Ένας κόσμος μαγείας στοιχειωμένος από ένα πα- ρελθόν που ακόμα αιμορραγεί και ψάχνει μετά μανίας εκδίκηση. Δύο αδέλφια με ένα απροσπέλαστο μεταξύ τους ρήγμα και ένας σκοτεινός και αινιγματικός μάγος στην άκρη του κόσμου, που είναι μπλεγμένος στο νήμα της ίδιας του της ύπαρξης.
Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον κόσμο, στη γη του Έζαιθυρ, όπου το πολίτευμά του καταρρέει, τρεις αδελφικοί φίλοι, ο Γιούρακ, ο Ρέανταν και ο Κράφιν, θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν τις σχέσεις και τους στόχους τους. Θα εμπλακούν σε μια μάχη που μαίνεται εδώ και αιώνες, αλλά και σε μία με τον ίδιο τους τον εαυτό. Μια μάχη σκιών.
Ο Ευάγγελος Τσατσαλής γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1997, και μεγάλωσε σ’ ένα μικρό χωριό της Πιερίας. Είναι απόφοιτος του τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην Παλαιοντολογία. Τα διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί πολλές φορές σε ανθολογίες και περιοδικά με θέμα το φανταστικό (περιοδικό robotnik fantastica τεύχος 15 με το διήγημα "Η Ευτοπία του Αύριο" και μερικές συλλογικές ανθολογίες των εκδόσεων Συμπαντικές Διαδρομές), ενώ έχει διακριθεί στα βραβεία Larry Niven 2024 στην κατηγορία τρόμος με τη νουβελέτα "Γκαργκαντούα". Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων στο είδος της δυστοπίας–επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «Το Μανιφέστο μίας Θεάς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Momentum, και οι πρώτοι δύο τόμοι της σειράς του «Δεσμώτες της Στάχτης» στο είδος της επικής-σκοτεινής φαντασίας, με τίτλο «Σκιαμάχος» και «Ψυχομηνία» κυκλοφορούν από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή.
Με τους Δεσμώτες της Στάχτης, το πρώτο του μυθιστόρημα, ο Βαγγέλης Τσατσαλής κάνει το δυναμικό του ντεμπούτο στο χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Θέτει τα θεμέλια μιας σειράς γεμάτης πάγο, μαγεία, περιπέτεια, παράξενα πλάσματα και χαρακτήρες με τους οποίους δένεσαι παρά τις αδυναμίες και τις παραξενιές τους, διεκδικώντας δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στους περισσότερα υποσχόμενους Έλληνες συγγραφείς του είδους.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο και μέσα από αρκετές διαφορετικές οπτικές. Περισσότερο βλέπουμε τον ηλικιωμένο μα αποφασισμένο μάγο Μόρσανθ, που θέλει να αποκαταστήσει την ισχύ του είδους του σε μια κοινωνία που απειλεί να αφανίσει την μαγεία, τον νεαρό Γιούρακ, που με τους κοντινούς του φίλους – σχεδόν αδελφούς – Ρέανταν και Κράφιν αφήνουν το Δάριον, το χωριό όπου μεγάλωσαν, για να εξερευνήσουν τον κόσμο του Έζαιθυρ, τον Ντράιγκσιλ, πολύ φημισμένο μάγο στον οποίο ολόκληρο το Έζαιθυρ εναποθέτει το άχθος της κατατρόπωσης του Μόρσανθ, τον Νάκραροτ, τον νεαρότερο αδελφό του, μαθητή του Μόρσανθ και αποφασισμένου να εξοντώσει τον Ντράιγκσιλ για μια τραγωδία που του επιρρίπτει και μετράει ήδη ολόκληρα χρόνια ιστορίας, και την Σίλερντ, μια βασίλισσα που δικτατορικά επιχειρεί να επαναφέρει τον τόπο της στην παλιά του αίγλη. Λίγο σπανιότερα βλέπουμε και κάποιους από τους υπόλοιπους χαρακτήρες να αφηγούνται, όπως την μάγισσα Σαρέσμιρα, που επιβαρύνεται με καθήκοντα που δεν θέλει να αναλάβει, και τον Ρέανταν, που κουβαλάει μια κληρονομιά που τον καθιστά πολύτιμο και που δεν την γνωρίζει.
Αν και οι χαρακτήρες ξετυλίγουν πρώτα ανεξάρτητα το νήμα της αφήγησης, σύντομα τα παρόντα τους αρχίζουν να συνυφαίνονται. Ο μάγος Μόρσανθ, με την ικανότητά του να εισβάλλει στις σκέψεις όποιου επιλέγει, φαίνεται να ταλανίζει κάποιο από τα τρία αγόρια που έχουν μόλις ξεκινήσει το ταξίδι τους στο Έζαιθυρ. Από την αρχή κιόλας της πορείας τους έρχονται αντιμέτωποι με την φρίκη: ο ουρανός είναι καλυμμένος από την στάχτη του Μόρσανθ, με την οποία καθιστά έκδηλη την απειλή του, και τα Κλάξαγγον, τα τρομερά υβρίδια του Νάκραροτ – μισοί άνθρωποι και μισά κοράκια –, λεηλατούν τα χωριά για να τραφούν και να στρατολογήσουν προς ενίσχυση του ιπτάμενου στόλου τους. Ο Ντράιγκσιλ τους βοηθάει να κρατήσουν στην ζωή τον βαριά τραυματισμένο Κράφιν και, με αφορμή την επαφή τους, ο Γιούρακ, που είναι ορφανός, μαθαίνει πως είναι γόνος δυο εκ των ισχυρότερων μάγων του Έζαιθυρ. Και μαζί μ’ αυτό, πως χρέος του είναι να βοηθήσει τον Ντράιγκσιλ στην εξόντωση του Μόρσανθ.
Έτσι ξεκινάει μια ιστορία με πολλή δράση και πολλή περιπέτεια, που χωρίς περιττές αφηγηματικές φιοριτούρες ή φλυαρία μας εισάγει σταδιακά στον πολύπλοκο κόσμο του Έζαιθυρ. Η γλώσσα είναι άμεση και μεστή και η ροή της αφήγησης γρήγορη και καταιγιστική, με απανταχού παρούσες εξελίξεις, εξηγήσεις και πληροφορίες που όλες τους εξυπηρετούν, με τρόπους αμεσότερους ή εμμεσότερους, την ανάπτυξη της πλοκής. Οι χαρακτήρες είναι σχεδόν όλοι τους εξαιρετικά συμπαθείς, διαφορετικοί και κατανοητοί, που τον καθένα για τους δικούς του λόγους καταλήγεις να τον συμπονάς και να τον δικαιολογείς. Τα κίνητρα είναι σαφή και κανείς τους δεν μένει στάσιμος, παρουσιάζουν μια καινούρια τους πτυχή στην πορεία και μεγαλώνουν με το πέρας της αφήγησης. Θυσιάζουν και θυσιάζονται, υποχωρούν και προχωρούν, επιτυγχάνουν και απογοητεύονται και, σίγουρα, μετά τον επίλογο του καθένα, θέλεις πάρα πολύ να μάθεις πού θα καταλήξουν μετά τις επόμενες περιπέτειες που τους επιφυλάσσει ο Βαγγέλης Τσατσαλής.
Το μόνο που μου έλειψε, ήταν λίγο περισσότεροι διάλογοι. Η κάθε αφήγηση μοιάζει περισσότερο με εσωστρεφή μονόλογο και όχι τόσο με άμεση διάδραση μεταξύ των χαρακτήρων, επειδή οι διάλογοι αποδίδονται κυρίως σε πλάγιο λόγο, κάπως περιληπτικά. Σε ορισμένα καίρια σημεία θα μου άρεσε να έβλεπα μια σαφή αλληλεπίδραση, κυρίως ανάμεσα στους αντιμαχόμενους αδελφούς και μεταξύ του Γιούρακ και του Κράφιν, που φαίνεται να μοιράζονται κάτι ιδιαίτερο, ωστόσο, ακόμη κι έτσι, αφέθηκα με την εντύπωση πως αυτή η εσωστρέφεια ταιριάζει με τον χαρακτήρα του κειμένου. Θεωρώ πως η φιλολογική επιμέλεια θα έπρεπε να ήταν περισσότερο προσεγμένη, επειδή έχουν ξεφύγει αρκετές συντακτικές αστοχίες (που όμως δεν είμαι σίγουρη πως ήταν από την αρχή λάθη του συγγραφέα, επειδή τις ίδιες ακριβώς έχω συναντήσει και σε άλλα βιβλία των ίδιων εκδόσεων) που σε βγάζουν λίγο από το κλίμα της αφήγησης, όμως ακόμη κι έτσι η ιστορία δεν αποτυγχάνει να σε απορροφήσει και, με πολλές ανατροπές και δυναμικές κορυφώσεις, να σε ανταμείψει.
Εν πολλοίς, οι Δεσμώτες της Στάχτης είναι σίγουρα, για ‘μένα τουλάχιστον, ένα πολύ δυναμικό ξεκίνημα για μια σειρά που ήδη από την αρχή υπόσχεται πολλά. Ο Βαγγέλης Τσατσαλής είναι μια νέα φωνή που αξίζει οπωσδήποτε να ακουστεί, και νομίζω πως θα ικανοποιήσει αρκετά τους λάτρεις του καθαρόαιμου fantasy.
Αν δεν έχετε πρόβλημα με τα βιβλία που λένε την ιστορία τους μ' ένα στυλ ιδιάζουσας αφήγησης, μπορείτε να υπολογίσετε αυτό το βιβλίο -το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Ευάγγελου Τσατσαλή- ως 5/5 *.
Θα μπω κατευθείαν στο νόημα της υπόθεσης και θα μιλήσω με το χέρι στην καρδιά: θεωρώ τον Σκιαμάχο το πρώτο δείγμα ενός νέου δημιουργού με φοβερές δυνατότητες και ικανότητες. Δεν το κρύβω πως εντυπωσιάστηκα από τη γραφή του σε ορισμένες περιπτώσεις. Ειδικά τα κομμάτια του Μόρσανθ είναι όλα υπέροχα και καταδεικνύουν με άψογο τρόπο την αντίληψη του συγγραφέα. Συγκροτημένος λόγος, βαθύνοια, και σωστή δομή είναι κάποια από τα προτερήματα που εντόπισα. Επίσης -κι αυτό είναι ένα σημείο που θέλω να τονίσω- βρήκα καταπληκτικό το ύφος του βιβλίου σε οτιδήποτε έχει να κάνει με το υπερφυσικό στοιχείο. Βαρύ και ατμοσφαιρικό, βίαιο σε σημεία, ήταν πραγματικά ένα σημείο που με ενθουσίασε και με έκανε να παραδεχθώ το ταλέντο του. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω τον Νάκραροτ και το σμήνος του, πόσο εύκολο θα μπορούσε να φανεί αδύναμη ως ιδέα, κι όμως εδώ έχει μια βαρύτητα που αιχμαλωτίζει τη φαντασία σου, και προκαλεί ρίγη ανατριχίλας στο κορμί σου.
Ωστόσο, παρόλη την εντύπωση που μου έκανε το βιβλίο, θα αναφερθώ και στα στοιχεία εκείνα που ανέφερα παραπάνω και κάνουν την αφήγηση του βιβλίου ιδιάζουσα.
Το συνάντησα κι αλλού, και εξακολουθώ να μην το προτιμώ: πρωτοπρόσωπη αφήγηση με πολλά p.o.v. Κατά τη γνώμη μου, όλες αυτές οι φωνές χάνονται στο πλήθος. Μια καλή ιδέα θα ήταν να είχαμε όλο το βιβλίο σε στενή τριτοπρόσωπη αφήγηση όπως στο A song of Ice and Fire με κάθε κεφάλαιο αφιερωμένο σε έναν ήρωα και όλα τα κομμάτια του Μόρσανθ σε οπτική πρώτου προσώπου και με διαφορετική γραμματοσειρά (όπως χρησιμοποιήθηκε δλδ στο βιβλίο για τα παρελθοντικά κομμάτια που διάβαζαν μέσα από παλιά κείμενα). Αυτό θα έδινε άλλη γοητεία στο βιβλίο, και θα λειτουργούσε επίσης και ως μηχανισμός ξεκούρασης του αναγνώστη. Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι η περιορισμένη χρήση των διαλόγων. Ως επι το πλείστον, όπου υπάρχουν, παρουσιάζονται περιληπτικά μέσω πλάγιου λόγου, με αποτέλεσμα -σε συνδυασμό και με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση- η διήγηση να φαντάζει σε πολλά σημεία ως θεατρικός μονόλογος. Είναι ενδιαφέρουσα ιδέα, που σίγουρα θα έβρισκα πιο ταιριαστή σε ένα κείμενο μικρότερου μεγέθους (οι νουβέλες και οι σύντομες ιστορίες του Lovecraft έρχονται στον νου). Τέλος, θα ήθελα να αφιερωνόταν περισσότερος χώρος στο σασπένς και στη δράση, και λιγότερος στις εσωτερικές σκέψεις των ηρώων. Δεν ένιωσα την κλιμάκωση των γεγονότων, το χτίσιμο της αγωνίας. Αν γινόταν χρήση της τεχνικής show, don't tell και αφιερωνόταν περισσότερος όγκος κειμένου στην περιγραφή των μαχών πχ σίγουρα η εμπειρία θα βελτιωνόταν κατά τη γνώμη μου.
Όπως ανέφερα στην αρχή της κριτικής, ο Ευάγγελος Τσατσαλής είναι ένας συγγραφέας του ελληνικού φανταστικού που αξίζει να στηρίξετε. Όχι μόνο γιατί θα διαβάσετε κάτι διαφορετικό -και σε πολλά σημεία καλογραμμένο-, αλλά γιατί θα δώσετε ψήφο εμπιστοσύνης σε έναν ταλαντούχο πρωτοεμφανιζόμενο δημιουργό.
"Αλλά έχω μια άγκυρα που με τραβάει πάντα πίσω. Σε όποια θάλασσα και αν είμαι βυθισμένος, με σηκώνει στην επιφάνεια. Και όσο περνάνε τα χρόνια, συνειδητοποιώ οτι είναι ο μόνος λόγος που δεν έχω υποκύψει στην τρέλα ακόμη."
Εάν σας άρεσε το Game of thrones και ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών τότε σίγουρα θα σας αρέσει και ο Σκιαμάχος, το πρώτο βιβλίο της σειράς "Δεσμώτες της Στάχτης". Μέσα στην ιστορία του θα ανακαλύψετε τη Γη του Έζαιθυρ και πόσο η μαγεία επέδρασε στην ακμή αλλά και την παρακμή της. Θα ζήσετε τον άνισο πόλεμο του καλού ενάντια στο κακό. Θα γνωρίσετε πολυποίκιλους χαρακτήρες, με τον καθέναν τους να έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στην ιστορία.
Η αφήγηση ξεκινάει με ένα αινιγματικό ποίημα, το οποίο παίρνει σιγά σιγά μορφή όσο προχωράμε παρακάτω. Επίσης, υπάρχει ένας χάρτης, τον οποίο βρήκα εξαιρετικά πολύτιμο μιας και χρειάστηκε να ανατρέξω σε αυτόν αρκετές φορές. Η ύπαρξη πολλών χαρακτήρων μέσα στην ιστορία, στους οποίους έχει δοθεί μέρος της αφήγησης, είναι μια λεπτομέρεια που μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Κυρίως γιατί, με αυτόν τον τρόπο, μπορούσα να δω την εξέλιξη της ιστορίας μέσα από το μυαλό του καθενός, είτε είναι από τη μεριά των καλών της υπόθεσης είτε είναι από εκείνη των κακών. Ναι, οι κακοί έχουν κι αυτοί το δικό τους κομμάτι στην αφήγηση. Κι αυτό, γιατί πίσω από τη δική τους ιστορία κρύβεται το σκοτεινό παρελθόν.
Ένα δεύτερο στοιχείο, πού μού έκανε εντύπωση και το οποίο χαρακτηρίζει τον τρόπο που θέλησε ο συγγραφέας να μας συστήσει τους ήρωες του είναι οι εις βάθος, ανομολόγητες στους άλλους, σκέψεις τους. Ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων, σκέψεων και αποφάσεων συνδεόμενων κάθε φορά με την εξέλιξη της ιστορίας. Κάθε φορά ένοιωθα σαν να τρέχω πλάι τους έναν αγώνα δρόμου ενάντια στη μοίρα τους, που πάντα έφτανε πρώτη στον τερματισμό. Ειλικρινά, αν γινόταν κάποτε σειρά αυτό το βιβλίο, κάθε κεφάλαιο του θα ήταν σίγουρα ένα επεισόδιο.
Στον Σκιαμάχο μαθαίνουμε το παρελθόν παράλληλα με το παρόν, όλων των ηρώων της ιστορίας. Κάθε κεφάλαιο φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά στο αίτιο που ξεκίνησε όλο το κακό και ξεκαθαρίζει τι ακριβώς ρόλο έπαιξαν οι περισσότεροι εκ των ηρώων στην εξέλιξη της ιστορίας οδεύοντας προς το παρόν. Για τα δύο αδέρφια που τους χωρίζει το μίσος. Για τον σκοτεινό μάγο που πίσω από την τρέλα του να καταλάβει ξανά την πρωτεύουσα του Εζαιθυρ, κρύβει τα πιο τρομερά μυστικά. Για την ύπαρξη του ιππόγρυπα και τη δύναμη των μάγων. Για τους τρεις φίλοι που ξεκινούν το δικό τους ταξίδι προς την ανακαλύψη του κόσμου έξω από το μικρό τους χωριό, αλλά έρχονται αντιμέτωποι με το απόλυτο χάος, αναγκάζοντας τους να πάρουν ο καθένας τον δικό του δρόμο, μη ξέροντας τις κρυμμένες αλήθειες για τους ίδιους. Και για πολλούς άλλους.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί απλό λόγο στην αφήγηση του και πλούσια περιγραφή. Οι εναλλαγές των σκηνών, το τοπίο που τις περιβάλλει, οι ίδιοι οι χαρακτήρες, όλα παίρνουν μορφή και χρώμα μέσα από τις λέξεις του. Σε συνδιασμό με την δίχως σταματημό δράση, ως αναγνώστης έμεινα καθηλωμένη στη θέση μου, συνεχίζοντας στο επόμενο κεφάλαιο, ανυπομονώντας να δω τι θα γίνει παρακάτω. Κι εκεί, κάθε φορά, ένας χαρακτήρας θα δημιουργήσει την δική του προσωπική φούσκα και θα σε προσκαλέσει να μπεις μέσα. Είναι που θέλει να φλυαρίσει μαζί σου για οτι τον απασχολεί εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Πότε ενδιαφέρουσες, πότε στα όρια του κουραστικού οι στιγμές αυτές αποφάσισα πως έχουν κι αυτές την δική τους μαγεία. Αγαπημένο ήρωα δεν ξεχώρισα ακόμα. Θέλω να δω την εξέλιξη μερικών από αυτών στο δεύτερο βιβλίο. Η πρώτη γνωριμία όμως ολοκληρώθηκε και ήταν άκρως εντυπωσιακή. Για να δούμε τη μέλει γενέσθαι στη συνέχεια.
«Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέλος, μα μόνο μια νέα αρχή. Υπάρχει μόνο η παλιά στιγμή και η καινούργια».
Το «Σκιαμάχος» είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς «Οι Δεσμώτες της Στάχτης». Κάτι σε αυτόν τον τίτλο με ενοχλεί, δεν ξέρω τι, μου φαινόταν πάντα υπερβολικά μπουκωμένος. Αλλά διαβάζοντας το βιβλίο μπορώ να κατανοήσω την σημασία του και τον υπομένω. Να τονίσω ωστόσο πως η υπόλοιπη ονοματολογία εντός του βιβλίου είναι άψογη και είμαι αναγνώστης, συγγραφέας και άνθρωπος που νοιάζεται ιδιαίτερα για τέτοιες λεπτομέρειες.
Να κάνω κι ένα σχόλιο για την βαθμολογία του Goodreads, η οποία είναι άριστη. Το βιβλίο σε καμία περίπτωση δεν είναι αψεγάδιαστο, τέλειο ή το καλύτερο που διάβασα στη ζωή μου. Ωστόσο φυλάω τα 5άρια μου για βιβλία που θεωρώ ότι κάνουν κάτι εξαιρετικό στο είδος τους ή με κάποιον τρόπο ξεχωρίζουν σ’ έναν τομέα. Το βιβλίο του Βαγγέλη Τσατσαλή λοιπόν θεωρώ πως είναι το καλύτερο ντεμπούτο έλληνα συγγραφέα στο είδος του φανταστικού που έχω διαβάσει έως τώρα. Επίσης πολύ πιθανώς να είναι και το πιο underrated βιβλίο φαντασίας που έχω συναντήσει. Οπότε και με το παραπάνω αξίζει πολλά εύσημα, διότι οι αδυναμίες του δεν επηρεάζουν κατά κόρον την αναγνωστική μου εμπειρία αλλά ούτε και την ουσία του βιβλίου.
Τέλος, να κάνω κι ένα σχόλιο για τον χάρτη. Γενικά, δεν μου λένε κάτι οι χάρτες στα βιβλία, πιστεύω μέσω της αφήγησης θα έπρεπε να μπορούν να είναι όλα κατανοητά. Αν υπάρχουν βέβαια, έχει καλώς, ίσως τους ρίξω μια ματιά. Χαραμίζονται όμως σε τέτοιες αναλύσεις, μεγέθη και χρώματα στις πρώτες σελίδες. Έχω αναφέρει ξανά πως θα μπορούσαν οι χάρτες να βρίσκονται σε ένα διπλωμένο δισέλιδο ή να δίνονται μαζί με το βιβλίο αποκομμένοι διότι απλά υποβαθμίζεται μια εικαστική δουλειά η οποία υπάρχει έτοιμη. Αυτό φυσικά ένα παράπονό μου απ’ τις πρακτικές του εκδοτικού και δεν αφορά το βιβλίο, την βαθμολογία, την κριτική ή τον συγγραφέα και τους άλλους συντελεστές. Είναι όμως μέρος του προϊόντος και οφείλω να το σχολιάσω.
Πάμε να δούμε χωρίς βαριά σπόιλερ λίγα πράγματα για το έργο.
Ας μιλήσουμε λίγο για τους χαρακτήρες. Εξ’ αρχής να πω ότι όλοι είναι καλογραμμένοι και εξυπηρετούν τον σκοπό τους άψογα. Επίσης όλοι έχουν ξεκάθαρα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά και χαρακτήρα, από κανέναν δεν λείπει η ανάπτυξη ή περιττεύει η λογική πίσω απ’ τους σκοπούς του.
(( Sidenote - Ακόμη, έχουμε ένα από τα καλύτερα δείγματα εκπροσώπησης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας σε βιβλίο φαντασίας. Ξέρω, ξέρω, μην στροβιλίζετε τους οφθαλμούς στο κρανίο σας. Είμαι της άποψης ότι δεν θα έπρεπε κάτι τέτοιο να είναι άξιο αναφοράς, επειδή δεν (θα έπρεπε ιδανικά να) είναι κάτι ξεχωριστό η ύπαρξη χαρακτήρων με ποικίλες σεξουαλικές ταυτότητες/προτιμήσεις σε βιβλία. Ωστόσο, είναι μια ενεργή συζήτηση του εάν υπάρχει εκπροσώπηση και γίνεται καλά σε βιβλία και πολλά βιβλία φορούν σαν παράσημο απλά και μόνο την ύπαρξη ενός χαρακτήρα που δεν είναι ετεροφυλόφιλος. Όχι αυτό το βιβλίο όμως και γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε να το αναφέρω, το ότι έχουμε άκρως διακριτική, απόλυτα φυσική LGBTQ παρουσία. Υπάρχει, δεν υψώνεται σε βάθρο μόνο και μόνο επειδή υπάρχει και δεν είναι το μοναδικό γνώρισμα του χαρακτήρα. Like in real life, wow. Απλά, είναι μέρος της κοινωνίας του βιβλίου και κανείς δεν αφιερώνει σελίδες επί σελίδων εντός και εκτός του έργου για να τονίσει πόσο φυσικό είναι. ))
Πιστεύω έχουμε ένα πρωταγωνιστικό τρίγωνο χαρακτήρων:
Του Γιούρακ, Ρέανταν και Κράφιν. Αυτή είναι η κουστωδία που ξεκινώντας σε ένα ταξίδι εκτός του χωριού τους μπλέκεται με την πλοκή και τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Γενικά, υπάρχει το μοτίβο της περιπέτειας, της διαδρομής των ηρώων και ενός coming of age story αλλά ο τρόπος που αποδίδεται μέσα απ’ τα συγκεκριμένα σημεία της πλοκής δεν είναι ο τυπικός. Δεν θα έλεγα ότι βλέπουμε κάποιο subversion γνωστών tropes, αλλά θα έλεγα πως ο Γιούρακ δεν είναι το τυπικό νεαρό αγόρι-πρωταγωνιστής ενός βιβλίου φαντασίας.
Απ’ την άλλη έχουμε μια δεύτερη τριάδα χαρακτήρων:
Ο Μόρσανθ είναι ένας εξαιρετικά καλογραμμένος και ενδιαφέρον χαρακτήρας, μάλλον ο αγαπημένος μου του βιβλίου. Η ικανότητά του να εισβάλλει στην σκέψη είναι ένα άψογο συγγραφικό τέχνασμα για βιβλίο πρωτοπρόσωπης αφήγησης και ταυτόχρονα μια πολύ ιδιαίτερη ικανότητα για έναν μάγο με τον ρόλο του στο βιβλίο. Είναι ένας έμπειρος μάγος, που θέλει να διατηρήσει την μαγεία σ’ έναν κόσμο που κινείται μακριά της και την θέση του στην κορυφή αυτού. Έχει τα vibes ενός σκοτεινού άρχοντα αλλά είναι ένας γκρίζος χαρακτήρας. Στη συνέχεια έχουμε τον Νάκραροτ που μαθητεύει υπό του Μόρσανθ και τον Ντράιγκσιλ που βρίσκεται σε μια… σταυροφορία να σκοτώσει τον μάγο. Το τρίγωνο που δημιουργεί η δυναμική τριβή και οι εξελισσόμενες σχέσεις των τριών ήταν για εμένα το αποκορύφωμα της λογοτεχνικής δεινότητας του συγγραφέα. Το απόλαυσα αρκετά. Επίσης να τονίσω ότι η ικανότητα του Νάκραροτ να δημιουργεί κορακανθρώπινα υβρίδια είναι ό, τι πιο cool έχω δει φέτος σε οποιοδήποτε προϊόν μυθοπλασίας.
Έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση λοιπόν. Επικίνδυνη επιλογή. Δύσκολο αφηγηματικό πρόσωπο. Πιστεύω είναι πολύ, πολύ δύσκολο μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο να είναι πραγματικά πετυχημένη και καλή. Θα πρέπει ο κάθε χαρακτήρας να έχει την δικιά του ξεχωριστή φωνή, τον δικό του τρόπο σκέψης, τον δικό του τρόπο να σχολιάζει τις καταστάσεις που βιώνει. Εν ολίγοις να μην είναι απλά φανερό πως ο συγγραφέας γράφει το ίδιο για όλους – να μην είναι μια τριτοπρόσωπη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Δύσκολο εγχείρημα. Θα έλεγα πως, ως επί το πλείστον, αυτό εδώ επιτυγχάνεται ικανοποιητικά. Σίγουρα, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης για τον συγγραφέα. Θα έλεγα πως μπορεί να δώσει το κάτι παραπάνω, να αποστασιοποιηθεί ένα βήμα περισσότερο απ’ το κείμενο ως αφηγητής που ξέρε�� τα πάντα και τα μοιράζει σε χαρακτήρες και να μπει βαθύτερα στον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Αλλά, αυτό που συναντάμε εδώ – ξαναλέω – είναι ενός καλού επιπέδου πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Δεν το λέω συχνά αυτό, ίσως κιόλας υπερβολικά σπάνια.
Το σημαντικό βέβαια είναι το πώς αποδίδονται τα στοιχεία της πλοκής και η ιστορία μέσα απ’ τις αφηγήσεις. Είναι καταπληκτικό. Ο κάθε χαρακτήρας έχει να πει κάτι διαφορετικά και αυτό συνεπάγεται πως σου μαθαίνει κάτι διαφορετικό για τον κόσμο του βιβλίου, μα κάθε φορά κάτι που βγάζει νόημα να απασχολεί τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Κάθε κεφάλαιο έχει νέες πληροφορίες που βγάζει απόλυτο νόημα γιατί αφορούν τον χαρακτήρα στου οποίου το POV βρισκόμαστε, βγάζει νόημα το τι συνεπάγονται για την πλοκή και βγάζει νόημα γιατί ως ανα��νώστης τις μαθαίνω τώρα. Επίσης προσωπικά μου αρέσουν τα info dumps (χωρίς να θέλω αρνητική χροιά σε αυτόν τον όρο) και το lore. Και το βιβλίο είναι πλούσιο σε ιστορία, μυθολογία, μαγεία και φυσικούς νόμους. Λατρεύω που η βασική πλοκή και – ουσιαστικά – τα προβλήματα που ταλανίζουν αυτόν τον κόσμο είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με την φύση και κατ’ επέκταση την καθημερινότητα των ανθρώπων. Υπάρχουν τόσες προεκτάσεις στις βασικές θεματικές που προκύπτουν αβίαστα και είναι φανερό πόσο αγάπη έχει λάβει αυτός ο κόσμος, οι χαρακτήρες και το μαγικό σύστημα. Ο τρόπος γραφής και το ύφος της αφήγησης επίσης συμβάλλουν στο άρτιο του αποτελέσματος. Η γραφή του συγγραφέα δεν είναι κάτι το εξεζητημένο αλλά είναι σε καλό επίπεδο. Είναι άμεση, με γρήγορη ροή και που καλύπτει όσα θέλει να πει εύληπτα.
Ας περάσουμε στα δύο βασικά στοιχεία που με ενοχλούν τώρα.
Αρνητικό πρώτο: Δεν υπάρχουν διάλογοι. Εάν ήμασταν σε γνωστό meme και έλεγε «Γράψε διαλόγους ή τράβα 25», ο Τσατσαλής θα είχε 52 κάρτες στο χέρι. Η αλήθεια είναι πως διάλογοι υπάρχουν, αλλά είναι σαν να μην υπάρχουν και αυτό δεν οφείλεται απαραίτητα στον μικρό αριθμό τους. Ας τα πάρουμε με την σειρά. Ναι, οι διάλογοι είναι ελάχιστοι. Πολλές φορές οι συνομιλίες μεταξύ χαρακτήρων δεν είναι καν διάλογοι. Αυτό σαν ιδέα – στην θεωρία – δεν με πειράζει. Σίγουρα, η ροή υποφέρει σε αυτό και όταν έχουμε συνεχώς πρωτοπρόσωπη από διαφορετικές οπτικές, τα διαλογικά μέρη σπάνε την μονοτονία και βοηθάνε να μην υπάρχει κοιλιά. Αλλά… δεν είναι απαραίτητοι. Αν ο συγγραφέας επέλεγε να γράψει ένα βιβλίο χωρίς διαλόγους, θα μπορούσε να το κάνει με τρόπους ώστε να βγει καλό. Δεν θέλω η κριτική μου να είναι απλά «Just add dialogues bro» και στο επόμενο βιβλίο να πέσω πάνω σε στιχομυθίες χωρίς νόημα. Όχι, εγώ θα προτείνω ότι μπορεί να φτιαχτεί το πρόβλημα δίχως να αλλάξει κατά κόρον η δομή του έργου. Για παράδειγμα, αν το κείμενο ήταν εξ’ ολοκλήρου γραμμένο σε παροντικό χρόνο, αυτό θα δημιουργούσε θέλοντας και μη ένα πολύ πιο ζωντανό κείμενο στο οποίο η έλλειψη διαλόγων θα ήταν λιγότερο εμφανής, κατ’ εμέ. Από τη στιγμή που ο συγγραφέας δεν επέλεξε αυτήν την οδό, θα έπρεπε να φροντίσει κάθε φορά που βλέπουμε έναν απ’ τους μετρημένους διαλόγους να είναι αξιομνημόνευτος. Θα έπρεπε να έχει το mindset «Διάλογος; Θα είναι ο καλύτερος διάλογος που είδες». Μα εδώ εισάγονται μέτρια γραμμένοι διάλογοι. Το πρόβλημα πιστεύω είναι περισσότερο ποιοτικό και όχι ποσοτικό. Όπως και να έχει, θα ήθελα να δω μια λύση στα επόμενα έργα του. Απλά, δεν είναι η πανάκεια απαραίτητα να γραφούν διπλάσια διαλογικά μέρη. Ή μπορεί να λέω χαζομάρες εγώ.
Αρνητικό δεύτερο: Πέρα απ’ τους χαρακτήρες που ονομάτισα πιο πάνω, πιστεύω πως κανέναν άλλος δεν θα έπρεπε να έχει κεφάλαιο με την οπτική του. Δεν θα με πείραζε οι βασικοί χαρακτήρες να είναι περισσότεροι ή τα POV πολυπληθέστερα, μα με πειράζει που εισάγονται οι οπτικές χαρακτήρων μόνο για ένα κεφάλαιο (με εξαίρεση των Σίλερντ και Σαρέσμιρα που δεν ανέφερα). Αλλά άφησαν μια κακή επίγευση αυτά τα μικρά κεφάλαια απ’ τις οπτικές χαρακτήρων που είδαμε μόνο μια φορά την οπτική τους. Λες και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να ειπωθεί εκείνο το κομμάτι της πλοκής, άρα η εύκολη λύση είναι ας εισάγουμε την οπτική ενός κομπάρσου που δεν θα δούμε ξανά. Σίγουρα έχω μπει σε nitpicky mode τώρα, αλλά δεν θέλω να δω ξανά κεφάλαιο που ξεκινάει «Ανώνυμος Στρατιώτης» γιατί πριν το διαβάσω έχω μια περίεργη προδιάθεση.
Επομένως, προτείνω αυτό το βιβλίο σε κάθε έναν που δεν το έχει διαβάσει. Έχει πολλά να δώσει, είναι αρκετά πλούσιο σε lore, χαρακτήρες και μια ενδιαφέρουσα πλοκή. Πολύ δυνατό ξεκίνημα σειράς, καλή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλεργία στους διαλόγους. Ό, τι πρέπει για κάθε εσωστρεφή αναγνώστη του φανταστικού.
Πρώτα από όλα να αναφέρω ότι το βιβλίο αυτό το κέρδισα πρίν λίγες μέρες, αλλά και να μην το κέρδιζα θα το αγόραζα έτσι και αλλιώς γιατί ανήκει στην φανταστική λογοτεχνία (που μου αρέσει πολύ) και γιατί από την αρχή που το αντίκρισα μου κέντρισε το ενδιαφέρον το εξώφυλλο του και ο τίτλος του .
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα και εγώ κατάλαβα από τη πρώτη σχεδόν στιγμή πόση αγάπη και φαντασία έβαλε σε αυτή την ιστορία που θα έχει και συνέχεια...
Υπάρχουν πολλοί ήρωες και δεν μπορώ να ξεχωρίσω ιδιαίτερα κάποιον γιατί έχουν όλοι σημασία σε αυτό τον μαγικό κόσμο, άλλοι με τις δυνάμεις τους και άλλοι με τις αδυναμίες τους...
Ζουν σε έναν κόσμο με μαγεία που οι περισσότεροι δεν μπορούν να ξεχάσουν το παρελθόν και ζητάνε με μανία εκδίκηση για κάτι που έγινε πριν εκατοντάδες χρόνια, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Δυο αδέρφια με αγεφύρωτο χάσμα, προσπαθούν να κάνουν κακό ο ένας τον άλλο ..
Ένας μυστηριώδης μάγος στην άκρη της γης περιμένει τι;Σχεδιάζει τι και γιατί; ;...
Τρεις αδερφικοί φίλοι, σταγόνες στον απέραντο ωκεανό του κόσμου προσπαθούν να χαράξουν το δικό τους μονοπάτι και να ορίσουν την μοίρα τους όπως εκείνοι θέλουν, ώσπου θα μπλεχτούν άθελά τους σε μια μάχη που κρατάει αιώνες ...
Μια μάχη με στάχτη και σκιές.
Σε πολλά σημεία έχει δράση και πολλές ανατροπές και το τέλος του πρώτου μέρους δεν το φανταζόμουν καθόλου έτσι και πραγματικά με εξέπληξε ευχάριστα αυτό..
Ο Ευάγγελος Τσατσαλής αγαπάει το fantasy και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο πρώτο του βιβλίο, Σκιαμάχος. Καθ' όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής μου εμπειρίας ένιωθα το μεράκι του συγγραφέα στο χτίσιμο του κόσμου του Έζαιθυρ και των χαρακτήρων του. Συμπεριλαμβάνει πολλά ευφάνταστα κομμάτια και τα δένει με έναν πολύ όμορφο και έξυπνο τρόπο.
Ο κόσμος ανοίγεται μπροστά μας αργά, δίνοντάς μας χρόνο να χωνέψουμε τις πληροφορίες. Τον μαθαίνουμε με το κάθε βήμα των χαρακτήρων μας (οι οποίοι έχουν ξεχωριστό PoV ο καθένας), μέσω των πράξεων και των περιπετειών τους, μέσω των κινδύνων που αντιμετωπίζουν, μέσω των αποφάσεων που πρέπει να πάρουν. Διαβάζοντας άλλαζα συνεχώς γνώμη για το ποιος είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας και στο τέλος βρέθηκα να μην συμπαθώ κανέναν ολοκληρωτικά αλλά να κατανοώ τις πράξεις τους. Οι περισσότεροι από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες είναι γκρίζοι και το βιβλίο του Τσατσαλή έχει αρκετούς τέτοιους χαρακτήρες. Cheers to that και συγχαρητήρια για τον τρόπο γραφής τους.
Στο Έζαιθυρ, συναντούμε πλάσματα που γνωρίζουμε από άλλες μυθολογίες αλλά και νέα δημιουργήματα του συγγραφέα που κάνουν τον κόσμο του ακόμη πιο ενδιαφέρον και σκοτεινό. Τα πάντα ζωγραφίζονται με προσεγμένες πινελιές και υπάρχουν αρκετά σημεία όπου γίνονται διάφορες αποκαλύψεις με έναν τόσο σωστά αναπάντεχο τρόπο που τις κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσες. Οι σκηνές ρέουν όμορφα και περιγραφικά, δίνοντάς μας όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να σχηματίσουμε στο μυαλό μας εικόνες.
Παρατήρησα σε κάποια σημεία πως δίνονταν περιγραφές των διαλόγων αντί για κανονικό διάλογο και εκεί θεωρώ πως υπήρχε μια άλφα αδυναμία. Είμαι λάτρης των περιγραφών αλλά θα προτιμούσα να "ακούσω τις φωνές των χαρακτήρων", να τους "ακούω" να μιλούν, να συζητούν, παρά να διαβάσω μια περιγραφή των όσων έγιναν ή να διαβάσω τον διάλογο σε μορφή περιγραφής. Πέρα από αυτό, το βιβλίο με άφησε ικανοποιημένη. Περιμένω τις επόμενες δουλειές του συγγραφέα και τον ευχαριστώ για αυτό το όμορφο ταξίδι στο Έζαιθυρ.
Υ.Γ. Αν πρέπει να διαλέξω σώνει και καλά (λες και με ρώτησε κανείς :P) έναν χαρακτήρα, θα διαλέξω τον Μόρσανθ. Μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρων από την αρχή ως το τέλος και τα κεφάλαιά του ήταν τρομερά από άποψη γραφής αλλά και πλοκής.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να πρωτοπώ για το συγκεκριμένο βιβλίο. Έχει περάσει μια μέρα αφότου το διάβασα γιατί ήθελα να έχω καθαρή σκέψη όταν γράφω την κριτική. Αρχικά, να αναφέρω οτι η ιστορία αφορά ένα καθαρά φανταστικό σύμπαν με παράξενα ονόματα και μαγεία. Πολλή μαγεία και μαγικά πλάσματα. Αυτός ο κόσμος βρίσκεται σε κίνδυνο κι επιφυλακή καθώς ένα απειλητικό σύννεφο καλύπτει τον ουρανό με αποτέλεσμα να μην βγαίνουν σοδειές και να εξαφανίζονται τα ζώα. Στο ονομαζόμενο Έζαιθυρ τρεις αδελφικοί φίλοι θα ταξιδέψουν μακριά από την γενέτειρά τους, το Δάριον, και στην πορεία του ταξιδιού θα αναθεωρήσουν αρκετά πράγματα όσον αφορά τους ίδιους τους τους εαυτούς αλλά και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Παράλληλα, η Σίλερ��τ θέλει να κυβερνήσει το Έζαιθυρ με τους δικούς της όρους ώστε να φέρει την δικαιοσύνη (σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις), ο Μόρνσαθ θέλει να παραμείνει αθάνατος και να κατακτήσει το Έζαιθυρ, ενώ ο Νάκραροτ θέλει να πάρει εκδίκηση από τον αδελφό του (τον Ντράιγκσιλ) και να σκοτώσει τους πάντες εξαιτίας του ψυχικού του τραύματος. Υπήρχαν πολλοί κακοί σε αυτό το βιβλίο και μου έκανε πραγματική εντύπωση. Ας αρχίσω λοιπόν από τα θετικά του βιβλίου: Πρώτον, η κοσμογονία ήταν ειλικρινά υπέροχη. Μου άρεσε πολύ ολόκληρο το σύμπαν που δημιούργησε ο συγγραφέας. Δεύτερον, φαίνεται πως έχει γίνει αρκετά καλή δουλειά στην εξέλιξη της ιστορίας. Οι ιδέες ήταν πρωτοποριακές. Δεν περίμενα τίποτα σχεδόν από αυτά που έγιναν. (TO PLOT TWIST ΣΤΟ ΤΈΛΟΣ. ΜΌΝΟ ΑΥΤΟ ΔΛΔ ΙΕΗΕΗΣΗΗΕΞΕ). Τρίτον, μου άρεσε πολύ η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο συγκεκριμένο. Ήταν αρκετά λυρική αλλά και απλή. Γενικά, φάνηκε σαν η κάθε λέξη να είχε διαλεχτεί προσεκτικά για το σημείο στο οποίο τοποθετήθηκε. Τέταρτον, υπήρχαν φιλοσοφικά στοιχεία και δεν ξέρετε πόσο χάρηκα όταν τα διάβαζα. Σε ορισμένα σημεία ένιωθα λες κι είχαν γραφτεί για μένα. Χωρίς πλάκα. Πέμπτον, εκτίμησα το οτι υπήρξε ένα διακριτικότατο, που δεν είχε αναγνωριστεί κανονικά gay romance (τουλάχιστον εμένα αυτή την εντύπωση μου έβγαλε). Χάρηκα πάρα πολύ γιατί σπάνια διαβάζεις για τέτοιου είδους σχέσεις στην ελληνική λογοτεχνία. Αλλά πιστεύω οτι περισσότερα για το μάλλον ζευγάρι θα δούμε στο επόμενο βιβλίο 😊😊😊 Όσον αφορά τα αρνητικά που είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορώ να βάλω πέντε αστέρια: Οι διάλογοι ήταν ελάχιστοι. Μου άρεσε που διάβασα ένα βιβλίο στο οποίο η αφήγηση ήταν κυρίαρχη. Ήταν κάτι διαφορετικό. Απλά, μου έλειπε αυτό το κάτι. Πιστεύω πως η πλοκή θα μπορούσε να γίνει λιγααακι πιο γρήγορη αν υπήρχαν περισσότεροι διάλογοι. Τέλος, υπήρχαν κάποια λίγα περιττά πράγματα τα οποία θεωρώ πως δεν χρειάζονταν. Κάποιες άλλες παρατηρήσεις: Παρόλο που ο Γιούρακ, ο Ρέανταν κι ο Κράφιν φαίνονται να είναι συμπρωταγωνιστές, εμένα μου φάνηκαν περισσότερο ως δευτερεύοντες χαρακτήρες. Δεν με πείραξε ιδιαίτερα. Απλά σκέφτηκα να το αναφέρω. Ακόμα, θα ήθελα να δω λίγο περισσότερα από την εκπαίδευση του Γιούρακ. Κάπου εδώ καταλήγω οτι το συστήνω σίγουρα σε άτομα που τους αρέσει η φαντασία κι η σκοτεινή φαντασία. Θα το λατρέψετε αν σας αρέσουν η φιλοσοφία κι οι λεπτομέρειες.
Ο “Σκιαμάχος” αποτελεί το πρώτο μέρος της σειράς φαντασίας “Δεσμώτες της Στάχτης” μα και το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα Ευάγγελου Τσατσαλή. Μας ταξιδεύει στο Έζαιθυρ, σε έναν κόσμο μαγείας και πάγου, ο οποίος δεν μπορεί να αποσχιστεί από το παρελθόν του. Εκεί συναντάμε πολλούς και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, το πεπρωμένο των οποίων είναι να παίξουν το δικό τους μοναδικό ρόλο σε μία μάχη αιώνων, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τη δική τους θέση στον κόσμο.
Η αλήθεια πως ποτέ δεν ήμουν ο μεγαλύτερος θαυμαστής της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Ωστόσο, στον “Σκιαμάχο” ο αφηγηματικός αυτός τρόπος με κέρδισε. Η ιστορία αποκαλύπτει τα μυστικά της μέσω των χαρακτήρων της και το πρώτο πρόσωπο με έκανε να δεθώ πολύ περισσότερο απ΄ ότι περίμενα με τους κεντρικούς ήρωες. Από το μάγο Μόρσανθ, ο οποίος από τις πρώτες κιόλας στιγμές που εμφανίστηκε στο έργο έμεινε ως μια εμβληματική μορφή στη σκέψη μου, μέχρι τους τρεις φίλους Γιούραν, Ρέανταν και Κράφιν, που ξεκινούν το κλασσικό ηρωικό ταξίδι που τόσο έχουμε μάθει να αγαπάμε στη λογοτεχνία του φανταστικού, μέχρι τον Νάρκαροτ, τον Ντράιγκσιλ και τη Σίλερντ, δεν μπορώ να βρω κάποιον που να με ξένισε ή να φάνηκε παράταιρος στην πλοκή. Καθένας τους έχει τη δική του ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία υφαίνεται προσεκτικά στο νήμα που συνδέει όλα αυτά τα μοναδικά μονοπάτια, δημιουργώντας μια πλοκή άμεση, με ανατροπές και εξελίξεις που δεν περίμενα και η οποία σε κάνει να θες να διαβάσεις τη συνέχεια αυτής της ιστορίας.
Η γλώσσα είναι απλή και κατανοητή συνοδευόμενη πάντα με το απαραίτητο βάρος ενός φανταστικού έπους. Διάβασα με μεγάλη ευκολία το βιβλίο (δύο φόρες μάλιστα) και θεωρώ πως αποτελεί μια πολύ όμορφη αναγνωστική εμπειρία για οποιοδήποτε λάτρη του “φανταστικού”. Ίσως θα ήταν απαραίτητη μια πιο προσεγμένη φιλολογική επιμέλεια σε μερικά σημεία, αλλά αυτά είναι ελάχιστα και δε με εμπόδισαν στο να απολαύσω αυτό το μαγικό και παγωμένο ταξίδι στο Έζαιθυρ.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι πως ο “Σκιαμάχος” είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε με αγάπη. Αυτό είναι φανερό σε κάθε λέξη που έχει διαλεχτεί για να παρουσιάσει τους ήρωες, τα τοπία και τις περιπέτειες στο Έζαιθυρ, έχοντας αποτέλεσμα να παρασύρει και εσένα σαν αναγνώστη μέσα σε αυτόν τον μαγικό κόσμο. Η κοσμοπλασία είναι ένας από τους δυσκολότερους τομείς στη λογοτεχνία του φανταστικού και χαίρομαι κάθε φορά που βλέπω νέες προσπάθειες από Έλληνες συγγαφείς, οι οποίο έχουν δουλέψει πολύ και με μεράκι στη δημιουργία ενός κόσμου που μοιάζει ζωντανός. Και αυτό είναι που σε κερδίζει σαν αναγνώστη και θέλεις να επιστρέψεις ξανά σε αυτόν τον κόσμο.
Όσο για μένα, νομίζω πως είναι σαφές πως είμαι έτοιμος για άλλο ένα ταξίδι στο Έζαιθυρ!
Ομολογώ ότι στην αρχή δυσκολεύτηκα λόγω των πολλών ο ονομάτων (χαρακτήρων, πόλεων κλπ) και του ακραία προσεγμένου world building του Βαγγέλη που δεν μπορούσα να συγκρατήσω ούτε για πλάκα. Στη συνέχεια ομως, καθώς η ιστορία του Γιούρακ και των φίλων του άρχισε να ξετυλίγεται , βρήκα τον εαυτό μου απλά να ενδιαφέρεται για την πλοκή και να ανυπομονεί να μάθει τη συνέχεια. Ο Βαγγέλης έχει πλάσει έναν κόσμο γεμάτο μαγεία, σκοτεινά πλάσματα και ήρωες που πραγματικά μου απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο "αναγνώστης" είμαι και πόσο δεν θα μπορούσα να γράψω ποτέ! Που τα σκέφτηκε όλα αυτά; Κάτι πολύ χαρακτηριστικό στη γραφή του είναι οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές γεγονός που με εξέπληξε ευχάριστα στο ντεμπούτο ενός νέου συγγραφέα. Επίσης έχει "πασπαλισει" το βιβλίο με φιλοσοφικά ερωτήματα και αποσπάσματα which we all know im a sucker for. Plus ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ανυπομονώ να διαβάσω παραπάνω από το fluffy af gay romance που ξεκίνησε σε αυτό το βιβλίο!
Το βιβλίο μάς παρουσιάζει έναν φανταστικό κόσμο με δική του ξεχωριστή ιστορία, μαγεία και πλάσματα. Μέσα στην διήγηση συναντά κανείς τόσο κλασικά αρχέτυπα fantasy, όσο και ανατροπές τους. Φαίνεται πιστεύω ξεκάθαρα η αγάπη που έχει ο συγγραφέας για το genre, καθώς και το ότι έχει αφιερώσει πολλή σκέψη ειδικά στο κομμάτι του worldbuilding. Η δομή και ο τρόπος γραφής έχουν αδυναμίες ανά σημεία, αλλά αυτό είναι αναμενόμενο για ένα πρώτο βιβλίο. Οι χαρακτήρες παρουσιάζουν όλοι τους διαφορετικές οπτικές των συμβάντων κι έχουν ο καθένας τους διαφορετική φιλοσοφία ζωής, με προσωπικό αγαπημένο μου τον Μόρσανθ.
Πρώτη φορά που διαβάζω βιβλίο φαντασίας και μπορώ να πω ότι έχω μείνει υπερενθουσιασμένη!Μου άρεσε ιδιαίτερα η χρήση του α' προσώπου από τον συγγραφέα στο κομμάτι της αφήγησης!Ευφάνταστο και ευκολοδιάβαστο!
Οι Δεσμώτες της Στάχτης, ο Σκιαμάχος, είναι ένα βιβλίο εμπλουτισμένο τόσο με γλωσσολογικά διαμαντάκια όσο και με μεγάλη τόλμη πάνω στο εγχείρημα του φανταστικού είδους να εφεύρει δράσεις μη συμβατικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα να ειπωθούν ρομαντικές ιστορίες με την κλασική έννοια του όρου.
Έχει καταστεί σαφές πως οι κατακερματισμένες αφηγήσεις και οι αλλαγές των p.o.v, δηλαδή των οπτικών που μας προσθέτει ο κάθε χαρακτήρας δημιουργεί έναν εμπλουτισμό. Συνήθως ο συγγραφέας θέλει να μας αποκαλύπτει πτυχές αντιφατικές, να μας κάνει να αγωνιούμε για την μοίρα των ηρώων, κάπου κάπου να τους ξεχνάμε και ύστερα να τους θυμόμαστε όταν πια ο χρόνος θα έχει ξεδιπλωθεί μοιραία. Αυτό το βιβλίο, προσπαθεί να κάνει ακριβώς το αντίθετο από την κλασική επική επίτευξη ενός δεινού πολεμιστή ή μάγου. Είναι απλώς μια παρουσίαση σκακιέρας, όπου οι χαρακτήρες, καλοί ή κακοί δεν έχει σημασία, δεν είναι πιο σημαντικοί ή πιο μοιραίοι. Είναι ένα επικό ταξίδι, για βασίλεια ή δημοκρατίες που έχουν λογαριασμούς που πρέπει να λύσουν. Και το ταξίδι ξεκινά φαινομενικά από μια παρέα τριών αδελφικών φίλων, ένα άγνωστο ταξίδι (δεν διευκρινίζεται εντελώς καθαρά ο σκοπός) από το μικρό τους χωριό. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς σκοπό έχουν μόνο ο ένας τον άλλον. Δεν είναι ξεκάθαρο το κίνητρο ή συγκεκριμένος λόγος πού και από πότε το ταξίδι αρχίζει. Το ταξίδι υπάρχει ήδη μέσα από το ταξίδι της σκιάς. Ο "κακός" Μόρσανθ είναι αυτός που κινεί και προκαλεί τους "καλούς" χαρακτήρες να πάρουν θέση.
Ο συγγραφέας δεν θέλει να μας δώσει τόσο προσωπικό χαρακτήρα ψυχισμού όσο μιας ηθικής απόστασης με την πραγματικότητα του καθενός. "Είχε πεθάνει λιγότερο άνθρωπος απ' ότι γεννήθηκε" μας χαρακτηρίζει έναν παγωμένο βασιλιά και μιλά για πολέμους δίχως δικαιοσύνη. Το κείμενο του Τσατσαλή προσπαθεί να αποδομήσει την ανάγκη της εξουσίας να αποκαταστήσει τις χρόνιες αδικίες και εδώ το μέσον είναι ο πάγος. Ο πάγος κατά τον συγγραφέα είναι αυτό που σου δίνει για λίγο μια δυνατότητα να παγώσεις τον χρόνο για να νικήσεις τους παλιούς εχθρούς, αλλά η αίσθηση της τρωτής φύσης του ανθρώπου έχει εξαλειφθεί. Η θλίψη και η απομόνωση αναπαρίστανται από τον πάγο.
Περί αισθητικής: Η απομόνωση είναι ένα θέμα που απασχολεί πολύ το σήμερα, κι εδώ ο συγγραφέας ασχολείται με μια ψυχολογική ανάλυση της αίσθησης δικαίου. Οι χαρακτήρες δεν έχουν χρόνο για να ωριμάσουν, πρέπει να δράσουν. Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε σε υπερβολικά αναλυτική και όμορφη γλώσσα, σε κάποιους αυτό μπορεί να αρέσει και σε κάποιους άλλους λιγότερο. Ίσως η μεσαιωνική ταυτότητα με την σύγχρονη γλώσσα τη ψυχολογίας να αφαιρούν λίγο από το μυστήριο του ηθογραφήματος, παρόλα αυτά μια ιστορία εκδίκησης και μάχης σκιών δεν θα μπορούσε να μην έχει και διάφορους συμβολισμούς, στολίδια και ευφάνταστες περιγραφές. Ίσως αυτό που λείπει από το βιβλίο είναι η ασχήμια των καιρών μας, η ομορφιά νικάει μέσα στο βιβλίο το σκοτάδι, αυτό δείχνει την αγάπη του συγγραφέα για τη ζωή.
Η πολυδιάσπαση της αφήγησης σε μικρότερες αφηγήσεις μπορεί να κάνει κάποιον επιπόλαιο αναγνώστη να νομίζει ότι δεν θα υπάρξει λύση και κατάληξη στο μυθικό ταξίδι, όμως προτρέπω τον αναγνώστη να το διαβάσει μέχρι το τέλος διότι υπάρχουν εκπλήξεις και καταστάσεις που όμοιες τους δεν θα βρει αλλού στην ελληνική λογοτεχνία της φαντασίας. Πρέπει να στηρίξουμε αυτόν τον συγγραφέα, διότι φαίνεται ότι εξελίσσεται συνεχώς. Ορισμένες περιγραφές για τους φόβους και τις δυστυχίες των ανθρώπων είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί στην ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού. Το δεύτερο βιβλίο θα έχει απαντήσεις αλλά και καινούργιους χαρακτήρες.
Για την οροσειρά Ιαφώ θαύμασα την Τολκινική αναφορά (Γκένος δηλαδή "αδύνατον!"). Υπάρχει μια νεανικότητα που θα θυμίσει Έραγκον, όμως διέπει όλη την γραφή και μια πλαστικότητα από ταινίες φαντασίας της σύγχρονης εποχής. Η αγαπημένη μου σκηνή είναι όταν δύο σχεδόν αθάνατοι συζητούν μέσα σε μία βιβλιοθήκη, ένας βιβλιοθηκάριος και ένας πολέμαρχος μάγος. Ο βιβλιοθηκάριος που ζει για πάντα για να καταγράφει και να τακτοποιεί λέει στον Μόρσανθ: "είμαστε δύο πιόνια της ίδια χιονοθύελλας", αποκαλύπτοντας σπανίως στο φανταστικό είδος στην Ελλάδα μια προσπάθεια για φιλοσοφία στο πλαίσιο της αθανασίας και το τι αυτή θα σήμαινε μέσα σε συγκεκριμένα δεσμά.
Κριτική ματιά σε βάθος: Λείπουν θεοί και δοξασίες, όμως το βιβλίο είναι ποτισμένο με περιγραφές λαών και εθνικών συμφερόντων, με εστίαση πιο πολύ στην πολιτική ματιά. Είναι ένα βιβλίο που αποφεύγει τους εύκολους συναισθηματισμούς. Στο βιβλίο δυστυχώς δεν μαθαίνουμε πως εκπαιδεύεται ένας μάγος, η μαγεία γεννιέται από αισθήματα πηγαίας ενέργειας. Αυτή η μαγεία έχει φθαρεί και οι μάγοι πρόκειται να γίνουν υπόλογοι σε απολυταρχικά καθεστώτα ή μήπως όχι;
Είναι ένα βιβλίο που καμιά φορά γεννά ερωτήματα που δεν απαντώνται. Η επιμέλεια δεν είναι δυνατό σημείο, όμως έτσι συμβαίνει σε όλα τα βιβλία φαντασίας, έτσι μένει να αναρωτιέται ο αναγνώστης πώς αισθάνεται ένας μαθητής για την απώλεια του δασκάλου του ή πώς κάποιος μαθαίνει τη μαγεία και πως οι φίλοι του γίνονται καθρέφτης των επιτυχιών ή των λαθών του. Δυστυχώς το βιβλίο επειδή γράφτηκε για να έχει και δεύτερο μέρος έκοψε πολλά arc χαρακτήρων. Ένα θέμα προς συζήτηση στην Ελλάδα για όλα τα βιβλία σειράς. Βεβαίως όμως ο συγγραφέας πήρε δυο δύσκολους δρόμους που λίγοι ακολουθούν. Λιγόστεψε τους διαλόγους και επιμήκυνε τις περιγραφές. Αυτό έχει πολλά θετικά και αρνητικά. Εδώ θα μείνουμε στο θετικό της πολλαπλότητας των διαφορετικών οπτικών ως εγχείρημα με μεγάλο ρίσκο που κατάφερε να φτιάξει έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τρόπους να δούμε την ιστορία με πολλά φίλτρα.
Ο συγγραφέας προσπαθεί πλαγίως με έναν ρομαντικό χαρακτήρα να μας πει πως ήρωες δεν είναι απλώς αυτοί που μας προετοιμάζουν να γίνουμε αλλά τελικά αυτοί που αυτοβούλως παίρνουν τα ηνία στα χέρια τους. Υπάρχει ένα χάσμα λογικής των χαρακτήρων όταν ο ρομαντισμός αυτός εμπλέκεται, όμως θα προτιμούσαμε τον ρομαντισμό από έναν στεγνό "φρέσκο" ρεαλισμό. Χίλιες φορές ρομαντισμός. Ένας κουτσός μάγος ανεβαίνει μόνος του ένα βουνό. Χίλιες φορές αυτή η ποιητικότητα, παρά η ωμή απόγνωση που καθιστά τους ήρωες απλώς μαριονέτες.
"Οποιοδήποτε φίδι είναι εντελώς ακίνδυνο χωρίς κεφάλι. Και όλα τα βασίλεια είναι ακρωτηριασμένα χωρίς βασιλιά" γράφει εξαιρετικά ο Τσατσαλής. Ας σκεφτούμε τι σημαίνει τούτη η ατάκα στον σύγχρονο κόσμο μας.
Τι προσπαθεί να μας εξηγήσει ο συγγραφέας για τον πόνο της ύπαρξής μας και των κρατών μας; Αξίζει να στηρίξουμε το έργο αυτό και να δούμε που θα οδηγηθεί ο λογισμός του. Να δούμε νέα έργα από αυτόν τον συγγραφέα και να δούμε νέα θέματα και πώς θα τον απασχολήσουν στο μέλλον.
ΥΓ. η ονομασία κάθε πλάσματος (τύπου Κράξαγγον) και κάθε τοπωνύμιου από τον συγγραφέα δείχνει μια ελπίδα για την ελληνική φαντασία.
Στα θετικά: Καλογραμμένο, με καλή σκιαγράφηση του κόσμου και των χαρακτήρων. Στα αρνητικά: Γίνεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που σημαίνει πάρα πολύ αφήγηση κι ελάχιστος διάλογος.
Αν και ευχάριστο όταν το διαβάζεις, σε κάνει να νομίζεις ότι κάθε χαρακτήρας είναι στον κόσμο του. Δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μέσω διαλόγου μεταξύ των χαρακτήρων, κι ας στην τελική συσχετίζονται όλοι με όλους. Περισσότεροι διάλογοι και λιγότεροι εσωτερικοί μονόλογοι θα κάνανε την όλη φάση πολύ πιο οικεία. Ως αποτέλεσμα το βιβλίο δεν μ’ έκανε να νοιάζομαι για ότι γίνεται, κι ας είχε πέσει πολύ δουλειά στο χτίσιμο του κόσμου και της πλοκής.