Ο παρών πρόλογος γράφτηκε αφού παραδόθηκε στις εκδόσεις Γαβριηλίδης το κύριο σώμα του μεταφράσματος, καθώς επιθυμούσα να ακολουθήσει μια ελεύθερη καταγραφή κυρίως της αισθητικής μου πρόσληψης και έπειτα της όποιας μου προσπάθειας να εγκιβωτίσω ψυχιατρικές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές ή εν γένει ανθρωπολογικές προεκτάσεις από την πρόσφατη έρευνα της βιβλιογραφίας που σχετίζεται με το θέμα. Ομολογώ πως στα αρχεία της ψυχιατρικής ή της ψυχολογίας δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα άρθρα που σχετίζονται με την ποίηση και την αυτοχειρία. Αντίθετα υπάρχουν αρκετά άρθρα που μελετούν το φαινόμενο Σύλβια Πλαθ, αλλά ακολουθούν φαινομενολογικές αναλύσεις με αποτέλεσμα να κινδυνεύει ο συλλογισμός από συστηματικά λάθη. Στον συγκεκριμένο τόμο διάλεξα να παραθέσω τον Χαρτ Κρέιν, τη Σύλβια Πλαθ και την Ανν Σέξτον επειδή θεωρώ πως τα ποιήματά τους έχουν έναν κοινό άξονα συσχέτισης που δεν είναι άλλος από μια θρησκευτική, μεταφυσική πίστη ριζωμένη βαθιά είτε στις εικόνες είτε στις επικλήσεις του ονόματος ενός υπερφυσικού, θεϊκού υποκειμένου. Με απλά λόγια, οι ανθολογούμενοι ποιητές τρέφουν έναν ιδιότυπο, σχεδόν προσωπικό θεό και, ως ένα είδος διάμεσου, οι λέξεις τους αυτόνομες καταλαμβάνουν τον χώρο τους στο χαρτί δομώντας ένα ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο σύμπαν - το σύμπαν τους. Δεν θέλω ν' αποκρύψω πως ο θάνατος με έλκει, όπως άλλωστε με έλκει και η ζωή. Δηλαδή, τον έχω κρατήσει στα χέρια μου τον θάνατο στα νοσοκομεία όπου εργάζομαι, τον έχω ανοίξει μ' αυτά, έχω τοποθετηθεί πολλές φορές εντός του ή τον έχω προσκαλέσει κι ο ίδιος σε στιγμές που ένιωσα απόβλητος στη ζωή μου, αλλά δεν νομίζω πως το προσωπικό αυτό καλειδοσκόπιο ενδιαφέρει λογοτεχνικά κανέναν σ' αυτόν τον πρόλογο ή βοηθά στην κατανόηση του έργου των τριών ποιητών. Ωστόσο δηλώνω κάποιο είδος εμμονής, επειδή αν δεν υπήρχαν αυτά τα σημειωματάρια θανάτου που έχω συνηθίσει χρόνια τώρα να ράβω μόνος μου μέσα στα προσωπικά μου ημερολόγια, δεν θα κατανοούσα την αξία της ζωής που προσπαθώ να περισώσω. Είναι που καμιά φορά φουσκώνει το ποτάμι της ζωής και προσπαθώντας να κρατηθώ απ' την ορμή του σκάβω και με τα δύο μου πόδια στη λάσπη του. Τότε ανεβαίνει ο θάνατος και με πνίγει μέρα με τη μέρα κι ό,τι μου απομένει είναι να διαβάζω ποιητές όπως η Πλαθ, η Σέξτον και ο Κρέιν, που με πείθουν με τις λέξεις τους -τι παράδοξο!- να ζήσω. [...] (Απόσπασμα από την εισαγωγή του συγγραφέα)
Hart Crane was born in Garrettsville, Ohio. His father, Clarence, was a successful Ohio businessman who had made his fortune in the candy business with chocolate bars. He originally held the patent for the Life Saver, but sold his interest to another businessman just before the candy became popular. Crane’s mother and father were constantly fighting, and early in April, 1917, they divorced. It was shortly thereafter that Hart dropped out of high school and headed to New York City. Between 1917 and 1924 he moved back and forth between New York and Cleveland, working as an advertising copywriter and a worker in his father’s factory. From Crane's letters, it appears that New York was where he felt most at home, and much of his poetry is set there.
Crane was gay. As a boy, he had been seduced by an older man. He associated his sexuality with his vocation as a poet. Raised in the Christian Science tradition of his mother, he never ceased to view himself as a social pariah. However, as poems such as "Repose of Rivers" make clear, he felt that this sense of alienation was necessary in order for him to attain the visionary insight that formed the basis for his poetic work.
Throughout the early 1920s, small but well-respected literary magazines published some of Crane’s lyrics, gaining him, among the avant-garde, a respect that White Buildings (1926), his first volume, ratified and strengthened. White Buildings contains many of Crane’s best lyrics, including "For the Marriage of Faustus and Helen," and a powerful sequence of erotic poems called "Voyages," written while he was falling in love with Emil Opffer, a Danish merchant mariner.
"Faustus and Helen" was part of a larger artistic struggle to meet modernity with something more than despair. Crane identified T. S. Eliot with that kind of despair, and while he acknowledged the greatness of The Waste Land, he also said it was "so damned dead," an impasse, and a refusal to see "certain spiritual events and possibilities." Crane’s self-appointed work would be to bring those spiritual events and possibilities to poetic life, and so create "a mystical synthesis of America." This ambition would finally issue in The Bridge (1930), where the Brooklyn Bridge is both the poem’s central symbol and its poetic starting point.
The Bridge received poor reviews by and large, but worse was Crane’s own sense of his work's failure. It was during the late '20s, while he was finishing The Bridge, that his drinking, always a problem, became notably worse.
While on a Guggenheim Fellowship in Mexico in 1931-32, his drinking continued while he suffered from bouts of alternating depression and elation. His only heterosexual relationship - with Peggy Cowley, the soon to be ex-wife of his friend Malcolm Cowley, who joined Crane in the south when the Cowleys agreed to divorce - began here, and "The Broken Tower," one of his last published poems, emerges from that affair. Crane still felt himself a failure, though, in part because he recommenced homosexual activity in spite of his relationship with Cowley. Just before noon on 27 April 1932, while onboard the steamship SS Orizaba heading back to New York from Mexico - right after he was beaten for making sexual advances to a male crew member, which may have appeared to confirm his idea that one could not be happy as a homosexual - he committed suicide by jumping into the Gulf of Mexico. Although he had been drinking heavily and left no suicide note, witnesses believed Crane's intentions to be suicidal, as several reported that he exclaimed "Goodbye, everybody!" before throwing himself overboard.
His body was never recovered. A marker on his father's tombstone in Garrettsville includes the inscription, "Harold Hart Crane 1899-1932 LOST AT SEA".
Τα δύο αστεράκια προφανώς δεν πάνε στις ποιήτριες αλλά στους προλόγους εισαγωγές του Αντιόχου, κυρίως για τις Πλαθ και Σέξτον. Στην περίπτωση της Πλαθ της επιτίθεται, και μάλιστα όχι φανερά, για την εγκατάλειψη αι δυο ορφανών, και θεωρεί το φεμινιστικό κίνημα υπερβολικό που την έκανε σημαία της και τα έβαλα με τον Ποιητή κύριο φαμφαρα (Τεντ Χιουζ) ο οποίος μπορεί στην εποχή του να είχε μια κάποια φήμη, αλλά με την ασφάλεια της ιστορικής απόστασης μπορούμε να πούμε ότι έχει εδραιωθεί στην συνείδηση του κοινού ως ο σύζυγος της Πλαθ. Στην Περίπτωση δε της Σέξτον δεν καταλαβαίνει γιατί οι φεμινίστριες εστιάζουν στα ποιήματα που αναφέρεται στο σώμα και όχι π.χ. στα ποιήματά της για βουνά και λαγκάδια (αν έχει τέτχοια η Σέξτον). Στην εποχή του τρίτου κύματος και της εστίασης στο σώμα ο άνθρωπος αυτός δεν καταλαβαίνει γιατί οι φεμινίστριες εστιάζουν τόσο σε αυτά τα ποιήματα. Τέλος, στην αρχή του βιβλίου, στον αδιάφορο Κρέιν, ο πρόλογος εισαγωγή είναι λίγο παραπάνω σαλιάρης απ' όσο χρειάζεται. Για να μην το ισοπεδώσω όλο όμως, οφείλω να πω ότι οι μεταφράσεις είναι αξιοπρεπέστατες, και οι εισαγωγές του στην κάθε ποιήτρια με αρκετή δόση αποστασιοποίησης που όμως με αυτές της μικρές λεπτομέρειες γίνονται εξοργιστικές. Όπως επίσης και η συνεχίσεις επίκληση την ψυχιατρικής και των ψυχοφαρμάκων πού ίσως να επέτρεπαν στις μεγάλες αυτές πένες και στον Κρέιν, να συνεχίσουν να γράφουν.
Σίγουρα τόσο η ποιότητα της έκδοσης από τον Γαβριηλίδη, όσο και η επιμέλεια και οι δύο ποιήτριες που ανθολογούνται τό κάνουν να αξίζουν, κι αν δεν σας ανέβει το αίμα στο κεφάλι ίσως τα 2 /5 να σας φανεί χαμηλό σκορ, αλλά αυτό είναι