Λίγο καιρό πριν εγκαταλείψει την Ελλάδα, ο Αντώνης Σπετσιώτης έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη επαγγελματική υπόθεση, να συναντήσει τον πρώτο του έρωτα και να συνοδεύσει τον πατέρα του στο τελευταίο του δρομολόγιο πριν βγει στη σύνταξη - όλα στη διάρκεια της ίδιας καλοκαιρινής ημέρας του 2014.
Ένα εικοσιτετράωρο που ξεκινάει στα δικαστήρια, συνεχίζεται σε μια καφετέρια στα Πατήσια, σε ένα οικόπεδο στο Χαλκούτσι και σε ένα πάρκινγκ στον Ορχομενό, πριν τελειώσει απρόβλεπτα τα ξημερώματα στους δρόμους της Αθήνας.
Ένα μυθιστόρημα για τον μικρό άθλο να είσαι ο εαυτός σου κάθε μέρα από την αρχή, για μια εποχή ανάμεσα σε πράγματα που έχουν τελειώσει και σε άλλα που δεν έχουν αρχίσει, για όλα όσα συμβαίνουν αφού πούμε όσα είχαμε να πούμε.
Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά, ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Έχει κερδίσει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος των εκδόσεων Πατάκη για νέους συγγραφείς (2007), καθώς και στον αντίστοιχο διαγωνισμό του Βρετανικού Συμβουλίου (2009). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και στα λογοτεχνικά περιοδικά “(δε)κατά”, “Εντευκτήριο” και “The Books Journal”, ενώ βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευτεί στην “Εφημερίδα των Συντακτών” και στο “The Books Journal”. Για το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγηµάτων Μια χαρά (Εκδόσεις Πατάκη, 2014), τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεµφανιζόµενου Συγγραφέα (εξ ηµισείας), ενώ περιλήφθηκε επίσης στις βραχείες λίστες του Βραβείου Πρωτοεµφανιζόµενου Πεζογράφου του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης και του Βραβείου Νέου Λογοτέχνη του περιοδικού Κλεψύδρα. Το µυθιστόρηµα Εκεί που ζούµε (Μαϊος 2019) είναι το δεύτερο βιβλίο του και απέσπασε το Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού Κλεψύδρα.
Πριν αρχίσουμε, θέλω κύριε συνήγορε/συγγραφεύ να εξηγήσετε μερικά πράγματα: α) πως κατόρθωσες ρε μπαγάσα να τσιμπήσεις αναβολή σε αστική υπόθεση ΑΦΟΥ τελείωσε η εξέταση των μαρτύρων (και σύμφωνα με σένα πήγε ανέλπιστα καλά, ο γιος και μάρτυρας της ενάγουσας, αν και με IQ 150, δεν "τα έλεγε" αρχικά), ήταν στα μισά της ανωμοτί κατάθεσης της ενάγουσας που ζήτησε η Πρόεδρος -που δεν το λες και απαραίτητο -(μετά τηλεφώνημα για βόμβα στην Ευελπίδων, διακοπή, λιποθυμία της ενάγουσας, έρχεται το ΕΚΑΒ) και μετά ψελλίζεις κάτι για ανωτέρα βία; β) σε παίρνει Παρασκευή 2.30 την νύχτα η δικηγόρος της αντιδίκου και σου λέει "μάζεψε τον πελάτη σου" που είναι στο ΑΤ Αμπελοκήπων και απειλεί με μηνύσεις για ανθρωποκτονία που προκάλεσε με τις ερωτήσεις της (!) και εξύβριση και συκοφαντική δυσφήσμιση (Ποιας ; Της νεκρής ; Ντοινγκ) και εσύ αντί να την σιχτιρίσεις, λες για "προφανώς αβάσιμη μήνυση", ενώ αυτή ως δικηγόρος λέει σε άλλο δικηγόρο πως φοβάται το ΑΥΤΟΦΩΡΟ γιατί την πήραν τηλέφωνο από το ΑΤ. ΔΕΝ ΣΧΟΛΙΑΖΩ ΑΛΛΟ. "Να κοιμηθώ ήσυχη;" Ρωτάει. Ναι, δεν θα στείλει, κοιμήσου. Επί της ουσίας : το εξαιρετικό, αγχωμένο 24ωρο ενός νέου δικηγόρου από τα δικαστηρία, σε δικηγορικά γραφεία, στους δρόμους της Αθήνας, σε άδειες καφετέριες και ερημωμένα εμπορικά κέντρα, σε φαστ φουντ στην Εθνική Οδό , σε ξεχασμένους δρόμους της επαρχιακής Αττικής, και σε μια Αθήνα που ξυπνάει, και υποδυόμενος ρόλους του δικηγόρου,του γείτονα, του συνεργάτη σε δικηγορικό γραφείο, του πρώην, του φίλου-πρώην, του γιου χωρισμένων γονιών, του αδερφού, είναι δικαίως της φήμης του ένα από τα πιο συγκλονιστικά ντεμπούτα στο ελληνικό μυθιστόρημα των τελευταίων πολλών,πολλών χρόνων (το προηγούμενο του πόνημα "Μια χαρά" ήταν συλλογή διηγημάτων). Όχι μόνο συνοψίζει την "κρίση" σε 24 ώρες, βαθιά ανθρώπινο, αλλά τα κατορθώνει εκεί που άλλοι πουλάνε μίρλα και κατήχηση, μερικές φορές γραμμένα από συναδέλφους του (*γκουχ Μπλε Υγρό γκουχ*), έχοντας ένα αναπάντεχο χιούμορ σε ανύποπτες στιγμές. Πχ περιμένοντας την σειρά του ο ήρωας παρατηρεί γραμμένο στα έδρα των δικαστηρίων "Δικηγόροι γιατί δεν αυτοκτονείτε;" με κάποιον αλλο να γράφει από κάτω "Έλα ντε", ενώ μετά από έντονα φορτισμένη σκηνή εξώ από το νεκροτομείο του Νοσοκομείου, ο ήρωας που μόλις τον αποκάλεσαν "λίγο καθίκι" λόγω της δουλειάς του, κάνει τα παράπονα του : " Αυτό με το οποίο σίγουρα διαφωνώ είναι η άνεση με την οποία ο κόσμος μου λέει την γνώμη του για το επάγγελμα μου...μιλάω για ανθρώπους τους οποίους γνωρίζεις πρώτη φορά, σ' τους συστήνουν κάπου, σ' ένα πάρτι ή σε μια εκδήλωση, και μετά από πέντε λεπτά κουβέντας σου λένε χαμογελαστοί πως οι δικηγόροι είνα λίγο απατεώνες ή μαφιόζοι ή δεν τους σηκώνεται...εγώ πάντως δεν έτυχε να γνωρίσω κάποιον ηχολήπτη και να του πω : Χωρίς παρεξήγηση τώρα, αλλά τι μουνόπανα που είναι οι ηχολήπτες, Θεέ μου" Δεν θέλω να πιστεύω πως επειδή ο συγγραφέας ακολούθησε το ρητό που λένε σε όλα τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής "Write what you know" είναι one time wonder, προφανώς ως μέλος του ΔΣΑ (ε, ναι, το έψαξα). Τι άλλο; Α ναι , έξτρα πόντους που παρουσιάζει μια Κοζάνη ως no mans land με μείον πέντε και με νεκρά τηλέφωνα. Κλείνοντας ας κάνουμε quote το αφεντικό μεγαλοδικηγόρο (μπα, όχι και τόσο) του ήρωα στο γραφείο που είναι συνεργάτης για τους (τις) δικαστές: "τίποτα δεν είναι. Οι αποτυχημένοι της ζωής είναι. Κάτι βλαμμένα κοριτσάκια είναι, που δεν έχουν παρει ούτε ένα τσιμπούκι στη ζωή τους και θέλουν μετά να δικάσουν υποθέσεις διαζυγίου.Πες μου, πως είναι δυνατόν να δικάσει κάποιος οικογενειακό δίκαιο, αν δεν έχει πάρει ούτε ένα τσιμπούκι στη ζωη του ;" Ε ναι, ξεκάθαρα πεντάστερο.
"Αυτό δε σημαίνει καθόλου πώς νοιάζεται ακόμα για μένα - η γνώμη μου όμως τη νοιάζει, όπως μας νοιάζει όλους η γνώμη όλων, ό,τι κι αν λέμε. Να ένα από τα λίγα πράγματα που μπορώ να πω με βεβαιότητα μετά από τριάντα πέντε χρόνια ζωής - ο άλλος δεν είναι ούτε η κόλαση, ούτε ο παράδεισος, ούτε ο εαυτός μας με άλλη μορφή: ο άλλος είναι δικαστήριο ."
Το 24ωρο ενός δικηγόρου λίγο πριν ξεχάσουμε πώς είναι με την καραντίνα. Ένα ωραίο βιβλίο που περιγράφει με αρκετή ευστοχία και ακρίβεια όλες τις υπαρξιακές ανησυχίες και τη ματαίωση των δικηγόρων αυτής της γενιάς, της πρώτης γενιάς που μπαίνοντας στο επάγγελμα διαψεύστηκαν όσες προσδοκίες μπορεί να είχε ότι θα αποκτήσει αυξημένο κύρος και πολλά λεφτά.
Προφανώς το γεγονός ότι είμαστε συνάδελφοι με τον Αντώνη Σπετσιώτη (και το συγγραφέα πίσω από τον ήρωα) και ότι μένουμε στην ίδια γειτονιά δημιουργεί μια έντονη ταύτιση, ένα "αχά" σε κάθε πρόταση στην οποία αναγνωρίζω κάτι από τον εαυτό μου και την καθημερινότητά μου. Όμως νομίζω ότι το "Εκεί που ζούμε" μπορεί να αρέσει και σε μη νομικους αναγνώστες. Ή μάλλον δεν το νομίζω, το ξέρω, μια κι εγώ το έμαθα από φίλους μου που δεν είναι δικηγόροι. Προφανώς δεν πρόκειται για το αριστούργημα του αιώνα μας, έχει όμως ένα πολύ καλαίσθητο χιούμορ και μια ευαισθησία στη γραφή που τραβάνε τον αναγνώστη. Εμένα με τράβηξε τουλάχιστον και το προτείνω.
Βιβλία Ελλήνων συγγραφέων δεν διαβάζω ιδιαίτερα, ιδίως νέων. Όχι γιατί τους σνομπάρω, αλλά γιατί δεν παρακολουθώ την εγχώρια εκδοτική παραγωγή και διστάζω να αγοράσω κάτι που μπορεί να βγει μάπα (θα μου πεις με τους ξένους δεν μπορεί; Βεβαίως και ναι, αλλά τουλάχιστον εκεί η πληροφόρηση είναι μεγαλύτερη - αν και αυτό δεν είναι πάντα καλό, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση). Την αμαρτία μου επίσης θα την πω, είδα όνομα "Χρίστος", με "ι", και σκέφτηκα "σε ψώνιο πέσαμε". Καμία σχέση όμως. Αυτό όμως το βιβλίο αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη, μια εξαίρεση που επιβεβαίωσε (κάποιον) κανόνα. 3,5/5 θα του έβαζα και οπωσδήποτε αξίζει το μισό υπέρ του, λόγω εντοπιότητας, λόγω της δικηγορικής μας ιδιότητας και λόγω γιατί έτσι μου αρέσει.
Και θα κλείσω με κάτι πολύ εύστοχο που διάβασα σε αυτό το βιβλίο, που δεν το είχα σκεφτεί αλλά είναι πέρα για πέρα αλήθεια:
"Αυτό με το οποίο σίγουρα διαφωνώ είναι η άνεση με την οποία ο κόσμος μου λέει τη γνώμη του για το επάγγελμά μου, και δεν μιλάω για τον Κώστα - μιλάω για ανθρώπους τους οποίους γνωρίζεις πρώτη φορά, σ' τους συστήνουν κάπου, σε ένα πάρτι ή μια εκδήλωση, και μετά από πέντε λεπτά κουβέντας σου λένε χαμογελαστοί πως οι δικηγόροι είναι λίγο απατεώνες ή μαφιόζοι ή δεν τους σηκώνεται. Ίσως θεωρούν πως ως δικηγόρος έχεις τόσους λόγους να είσαι χαρούμενος, ώστε δε σε πειράζει στ' αλήθεια λίγη κριτική ή να σου πουν ότι είσαι λαμόγιο, αφού εξάλλου είσαι. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ να το εξηγήσω - εγώ πάντως δεν έτυχε να γνωρίσω ποτέ κανέναν ηχολήπτη, για παράδειγμα, και να του πω: Χωρίς παρεξήγηση τώρα, αλλά τι μουνόπανα που είναι οι ηχολήπτες, Θεέ μου."
Κλασικό 5στερο που λέει και ένας φίλος, εν μέρει γιατί περιγράφει την ζωή ενός Δικηγόρου εκεί στα 35+, που ήταν σαν να διάβαζα την ίδια τη ζωή μου στην ίδια περίοδο (μέχρι και στους ίδιους δρόμους μέναμε, πανάθεμά τον), εν μέρει γιατί καταφέρνει κάτι μοναδικό σε ελληνικό μυθιστόρημα, να αφηγηθεί μια μέρα ενός ανθρώπου το 2012 χωρίς να κάνει καμία αναφορά στα πολιτικά δεδομένα, αλλά να παρουσιάσει τα αδιέξοδα της εποχής μέσα από την απογοήτευση των ηρώων από τις προσωπικές τους επιλογές στη ζωή. Ο ήρωας Ανδρέας Σπετσιωτης, αν και δικηγόρος, είναι ολιγολογος, σχεδόν τυπικός στις κουβέντες του, σχεδόν αδιάφορες, (όλοι οι άλλοι αντιθέτως είναι λαλιστατοι) αλλά οι σκέψεις του μες σε μια μέρα διασχίζουν όλη του την ζωή και όπως κ ο ίδιος ομολογεί σε κάποια φάση, μπορεί να μην θυμάσαι τα γεγονότα, κάποια μέρα της ζωής σου, ή να θυμάσαι παραλλαγές αυτής της μέρας, αλλά όλως περίεργως θυμάσαι τι σκεφτόσουν ή τι ένιωθες τότε! Και αυτό ουσιαστικά είναι το ωραίο σε αυτό το βιβλίο, οι εξομολογησεις των άλλων στον ήρωα και οι σκέψεις και οι αναμνήσεις του γύρω από τα πρόσωπα που συναντά σε ένα 24ωρο, αλλά που ποτέ δεν εκφράζει, καλύπτοντας τες πίσω από τυπικές κουβέντες και αδιάφορα λεκτικά σχήματα, μόνο και μόνο γιατί όπως σκέφτεται, κάποια στιγμή, δεν υπάρχει η γνώμη των άλλων, οι πάντες ουσιαστικά στήνουν ένα δικαστήριο όπου σε κρίνουν και ορισμένες φορές - και ένας μάχιμος δικηγόρος το καταλαβαίνει κάποια στιγμή αυτό - το να ακούς είναι σημαντικότερο από το να μιλάς και σίγουρα ουσιατικοτερο από το να πρέπει να κρίνεις. Άλλωστε ακόμα και στην σκηνή στο ακροατήριο, το "συζητείται" δεν ακούστηκε ποτέ από την Δικαστή που προηδρευε... (*πάντως στο κτήριο 7, τότε, όπως και τώρα έχει μόνο ποινικά ακροατήρια)
Ως κατά τα 3/4 δικηγόρος που όχι μόνο (ψιλο)μισεί το επάγγελμά από το οποίο βιοπορίζεται, αλλά έπεσε και πάνω στην κρίση την περίοδο που υποτίθεται πως είναι τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του, έπαθα αυτό που στο χωριό μου λέμε I FEEL SEEN, σε σημείο που νόμιζα ότι με φωτογραφίζει. Πέρα, όμως, από αυτό, το μεγάλο επίτευγμα αυτού του βιβλίου (που ευτυχώς και δικαίως εξαργυρώθηκε και στις πωλήσεις), είναι ότι ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ κάποιος είπε λογοτεχνικά αυτά που έπρεπε, τη στιγμή που έπρεπε, εκφράζοντας με απλά λόγια, αυτοπεποίθηση, ειλικρίνεια και χωρίς φορμαλιστικούς ταρζανισμούς αυτά που εκφράζουν μια ολόκληρη γενιά. Τη γενιά μου.
Αυτό που εντυπωσιάζει στο βιβλίο του Χρήστου Κυθρεώτη, «εκεί που ζούμε», είναι η αφηγηματική άνεση, ο αβίαστος τρόπος με τον οποίο ακολουθούμε τη φωνή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και κεντρικού χαρακτήρα, Αντώνη Σπετσιώτη, σαν να είναι κάποιος δικός μας άνθρωπος, ίσως κι ο άλλος μας εαυτός. Θα μπορούσες να διαβάζεις ένα τέτοιο μυθιστόρημα συνέχεια, να έχεις τον ήρωα πλάι σου για πολλές σελίδες. Όμως -κι εδώ ίσως είναι κλειδί της ιστορίας-, ο συγγραφέας έχει βάλει όριο, ξέρουμε από την αρχή πως θα παρακολουθήσουμε μόνο μία μέρα από τη ζωή του Σπετσιώτη, και μάλιστα γνωρίζουμε τι θα κάνει ή τι προγραμματίζει να κάνει μέσα σε αυτή. Αυτό το αφηγηματικό πλαίσιο απελευθερώνει τον αναγνώστη κι απογειώνει το βιβλίο.
Ο Αντώνης είναι δικηγόρος, βρέθηκε στη δικηγορία λίγο πολύ τυχαία, 35αρης, «συνεργάτης» σε ένα γραφείο. Έχει δύο μεγάλες σχέσεις πίσω του, τη Στέλλα και την Άννα, και δυο χωρισμένους γονείς. Αυτή τη Παρασκευή πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει μια ζόρικη υπόθεση στο δικαστήριο – ένα κέντρο αισθητικής έχει βάλει μια κυρία να υπογράψει ένα σωρό αποδείξεις για θεραπείες και τώρα κινδυνεύει να χάσει το σπίτι της-, να δει την πρώτη του κοπέλα τη Στέλλα με την οποία δεν έχει ξεκόψει, να συνοδέψει τον πατέρα του από το Χαλκούτσι στο Δήλεσι, όσο εκείνος οδηγεί ένα γεωτρύπανο, και τελικά αργά το βράδυ να βρεθεί στα «γενέθλια» ενός μπαρ, για να τα πει με την πρώην του, την Άννα.
Ο Αντώνης είναι ένας χαρακτηριστικός άνθρωπος της γενιάς μας, καλών προθέσεων και πάστας, έξυπνος, απομονωμένος, σε μια δουλειά που δεν μοιάζει καθόλου ιδανική, χαμένος και αποπροσανατολισμένος, αλλά ταυτόχρονα τρυφερός και δοτικός. Ο Αντώνης νοιάζεται∙ για τη μάνα του που σπατάλησε τη ζωή της με τον πατέρα του πριν τον χωρίσει, για τον πατέρα του που κατέληξε μόνος σε ένα παράπηγμα στο Χαλκούτσι, αλλά πέρασε και τη ζωή του μόνος πάνω σε ένα γεωτρύπανο, γιατί αγαπούσε πολύ τη δουλειά του, για τις παλιές κοπέλες του, ακόμα και για την αγαθή πελάτισσα του ινστιτούτου αισθητικής. Αυτό δεν τον εμποδίζει να εκνευρίζεται, να χαίρεται, να μην μπορεί να δει τον εαυτό του ειλικρινά. Ο Αντώνης σε δύο μήνες θα φύγει από την Ελλάδα γιατί τον πήραν σε μια θέση στο εξωτερικό που ούτε καν ξέρει τι είναι, και δεν το ‘χει πει σε κανέναν, ούτε στην ίδια του τη μάνα.
Οι ήχοι και οι εικόνες της πόλης πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα. Κι η Ελλάδα της κρίσης. Αυτό όμως που το ξεχωρίζει, και το κάνει ένα από καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος, είναι η καθαρότητα. Ο ήρωας του Κυθρεώτη ψάχνει να βρει τον εαυτό του ή μάλλον προσπαθεί να υπερασπίσει αυτό που είναι ο εαυτός του, με μεγάλη δύναμη, η φωνή του είναι ξεκάθαρη, κι όταν ουρλιάζει, κι όταν ψιθυρίζει, κι όταν είναι δίκαιος, κι όταν είναι άδικος. Δεν έχει σημασία αν συμφωνείς ή όχι μαζί του, αν ταυτίζεσαι ή όχι, σου αρκεί που τον ξέρεις. Σπάνια συγγραφέας μπαίνει τόσο στο πετσί του ήρωά του.
Το «εκεί που ζούμε» είναι ευκολοδιάβαστο και πολυεπίπεδο μαζί, βουτάει στα βαθιά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, ακόμα και στους δευτεραγωνιστές, ειδικά στη φιγούρα του πατέρα. Αποδεικνύει πως η λογοτεχνία, τις περισσότερες φορές, φτιάχνεται από τα χωμάτινα υλικά του εαυτού μας, κι όχι μόνο από τη δομή και τη φόρμα. Ο Χρίστος Κυθρεώτης τα κατάφερε, έστησε ένα μυθιστόρημα που ακούγεται περίτεχνο- 440 σελίδες για μία μόνο μέρα ενός ήρωα- μα απελευθερώθηκε από τη μεγάλη παράδοση των μοντερνιστικών μυθιστορημάτων σε αυτή τη μανιέρα, έβαλε ψυχή και τον εαυτό του, κι έγραψε ένα βιβλίο που είμαι σίγουρη πως θα τον καθιερώσει ως έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της γενιάς μας.
Το βασικό προτέρημα του βιβλίου, και κάθε καλού βιβλίου μεταξύ μας, είναι η αλήθεια του. Το εντάσσω στα καλύτερα βιβλία του '19. Ολοκληρωμένη η κριτική εδώ http://www.toperiodiko.gr/%ce%b5%ce%b...
Δεν είναι καμια μεγάλη σοφία το ότι η εντύπωση που θα σου αφησει ένα βιβλίο (κ συνεπώς και η βαθμολογία που θα του δώσεις) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πότε θα το διαβάσεις. Οι συνθήκες μιας δεδομένης χρονικής περιόδου, είτε αυτές είναι "εξωτερικές" όπως πχ οι καιρικές (άλλα βιβλία διαβάζουμε το καλοκαίρι κ αλλα το χειμώνα), είτε είναι συνθήκες που καθορίζονται από την προσωπική μας κατάσταση (σκοτεινές vs πιο ανάλαφρες περίοδοι της ζωης μας), σιγουρα επηρεαζουν, ενώ πολλές φορές σχεδόν διαμορφώνουν, το "αποτύπωμα" που αφήνει ένα βιβλίο μέσα μας. Στην περίπτωση του "Εκεί που ζουμε" του Χρίστου Κυθρεώτη φαίνεται πως οι συνθήκες που επέλεξα (ή μάλλον έτυχε) να διαβάσω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήταν οι πλέον ιδανικές. Και το κριτήριο για αυτή τη διαπίστωση δεν είναι κάτι το τόσο "χειροπιαστό", όπως πχ όταν διαβάζεις ένα βιβλίο μεσα σε μια μέρα επειδή δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου ή όταν το προτείνεις σε όλους τους γνωστούς σου. Η απόδειξη για το ότι πέτυχες διάνα με ενα συγκεκριμένο βιβλίο είναι συνήθως λίγο πιο αφηρημένη. Ένα χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη σου όταν το διαβάζεις, μια υπόσχεση που δίνεις σιωπηλά στον εαυτό σου ότι "από εδω κ πέρα θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος", ένα αίσθημα ανακούφισης γιατί ανακαλύπτεις ότι δεν είσαι ο μόνος που σκέφτεται τα πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο (άρα δεν είσαι κ "συνολικά" τόσο μόνος όσο συνήθως νομίζεις). Όλα τα παραπάνω, και πολλά περισσότερα, τα βρήκα στο εν λόγω μυθιστόρημα, το οποίο αν και φαινομενικά στερείται "βάθους", εμένα προσωπικά με οδήγησε σε μια πολύ λεπτομερή ενδοσκόπηση, όξυνε το ενδιαφέρον μου για τις πραγματικές (κ όχι τις ινσταγκραμικες) ζωές των συνανθρώπων μου και με έκανε αρκετά πιο ανήσυχο ως προς το τί αληθινά συμβαίνει γύρω μου και ποιά θα πρέπει να είναι τα "μεγάλα όνειρα μου"... Και τέτοιες "συνέπειες" είναι ο λόγος για τον οποίο διαβάζω βιβλία...
Η καλή ελληνική λογοτεχνία υπάρχει και το βιβλίο αυτό είναι η απόδειξη της παραπάνω διαπίστωσης. Δε θυμάμαι πολλά βιβλία που πραγματεύονται μια μόνο ημέρα της ζωής του πρωταγωνιστή να έχουν τόσο ενδιαφέρον! Πολύ καλή δομή, διαφορετικές ιστορίες της ζωής του πρωταγωνιστή και περιγραφή της Ελλάδας των τελευταίων ετών σε ένα βιβλίο. Το μόνο αρνητικό για μένα που δεν έζησα στην Αθήνα ποτέ είναι ότι δε μπορώ να ακολουθήσω τον πρωταγωνιστή στη διαδρομή του!
Αν δεν είναι ταλέντο το να διηγείσαι τόσο καθημερινά και τετριμμένα πράγματα με τρόπο τόσο ενδιαφέροντα, τότε δεν ξέρω τι είναι. Ο Κυθρεώτης περιγράφει ένα - πολύ γεμάτο - εικοσιτετράωρο της ζωής του τριανταπεντάρη δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη μια μέρα του Ιουνίου του 2014 και θέτει διάφορους προβληματισμού�� που είναι αρκετά κοινοί στη γενιά που μπήκε στον επαγγελματικό στίβο λίγο πριν ή λίγο μετά την έναρξη της κρίσης.
Μια γενιά που σε σχέση με αυτή των γονιών μας δεν είχε τις ίδιες επαγγελματικές ευκαιρίες, ούτε τις ίδιες οικονομικές απολαβές. Που έπρεπε να τα βγάλει πέρα σε μια κατεστραμμένη οικονομία, με πολύ στενά περιθώρια ελιγμών, με πολλούς συμβιβασμούς, λίγες επιλογές, μεγάλη ανασφάλεια και μεγάλο προσωπικό κόστος σε περίπτωση που ήθελε να κυνηγήσει ένα καλύτερο μέλλον. Όλα αυτά έχει να αντιμετωπίσει και ο πρωταγωνιστής, χωρίς όμως στο βιβλίο να υπάρχει ίχνος γκρίνιας και μιζέριας αλλά αντίθετα χρησιμοποιώντας στην αφήγηση ένα ιδιαίτερο και απολαυστικό χιούμορ. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου της γενιάς μας, με τους προβληματισμούς του, ��α αδιέξοδα και τις σχέσεις του με τους κοντινούς του ανθρώπους με φόντο τους δρόμους, τα μπαρ, τις γειτονιές και τους ήχους της Αθήνας.
Η ιστορία μιας μέρας "ενός ζαλισμένου ανθρώπου που τρέχει να προλάβει να ξεμπλέξει ένα κουβάρι υποχρεώσεων που συνδέονται με τις ιδιότητές του ως επαγγελματία, ως γιου, ως φίλου και ως παλιού γνώριμου άλλων, εξίσου μπερδεμένων ανθρώπων."
Η ιστορία μιας μέρας που είναι η ιστορία μιας ζωής εφόσον κάθε μέρα περιέχει όλη μας τη ζωή. Ένα μυθιστόρημα για μια μέρα· η μέρα τελειώνει, το βιβλίο τελειώνει, αλλά η ιστορία συνεχίζεται.
" Αν η ιστορία κάθε μέρας είναι η ιστορία όλων των σκέψεων που κάνουμε μέσα στη μέρα, τότε είναι αδύνατον να γράψουμε την ιστορία αυτής της μέρας, γιατί είναι αδύνατον να βάλουμε στη σειρά όλα τα ασήμαντα πράγματα που σκεφτήκαμε, όλους τους παραδρόμους στους οποίους ξεστράτισαν οι συνειρμοί μας - οπότε κρατάμε απλώς τα γεγονότα, και για την ακρίβεια ένα μικρό ποσοστό απ' τα γεγονότα, πιθανότατα παραποιημένο. Επειδή αδυνατούμε να αναπαραστήσουμε τον ίδιο τον χρόνο, παλεύουμε να ανασύρουμε τα πράγματα που τον γεμίζουν: γεγονότα σκέψεις, συναισθήματα, ερμηνείες - μόνο που ο χρόνος δεν γεμίζει ποτέ εντελώς. Πάντα ένα κομμάτι του περισσεύει, ίσως γιατί οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας (ίσως μάλιστα και τα γεγονότα) συμβαίνουν μεν μέσα στον χρόνο αλλά δεν είναι απόλυτα σίγουρο ότι έχουν διάρκεια: δεν εξαντλούν τον χρόνο, δεν τον αντικαθιστούν."
Εντυπωσιακό. Το διάβασα μονορούφι. Δεν σήκωσα κεφάλι. Τι ωραία που υπάρχει ακόμα ένας νέος Έλληνας συγγραφέας που λέει ωραία κάτι που αξίζει να διαβαστεί.
Ρεαλιστικοί χαρακτήρες που εμπεριέχουν κομμάτια που όλοι κρύβουμε μέσα μας και γεγονότα στη ζωή των ηρώων που θα μας κάνουν να αναφωνήσουμε: "α κοίτα να δεις, αυτό το έχω περάσει κι εγώ!" Και όλα αυτά δοσμένα μέσα από μια γλώσσα που ρέει αβίαστα, χωρίς λογοτεχνικούς κομπασμούς και χωρίς να "κάνει κοιλιά". Χαίρομαι απίστευτα πολύ όταν διαβάζω τόσο αξιόλογα βιβλία γραμμένα από νέους Έλληνες συγγραφείς!!!!
24 ώρες του καθημερινού άγχους μας. Μάνες, πατεράδες, γιοί, εραστές, μονίμως σολαρουμε στο περιθώριο του χρωστάμε, κάτι, κάπου χωρίς να μπορούμε να ξεφύγουμε . Πιάνει τον παλμό και δίνει το σύνθημα για να ξεφύγουμε από το ρεύμα αν θέλουμε λίγη ουσία
Ενδιαφέρον ψυχογράφημα ενός ανθρώπου που μάλλον ξέρει ότι δεν θέλει να ζήσει τη ζωή του, κάτι που αποδεικνύεται απείρως πιο αποκαρδιωτικό από καποιον που απλά δεν ξέρει τι θέλει στη ζωή του. Νομίζω ότι το βιβλίο προσπαθεί να κάνει κάποιο σχόλιο για τη χαμένη γενιά των 30ρηδων της κρίσης, αλλά η παθητικότητα του ήρωα είναι τόσο συνυφασμένη με την προσωπικότητά του που δεν πείθει ότι οι εξωτερικές συνθήκες έχουν και τόση σημασία γι' αυτόν.
Πέρασε σχεδόν μια πενταετία από την πρώτη μου συνάντηση με τη γραφή του Χρίστου Κυθρεώτη και τη συλλογή διηγημάτων του ‘’Μια χαρά’’. Θυμάμαι ότι μου είχε κάνει εξαιρετική εντύπωση η γραφή του, στη δύσκολη φόρμα του διηγήματος Η μετάβαση του στο χώρο του μυθιστορήματος με το ‘’Εκεί που ζούμε’’ δημιούργησε ‘’θόρυβο’’ στις κοινότητες κριτικών, bloggers και αναγνωστών προσελκύοντας το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον. Πράγματι ο Κυθρεώτης καταπιάνεται με ένα απαιτητικό και δύσκολο είδος αυτό των χαρακτηρισμένων ως "Κιρκάδια" μυθιστορήματα τα οποία περιγράφουν ένα 24ωρο από τη ζωή ενός ήρωα. Τελευταία αναγνωστική θύμηση μου από τέτοιο έργο ήταν το καταπληκτικό ‘’ Κάτω από το ηφαίστειο’’ του Μάλκολμ Λόουρυ. Επομένως ο πήχης ήταν τοποθετημένος πολύ ψηλά. Ξεκινώντας την ανάγνωση όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής που ξεχώρισαν τον Κυθρεώτη ανάμεσα στους νεοέλληνες λογοτέχνες ήταν παρόντα. Η εξαιρετική του ικανότητα στην πρόζα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι τα περιστατικά συμβαίνουν μπροστά σου σε πραγματικό χρόνο. Η αληθοφάνεια και τα ρεαλιστικά στοιχεία της γραφής του, που ενισχύουν τη σύνδεση σου με τους ήρωες του, αυτούς τους πραγματικούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Η ικανότητα του να ‘’ντύνει’’ την πλοκή με ατμοσφαιρικές εικόνες που ζωντανεύουν το κείμενο. Το ύφος του, που χαρακτηρίζεται από μια ξαφνική εναλλαγή συναισθημάτων από την χαρά και το γέλιο στη λύπη και τη βαθιά συγκίνηση. Τέλος αυτή η δυναμική γραφή, που χωρίς κάποια ιδιαίτερη και ανατρεπτική πλοκή, μπορεί να κρατήσει άσβηστο το ενδιαφέρον σου για την επόμενη σελίδα με ένα σχεδόν υπνωτικό τρόπο… Καθώς όμως προχωρούσα όλο και περισσότερο την ανάγνωση προέκυψαν ζητήματα τα οποία προσγείωσαν τις υψηλές προσδοκίες μου για το βιβλίο. Ο ρυθμός της αφήγησης περίπου στη μέση του μυθιστορήματος χάνει σε τόνο και αρχίζει να γίνεται κουραστικός. Εκτεταμένες λεπτομέρειες του δικηγορικού επαγγέλματος, αναλύσεις των σχέσεων μεταξύ πατέρα και γιου, αναφορές σε αδιέξοδες συναντήσεις με πρώην ερωμένες, επανέρχονταν σε συνέχειες μέσα στην πλοκή μειώνοντας τον αρχικό μου ενθουσιασμό. Έχω την εντύπωση ότι αν το κείμενο είχε μεγαλύτερη οικονομία λόγου θα μιλάγαμε για ένα βιβλίο πολύ αρτιότερο. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στη γενιά των σημερινών σαραντάρηδων οι οποίοι έζησαν τα χρόνια της ενηλικίωσης τους μέσα στο ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Ο συγγραφέας δε θέλει να πολιτικολογήσει, δεν παύει όμως με τον τρόπο του να ‘’περνάει’’ ένα πολιτικό μήνυμα μέσω της ζωής του ήρωα του. Εδώ προέκυψε το μεγαλύτερο προσωπικό μου πρόβλημα με το βιβλίο, το οποίο τελικά δεν μπόρεσα να ξεπεράσω λόγω της γενικότερης πολιτικό-ιδεολογικής στάσης ζωής μου. Ο δικηγόρος Αντώνης Σπετσιώτης, είναι πραγματικά ένας ‘’άνθρωπος χωρίς ιδιότητες’’. Αντιμετωπίζει τη ζωή με ένα απαράμιλλο κυνισμό, με μια παθητικότητά για ότι συμβαίνει γύρω του. Αποξενωμένος από κάθε ανθρώπινη σχέση, ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε απόφαση,δεν ξέρει τι να κάνει στη ζωή του.Ένας 35άρης προερχόμενος από μια μεσοαστική οικογένεια, πνευματικά καλλιεργημένος και επαγγελματικά καταρτισμένος δεν έχει εργασιακό μέλλον στην πατρίδα του αλλά δεν κάνει απολύτως τίποτα και για αυτό. Ο κύριος Σπετσιώτης το μόνο που κάνει είναι να δραπετεύσει ,φεύγοντας προς το μαγικό κόσμο της Δυτικής Ευρώπης!!! Ο Κυθρεώτης σε μια ερώτηση δημοσιογράφου σε συνέντευξη ‘’μήπως δεν είναι λίγο νωρίς ένας 35άρης να έχει μια τέτοια αντιμετώπιση για τα πολιτικά ζητήματα της ζωής του;’’ ανέφερε χαρακτηριστικά: ‘’Είναι νωρίς, αν το δούμε από μια δεοντολογική πλευρά, του τι πρέπει να γίνεται. Αλλά είναι κάτι που το είδα πολύ να γίνεται, το είδα κάποιες φορές και στον εαυτό μου. Θεωρώ ότι είναι ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της δεκαετίας που τελειώνει. Εκδηλώθηκε σε κάποιο επίπεδο μια πολιτική αναταραχή, αλλά στο επίπεδο της ζωής του καθενός μας καμιά μάχη δεν υπήρξε.Σαν να συνειδητοποιήσαμε πόσο μικρό περιθώριο κινήσεων έχουμε. Μπορεί να ᾽ναι όμως λάθος αυτή η συνειδητοποίηση, μπορεί να ᾽ναι κι αυτή που έφερε τη γενικότερη κρίση’’. Περίμενα μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου να βρω μια μικρή πράξη αντίστασης του Αντώνη πρωτίστως σε συλλογικό επίπεδο, ακόμα και σε προσωπικό αν δε γινόταν αλλιώς. Μια χαραμάδα αισιοδοξίας ότι δεν είναι σαν όλους τους άλλους. Ότι έχει τη δύναμη να δώσει τη μάχη, να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να την αλλάξει προς το καλύτερο… Δυστυχώς φάνηκε ότι δεν ήταν τελικά αυτή η πρόθεση του συγγραφέα. Αίφνης έφτασε στη σκέψη μου ένα απόσπασμα του μεγάλου Κώστα Βάρναλη: ‘’Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!!!’’ Ευτυχώς δεν είναι όλοι οι σημερινοί 45άρηδες σαν τον Αντώνη… Κάποιοι μένουν στην Ελλάδα και παλεύουν κάθε μέρα για ένα καλύτερο αύριο για αυτούς και τα παιδιά τους!!!
Μου άρεσε. Σε κάποια σημεία γίνεται κουραστικό, όμως δεν μπορείς να παραβλέψεις ότι σε αρκετά σημεία μπορείς να κατανοήσεις πλήρως τα αισθήματα αυτού του ανθρώπου. Ίσως να ήταν λίγο καλύτερο αν σε κάποιες περιγραφές ήταν λιγότερο φλύαρο. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι 448 σελίδες περιγράφουν μόνο μία μέρα του πρωταγωνιστή και αυτό δε γίνεται να μην αποτελεί ένα επίτευγμα.
Σίγουρα είναι υπέροχο να σε αγαπούν, μερικές φορές όμως αυτό δεν είναι εφικτό, και τότε, σε αυτή την όχι και τόσο σπάνια περίπτωση, ακόμα και το να σε ξέρουν μπορεί να αποδειχθεί ικανοποιητική παρηγοριά.
Κάπου διάβασα ένα προκλητικό τσιτάτο: ότι τη σήμερον η εφηβεία ολοκληρώνεται στα 35. Εδώ ο συνομήλικος πρωταγωνιστής (του ρίχνω έναν χρόνο) τοποθετεί την ιστορία του το 14 - ακριβώς εκεί.
Και όντως νομίζω αυτό είναι το κλειδί του διηγήματος: μια εφ όλης της ύλης ανασκόπηση της ζωής ενός Αθηναίου 35αρη, που βλέπει πολλά πράγματα σαν έφηβος. Που πάει με την αδράνεια και σαν τον σύντροφο Τζον Σνοου, δεν ξέρει και πολλά.
Το βιβλίο είναι φοβερή ανατομία αυτής της συνθήκης και ολοφάνερα το πόνημα είναι μέχρι ενός σημείου αυτοβιογραφικό. Μακάρι ο Κυθρεώτης να συνεχίσει έτσι και να γίνει φωνή της γενιάς μας.
Είμαστε κάπως ευνοημένη φουρνιά: προλάβαμε πριν την κρίση να βρούμε κάποια πατήματα / κάποιες βάσεις. Είμαστε όμως και αρκετά ριγμένοι σε σχέση με τους σημερινούς πενηντάρηδες, που χορτάσανε το μέλι - είχαν μασούρια όταν ξεκίνησε ο χαβαλές - τους αφορά το "μαζί τα φάγαμε".
Εγώ είμαι του πολυτεχνείου, αλλά η αντίστοιξη είναι εντυπωσιακή για το πώς ήμουν και πώς τα έβλεπα το 13-14.
Δεν είμαι Αθηναίος, έζησα όμως νωρίτερα εκεί αρκετά χρόνια - η γειτονιά είναι ακριβώς του Κυθρεώτη: Ολυμπίων λεγόταν ο δρόμος, κάθετος της Χαλκίδος - φανταστικό!
Must read για Έλληνες συνομηλίκους μου που έχουν υπαρξιακά.
Κάθε σελίδα του βιβλίου καθώς το διάβαζα ήταν κάτι ανάμεσα σε προσωπική επίθεση και ηδονικό αίσθημα αναγνώρισης και κατανόησης. Ο Κυθρεώτης τεντώνει και συμπιέζει, προφανώς με όση λογοτεχνική υπερβολή χρειάζεται, μια μέρα της ζωής ενός ανθρώπου της σημερινής γενιάς των 30αρηδων προς 40. Θίγει σχέσεις που σίγουρα είναι διαχρονικά δύσκολες, με λεξιλόγιο και καταστάσεις τόσο οικείες που κάνουν την ανάγνωση κάτι σχεδόν επίπονο αλλά ταυτόχρονα καθαρτικό. Ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει από μετα-νεοελληνική λογοτεχνία.
Λοιπόν ο Κυθρεώτης με έπιασε πάρα πολύ σε κάποια θέματα μεταξύ των οποίων η σχέση με τους γονείς και η σχέση μεταξύ των γονιών και τι μπορεί να κάνει όλο αυτό σε σένα (αν και ήμουν αρκετά σε φάση «hold my beer, Χρίστο»), το πόσο ένα σκληρό επάγγελμα μπορεί να αδειάσει έναν άνθρωπο από οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την οικογένεια του ή τις υπόλοιπες χαρές της ζωής (τον πατέρα) ή μήπως ένας ήδη άδειος άνθρωπος καταφεύγει σε ένα τέτοιο επάγγελμα για να βρει ενδιαφέρον, το τι θα απογίνει τελοσπάντων αυτή η χαμένη γενιά στην όποια ανήκω κι εγώ, που της έσκασε εκεί κοντά στα 30 η κρίση και σέρνεται εδώ και μια δεκαετία+ προσπαθώντας να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με τα «καλύτερα» της χρόνια. Εκεί που δε με έπιασε, είναι για ακόμη μια φορά τα προβλήματα του λευκού στρέητ άντρα. Ω γουέλ.
Απόλυτο πεντάστερο, φανταστική βολτα στην παλιά μου γειτονιά και στην παλιά μου ζωή, και στη ζωή που δεν έζησα θα έλεγα επίσης και αναφέρει και την Αιδηψο!
Υπάρχουν μερικά βιβλία που ταυτίζεσαι, που νομίζεις ότι γράφτηκαν για σένα. Υπάρχουν βιβλία που περιγράφουν λίγες ώρες ενός ήρωα ή 10 χρόνια απ’ τη ζωή χιλιάδων 30άρηδων και 40άρηδων αυτής της χώρας. Υπάρχουν βιβλία που απορείς με την αφηγηματική μαεστρία του συγγραφέα, με την ικανότητά του να βγάζει μέσα από τις λέξεις ζωή, σκέψεις, συναισθήματα, απορίες και προβληματισμούς, και όλα αυτά ν’ αποτελούν μέρος της δικής σου καθημερινότητας. Υπάρχουν βιβλία που παρακαλάς να μην τελειώσουν που αναφωνείς στο τέλος τους…ωπ και τώρα τι θα διαβάσω για να μην ξενερώσω. Υπάρχουν βιβλία που μέσα από το μελόδραμα ξεχειλίζει η ελπίδα ότι δεν είσαι μόνος, ότι υπάρχουν κι άλλοι. Υπάρχουν βιβλία που μόλις τα τελειώνεις αρχίζεις να ψάχνεις ποιος είναι αυτός ο τύπος που έγραψε κάτι τέτοιο, τι άλλο έχει γράψει και αναμένεις με ανυπομονησία τα επόμενά του. Υπάρχουν λίγα βιβλία τα τελευταία χρόνια σαν το εξαιρετικό … Εκεί που ζούμε….. κι ας ευχόμασταν να μη ζούσαμε εκεί!
3,5 . Μερικές φορές σκέφτομαι διαβάζοντας ένα βιβλίο που διαδραματίζεται στο παρόν ότι είναι δυσκολο να σου προσφέρει τη μαγεία άλλων βιβλίων που περιγράφουν άλλες εποχές, που δεν έχουμε ζήσει και πιθανόν να είναι πιο εύκολο να σε μαγέψουν και να σε μεταφέρουν σε έναν κόσμο φανταστικό. Ο συγγραφέας λοιπόν που γράφει για το τώρα, έχει ένα δύσκολο έργο. Να σε πάρει μαζί του γράφοντας για κίνηση στο δρόμο, για Facebook, για ινστιτούτα αδυνατίσματος. Είμαι λίγο αμήχανος τελειώνοντας το βιβλίο γιατί ενώ δεν έχει καμία συγκλονιστική υπόθεση, ενώ περιγράφει μια μέρα ενός τριανταπενταχρονου δικηγόρου έντονη , με δικαστήρια και συναντήσεις με σημαντικά πρόσωπα της ζωής του, όλα αυτά συμβαίνουν υπό το παραιτημενο βλέμμα του ήρωα χωρίς εξάρσεις χωρίς έντονα συναισθήματα. Παρ'ολα αυτα έμεινα μαζί του μέχρι το τέλος. Σαν ένας σιωπηλός παρατηρητής σε όλη αυτή την διαδρομή. Θα του το αναγνωρισω.
Και τελικά δεν το άνοιξε το mail της Στέλλας γιατί "δεν ήθελε να τον πάρει ο ύπνος με το mail στο μυαλό του" και τώρα το δικό μου μυαλό δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι άλλο πέρα από αυτό.
Αριστούργημα,ευτυχώς ότι διάβαζα εδώ και κει για το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν αληθινό.Ωραίος ρυθμός,ζωντανή γλώσσα και κυρίως πράγματα που θα μπορούσα να σκέφτομαι και γω τηρουμένων των αναλογιών.