ότι το βιβλίο δεν κατάφερε να με αγγίξει. Όταν το διάβαζα, παρόλο που κυλούσε εύκολα και ωραία, συνειδητοποίησα ότι και να άφηνα κάτω το βιβλίο απλώς δεν θα με ένοιαζε να μάθω την συνέχεια. Τελικά συνειδητοποίησα οι ο λόγος που μου συνέβη αυτό είναι ότι δεν συμπάθησα κανέναν ήρωα. Όχι ότι έχει κάνει κάτι λάθος ο συγγραφέας, αντιθέτως οι χαρακτήρες είναι αντιπροσωπευτικοί της εποχής, κ στον λόγο τους και στις αρχές τους, στην συμπεριφορά τους και στην ηθική τους και παντού. Εγώ όμως δεν μπορούσα να συμπάσχω μαζί τους σε κανένα επίπεδο. Έτσι λοιπόν το διάβασα απλώς ενημερωτικά και κριτικά αφήνοντας πίσω την ζεστασιά που νιώθω συνήθως, για τους ήρωες του κάθε βιβλίου που διαβάζω. Εν ολίγοις μου κόπηκε πολύ από την αναγνωστική απόλαυση που θα μπορούσα να έχω… 3.5/5 αστεράκια.
Ο Ταχτσής δίνει φωνή σε δύο γυναίκες,οι οποίες μας αφηγούνται τη ζωή τους με μια αμεσότητα και έναν αυθορμητισμό που αισθάνεσαι ότι πίνεις καφέ μαζί τους και τις ακούς να συζητάνε.Το βιβλίο είναι γραμμένο με μαστοριά,πράγμα το οποίο αποδεικνύεται όχι μόνο από το πόση οικειότητα αποκτά κανείς με τις ηρωίδες,αλλά και από τον εκπληκτικό τρόπο που καταφέρνει ο συγγραφέας,αν και άνδρας,να αποτυπώσει το γυναικείο ψυχισμό!
Η υπόθεση:η Νίνα μας αφηγείται την ιστορία της και μαζί την ιστορία της γειτόνισσας και φίλης της κυρα-Εκάβης,μέσα από τα δικά της λόγια.Δύο γυναίκες οι οποίες ήρθαν αντιμέτωπες με πολύ πόνο στη ζωή τους-τον οποίο χειρίστηκε πολύ διαφορετικά η καθεμιά τους. Πραγματικά το βιβλίο είναι το εγχειρίδιο της τραγωδίας της ελληνικής οικογένειας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα,και παράλληλα ένα ταξίδι στην ιστορία της χώρας μας κατά την περίοδο εκείνη,μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που δεν έγραψαν ιστορία,αλλά τη βίωσαν στο πετσί τους.
Οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι και πολυδιάστατοι,αν και,πέρα από τη Νίνα και την Εκάβη,μας είναι λίγο άγνωστοι και μυστήριοι,καθώς τους γνωρίσαμε μέσα από τα υποκειμενικά μάτια των δυο γυναικών.Ορισμένες σκηνές του βιβλίου με έκαναν να αναρωτηθώ ειδικότερα για την κυρα-Εκάβη,κατά πόσο έλεγε αλήθεια όταν περιέγραφε τους γύρω της με τα χειρότερα λόγια.
Η ανάγνωση κυλάει ήρεμα και γρήγορα,δεν βαρέθηκα στιγμή και το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους!
[Είχα δει πριν χρόνια την θεατρική μεταφορά του έργου και δεν μπορούσα να φέρω στο μυαλό μου την Εκάβη με άλλη μορφή πέρα από εκείνη της φανταστικής Νένας Μεντή!]
Δεν είμαι σίγουρη τι σκέφτομαι γι αυτό βιβλίο. Από τη μια, μου θύμισε τη γιαγιά μου, που όταν ερχόντουσαν οι φίλες της, έψηνε καφεδάκια, έπλεκαν και έλεγαν τα νέα τους με τις ώρες. Από την άλλη, πόση γκρίνια να αντέξει ένας ανθρωπος; Είμαι σίγουρη ότι χρειάστηκε πολύ κουράγιο από τον Ταχτσή να υπαινιχθεί σαφώς ομοφυλοφιλικές τάσεις κάποιων χαρακτήρων της ιστορίας του, αλλά διέκρινα και κάποια υπερβολή. Διαβάζεται γρήγορα και πολύ ευχάριστα, παρότι γίνεται αρκετά ενοχλητικό σε διάφορα σημεία. Μάλλον μου άρεσε, δεν το λάτρεψα όμως... (3.5 αστεράκια) (Διάβασα μια παλαιότερη έκδοση, του 1978)
Πως οδηγήθηκα στο «Τρίτο Στεφάνι»; Νομίζω ήταν η μαγευτική φωνή της Αλκήστιδος Πρωτοψάλτη, όταν τραγουδούσε το ομώνυμο τραγούδι, το δριμύ κατηγορώ της Ελισάβετ (Μπέττυ) Βακαλίδου στον Κώστα Ταχτσή, για την απουσία του από το Α.Κ.Ο.Ε αλλά και την κριτική που άσκησε σε αυτό και η, κρεμάμενη από τα μανταλάκια, εφημερίδα του «Βήματος» σε ένα παντοπωλείο της Θεσσαλονίκης. Σε ένα μικρούτσικο φοιτητικό σαλόνι της οδού «Παρασκευοπούλου» άρχισα να διαβάζω το «Τρίτο Στεφάνι». Τ��, εν λόγω, έργο με βύθισε στην μακρινή περίοδο που καλύπτει περίπου το διάστημα 1900 – 1960. Η υπόθεση ξεδιπλώνεται μέσα από τις συζητήσεις και το κουτσομπολιό της Νίνας και της Εκάβης. Οι δύο γυναίκες συγγενεύουν εξαιτίας του τρίτου γάμου της Νίνας. Ο τρίτος της άνδρας της τυγχάνει γιος της Εκάβης. Ωστόσο, ο γάμος δεν λαμβάνει χώρα στην αρχή του έργου. Η Νίνα και η Εκάβη συμπαθούν η μια την άλλη από την πρώτη στιγμή που γνωρίζονται και το κουβάρι της ζωής τους ξετυλίγεται παρασύροντας με από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών πολέμων, μέχρι και τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Η Νίνα αρχίζει να εξιστορεί την ζωή της από τις πρώτες στιγμές της νεότητας της. Στην εξιστόρηση αυτή ανιχνεύω τα πρώτα ομοερωτικά στοιχεία. Η Νίνα, ανακαλύπτει, μέσω κουτσομπολιών της μεσοαστικής κοινωνίας του τότε, πως ο πλατωνικός της έρωτας, ο Αργύρης, είναι ομοφυλόφιλος∙ γεγονός ηθικά και ποινικά κολάσιμο για την εποχή. Αφού ο πλατωνικός έρωτας ναυαγεί, η Νίνα ενηλικιώνεται και αρχίζει να κυκλοφορεί στα νυχτερινά κέντρα. Εκεί γνωρίζει τον Φώτη, ο οποίος ήταν ναυτικός. Ο Φώτης είναι, για την Νίνα, ένα νεανικό καπρίτσιο. Ένα καπρίτσιο που το πλήρωσε ακριβά. Ο Φώτης, κρυπτό – ομοφυλόφιλός την απατά με τον αδελφό της, Ντίνο, και την καθιστά έγκυο. Ο Ντίνος διώχνεται από το σπίτι, ως αποδιοπομπαίος τράγος της οικογένειας, και ο Φώτης επιστρέφει ύστερα από χρόνια∙ η Νίνα τον δέχεται απρόθυμα, με αποτέλεσμα να γίνει ένας στείρος χρηματοδότης της Νίνας και της δύστροπης κόρης του, Μαρίας. […]
یونان خاک غریبی است. تراژدی، آواهای محزون، فلسفه و پوچی، تبعید و جنگ و عزا را در دل خود دارد. نامی که دیگر از حافظه جمعی رخت بسته است و همه از آن فقط ارسطو و افلاطونش را به یاد دارند و شکوه خدایانش را. هرچند حکمت باستانیاش و تراژدیهای جریانسازش، سنگ بنای فرهنگ غرب شد ولی مصائبش نادیده گرفته شد و دردش از چشمها پنهان ماند. شاید اگر کازانتزاکیس هم دچار حاشیههای ضددینی نمیشد، آن هم نویسنده گمنامی میماند. یانیس ریتسوس را هم که فقط چپیهای درگیر انقلاب میشناسند و دیگر خواننده ندارد. پس طبیعی است که چنین گوهری هم ناشناخته باقی بماند. حلقه سوم علی رغم نام وزین مترجمش، یکی از ناخوانده ترین آثار محمد قاضی است. اثری که درد و داستان را توامان دارد. ماجرای آلام و رنجهای دو زن، دو خانواده که در دل یونان درگیر بحران و جنگ روایت میشود. داستانی به سیاهی آثار سلین و کششی به اندازه یک رمان عامهپسند. داستان هرچند مستقیما با مسائل کشور در ارتباط نیست اما در بازه مهمی از آن رخ میدهد. یعنی قبل و به هنگام جنگ دوم. همزمان که وقایع در حال تغییر سرنوشت آدمها هستند، ما داستان اصلی را از دل خانواده دنبال میکنیم. خانوادهای که انگار درگیر همان تراژدیها و حماقتهای باستانی هستند. گویی که هر کشوری درگیر زخمهای اساطیری خود است و مدام آن را تکرار میکند. زخمها در اینجا به ندرت نتیجه انتخاباند. بیشتر نتیجه سرعت سرسامآور فجایع و وقایع کشوری نابسامان و بد اقبالی است. آنهایی که در این شرایط سرسختی بیشتری از خود نشان میدهند و خود را مصون میدانند، سریعتر از بین میروند. صراحت بیان کتاب نیز ستودنی است. شاید اگر تمرکز روی این کتاب بیشتر بود هرگز توفیق تجدید چاپ نمییافت. فقر و فحشا به یک اندازه در کتاب پر رنگاند. و یا اشاره به مسئله همجنسگرایی و ذهنیت عمومی نسبت به آن نیز از ارکان قابل توجه داستان بود. در نهایت خواننده خود را درگیر کشوری میبیند که در چرخه بیپایان مصیبت گرفتار است و این مصیبت در همه جا رسوخ میکند. تا خانواده و تا ذهن ما. جوری که انگار خلاصی از آن ممکن نیست. و با وجود اینکه نوید آیندهای بهتر نمیدهد ولی کمی روزنه باقی میگذارد، نه به معنای این که نوری هست، بلکه به این معنا که اگر روزی نوری بود، بتواند از آن روزنه داخل شود.
هشدار: آنچه در ادامه میآید، به اندازه درون من تلخ است. حلقه سوم، داستان انسانهای معمولی است. آنقدر معمولی که اگر استعداد خاصی برای نویسندگی نداشته باشید، هیچ چیز خاصی از زندگی آنها برای نوشتن بیرون نمیآید. حالا میفهمم چرا 《الف》 مدام میگوید: 《این داستان، خیلی شبیه وضعیت امروز ماست.》تا اواسط داستان بجز یکی دو واقعه مربوط به مذهب عوامانه آمیخته با خرافات و کلیشهها و محدودیتهای ضد زن، شباهت چشمگیر دیگری با خودمان نمیدیدم. اما حالا که داستان به پایان رسیده است، شباهت بسیار زیادی میان فلاکت و پوچی زندگی خودمان با قهرمانان خردهبورژوای آن داستان احساس میکنم: پشت سر گذاشتن آنهمه فراز و نشیب در یک برهه حساس تاریخی، به عنوان قربانیان کوچک و حقیر همان برهه حساس تاریخی که در نهایت نه چندان خوشبخت بودند و نه یادی از آنها باقی خواهد ماند. شاید اگر این کتاب را در روزهای اینچنین تاریک و سیاه خودمان نمیخواندم، قضاوتم به گونه دیگری بود و متنم را به شکل دیگری مینوشتم. روزهایی که مردمانمان، شبیه مردمان یونان در بحبوحه جنگ، به پیشواز فاجعهای از پس فاجعهی دیگر میروند و به قولی 《همیشه چیزهای بیشتری هست که از آدم بگیرند.》 ابتذال و موقعیت متزلزل طبقه متوسط ایران و رانده شدن مداوم انسانها از مرکز به وضعیتهای حاشیهای، شباهت عجیبی به تاریخ آن زمان یونان دارد. کلمات و جملات این کتاب را با بلند خواندن برای دوستی آغاز کردم که دیگر نیست. هر دو با هم از روانی و جذابیت روایت، لذت بردیم، لحظات کوتاهی که امید و خوشبختی از روزنهای کوچک، بر ما پرتو میافکند...
Τι βιβλίο αυτό καθόταν στο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Πάντα το μάτι μου έπεφτε πάνω του, αλλά για έναν περίεργο λόγο δίσταζα να το πιάσω στα χέρια μου και να το ξεκινήσω. Έλεγα κάποια στιγμή… ο χρόνος περνούσε κ η επιθυμία μου να το διαβάσω εξασθενούσε.
Πόσο λάθος έκανα τόσα χρόνια! Από τις πρώτες γραμμές της πρώτης σελίδας κατάλαβα πως θα το λατρέψω. Ως αναγνώστρια αντιλαμβάνομαι από την πρώτη επαφή - γνωριμία με τον/ τη συγγραφέα τι θα συναντήσω. Αδυνατούσα το πρώτο βράδυ να το αφήσω κ να πέσω για ύπνο. Η αμεσότητα της γραφής του με παρέσερνε στις σελίδες του.
Ουσιαστικά πρόκειται για τους μονολόγους δύο γυναικών, της Εκάβης και της Νίνας. Χειμαρρώδεις αφηγήσεις της ζωής τους, χωρίς οι λεπτομέρειες να σε τρομάζουν και να σε κουράζουν. Ζουν σε μια μικροαστική ελληνική κοινωνία. Βιώνουν χαρές, λύπες , απώλειες, πόλεμο, φτώχεια. Σκληρές κ σωματικά και συναισθηματικά, παλεύουν με «θηρία» και τραγικές καταστάσεις. Πέφτουν συνεχώς αντιμετωπίζοντας κακοτοπιές… Σηκώνονται… Στέκονται στα πόδια τους ξανά και ξανά. Δεν υπολογίζουν θεούς και θρησκείες, ούτε ιδεολογίες. Επιθυμούν μια καλή ζωή για τις οικογένειές τους. Μια χαρά και πολλές λύπες είναι η καθημερινότητά τους, αλλά μάχονται.
Εν κατακλείδι θα δηλώσω ευθαρσώς πως αυτό το βιβλίο είναι ένα αναγνωστικό διαμάντι που το προτείνω σε όλους!
Η τρίτη μου φορά, παρέα με την Νίνα, την Εκάβη και τις περιπέτειες τους έλαβε για άλλη μια φορά τέλος. Πόσο άμεσα "κεντησε" ο Ταχτσης τους ήρωες του! Για ακόμα μια φορά βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με 5 ολόλαμπρα αστεράκια! 25/09/2024
👍👍👍👍👍 Δεύτερη φορά που το διαβάζω και δηλώνω το ίδιο μαγεμένη από την τόσο ζωντανή αφήγηση του Κώστα Ταχτση. Η ιστορία της Ελλάδας μέσα από τα βάσανα και τις περιπέτειες δύο γυναικών της διπλανής πόρτας, της Νίνας, που έμελλε να παντρευτεί τρεις φορές και της βασανισμενης κυρά Εκάβης. Ζωντανοί, καθημερινοί άνθρωποι, λες και άκουγα τη γιαγιά μου να μου διηγείται τα συμβάντα της ζωής της. Το τρίτο στεφάνι είναι το αγαπημένο μου βιβλίο από την νεοελληνική λογοτεχνία. Εξαιρετικό το ζωντάνεμα μιας περασμένης εποχής και ένας Ταχτσης που, στην κυριολεξία, "κεντάει" με μαεστρία τους ήρωες του βιβλίου του. 5 αστέρια, χωρίς δεύτερη σκέψη!
Μία από τις ενδιαφέρουσες στιγμές της νεώτερης Ελληνικής λογοτεχνίας, ένα βιβλίο ιδιαίτερα δημοφιλές και επιτυχημένο που πολλοί ισχυρίζονται ότι περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τον τρόπο που ο κόσμος αντιλαμβάνονταν όλα τα γεγονότα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Το τελευταίο είναι ίσως κοντά στην πραγματικότητα και γίνεται με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, μέσα από τις αφηγήσεις των βασάνων δύο γυναικών μέσα σε όλη αυτή την ταραχώδη περίοδο. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι όλα αυτά τα γεγονότα τα παρακολουθούμε από μακριά, όπως η πλειοψηφία του ελληνικού λαού τότε, με το συγγραφέα να αποφεύγει τον πειρασμό να κάνει περισσότερες αναλύσεις και έτσι να χάσει η αφήγηση τον προσανατολισμό της.
Μένοντας έτσι στο περιθώριο της ιστορίας ο αναγνώστης βλέπει όλη αυτή την εποχή να ξετυλίγεται μπροστά του, με τις δυσκολίες της επιβίωσης, τη μιζέρια της καθημερινότητας, τα μικρά και τα μεγάλα όνειρα που χτίζονταν και γκρεμίζονταν ακολουθώντας τις τύχες της χώρας. Πάνω από όλα, όμως, αυτό που κάνει το βιβλίο ενδιαφέρον είναι αυτοί οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, αυτές οι δύο γυναίκες που η καθεμία με τον τρόπο της προσπαθούν να επιβιώσουν και να κερδίσουν ότι έχει να τους προσφέρει η ζωή, απέναντι σε όλες τις δυσκολίες που ρίχνει στο δρόμο τους το κοινωνικό και το οικογενειακό περιβάλλον τους. Οι ολοζώντανες αφηγήσεις τους είναι κάτι το εξαιρετικό και ο συγγραφέας μας τις προσφέρει με έναν τρόπο απλό που εκφράζει το λαϊκό συναίσθημα, χωρίς να γίνεται υπερβολικό. Το μόνο που δεν μου άρεσε είναι ότι όλη αυτή η μιζέρια που βγάζει η ιστορία, με τους τόσους χαρακτήρες να εκφράζουν ότι χειρότερο υπάρχει, μου δίνει μία αίσθηση αρνητισμού που δεν ξέρω αν ήταν αυτό που ένιωθε ο κόσμος τότε αλλά είναι κατά τη γνώμη μου στο συγγραφέας επιμένει περισσότερο από ότι θα έπρεπε.
Σίγουρα, όμως, αυτό που τελικά καταλαβαίνω μετά το τέλος της ανάγνωσης είναι ότι είναι ένα βιβλίο που αξίζει τη φήμη του και τη δημοτικότητά του και μπορώ να καταλάβω γιατί γενιές αναγνωστών βρήκαν σε αυτό κάτι οικείο που τους έφερε σε επαφή με ένα παρελθόν που έχει εξαφανιστεί αλλά πάντοτε φαίνεται ότι δεν βρίσκεται τόσο μακριά μας.
Δεν ξέρω γιατί δεν μου άρεσε. Το έψαχνα καιρό πιστεύοντας ότι θα το λατρέψω από τα όσα διάβαζα γι αυτό. Ίσως αν το είχα διαβάσει πολύ παλιότερα να το έβλεπα διαφορετικά. Αλλά δεν... δεν, με το ζόρι και αγγαρεία γιατί το χρυσοπλήρωσα. Μάλλον δε φταίει το βιβλίο Per se, δο.
Γλαφυρή γραφή που θυμίζει προφορική αφήγηση. Ένα θαυμάσια ρεαλιστικό βιβλίο για την περίοδο που γράφτηκε, δίνει τη δυνατότητα να δει ο αναγνώστης τη ζωή κατά τη διάρκεια του '40 και του '50 και να πάρει μία γενναία γεύση.
Dues dones fortes i amb caràcter s'expliquen tot el que han hagut de suportar per tirar endavant les seves famílies, malgrat la malaltia, les infidelitats i la pèrdua de poder adquisitiu que els provoca les envestides de la Segona Guerra Mundial, l'ocupació grega per part dels nazis i l'alçament del poble que acaba en guerra civil. Dues dones que acabaran sent sogra i nora, però que abans van ser pilars on agafar-se, confidents i amigues.
La Nina i l'Ekavi tenen famílies extenses i les han vistes de tots colors, però continuen dempeus. Al mateix temps, ens fan conèixer la història de tot un poble que, en èpoques convulses, cerca la pròpia identitat social i política.
El retrat que fa Taktsís de les seves protagonistes i de Grècia ens submergeix en una realitat difícil, en una xarxa densa de personatges en la que tots hi juguen un paper però només dues brillen amb llum pròpia. Descriptiu, reflexiu, però farcit de moments tragicòmics, fins i tot amb punts d'humor barroer que trenquen a la perfecció amb la cadència de ritme més aviat lent de l'obra. El que expliquen la Nina i l'Ekavi ens ha fet recordat el tarannà italià, potser perquè ens és més conegut, i a estones fins i tot sembla una obra de teatre.
Un autor molt desconegut a casa nostra i que només va poder escriure una novel·la: aquesta. Poc després el van trobar mort i mai es va aclarir què va passar. Potser aquest relat atrevit, valent per la mentalitat que exposa i perquè no estalvia crítica social hi va tenir alguna cosa a veure. Lectura complexa i que requereix posar-hi atenció, però absorbent i magnètica. Un plaer deixar-se atrapar per la xarxa de l'Ekavi i la Nina i poder-ho fer en català!
Από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και αναμφίβολα το pièce de resistance του Τακτσή. Απλή, σταράτη γλώσσα, αυθεντικοί χαρακτήρες. Πρέπει να το διαβάσετε οπωσδήποτε.
Interesante novela que nos describe la primera mitad del siglo XX en Grecia. Con sus luces y sus sombras. Sobre todo sus sombras. Porque está contada mayormente desde el punto de vista de una mujer, una madre cuyos hijos ya son adultos, a la que le pasa de todo.
Aunque no exactamente a ella. Ella también tiene sus historias, pero esta es la historia de sus hijos, mayormente, y su relación con ellos. Solo quiero recordar que el melodrama lo inventaron los griegos (en realidad no, pero sí que inventaron el drama occidental). Y la protagonista de este libro (que no la narradora), Ecavi, es esa protagonista de drama costumbrista del neorrealismo (que sí, el neorrealismo es italiano, pero comparten alma).
Al final lo que nos cuenta esta novela son los sinsabores de la vida familiar, de las relaciones maternofiliales, todo ello con el paisaje al fondo de la turbulenta política griega del siglo XX (solo quiero recordar que tras la Segunda Guerra Mundial los aliados tuvieron a bien apoyar una dictadura militar, que no sería ni la primera ni la última que sufriría el país).
Taktsis además, no tiene complejos al describir la homofobia, el antisemistismo, el clasismo y toda la convulsión política del país. Los personajes pueden llegar a ser un poco bolsas de basura con patas. Y al mismo tiempo, generosos y llenos de vida.
Es una de esas novelas en las que, sin ser épicas, pasan un montón de cosas y donde la protagonista es memorable. ¿Me dio la impresión de que hacia el final perdía un poco de fuelle? Tal vez, pero es que Ecavi también empezaba a ser sobrepasada por su propia vida y sus decisiones. Y es posible que fuera más eso. De todas formas, la historia de Ecavi la he oído otras veces, de otras mujeres, en este país, así que se siente muy cercana. Y a la vez muy griega. Porque madre mía qué tremendista es esa gente.
ισως να μην μπορεσω να ειμαι αντικειμενικη με αυτο το βιβλιο...ειναι αν οχι το αγαπημενο μου βιβλιο ,ενα απο τα πιο αγαπημενα μου...διβαζοντας το υποκλιθηκα πολλες φορες στην πενα του συγγραφεα.
Hay libros que no solo cuentan historias, sino que te meten de lleno en una cultura, y “La tercera boda” de Kostas Taktsís hace eso a la perfección. Aquí no hay grandes héroes ni gestas épicas; lo que tenemos son las voces auténticas de Nina y Ecavi, dos mujeres que, entre monólogos llenos de chismes y confesiones, te hacen recorrer décadas de historia griega sin que te des cuenta.
El punto fuerte del libro es, sin duda, su lenguaje. Es directo, popular, y tan cercano que te parece estar escuchando a una vecina de toda la vida contarte sus penas y alegrías mientras tomas un café. Taktsís consigue que te sientas parte de esas reuniones de patio donde todo el mundo opina, critica y, de paso, desvela un poquito de su alma.
La trama se sitúa en la Grecia de la ocupación y la guerra civil, y aunque el contexto histórico es importante, lo que de verdad brilla son estas dos mujeres enfrentándose a su día a día. Con sus historias y recuerdos, Taktsís construye un retrato de la época lleno de miseria, sueños rotos y pequeñas resistencias, pero también de humor y humanidad.
Eso sí, no es un libro perfecto. Hay momentos en los que la narrativa se vuelve algo repetitiva y ciertos personajes secundarios parecen estar ahí solo para cumplir con los estereotipos. Sin embargo, estos detalles no le quitan fuerza a la obra, que se sostiene por la autenticidad de las voces protagonistas y el realismo que desprende cada página.
Pocas veces una obra logra que lo cotidiano y lo histórico se entrelacen de manera tan natural. “La tercera boda” es un viaje a un pasado que, aunque distante, resuena con cuestiones universales: la lucha por sobrevivir, los vínculos familiares y las pequeñas alegrías que se cuelan entre los días difíciles.
Lamentablemente Kostas Taktsís fue asesinado, quizá por su sexualidad, quizá por sus ideales políticos… quién sabe qué otras obras nos podría haber brindado si hubiera gozado de libertad y de una vida sin censura. Lo que sí es de agradecer es que podamos disfrutar de «La tercera boda», publicada en 1962, que nos ofrece la incansable lucha de dos personajes femeninos que dan voz y representan la historia de las mujeres griegas. Hoy gozamos de su traducción gracias a la labor de @trotalibros de recuperar grandes obras olvidadas y esta es una de ellas.
La novela se desarrolla como en una tragedia griega clásica modernizada, con excesivo drama, tremendo carácter y mucha crítica social. Es a través de las conversaciones entre Nina y Ecavi (nuestras dos maravillosas protagonistas) que las conoceremos en profundidad; por medio de largos diálogos compartirán sus propias vivencias y confidencias, lamentarán las pérdidas sufridas y mostrarán la una a la otra su realidad, las inagotables cargas familiares y el paso del tiempo que no ofrece tregua. Hay un vínculo especial entre ellas, una unión, una amistad como pocas que se va fraguando con los años. Mientras, viviremos parte de la historia de Grecia de principios del siglo XX, de aquellos años en los que las guerras trajeron hambruna y miseria al país dejándolo devastado a su paso. Descrito por el autor, que no escatima en detalles, seremos partícipes del turbulento movimiento político y del horrible clasismo de la época.
Lo único que reprocho a Taktsís es que he echado enormemente en falta que ahondara en la relación maternofilial y consecuentemente, en el personaje de María, si bien menciona en infinidad de ocaciones el sentimiento de rechazo extremo de Nina hacia su hija, apenas conocemos su relación. Todos esos pasajes están cargados de un humor tan afilado que logran romper con la parsimoniosa narración y forma un contraste maravilloso. Pero, en definitiva, no hay nada negativo que pueda decir de esta obra, al contrario. Desde el comienzo te abstrae, te muestra el retrato de una época y te brinda unos personajes que difícilmente podrás olvidar. Una joyita griega con la que seguir disfrutando de la literatura.
Απίστευτα καλογραμμένο, το βιβλίο δεν έχει ούτε ένα “plot hole”. Η συνέπεια της αφήγησης ήταν σοκαριστική και μια ανάσα δροσιάς όταν τη συγκρίνω με τις βλακείες που γράφουν στο Netflix ή στο HBO.
Είναι αδύνατο να διαβάσεις αυτό το βιβλίο ως έλληνας και να μη σου φανούν οικία πολλά από τα οποία οι δύο πρωταγωνίστριες υποφέρουν. Ένα βασικό θέμα του βιβλίου κατά τη γνώμη μου είναι η αυτοθυσία των γυναικών (μία αυτοθυσία που πιθανότατα δεν ζήτησε κανένας από αυτές), η αχαριστία που εισπράττουν ως απάντηση και η γκρίνια τους ως απόκριση σε αυτή την αχαριστία.
Επίσης βρήκα το βιβλίο ως μία εξαιρετική πηγή για να μάθω νεότερη ιστορία, κάτι που ομολογώ ότι αμέλησα στο σχολείο ως δευτεροδεσμίτης. Όταν ένα μυθιστόρημα με κάνει να ψάχνω ιστορικές πληροφορίες στην Βικιπαίδεια, το θεωρώ μεγάλη επιτυχία και μεγάλη απόλαυση.
Τέλος, διαφωνώ με άλλες κριτικές που θεωρούν ότι το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην κατινιά (misogyny much?) και που χρησιμοποιούν χυδαίους όρους όπως ότι ο Ταχτσής ήταν κακιασμένη αδερφή (homophobia much?). Για την ακρίβεια περίμενα να βρω ακόμα πιο έκδηλα queer στοιχεία στις σελίδες του βιβλίου, ενώ ήταν ελάχιστα.
Αν διαβάσει κάποιος αυτό το βιβλίο και το μόνο που εντοπίσει είναι η κατινιά των ηρωίδων, τότε μάλλον έδωσε βάρος σε λάθος στοιχεία. Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην μεγαλοψυχία που τελικά επιβάλλεται στην μικροπρέπεια· στην αγάπη και την αφοσίωση που οι γυναίκες από πάντα έδειχναν στην οικογένειά τους χωρίς να λαμβάνουν απαραίτητα την αναγνώριση που του αξίζει· στην αντίσταση απέναντι στην προσωρινότητα και τη ματαιότητα της ζωής.
Ο συγγραφέας δεν μισεί τις γυναίκες, αντιθέτως τις αγαπάει βαθύτατα και τις καταλαβαίνει τόσο πολύ σε σημείο που να κάνει αναρωτιέμαι όχι αν ήταν τραβεστί, όπως επίσης πολύ χυδαία έγραψαν κάποιοι στις κριτικές τους, αλλά αν ήταν εν τελεί και ο ίδιος γυναίκα.
κουτσομπολιο και πολλα νευρα. νιώθω λες και ειμαι στο χωριο και έχουν μαζευτει οι γειτονισσες στο σπιτι για καφε και για να θαψουν κοσμο. λόγω καραντινας βαριεμαι τη ζωή μου οποτε μη σχολιασετε το ότι εκανα 100 μήνες για να το τελειώσω.
Γεννήθηκα το 1964. Αγαπώ πολυ το διάβασμα. Τα βιβλία που θελω να διαβάσω ειναι παντα περισσότερα απο αυτά που προλαβαίνω να διαβάσω . Κι όμως κάποια βιβλία τα διαβάζω συνέχεια. Ανάμεσα στα καινουρια διαβασματα, ολόκληρα η αποσπασματικά ,κάποια βιβλία τα χω διαβάσει τρεις, πέντε, δεκα φορές. Ενα τέτοιο βιβλίο ειναι το τρίτο στεφάνι. Έχω χάσει πια το μέτρημα. Και ειναι παντα σαν την πρώτη φορά.
Το ξεκινάς δειλά-δειλά και καταλήγει να σε παρασέρνει ώς την τελευταία σελίδα. Ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο, θαυμαστό δείγμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Πιστεύω ότι κάθε βιβλίο έχει την εποχή του. Αν και ήθελα πολύ να το διαβάσω " το αριστούργημα" που όλοι μου έλεγαν Εγώ δε το είδα. Το ίδιο είχα πάθει και με το σκοτεινό ποτάμι.
Ίσως αν το διάβαζα χρόνια πριν να είχα ξετρελαθεί. Οχι πια σε μια άλλη εποχή από αυτη του βιβλίου.
Οκ. Πολλά μαθήματα ζωής παίρνεις από τους ανθρώπους που έζησαν στο βιβλίο αλλα αυτη η απαισιόδοξια και τα τόσα μόνο κακα προβλήματα είναι κάτι που στα βιβλία δε με μαγεύουν πια. Άλλωστε είναι η καθημερινότητα μου. Βρήκα όμως μέσα του μια σταλιά από την παλιά εποχή που μου έλειπε. Λίγο " γιαγιά" λίγο φτώχεια με χαμόγελο. Κάτι που λείπει από το σήμερα μας.
Μου άρεσε η γλώσσα που χρησιμοποιείτε από το συγγραφέα. Μου άρεσαν πολλά συμβάντα που με έκαναν να γελώ και να κλαίω μαζί.
Η Νίνα και η Εκάβη είναι δύο γυναίκες που γνωρίζονται λίγο πριν την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η κάθε μια έχει το παρελθόν και την οικογένειά της, τις αντιλήψεις της και τον χαρακτήρα της. Θα γίνουν πολύ καλές φίλες και θα μοιραστούν τα βάσανα που βίωσαν κι αυτά που έρχονται. Μέσα από τις ιστορίες τους ζωντανεύει όλη η κοινωνική και πολιτική ιστορία της Ελλάδας και διάφορα γεγονότα θα τις σημαδέψουν, θα τις χωρίσουν, θα τις ενώσουν ξανά.
Το μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή το έχω διαβάσει μέχρι τώρα δύο φορές. Με αφορμή την επανέκδοσή του από τον Ψυχογιό, μ’ ένα φροντισμένο και αφαιρετικό, γεμάτο νοήματα, εξώφυλλο του Θάνου Κακολύρη και με εισαγωγή της Μικέλας Χαρτουλάρη, το ξανάπιασα με χαρά στα χέρια μου και ταξίδεψα πάλι από τη δεκαετία του 1920 ως την εποχή του Εμφυλίου. Γυναίκες και άντρες, παιδιά και ηλικιωμένοι, συγγενείς και φίλοι, παρέλασαν μπροστά στα μάτια μου με τις περιπέτειες και τις αναποδιές τους, με την καλοτυχία και τη γρουσουζιά τους, με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, με τα αρνητικά και τα θετικά τους γνωρίσματα, μου συστήθηκαν, με κέρασαν γλυκό μα και φαρμάκι, τσακώθηκαν, μόνιασαν, με έκαναν να νιώσω κομμάτι τους. Κι όλα αυτά χάρη σε δυο γυναίκες, την Εκάβη και τη Νίνα, δύο αντίθετους πόλους που γυρίζουν όμως γύρω από τον ίδιο άξονα, αυτόν της μοίρας. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανήκει αρχικά στη Νίνα που παραδίδει τη σκυτάλη στη φίλη της και την ξαναπαίρνει ανά τακτά διαστήματα όταν φτάνουμε στην Κατοχή. Πότε η μια και πότε η άλλη ξεδιπλώνουν τα βάσανα, τις πίκρες, τις ατυχίες, τις χαρές, τις αναποδιές τους.
Ο λόγος είναι χειμαρρώδης, καταιγιστικός, το κείμενο ρέει αβίαστα, μπολιασμένο με μεγάλες παραγράφους, με ποικιλία εκφράσεων, με διαχρονικά νοήματα και απόψεις που άλλους θα τους βρουν σύμφωνους και άλλους ενάντιους. Ο Κώστας Ταχτσής δεν ακολουθεί συγκεκριμένο στυλ και ύφος, αντίθετα, εναλλάσσει στην αφήγησή του καθαρευουσιάνικες εκφράσεις με λαϊκές, εμπλουτίζει ή απλοποιεί το λεξιλόγιο κατά το δοκούν, οι διάλογοι παρεμβάλλονται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, ζωηρεύοντάς την και χαρίζοντάς της αυθεντικότητα και ρεαλισμό. Δεν κρατάει κανένα στερεότυπο, δεν υπακούει σε κανόνες και νόρμες. Το αφήνει να βγει από μέσα του ατόφιο, μεστό, πλήρες και η εξιστόρηση μας πηγαίνει από το τέλος του Εμφυλίου, όπου αρχίζει το μυθιστόρημα, πίσω στο κοντινό παρελθόν κι από κει στο πιο μακρινό για να ξανάρθουμε στο χτες, να ξαναφύγουμε στο προχτές, να γυρίσουμε πάλι… Δε χάθηκα ούτε στιγμή, δεν μπερδεύτηκα καθόλου, δε βαρυγκώμησα λεπτό. Ένα ορμητικό ποτάμι ρέει δίπλα στα γεγονότα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, ποτίζει τους ανθρώπους των δύο γυναικών και τους φέρνει πότε φουσκονεριές και πότε γαλήνη. Όταν μάλιστα το βάρος της αφήγησης πέφτει στα γεγονότα της δεκαετίας του 1940, όπου έχουμε ήδη γνωρίσει και μάθει τις συμφορές της Εκάβης και τις περιπέτειες της Νίνας, η πλοκή εξελίσσεται στρωτά και με συνεχή ροή, αφήνοντάς με να απολαύσω τη γλώσσα, τις περιπέτειες, την ωρίμανση των χαρακτήρων που γνώρισα.
Η Νίνα είναι μια γυναίκα χορτασμένη, με τρεις γάμους, έχει βιώσει τη μεγάλη αγάπη, έχει ζήσει άνετη οικονομικά ζωή, σηκώνει ένα μεγάλο βάρος (μεγαλώνει την κόρη της από τον πρώτο γάμο, ένα πλάσμα αυθάδες, ιταμό, προκλητικό, με κάκιστη συμπεριφορά απέναντί της) αλλά δε βαρυγκωμά. Ψυχολογικά, δεν το βάζει κάτω, παρ’ όλη την ηλικία της: «Το σώμα δε γερνάει, αν δε γεράσει πρώτα η καρδιά» (σελ. 22-23). Θυμάται με άτακτη σειρά τα προηγούμενα χρόνια της και παραδέχεται πως δεν έζησε πολλές ευτυχισμένες στιγμές: «Γιατί, χωρίς να θέλω να πω, όπως κάνουν μερικές, ότι είμαι η πιο άτυχη γυναίκα του κόσμου, η αλήθεια είναι ότι είχα κι εγώ το μερτικό μου απ’ τα φαρμάκια της ζωής» (σελ. 53).
Στον αντίποδα, η Εκάβη, μια γυναίκα μετρημένα θρήσκα, χτυπημένη από τα βάσανα της μοίρας ή ίσως κι από τον νευρωσικό της χαρακτήρα, με τέσσερα παιδιά που περνάνε από του λιναριού τα πάθη κυρίως λόγω του χαρακτήρα τους και δευτερευόντως εξαιτίας της συμπεριφοράς της μάνας τους. Έχει πίστη στη ζωή και τους ανθρώπους παρά την επιφανειακή απαισιοδοξία της, τρελαίνεται να δραματοποιεί τη ζωή της και να τη γεμίζει αστεία, πάντα εις βάρος της, ποτέ στων άλλων, γνωρίζουμε και τα δικά της γονικά εκτός από τα παιδιά και τα εγγόνια της, τη Θεσσαλονίκη όπου έζησε για είκοσι χρόνια, τις κατάρες και τ’ αναθέματα, τους καβγάδες και τα ρεζιλίκια. Μοιχεία, απάτη, διγαμία, προδοσία, εξαπάτηση, φυλακές, κλοπές, όλα τα ένιωσε στο πετσί της και όλα τη μάτωσαν.
Η Νίνα, σύζυγος εργολάβου οικοδομών που τελικά ασθένησε και η Εκάβη, σύζυγος εμπόρου της Θεσσαλονίκης, έζησαν μεγαλεία χωρίς να χάσουν την απλότητα και την ταπεινότητά τους και όταν γνωρίστηκαν ίσα που τα έφερναν βόλτα, η Εκάβη με τα τραβήγματα των παιδιών της και η Νίνα με την αρρώστια του άντρα της. Αυτά θυμάται η Νίνα χρόνια μετά κι έτσι εκτυλίσσεται και το μυθιστόρημα. Χιλιάδες θέματα τα αγκαλιάζει ή τα μέμφεται ο συγγραφέας: την ευπιστία από επιτήδειους «οσίους» (παρ’ όλο που η Νίνα το δηλώνει σαφώς: «Πιστεύω σ’ αυτήν την άγνωστη δύναμη που κυβερνάει τον κόσμο», σελ. 43), την ομοφυλοφιλία, τη μικροαστική τάξη που αρχίζει να μεταμορφώνεται (όχι θετικά), τις υποκρισίες πίσω από τα καθαρά ασβεστωμένα σπίτια, τις σχέσεις μεταξύ των συζύγων και πώς αλλάζει η θέση της γυναίκας με τον καιρό μέσα και έξω από την οικογένεια, τον υπόκοσμο, την πορνεία, τον κομμουνισμό, τη φυματίωση, τα λάθη στην ανατροφή των παιδιών σε συνδυασμό με τις εμπειρίες τους που τα επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά απέναντι στους γονείς, τον πόλεμο, την Κατοχή, τον εμφύλιο και την καθημερινότητα των ανθρώπων εκείνες τις δύσκολες ώρες («Ο κίνδυνος ξύπνησε μέσα μας αισθήματα που ή δεν υπήρχαν πριν ή υπήρχαν και δεν το ξέραμε. Μας έφερε πιο κοντά τον ένα στον άλλο…», σελ. 222). Οι λαϊκές δοξασίες και η ευπιστία των ανθρώπων συγκρούονται με τον ορθολογισμό που απαιτούν κάποιες περιστάσεις. Συγκινητικές και κωμικές, τραγικές και ρομαντικές, όλες οι στιγμές φωτίζονται ποικιλοτρόπως και καταγράφονται με απλότητα και αμεσότητα («Ο μπαμπάς έλεγε πως ο θάνατος των ανθρώπων που αγαπάμε είναι πληγή από κοφτερό μαχαίρι, ο πόνος έρχεται αργότερα, όταν η πληγή κρυώσει…», σελ. 255).
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και δολοφονήθηκε το 1988. Όταν χώρισαν οι γονείς του, ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία επτά ετών για να μεγαλώσει με τη γιαγιά του. Έκανε πολλές και διαφορετικές δουλειές, ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο με διάφορες αφορμές και έγραψε το «Τρίτο στεφάνι» σε μια από αυτές τις περιοδείες. Τη δεκαετία του 1950 εξέδωσε ποιητικές συλλογές και, αφού το απέρριψαν ως «ακατάλληλο», με δικά του χρήματα «Το τρίτο στεφάνι» το 1962, ένα βιβλίο που δεν πέτυχε εμπορικά ως τη Δικτατορία, οπότε και διαδόθηκε κυρίως μέσω των πολιτικών κρατουμένων, και κυκλοφόρησε από τον «Ερμή» το 1970. Ακολούθησαν το 1972 η συλλογή διηγημάτων «Τα ρέστα» και το 1979 το αυτοβιογραφικό «Η γιαγιά μου η Αθήνα».
«Το τρίτο στεφάνι» είναι ένα τρυφερό και σκληρό, ρεαλιστικό και συγκινητικό μυθιστόρημα που φωτογραφίζει με ενάργεια και πιστότητα χαρακτήρες και γεγονότα του Μεσοπολέμου και μεταγενέστερα, με τέτοιο τρόπο που παρασύρει και ταξιδεύει τον αναγνώστη. Μάλιστα, για να παραφράσω τα τελευταία λόγια της Νίνας, «είμαι ικανός να το διαβάσω και τέταρτη φορά. Όχι τίποτ’ άλλο, έτσι, για να σκάσεις»!
Διάβασα αυτό το βιβλίο αφενός λόγω περιέργειας, γιατί παρόλο που είναι το μοναδικό έργο του Ταχτσή τον κατέταξε στους κορυφαίους Έλληνες πεζογράφους της εποχής του και αφετέρου λόγω ενδιαφέροντος για τον ίδιο τον Ταχτσή, ο οποίος ήταν εξαιρετικά προοδευτικός για την εποχή του. Το διάβασα πολύ γρήγορα και εύκολα γιατί η ανάγνωση σου ήταν σαν να ακούω τις θείες της γειτονιάς να λένε τα νέα και τα παράπονα τους.