Στην περίοδο της καραντίνας, ένας συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Μάντοβα, όπου πέρασε την παιδική και εφηβική του ηλικία - το μαύρο κουτί της ζωής του. Εκεί, είναι πλέον εγκλωβισμένος και ολομόναχος. Οι μοναδικές έξοδοι που κάπως κρυφά επιτρέπει στον εαυτό του είναι οι μεγάλοι νυχτερινοί περίπατοι. Τυλιγμένος στη βαθιά σιωπή μιας πόλης μεταμορφωμένης, σχεδόν μεταφυσικής, εντυπωσιάζεται από την εκρηκτική δύναμη ορισμένων φυτών και δέντρων τα οποία μεγαλώνουν σε εχθρικά μέρη: στα διάκενα του τσιμέντου, ανάμεσα στους τοίχους ή στις πέτρες ενός σπιτιού...
Ένα πυκνό κείμενο υβριδικής υφής που απελευθερώνει, σε μια μονάχα αφηγηματική ροή, τη βιωμένη μαρτυρία, την υπερβατική αυτοβιογραφία, τη λυρική εγκατάλειψη, τη δραματουργία, την αλληγορία, το τραγούδι, το όνειρο, τη φαντασία, την επινόηση. Το σύντομο αυτό βιβλίο συνιστά μια συγκινητική έκκληση να πραγματοποιήσουμε μια μετάβαση επιπέδων και είδους, να οδηγηθούμε σε μια μεταμόρφωση, θεωρούμενος από πολλές πλευρές ως ο πιο σημαντικός εν ζωή Ιταλός συγγραφέας, ο Αντόνιο Μορέσκο μάς παραδίδει ένα υποβλητικό έργο που πραγματεύεται τη σχέση ενός ανθρώπου με τη φύση των δέντρων και αποκαλύπτει πολλά για την αλλόκοτη εποχή μας.
Antonio Moresco is an Italian writer. His first publications appeared late in his life, after he had been turned down by several publishers. In 1993, he published his first collection of short stories, Clandestinity, but his career-defining project is the monumental trilogy Games of Eternity, made up of Gli esordi (1998), Canti del caos (2009), and Gli increati (2015). He has published many other works, including short stories, children stories, and he has organized several collective marches throughout Italy and Europe, which have become the topics for some of his works.
Το τραγούδι των δέντρων, Αντόνιο Μορέσκο Πριν από 480 εκατομμύρια χρόνια οι πρόγονοι των φυτών, τα υδρόβια χλωροφύκη, ξεκίνησαν τον εποικισμό της ξηράς. Προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες του χερσαίου περιβάλλοντος , εξελίχθηκαν προς τη μορφή του δέντρου, αναπτύσσοντας οδούς επικοινωνίας των επιμέρους ιστών και οργάνων, εξασφαλίζοντας θρέψη και ανταλλαγή μηνυμάτων και η Γη καλύφθηκε με δάση κατά τα επόμενα εκατομμύρια χρόνια. Όμως το φυτικό βασίλειο έχει και αυτό το δικό του ορόσημο, το Λιθανθρακοφόρο είναι η περίοδος εκτεταμένης δασοκάλυψης με δέντρα ύψους δεκάδων μέτρων. Η άμετρη φωτοσύνθεση εκτίναξε τα ποσοστά οξυγόνου στην ατμόσφαιρα στο 25-30%. Αυτή η συγκέντρωση οξυγόνου στην ατμόσφαιρα είχε ως αποτέλεσμα παγκόσμιες πυρκαγιές και εκτεταμένη ταφή λιθανθράκων. Ευτυχώς τα φυτά πήραν το μάθημά τους και ανέπτυξαν μηχανισμούς ρύθμισης της ταχύτητας φωτοσύνθεσης ώστε να μην ξεπερνά το 20% η συγκέντρωση οξυγόνου στην ατμόσφαιρα. Μετά από κάθε παγκόσμια οικολογική κρίση οργανισμοί με μικρό μέγεθος, ευελιξία προσαρμογής και αυτάρκεια επιβιώνουν, φέρνοντας σε πλεονεκτική θέση βακτήρια και φυτά. Κάθε τέτοια αποκατάσταση οικοσυστημάτων και βιοποικιλότητας χρειάζεται εκατομμύρια χρόνια. Κάπως έτσι φτάσαμε στο παρόν όπου ένας μικρός ιός ταλανίζει την ανθρωπότητα. Στην εξελικτική πορεία της φύσης κάθε στιγμή είναι ένα μεταβατικό στάδιο που καθορίζεται από τις υπάρχουσες περιβαλλοντικές συνθήκες, την τυχαιότητα και στη σύγχρονη εποχή και από την ανθρώπινη παρέμβαση. Ο Αντόνιο Μορέσκο αφηγείται όσα έζησε εγκλωβισμένος στη γενέτειρά του κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας στην Ιταλία. Ένας άνθρωπος ζει στιγμές μοναξιάς αποκομμένος και απομονωμένος με μόνη έξοδο τους απαγορευμένους νυχτερινούς περιπάτους του και μόνη διέξοδο την επικοινωνία του με τη φύση. Περιγράφει τις συνομιλίες του με τα δέντρα που του εξιστορούν την πορεία εξέλιξης τους και τη συμβίωση τους με το ανθρώπινο είδος. Μαζί τους κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο όπου μας αποκαλύπτονται όσα δεν ξέρουμε για τη δομή και λειτουργία των φυτών. Μας προσφέρεται μια άλλη οπτική, ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης και δράσης, μια αντίστιξη στις ανθρώπινες επιλογές και σε αυτές του φυτικού βασιλείου, εκπρόσωπος του οποίου είναι τα δέντρα. Υπάρχουν σαφείς πολιτικές προεκτάσεις και αιχμές για τον τρόπο διαχείρισης αυτής της κρίσης και μεθόδευσης εξυπηρέτησης συμφερόντων. Η δομή της κοινωνίας μας έχει δημιουργήσει ανθρώπους εγκλωβισμένους και εγκιβωτισμένους σε στεγανά νοητικά, πνευματικά, αισθητηριακά. Ζούμε αποκομμένοι από τη φύση, τη συλλογική συνείδηση και συνεργασία. Ερμηνεύουμε τον κόσμο βάσει των αισθήσεων και της αντίληψης μας, χωρίς να σκεφτόμαστε πως υπάρχουν πράγματα πέραν αυτών. Η συμπεριφορά μας προς τη φύση ενεργοποιεί μηχανισμούς διατήρησης ισορροπιών. Τα δέντρα, σύμβολα της παγκόσμιας σοφίας, και οι αφηγήσεις τους, μας καλούν να ακούσουμε το τραγούδι τους, να εναρμονιστούμε στη μουσική του σύμπαντος, να ενταχθούμε στη συλλογική συνείδηση, να αγαπήσουμε τους εαυτούς μας και το όλον. Ας μάθουμε και εμείς το μάθημά μας.
C’è una vita silenziosa che assomiglia alla nostra perché ogni essere vivente è un pulsare che risponde alle leggi di natura, e poco importa se gli alberi sono muti, a loro modo sentono assorbono capiscono...
“Voi non sapete, non riuscite neppure a immaginare che risparmio di forze è il silenzio, che crogiolo è il silenzio!”
Tra radici murate, che facendosi spazio tra i mattoni riconoscono cattiveria e bontà dalle risate o dai pianti nelle case, e le vite di giovani tronchi , alberi e foglie, Antonio Moresco inizia una dialogo poetico con queste silenti creature.
“Io non so perché gli uomini soffrono così tanto.”
Mentre l’autore scrive, fuori il mondo è chiuso in se stesso, c’è il contagio e nessuno si muove, tranne il regno vegetale : ci sono le radici murate che sognano un albero perché l’albero vede la luce, i rami che continuano la loro salita verso il cielo e le foglie che spiegano la fotosintesi.
Come fanno, come sanno fin dove possono spingersi e crescere se ci sono degli ostacoli, e riusciranno a sopravvivere? “non lo sappiamo “ rispondono, e in quel non sapere è racchiusa la misteriosa complessità dell’esistenza e la poesia di questo immaginario interrogarsi.
“Chissà perché ci sono alberi che rimangono sempre verdi e altri che muoiono e poi rinascono?”
È così la vita, una lotta tra molecole, sempre a cercare di resistere. Quelle più robuste sopravvivono e diventano forti, da seme a tronco.
Antonio Moresco, mentre cammina lento nella sua Mantova addormentata, alterna la botanica in chiave poetica a ciò che accade attorno a lui, in quella Lombardia ferita e piegata che piange le vittime della pandemia. Ma gli alberi, seppur silenziosi, sono testimoni solo in apparenza immobili degli errori e delle follie umane, di quanto male faccia l’uomo all’ambiente, di quanto maltrattandolo faccia del male a se stesso. Che strano popolo siamo, camminiamo chini sulle nostre tastiere perdendoci quanto di bello c’è intorno a noi, se solo sapessimo quanto ci invidiano gli alberi... Perché ci sono cose che il muto regno vegetale non ha.
“Però avete la poesia, avete l’amore, avete la musica, il canto. Anche se voi non avete imparato niente da noi, noi invece vorremmo imparare questo da voi. Vorremmo, con le nostre radici, i nostri rami e le nostre foglie, liberare nel mondo la musica e il canto imprigionati nel vostro breve giro di specie”
“Canto degli alberi “ è un dialogo a più voci dove l’immaginazione incontra lo sguardo consapevole sul mondo.
"Είμαι κι εγώ σαν αυτό το εγκλωβισμένο δέντρο - κι εγώ δηλητηριάστηκα και κάηκα, ακόμη και ο μικρός σπόρος από όπου γεννήθηκα ρίζωσε στις σκληρές πέτρες ενός τοίχου. Και εγώ, όπως η εγκλωβισμένη συκιά μου παρόλα αυτά συνεχίζω να ανθίζω εκρηκτικά και να δίνω καρπούς."
Ένα βιβλίο στοχαστικό, γεμάτο αναζήτηση, συγκίνηση, τρυφερότητα. Ο Moresco αφηγείται όσα έζησε εγκλωβισμένος κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας στην Ιταλία και μέσα από νυχτερινές συνομιλίες με τα δέντρα του αστικού τοπίου αναζητά απαντήσεις για τη σχέση του ανθρώπινου είδους με τη φύση. Μια σχέση που κατέληξε να γίνει καταστροφική ανά τα χρόνια.
"εσείς τα κλαδιά δεν ξεπετάγεστε ποτέ από το σημείο στο οποίο κόπηκε το προηγούμενο κλαδί, [...] λες κι έχετε ένα είδος μνήμης που σας εμποδίζει να γεννηθείτε πάλι στο ίδιο κομμένο σημείο. Εσείς παίρνετε το μάθημά σας. Ενώ οι άνθρωποι συνεχίζουν να διανύουν τους ίδιους δρόμους, να ξανακάνουν τα ίδια λάθη και τις ίδιες φρικαλεότητες, χωρίς ν' αντλούν δίδαγμα απ' ό,τι μόλις συνέβη, σα να μην πήραν ποτέ το μάθημά τους."
Με γλώσσα γλαφυρή, με περιγραφές ζωντανές και με γρήγορη ροή, ο συγγραφέας μας προσφέρει μια άλλη οπτική συνύπαρξης με τον φυτικό κόσμο – χωρίς να απουσιάζουν και τα πολιτικά σχόλια για την κρίση που βιώνει ο πλανήτης μας αυτή τη στιγμή εξαιτίας του ιού.
«[…] με τα απαραίτητα μέτρα απομόνωσης που υιοθετήθηκαν για να εμποδίσουν την εξάπλωση του ιού, αυτές τις μέρες βιώσαμε κάτι αδιανόητο [...]: ότι εν καιρώ ειρήνης, σε μια κατάσταση γενικευμένου φόβου, είναι δυνατό να επιβληθεί η συσκότιση σε μια ολόκληρη χώρα, κρατώντας τα άτομα αποκλεισμένα στο σπίτι, ακόμη και σ' έναν ατομικιστικό απείθαρχο λαό, όπως ο ιταλικός.»
This novel was written last year during the first lockdown in Italy due to the pandemic. The author found himself isolated in his hometown - where he'd returned after years of absence - and in his night-time walks he begins to communicate with trees of all kinds, forming a sort of a unique relationship with them. The atmosphere was captivating and I could easily picture myself walking around in a seemingly deserted city (well, if walking around at nights wasn't f* banned-ugh!) The Trees are presented as entities of a primeval sentience who decide to share their wisdom with the protagonist (author?). The dialog between them and the human has many philosophical aspects and escalates throughout the novel. I must admit I found difficultly in reading it, mostly because I had to stop several times and I failed to "let go", which is something one should do to experience it better. The girls we were supposed to buddyread it with finished it in a weekend and found it more fluent. I liked it overall, for the feeling it gave, the description of the emotions that most of us experienced in the first part of the pandemic, when we were unsure of an outcome (yeah, like it's better now) and for the depiction of the trees as the most resilient, adaptable and utterly wise inhabitants of this planet.
Da botanico, non riuscito ad oltrepassare la meta' di questo libro per l'irritazione. Un libro che dovrebbe parlare di alberi per una collana incentrata sugli alberi scritto da un autore che di alberi sa poco o niente e mette "strafalcioni scientifici" uno dietro l'altro.
“Chissà perché certi organismi sono usciti dall'acqua [...]?” Ma lo sappiamo benissimo il perche'! Si tratta di un equilibrio tra spinte evolutive, fenomeni casuali e genetica. E spesso sappiamo anche perche' e' quello specifico organismo che se e' uscito dall'acqua e non un altro. O perche' una pianta e' caducifoglia invece che aghifoglia, ovviamente sappiamo il perche'! Ma no, l'autore e' assolutamente convinto che "la selezione naturale non spiega tutto".
L'autore non capisce nemmeno i meccanismi base di come funziona: "perche' sono stati selezionati una specie e degli individui che non si sono dimostrati come i piu' forti e piu' adatti ma come i piu' distruttivi e autodistruttivi [...]". Forse perche' in certi contesti i piu' adatti sono gli organismi generalisti e opportunisti, come l'uomo, mentre in altri contesti questa qualita' diventa autodistruttiva. Sono concetti ben noti, chiari in ecologia da almeno un secolo. Ma no, in questo caso la selezione deve aver commesso un errore irrimediabile: permettere all'uomo di evolversi per quello che e'. E invece, surprise surprise, l'uomo e' cosi' proprio perche' e' il risultato di una serie di successi evolutivi, di adattarsi con successo a certe condizioni. Ci piaccia o meno.
Gli alberi tagliati poi, hanno "memoria" di dove sono stati tagliati, per questo producono polloni da altre parti. Eh? Cosa? Quel tronco o ramo e' semplicemente morto e non ha piu' i tessuti meristematici necessari per ricominciare a svilupparsi. E si sviluppa da un'altra parte. Sarebbe come sostenere che l'uomo non si fa ricrescere un braccio tagliato perche' ha "memoria" e fa un "nodo" proprio li', dove c'e' il taglio. Ha senso? No.
Ma la cosa peggiore e' quando l'autore ha abbracciato il solito paradigma in cui l'uomo e' cattivo e non impara mentre le piante imparano, "sanno tutto", sono meglio. Eccoci di nuovo ad un errore grossolano e ad una logica che danneggia noi e la Natura.
Infine e' un libro, di nuovo, antropocentrico. Gli alberi sono esclusivamente una nota a margine, un mezzo per parlare dell'uomo. Sono alberi antropomorfizzati, che si comportano come uomini, parlano, raccontano. Anche il fatto che questi alberi parlino solo di uomini, sempre la piu' brutta e cattiva delle specie, e' sintomatico: se fossi un albero incastrato in un muro e dovessi parlarti di qualcuno, parlerei di insetti. Di batteri, virus, licheni, alghe. Non di uomini.
Στη σύγχρονη Ιταλία και εν μέσω πανδημίας, ένας συγγραφέας επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε. Μόνος και εγκλωβισμένος στα πρωτοφανή δεδομένα, μόνη του διέξοδος οι περίπατοί του στη φύση. Σε αυτούς τους περιπάτους, ξεκινούν και οι περίεργοι διάλογοί του με τα δέντρα που αποκτούν οντότητα, κρίση και χαρακτήρα. Οι διάλογοι είναι ζωντανοί και κάπως λυρικοί θα έλεγα, που με άπειρους παραλληλισμούς διπλής ή και πολλαπλής ανάγνωσης, τοποθετούν τα δέντρα στη θέση του κριτή εξαπολύοντας το δριμύ κατηγορώ τους προς τους ανθρώπους. Όχι πάντα άδικα, καθώς σε πολλές από τις κοινωνιολογικές επεκτάσεις που μας περιγράφονται, σίγουρα θα αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας ή τους οικείους μας λες και είμαστε ποντίκια που κυνηγούν το τυρί πάνω στη ρόδα. Αναπόφευκτα, θα προβληματιστείς, θα αναρωτηθείς και ασφαλώς θα μπεις στη θέση του συγγραφέα.
An ode to nature and its magnificence, constantly underestimated by humankind, but capable of concealing magnanimous surprises and making our lives more spectacular. What is even more grand, though is that during the Coronavirus pandemic people were confined (well actually are confined, because it's still not over), their destructive activities are prohibited and have less negative consequences on the planet's health, allowing nature to thrive in the strangest of places, in the middle of concrete cities, reminding us of the potential of the flora had humans not gotten in its way. Trees, the protagonists of this story, are presented as ever growing, upside down, intelligent, omniscient, ubiquitous organisms supporting people, absorbing information and standing guard of this world throughout centuries, tightly connected to musical vibrations and otherworldly vibes. I believe reading this book has a very soothing abd calming effect. You can feel the wind caressing branches, and hear footsteps on a dark alley in the middle of a ghost city... And sense roots and branches spreading out to hug the world and protect it from all harm.
"Politici di casa nostra e del mondo hanno ripreso a fare l'unico gioco fratricida che sanno fare, quello di riportare indietro tutto per non venire oltrepassati, perché non si veda fino a che punto sono già oltrepassati. Qualcuno dice che bisognerà tornare alla normalità, a questa stessa normalità che ci sta portando a un punto di non ritorno. Invece non bisognerà tornarci, l'unica cosa che non dovremmo fare è tornare a una simile normalità senza cambiare niente, senza inventare niente, in attesa di venire trascinati nelle estreme guerre nucleari e batteriologiche per il possesso delle ultime risorse naturali rimaste, e che altri virus ibernati nei ghiacci delle calotte polari che si stanno sciogliendo anche per i processi di surriscaldamento innescati dalla nostra folle specie facciano la loro devastante irruzione nel mondo e dopo milioni di anni si prendano la loro rivincita."
Ένα βιβλίο παραμύθι ,πολύ συγκινητικό και σύγχρονο ,ένας προβληματισμός του συγγραφέα με τις καταστροφές τους οικοσυστήματος Μια ελπίδα για μεταμόρφωση ,ένας αγώνας για επιβίωση τι είμαστε τελικά σε ολόκληρο το σύμπαν; Ένα βιβλίο που δεν σταματάει να σου γεννά νέες εικόνες . Το προτείνω
Ο Αντόνιο Μορέσκο συγκαταλέγεται στους κορυφαίους συγγραφείς της Ιταλίας ,τον είχα ακουστά από το φωτάκι χωρίς όμως ,να έχω διαβάσει κάτι δικό του,το συγκεκριμένο δεν ξέρω αν είναι χαρακτηριστικό της γραφής του.Το βιβλίο αυτό γράφτηκε μέσα στην πανδημία το 2020 όταν ο συγγραφέας γύρισε στην γενέτειρα του την Μάντοβα στην περιοχή της Λομβαρδίας και ξεκίνησε από μια κουβέντα με έναν φίλο του,τον ρώτησε γιατί πράγμα να γράψω και αυτός του είπε γράψε για ένα δέντρο που ήταν σημαντικό στην ζωή σου.Ξεκινά λοιπόν κάνοντας αναδρομή στα δέντρα που έχει συναντήσει κατά την διάρκεια της ζωής του και συνεχίζει περιγράφοντας την ζωή του τον καιρό της πανδημίας,όταν βγαίνει βόλτες σε άδειους δρόμους και δεν συναντά κανέναν άνθρωπο και αυτό γίνεται η αφορμή να έρθει πιο κοντά στην φύση και να συνομιλήσει με τα δέντρα που κατά βάθος παρακαλάνε η πανδημία να αφανίσει τους ανθρώπους και να τους αφήσουν χώρο να εξαπλωθούν.Το βιβλίο είναι οι σκέψεις του συγγραφέα με ωραίο λυρικό τρόπο δοσμένες και με αρκετά φιλοσοφική διάθεση. Μικρό βιβλίο που διαβάστηκε σε μια μέρα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι το απόλαυσα, ψιλό βαρέθηκα και ήθελα να τελειώσει,όχι γιατί δεν γράφει καλά, αλλά γιατί του έλειπε το θέμα,μια υποτυπώδη ιστορία έστω.Αυτο που συνειδητοποίησα όμως, είναι πόσο εύκολα ξεχνάμε,μου θύμισε το ότι παίρναμε άδεια για να βγούμε από το σπίτι,τα εκτυπωμένα χαρτιά,την ερημιά στους δρόμους,τα περιπολικά που μας κυνηγούσαν λες και ήμασταν εγκληματίες ,τον φόβο που σκόρπισαν,τις έρημες πόλεις που από ότι φαίνεται ήταν παντού ίδιες .Πρόκειται για ένα εναλλακτικό στοχαστικό βιβλίο χωρίς συγκεκριμένη υπόθεση,το διαβάζετε με δική σας ευθύνη.
Un libro notturno di solitudine e pieno di poesia. I protagonisti sono quelli che lui chiama alberi “murati”. L’autore, in questo periodo storico di chiusura, entra in empatia con la natura in gabbia, quella più simile a lui, creando dialoghi che toccano con semplicità e poesia pensieri primordiali. Moresco, attraverso il suo delirio pacato, malinconico e sognante, racconta i legami tra il mondo vegetale e l’uomo accompagnato da un sottofondo lontano, dolce e misterioso di tasti di pianoforte.
Μου φάνηκε σαν ένα βιβλίο που γράφτηκε γιατί έπρεπε να γραφτεί.Προβλέψιμο απο την αρχή,μιλάει στην ουσία για την συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης και κατα πόσο έχει επηρεαστεί η τελευταία απο την αδιαλλαξία των ανθρώπων.Άξιζε παραπάνω ένα κομμάτι προς το τέλος του βιβλίου αλλά σε γενικές γραμμές μετριότατο.
Βιβλίο καραντίνας; Βιβλίο φιλοσοφίας; Βιβλίο ενδοσκόπησης; Το βιβλίο του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα Αντόνιο Μορέσκο "Το τραγούδι των δέντρων" είναι πάνω απ' όλα μουσική. Η αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα, ήταν η καραντίνα του Μαρτίου. Ο Α. Μ βρίσκεται εγκλωβισμένος στη γενέτειρά του τη Μάντοβα, την οποία έχει συνδέσει με μία σειρά από δυσάρεστες αναμνήσεις. Καθώς, λοιπόν, βρίσκεται εγκλωβισμένος εκεί αποφασίζει να μιλήσει για τα δέντρα, και πιο συγκεκριμένα για τα δέντρα της πόλης, τα οποία είναι, όπως κι αυτός, εγκλωβισμένα ανάμεσα σε τσιμέντο, τούβλα, πέτρες κ.α. και μεγαλώνουν σε αντίξοες συνθήκες. Θα μας μιλήσει, δηλαδή, για τον βιασμό της φύσης από τον άνθρωπο στέλνοντας, εμμέσως, το δικό του οικολογικό μήνυμα. Το βιβλίο αυτό δεν είναι μυθιστόρημα με τη στενή έννοια του όρου. Περιλαμβάνει τις σκέψεις του συγγραφέα για τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο, μέσα από φανταστικούς διαλόγους τους οποίους πραγματοποιεί ο συγγραφέας με δέντρα κάθε είδους. Δέντρα λευκά, μπλε, κίτρινα, κόκκινα, δέντρα τρελά και ανισόρροπα που κουβαλούν τις δικές τους επιθυμίες και τα δικά τους όνειρα. Ο συγγραφέας θα συνομιλήσει, επίσης, και με τα μέρη των δέντρων, τις αφανείς ρίζες, τα κλαδιά, τον κορμό, τα φύλλα, ακόμη και τους δακτυλίους. Θα αφουγκραστεί το τραγούδι τους και θα μας το μεταφέρει μέσα από μία γλώσσα λυρική, σχεδόν μουσική. Τα δέντρα, λοιπόν, προσωποποιούνται και έχουν δικές τους ιδέες, συναισθήματα και απόψεις. Ανάμεσα στις σκέψεις και στους διαλόγους, παρεμβάλλονται παρατηρήσεις σχετικά με την πολιτική κατάσταση στη Λομβαρδία, την οποία, όσο γράφεται το βιβλίο, ο ιός δοκιμάζει σκληρά, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου στη γειτονιά όπου κατοικεί ο συγγραφέας, τώρα έρημη και σιωπηλή, ακούγεται διαρκώς ο ήχος ενός πιάνου, ο οποίος επηρεάζει τον δημιουργό και τις σκέψεις του. Ένας λόγος παραπάνω για να μετατραπεί το σύγγραμμά του από καθαρή λογοτεχνία σε μία "λογοτεχνική παρτιτούρα". Η ταυτότητα του μυστηριώδους πιανίστα παραμένει, βέβαια, άγνωστη μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ο Αντόνιο Μορέσκο πάντως καταλήγει ότι σε αυτή τη ζωή αυτό που θα μας μείνει είναι η ποίηση, η μουσική, το τραγούδι και η αγάπη. Ένα πρωτότυπο ανάγνωσμα από έναν μάστορα της λογοτεχνίας με λέξεις που τραγουδάνε και δίνουν έναν αλλόκοτο μουσικό ρυθμό στο όλο ανάγνωσμα. Ένα βιβλί�� γέννημα της καραντίνας που περιπλανιέται στα μονοπάτια της ψυχής μας και ξυπνάει την εδώ και χρόνια κοιμισμένη μέσα μας, σχέση με τη
Durante la quarantena dovuta al Covid19 Moresco vaga per la città deserta, soprattutto di notte, dialogando con gli alberi veri e immaginari che trova un città. Un dialogo surreale ma capace di suscitare emozioni e prospettive inedite. A farla da padrone sono gli alberi murati: le piante costrette da fessure, tombini, mura, precipizi che nonostante i loro gravi impedimenti dovuti ad un ambiente ostile riescono comunque a crescere e prosperare. Una delle immagini più suggestive è quella delle radici che spingono, scavano nell’oscurità, scavalcano ogni ostacolo immerse nel buio senza mai sapere se il loro lavoro, la loro sofferenza, servirà mai a qualcosa. Chissà se hanno coscienza dell’albero immenso e svettante nella luce che sostengono con il loro sforzo, la loro vita nell’oscurità. Altra immagine è quella del ramo che se viene tagliato non ricresce nello stesso punto. Lì si forma invece un nodo, qualcosa di duro, che serve a ricordare. Gli alberi imparano dal passato e agiscono di conseguenza, non commettono sempre lo stesso orrore presi in un loop dell’orrore. Nonostante il covid abbia dimostrato l’immensità della arroganza umana “eppure continuano come se niente fosse i soliti deliri economici nazionali, le solite inimicizie fondate sui deliri identitari che sorreggono i terminali poteri umani, anche adesso, persino adesso. […] Una zavorra che non possiamo più permetterci di trascinarci dietro e di cui dovremmo riuscire a liberarci per poterci inventare e reinventare come specie nuova che nasce dalle ceneri di quella vecchia”. Sul meccanismo del capro espiatorio, delle colpe facile, dell’incapacità di un pensiero complesso e globale: “Però si vede che le persone hanno bisogno di fabbricarsi delle spiegazioni a portata di mano, dei nemici tangibili, per scaricare su di loro la propria insicurezza, la propria paura, il proprio terrore, hanno bisogno di capri espiatori accessibili per non doversi porre di fronte a ciò che oltrepassa le proprie rassicuranti prigioni mentali, personali e di specie: all’inaspettato, all’intollerabile, a noi stessi”.
Αναμφίβολα έχει ενδιαφέρον αν και ομολογώ ότι το ένα τρίτο με κούρασε πολύ και πιέστηκα να το προχωρήσω για να φτάσω σε ένα σημείο όπου έκρινα ότι άξιζε να το διαβάσω ως το τέλος. Διαβάζοντας τις κριτικές στο εσώφυλλο : "Δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με υπόθεση, αλλά με συγκινήσεις, αναζήτηση,συναισθήματα, μουσικές.[...}Είναι ένα βιβλίο-συμφωνία, με τα αλεγκρέτο, τα αντάντε, τα ρόντο του..." διαπίστωσα ότι αυτό ακριβώς ήταν που με κούρασε. Μπορεί στη μουσική, σε μια συμφωνία όλα αυτά να είναι απαραίτητα, όμως οι τόσο πολλές επαναλήψεις σε κάποια σημεία για εμένα ήταν κουραστικές και τις διάβαζα σαν "ρομπότ" για να μην υπόπέσω στο αμάρτημα να εγκαταλείψω. Αν και περικλείει ωραίες ιδέες και σωστή τοποθέτηση για φύση, περιβάλλον, άνθρωπο, πολιτικούς, ηγέτες.... αισθάνεσαι κάπου ότι τραβάει σε μάκρος όπως η "καραντίνα"
L'autore, originario di Mantova ma trasferitosi a Milano si immagina, si ritrova nuovamente nella sua città Natale durante il primissimo periodo della pandemia. È bloccato lì, solo, in una casa prestata da un'amica. Sente un pianoforte suonare e la sera avverte il desiderio di uscire e immergersi nella natura, intavolando una serie di dialoghi immaginari con le piante che lo circondano. Sarà un'occasione per riflettere sulla sua vita e su ciò che sta accadendo in Italia e nel mondo in quel periodo. Scritto molto bene, esperimento interessante. Manca però qualcosa, forse una vera trama.
Scritto nel periodo del primo lockdown per la pandemia. Moresco sceglie di parlare degli alberi murati, quelli che crescono in luoghi impensabili e che non si capisce bene neanche come ci riescano. Inizia con dialogo con le varie parti degli alberi (radici, cerchi, rami, foglie), ne emerge una descrizione anche dell'uomo, di ciò che ha o non ha imparato.
Nice idea but I thought that is was boring. It had a lot of secret meanings that I really loved but I personally believe that it could be a little more active book…!
10000000 stelle. Un libro che dovrebbero leggere tutti, non solo per lo stile meraviglioso e poetico di Moresco, ma soprattutto per il contenuto, il canto, il grido che si emana da queste pagine.