«Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ονειροπολούν, που κρυώνουν, που πεινούν και ματώνονται, το βιβλιαράκι αυτό θα ’χει το δικαίωμα να κάθεται αντίκρυ τους σε μιαν άκρη και να λέει το πικρό παραμύθι του. Αυτό ακριβώς το παραμύθι θέλω σήμερα να ξαναπώ, στυφό σαν τότε και πικραμένο για πάντα. Τώρα που ένα σμήνος από χρόνια πέταξαν ξαφνικά από πάνω μου. Τόσο ξαφνικά, που σαν ξανάνοιξα τα μάτια, όλα ήταν θαμπά».
Το Καληνύχτα, ζωή... είναι το δεύτερο βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη. Εδώ ο κεντρικός ήρωας –ο ίδιος ο συγγραφέας– εγκαταλείπει την Αθήνα και μεταβαίνει στην Εύβοια, ψάχνοντας για δουλειά. Θα εργαστεί σε καφενεία, ακόμα και ως πριονιστής μαρμάρου. Οι ιστορίες περιγράφονται με λεπτό χιούμορ αλλά και με πόνο, στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν το μετέπειτα έργο του συγγραφέα.
Ο Μενέλαος Λουντέμης (αγγλικά: Menelaos Lountemis) ήταν Έλληνας λογοτέχνης που γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή του Αιγιαλού της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τάκης Βαλασιάδης, ενώ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του. Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο "Μενέλαου Λουντέμη" που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών (της οποίας ήταν μέλος) και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο). Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη».
Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Θέμο Κορνάρο και πολλούς άλλους.
Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφράσεις και μελοποιήσεις των έργων του Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης κάποια απ' αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά.
Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ο Λουντέμης ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιότυπο λόγω του "ερασιτεχνικού" τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Αντίθετα, σκοπός του είναι η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Μαξίμ Γκόρκι, Κνουτ Χάμσουν). Χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε και το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Ο Λουντέμης έχει την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.
Το ρεζουμέ του βιβλίου είναι ότι οι Έλληνες εργοδότες ήταν σκατοψυχοι από καταβολές του κόσμου. Επίσης η σαιζόν είναι κόλαση για τα γκαρσόνια και λοιπούς ξενοδοχουπαλληλους.
24 γράμματα είναι στη διάθεση όλων. Ο Λουντέμης τα πλάθει λέξεις, αισθήματα, ενδόμυχες σκέψεις. Σκέψεις που "πλαντάζουν" ένα νεαρό αγόρι που αναγκάζεται να δουλέψει γκαρσόνι στην Αιδηψό. Και αν δεν ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και που σε μεταφέρει νοερά σε προηγούμενες δεκαετίες, ίδια και απαράλλακτα -ίσως και χειρότερα- τα πράγματα στην Ελλάδα του σήμερα με την ανεργία, την κοινωνική αδικία, το στίγμα ορισμένων επαγγελμάτων, τη φτώχεια και την πείνα να ταλανίζουν νέους και όχι μόνο. Βαρύ το παράπονο μα αλαφραίνει τον αναγνώστη όταν συνειδητοποιεί κανείς πως αυτός ο νεαρός έγραφε αυτά που έγραφε με το αίμα της καρδιάς του αλλά τελικά δεν πτοήθηκε από τις κακουχίες της ζωής.
Αγαπημένη και χαρακτηριστική φράση από τον πρόλογο του βιβλίου "Καλύτερα να μην έχει κανείς φτερά παρά να ’χει και να του τα ματώνουν"
Στο βιβλίο αυτό μας παρουσιάζει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν αναγκάστηκε να πάει στην Αιδηψό για δουλειά. Φτώχεια, χρήματα καθόλου και κακές συνθήκες εργασίας όπου οι εργοδότες εκμεταλλεύονται τους υπαλλήλους. Γίνεται γκαρσόνι, πριονιστής μαρμάρου και τα αφεντικά τον εκμεταλλεύονται για να πλουτίσουν. Με λεπτό χιούμορ αλλά πόνο περιγράφει την καθημερινότητά του στο νησί. Φίλοι που θα συναντήσει, έρωτες που δεν ευδοκιμούν και μια ζωή που φεύγει, που γλιστρά σαν το νερό και δεν την απολαμβάνει.
«Μα γιατί θέλουν να με κάνουν πέτρα; Εγώ δε θέλω. Εγώ ζωή θέλω. Αυτή την κακοτράχαλη ζωή που τόσο μ' αγαπάει. Αυτή τη στρίγκλα τη ζωή, που με περιχύνει με φτυσιές και δάκρυα. Αυτή τη ζωή. Αυτή...».
Βιβλίο "παράπονο" για τη ζωή και τις κακουχίες της. Ο συγγραφέας μοιράζεται τις σκέψεις του για τη ζωη και τους ανθρώπους γύρω του, νιωθοντας μειονεκτικά απέναντι στους περισσότερους. Έχοντας όμως χιουμορτιστική διάθεση μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο μελαγχολίας και φτώχειας.
Θεωρώ πως περίπου στα 2/3 του βιβλίου ανακυκλωνονται παρόμοιες σκέψεις του, με εκείνες που εκφράστηκαν στην αρχή, όμως η κορύφωση του βιβλίου έρχεται με φυσικό τρόπο και μας υπενθυμίζει το βασικό θέμα του βιβλίου, το παράπονο του.
Τι υπέροχο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Λουντέμη...οποίος έχει δουλέψει γκαρσονι θα δει κάποια στοιχεία σε αυτό το βιβλίο,βέβαια άλλες εποχές με προσβολές με μπουλινγκ με με με...τι γραφή