"[...] Οι συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου και του κραχ του 1929 οδηγούν στην ανάδυση ενός νέου φιλελευθερισμού της ευημερίας (welfarism), που μοιάζει συμβατός για κάποιον που στη νεότητά του πέρασε από τη σαγήνη της Μόσχας στην "αντίληψη της κοινωνικής αλληλεγγύης"· εξού και τα επόμενα χρόνια θα έχει ως σταθερή αναφορά του το Νιου Ντηλ" (Κατερίνα Λαμπρινού - Γιάννης Μπαλαμπανίδης, 2019)
"[...] Είταν η προσωπική εκδήλωση και αντίδραση ενός νέου ο οποίος αισθανόταν την ανάγκη να ξεφύγει από τον κλοιό που περιέβαλλε την ελληνική πνευματική ζωή στην τρίτη δεκαετία του αιώνα. Εκείνο, αντίθετα, που αξίζει να εξαρθεί, είναι ότι η ατομική αυτή έκφραση συνέλαβε με τόσην ευαισθησία τις ροπές μιας γενεάς, ώστε η γενεά αυτή να εμφανίζεται σχεδιασμένη εκεί με ανεκτήν ακρίβεια στα μάτια του ιστοριογράφου. Η γενεά του 1930 αποκτούσε έτσι, χάρη στον Γιώργο Θεοτοκά, το πρώτο τεκμήριο της αυτογνωσίας της. [...] (Κ. Θ. Δημαράς, 1973)
Ο Γεώργιος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του, Ανδρονίκη και Μιχάλης, κατάγονταν από τη Χίο. Φοίτησε στο Ελληνογαλλικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένεια Θεοτοκά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα ο Θεοτοκάς φοίτησε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1927. Στην συνέχεια μετέβη στο Παρίσι και στο Λονδίνο για να ικανοποιήσει τις πνευματικές και επαγγελματικές του αναζητήσεις. Επέστρεψε λίγο αργότερα στην Αθήνα και εργάστηκε σαν δικηγόρος. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε έντονα στον πνευματικό χώρο: το 1929 εξέδωσε το δοκίμιό του Ελεύθερο πνεύμα, που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε ως "μανιφέστο" της Γενιάς του '30, και συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1933 κυκλοφόρησε το πρώτο λογοτεχνικό του έργο, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.
Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Bραβείο πεζογραφίας το 1939 για το μυθιστόρημά του Το Δαιμόνιο. Το έργο του διακόπηκε όμως προσωρινά λόγω του Ιταλο-ελληνικού πολέμου του 1940: κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Όμως δεν πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο παρά τις πολλές προσπάθειές του να σταλεί στην πρώτη γραμμή. Ασχολήθηκε ξανά με τη λογοτεχνία μετά τον πόλεμο. Για την προσφορά του βραβεύτηκε με το κρατικό λογοτεχνικό Bραβείο για το δοκίμιο το 1957 για το έργο του Τα Προβλήματα του καιρού μας.
Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τις περιόδους 1945-1947 και 1952-1953. Ακόμη, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1961, έτος ίδρυσης του. Εξάλλου ο Γεώργιος Θεοτοκάς ασχολήθηκε και με την πολιτική. Υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του Νομού Χίου το 1955 αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει την εκλογή του.
Μετά από δεκαετή συζυγικό βίο με τη Ναυσικά Στεργίου, χήρεψε το 1959. Το 1965 ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά τη Κοραλία Ανδρειάδη. Πέθανε το 1966 στην Αθήνα.
Ο Θεοτοκάς εκφράζει το πνεύμα της Γενιάς του '30 και τον ερχομό της καλλιτεχνικής έκρηξης του μεσοπολέμου. Ενδιαφέρον όχι μόνο για ιστοριόφιλους αλλά και για όποιον ενδιαφέρεται για την έννοια και το περιεχόμενο της λέξης ''ελληνισμός'' ή ''ελληνικότητα'', για το τι εξέφραζε αυτή παλιότερα αλλά και για το πως μπορεί να αναθεωρηθεί και να οριστεί στις μέρες μας - μιας και η σκέψη του είναι διαχρονική.
Χαράματα Σαββάτου, στα μέσα του Ιούνη με βρίσκουν με το "Ελεύθερο Πνεύμα" ανά χείρας λόγω εξεταστικής και όμως η ώρα περνά -ανέλπιστα- ευχάριστα και το διάβασμα κυλά όμορφα χάρη σε αυτό το εξαιρετικό δοκίμιο! Εξαιρετικό για τον απλό και μεστό του λόγο, την πυκνότητα του νοήματος, για το ότι λέει τα πράγματα καθαρά και ξεκάθαρα, όπως είναι, χωρίς ρητορισμούς, σαν να γράφτηκε χθες. Αφορά κάθε Έλληνα που θέλει να γνωρίζει την πνευματική κατάσταση της εποχής στην περίοδο του Μεσοπολέμου, αλλά πάνω από όλα αποτελεί μια εξαιρετική εισαγωγή για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει έργα της γενιάς του '30.
Μελέτες επί μελετών και το νόημα, η ουσία, το "ζουμί" του πράγματος πάντοτε ξεφεύγει! Όμως για μένα ο Θεοτοκάς τα λέει ωραία, πολύ ωραία, γι'αυτό και θέλοντας να σας προτρέψω να το διαβάσετε, αποφάσισα να σας δώσω μια περιληπτική απόδοση του νοήματος εδώ.
Το δοκίμιο αυτό γράφτηκε το 1929 στο Παρίσι, όταν ο θεοτοκάς ήταν 24 ετών. Υπογράφηκε με το ψευδώνυμο "Ορέστης Διγενής" και αποτελείται από 4 ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, η οποία φέρει τον τίτλο "Ευρωπαϊκή σκοπιά", περιγράφει την Ευρώπη ως ένα μωσαϊκό διαφορετικών αντιθέσεων, που όμως, αν θεαθεί από ψηλά προκαλεί στον θεατή δέος με την αρμονία της ολότητάς της. Τονίζει την εξαιρετικής σημασίας συμβολή του κλασικού πολιτισμού στην διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πνεύματος και ως αντίθεση σε αυτή την όμορφη, εξευγενισμένη εικόνα του ευρωπαϊκού πνεύματος φέρνει την κατάσταση της ελληνικής διανόησης της εποχής -πολύ πολύ ενδιαφέρον κομμάτι, καθώς βλέπουμε ότι ίσως τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει σε τεράστιο βαθμό από τότε- : ο σχολαστικισμός από τη μια πλευρά και η προγονολατρία από την άλλη έχουν κατακλύσει την ελληνική πνευματική ζωή. Στην δεύτερη ενότητα με τον τίτλο "Εθνικός χαρακτήρας και πνευματικός μιλιταρισμός" η κριτική του απέναντι στην ελληνική διανόηση γίνεται πιο συγκεκριμένη. Εδώ αντιτίθεται στο δογματισμό και την απολυτότητα που διατρέχει τις απόψεις του Φώτου Πολίτη και του Γιάννη Αποστολάκη σχετικά με τον ελληνικό χαρακτήρα και τον πρέποντα -κατ'αυτούς- λογοτεχνικό κανόνα. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς σημαίνουσες προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης αντιλαμβάνονταν τον όρο "ελληνισμός" και "ελληνικότητα". Στη συνέχεια αφιερώνει ορισμένες πολύ όμορφα γραμμένες σελίδες σχετικά με αυτό που πραγματικά οδηγεί τον καλλιτέχνη στη δημιουργία, το "Δαιμόνιο". Στην τρίτη ενότητα, που φέρει τον τίτλο "Ηθογραφία", καυτηριάζεται η μέχρι τότε πεζογραφία. Καταδικάζεται η ηθογραφία για την απλοϊκότητά της στο θέμα της σύνθεσης των χαρακτήρων ενώ αφιερώνονται ορισμένες σελίδες που πραγματεύονται πολύ όμορφα το θέμα του πώς πρέπει να γράφεται λογοτεχνία, πώς πρέπει να στήνονται οι χαρακτήρες. Μιλά για το πώς ο καλλιτέχνης πρέπει να υποτάσσει τα υλικά του, τις λέξεις, προκειμένου να αναδείξει αυτό που πράγματι αξίζει: τις διάφορες και αντιθετικές πολλές φορές μεταξύ τους πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο "Οι προϋποθέσεις μιας αληθινής πρωτοπορίας" συνοψίζει τις αιτίες της κρίσης της ελληνικής πνευματικής ζωής, μιλά για το τι θα μπορούσε να γίνει ενώ το τελικό μήνυμα είναι αισιόδοξο και ενθαρρυντικό.
Είναι ένα πραγματικά χρήσιμο, εύληπτο και πολύ όμορφα γραμμένο δοκίμιο που δεν κουράζει. Για μένα είναι ένα κείμενο διαχρονικό όσον αφορά τα ελληνικά πράγματα. Η ανάγνωσή του δεν ωφελεί μόνο στην κατανόηση της εποχής, αλλά γίνονται εύστοχες και πολύ όμορφα δοσμένες κρίσεις σχετικά με την λογοτεχνία, τη διαδικασία παραγωγής της αλλά και τη σημασία της στη ζωή μας.
Το μικρό αυτό δοκίμιο του Γ. Θεοτοκά γράφτηκε το 1929, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 24 ετών. Άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως κλασικό, διότι παραμένει επίκαιρο παρά τα 85 κ πλέον χρόνια που έχουν περάσει. Διαβάζεται απνευστί, σαν καλογραμμένη μικρή ιστορία. Θεωρείται το μανιφέστο της γενιάς του ´30 κ συμπυκώνει την αντίληψη μιας νέας εποχής των ελληνικών γραμμάτων. Μιας πνευματικής επανάστασης απέναντι στο κατεστημένο της εποχής. Είναι γεμάτο αισιοδοξία, ορμή κ διάθεση αυστηρής κριτικής. Η κριτική που ασκεί στον Καβάφη θα εκπλήξει πολλούς, ίσως! Αξίζει να το αναζητήσετε κ να το διαβάσετε.
Το μανιφέστο της λογοτεχνικής γενιάς του 30, γραμμένο από τον Γιώργο Θεοτοκά σε ηλικία μόλις 24 ετών. Παρότι κάποια πράγματα δεν τα προέβλεψε σωστά ή δεν αποτίμησε σωστά την αξία τους ( για παράδειγμα η περίπτωση του Καβάφη), είναι εντούτοις ένα πολύ ορμητικό, φρέσκο ανάγνωσμα με την αισιοδοξία να ξεχειλίζει, παράλληλα όμως μεστό στη γραφή και με λογοτεχνική αρετή.
Στο πρώτο κεφάλαιο (Περίπατος στην Ευρώπη) ο Θεοτοκάς επιχειρηματολογεί ότι « η Ευρώπη είναι σαν ένας κήπος που συγκεντρώνει τα πιο διαφορετικά λουλούδια, τα πιο αταίριαστα χρώματα» και «κάθε πόλη της Ευρώπης είναι σα μια ζωντανή γυναίκα που δε μοιάζει με καμμιάν άλλη στον κόσμο». Βλέπει την Ευρώπη ως «ένα σύμπλεγμα από άπειρες αντιθέσεις». Κριτικάρει τον επαρχιωτισμό και τον κομματισμό των νεοελλήνων και διαπιστώνει ότι η Ελλάδα είναι απούσα από τον δημιουργικό αναβρασμό της Ευρώπης εκείνη την εποχή.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (Εθνικός χαρακτήρας και πνευματικός μιλιταρισμός) ο Θεοτοκάς εκφράζει την αντίθεση του στον Φώτο Πολίτη, που έλεγε ότι ο νεοελληνικός χαρακτήρας εξαντλείται στη δημοτική ποίηση, τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη. Ο Θεοτοκάς υποστηρίζει ότι μπορούμε να δούμε καλύτερα τον πλούτο του νεοελληνικού χαρακτήρα μέσα από ένα σύμπλεγμα αντιθέσεων: Σολωμός – Κοραής, Καβάφης – Δραγούμης. Ασκεί κριτική στην ελληνική λογοτεχνική κριτική και τους Έλληνες διανοούμενος, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι γι’ αυτούς άξιοι και έντιμοι είναι μόνο όσοι συμφωνούν με τα λεγόμενά τους. Αντιτίθεται στον δογματισμό συντηρητικών και ριζοσπαστών, εθνικιστών και μαρξιστών, επιλέγοντας μια μέση οδό. Θίγει επιπλέον και την προγονολατρεία του Φώτου Πολίτη, που δεν μπορεί να νιώσει το παρόν και να το αγαπήσει, μένοντας μόνο στα περασμένα. Παρόλα αυτά σημειώνει ότι θα ήταν λάθος να προσκολληθεί η νέα λογοτεχνική γενιά στο καινούργιο απλώς και μόνο επειδή είναι το καινούργιο. Τέλος, επισημαίνει ότι τη φωτιά της δημιουργίας δεν τη συντηρούν οι ήρεμοι επιστήμονες, οι λογικοί και φρόνιμοι νέοι αλλά οι ανυπόταχτοι και οι ανικανοποίητοι. Όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα;».
Στο τρίτο κεφάλαιο (Η ηθογραφία) ο Θεοτοκάς διαπιστώνει ότι κανένα νεοελληνικό έργο δεν είχε επίδραση έξω από τα ελληνικά σύνορα. Τα ποιητικά έργα μολονότι κορυφαία, δεν μπορούν να μεταφραστούν, ενώ οι σπουδαιότεροι Έλληνες πεζογράφοι είναι περισσότερο κριτικοί συγγραφείς, όπως ο Ροΐδης και ο Ψυχάρης. Διαπιστώνει ότι οι Έλληνες πεζογράφοι εξαντλούνται στην ηθογραφία, που την ονομάζει φωτογραφική σχολή. Ο φωτογραφικός φακός μπορεί να αποδίδει τέλεια ένα αντικείμενο και τις αναλογίες του, αλλά κατά τον Θεοτοκά δεν μιλά στην ψυχή μας. Φέρνει σαν παραδείγματα αντιστοιχίες με μια γυναίκα και ένα τοπίο. Σημειώνει ότι όταν διαβάζει κανείς έργα των ρεαλιστών πεζογράφων τα ξεχνά σχεδόν αμέσως, επειδή δεν προσφέρουν συγκινήσεις. Στην ελληνική ηθογραφία δεν υπάρχει ο παλμός της ατομικότητας, όπως για παράδειγμα υπάρχει στον «Δωδεκάλογο» του Παλαμά. Εκθειάζει κι αυτός τον Παλαμά και τον Παπαδιαμάντη. Παρατηρεί ότι η λύση δεν είναι ούτε οι συγγραφείς την πανεπιστημιακής ψυχολογίας, γιατί το έργο μένει συμβατικό και ο συγγραφέας προσηλωμένος στους κανόνες. Ξεχωρίζει, όπως και ο Φώτος Πολίτης, το έργο του Θεοτόκη. Παραδέχεται παρόλα αυτά ότι οι αλλαγές στα ελληνικά γράμματα θα έρθουν δύσκολα, αφού οι θεωρίες και οι τεχνοτροπίες δεν μπορούν να δημιουργήσουν τέχνη εκεί που δεν υπάρχει.
Στο τέταρτο κεφάλαιο (Προϋποθέσεις μια αληθινής πρωτοπορίας) ο συγγραφέας εντοπίζει την κρίση που υπάρχει στα ελληνική γράμματα στο μαρασμό, την έλλειψη φιλοσοφικής σκέψης και την αδιαφορία του κοινού. Σημειώνει ωστόσο ότι το κράτος δεν πρέπει να έχει τον πρώτο ρόλο στην πνευματική κίνηση ενός τόπου. Παρατηρεί ότι οι νέοι των ετών 1910-20 ήταν μια χαμένη γενιά, ξοδεύοντας τις δυνάμεις τους στα πεδία των μαχών. Ασκεί έντονη κριτική στον Καβάφη, τον οποίο θεωρεί το κορύφωμα της τάσης της ελληνικής ποίησης προς τον θάνατο. Τον θεωρεί αρνητή της ζωής και ότι δεν έχει κάτι ενδιαφέρον να πει. Αντίθετα από τον Αλεξανδρινό, εξυμνεί τον Ίωνα Δραγούμη και το έργο του. Τέλος, περιμένει ότι μέσα από την έντονη απαισιοδοξία θα ξεπηδήσει μια νέα, σφριγηλή λογοτεχνική γενιά και θεωρεί ότι θα είναι πιο ώριμη και πιο δυνατή από τις προηγούμενες.
Το δοκίμιο θεωρείται ως το λογοτεχνικό μανιφέστο της περίφημης γενιά του '30. Νομίζω ότι σήμερα έχει πολύ λίγα πράγματα να μας πει και η αξία του μάλλον περιορίζεται σε αυτήν της ιστορικής πηγής. Αν θα ήθελε να ψάξει κάποιος για την πηγή της σημερινής κατάντιας των ελληνικών γραμμάτων, αυτό θα ήταν ίσως μια καλή αρχή.
Κοντολογίς, ο Θεοτοκάς απορρίπτει τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής του (τους παραδοσιοκράτες ("εθνικιστές"), τους μαρξιστές και τους ρεαλιστές-ηθογράφους) όχι με ιδιαίτερα πειστικά επιχειρήματα και απεγνωσμένα κάνει έκκληση για "ελευθερία, για "ανόρθωση της ψυχής", για αναζήτηση του "εσωτερικού ανθρώπου" κι άλλα τέτοια, αλλά παράλληλα ξεκαθαρίζει ότι δεν προτείνει την ομφαλοσκόπηση, την εσωστρέφεια και την τέχνη-για-την-τέχνη σύμφωνα με τα γούστα του "καλλιτέχνη". Αυτό που λέει είναι "ατομικισμός" αλλά με ... "κοινωνικό πρόσωπο", χωρίς ωστόσο κατευθύνσεις και ευθύνες. Κοινωνικά ευαίσθητος αλλά χωρίς πολύ ζόρι!
Τελικά με όλα τα παραπάνω αντικρουόμενα καταλήγει ακριβώς σε αυτό που φοβόταν, "σε ρητορισμό χωρίς περιεχόμενο". Η γενιά του '30 τελικά δεν ήταν κάτι περισσότερο από μετριότητες που αρνήθηκαν τις ρίζες τους (παράδοση) γιατί δεν είχαν το καλλιτεχνικό ανάστημα να αναμετρηθούν μαζί της και να την ανανεώσουν χωρίς να βυθιστούν στην στεγνή προγονολατρία. Όσοι το προσπάθησαν όμως, και το πέτυχαν, μπόρεσαν να μείνουν στην Ιστορία και να μας αφήσουν σπουδαία έργα, φάρους για την πορεία στο μέλλον: Κόντογλου, Ελύτης, ίσως και ο Σεφέρης. Για τους υπόλοιπους, όλα τα υψιπετή που απαριθμεί ο Θεοτοκάς είναι προφάσεις και δικαιολογίες μελλοντικής αποτυχίας. Γιατί η αποτυχία είναι σίγουρη όταν ο ατομικισμός και η ελευθερία θεωρούνται αρετές. Η δε επίκληση στις αξίες είναι απόρίας αξίον σε ποιές αξίες αναφέρεται κι από που θα προκύψουν; Από παρθενογέννεση; Οι αξίες δεν είναι τα άρρητα υπονούμενα του κοινού μας βίου; Ο κοινοτικός βίος δεν είναι μια συνέχεια μέσα στο χρόνο; Μπορούμε να κάψουμε τα πάντα και να ξεκινήσουμε δήθεν "φρέσκιοι" απ'το μηδέν; Γίνεται θα πει κάποιος αλλά τελικά αυτό που θα πάρουμε είναι μια καταναλωτική χαβούζα, με βίζιτες και μπρατσαράδες και με το Trap να αποτελεί το ψευτοπνευματικό στυλ της νέας γενιάς.
Το πόσο αστοχεί στις σκέψεις του ο Θεοτοκάς φαίνεται τόσο από τις επιπολαιότητες για το δημοτικό τραγούδι, ένα σπάνιο διαμάντι στο χώρο της ποίησης γενικά, όσο και για τον Καβάφη, ο οποίος επίσης ανανεώνει με τρόπο δημιουργικό την παράδοση, από την οποία αντλεί σε θεματολογία. Στα θετικά της κριτικής του πάντως είναι όσα λέει για τον Ίωνα Δραγούμη.
Ένα δοκίμιο πράγματι αλυτρωτικό. Το Ελεύθερο πνεύμα περιγράφει τους φραγμούς εντός των οποίων περιδιαβαίνει η επιφανειακή δημιουργία, καθώς και υποστηρίζει τις αξίες της ανοιχτοσύνης και της κριτικἠς σκέψης ως απαρχές της τέχνης. Μέσω του έργου αυτού δύναται κανείς να αντιληφθεί το εύρος, τις πηγές και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής εργογραφίας μέχρι το 1929.