Στο βιβλίο περιλαμβάνονται επιλεγμένα αθησαύριστα κείμενα του Αργύρη Χιόνη, δημοσιευμένα στην πλειονότητά τους από τον ίδιο σε περιοδικά και εφημερίδες την περίοδο 1976-2011· αυτοβιογραφικά και μυθοπλαστικά αφηγήματα, πορτραίτα ομοτέχνων και ένα κείμενο στοχαστικού-ποιητικού χαρακτήρα. Μέσα στις σελίδες τους ξετυλίγεται μια πλειάδα θεμάτων: το μοτίβο του αναπόδραστου εγκλεισμού –σε μια πολιτεία λαβύρινθο εν προκειμένω–, η ανάδυση της ερωτικής επιθυμίας και η οδυνηρή διάψευση, ο εν ζωή θάνατος, ο δισυπόστατος χαρακτήρας της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο μοναχικός δρόμος της περιπλάνησης και ο σύμφυτος με αυτήν πόθος για την επιστροφή στην εστία κ.ά.
Όλα τα αφηγήματα χαρακτηρίζονται και συνέχονται από μια παιγνιώδη διάθεση και συνάμα από τρόπους και τεχνικές που συναντάμε και στο ώριμο πεζογραφικό έργο του συγγραφέα: τη δύναμη της κρυμμένης παραβολής (ή μεταφοράς) πίσω από μια ιστορία φτιαγμένη με μαστοριά, το απολαυστικό παιχνίδι με τις ιδιότητες των όντων, το ευφάνταστο διακειμενικό παιχνίδι, το χιούμορ ως αντίβαρο στην αγωνία της ύπαρξης.
Τα κείμενα του βιβλίου συνθέτουν ένα ψηφιδωτό που ακτινοβολεί την αλήθεια και την ομορφιά της μοναδικής γραφής του Χιόνη, προσφέροντας στους αναγνώστες την παραμυθία της γνήσιας λογοτεχνίας.
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή "Απόπειρες φωτός" (εκδ. "Δωδεκάτη Ώρα"). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Σχήματα απουσίας" ("Αρίων", 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), "Μεταμορφώσεις" ("Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή "Τύποι ήλων"), "Τύποι ήλων" ("Εγνατία-Τραμ", 1978), "Λεκτικά τοπία" ("Καστανιώτης", 1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" ("Υάκινθος", 1986), "Εσωτικά τοπία" ("Νεφέλη", 1991, 1η ανατύπωση: 1999), "Ο ακίνητος δρομέας" ("Νεφέλη", 1996, 1η ανατύπωση: 2000), "Ιδεογράμματα" ("Τα τραμάκια", 1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε" ("Νεφέλη", 2000), "Στο υπόγειο" ("Νεφέλη", 2004), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, 2010). Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο "Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000" ("Νεφέλη").
Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα" ("Αιγόκερως", 1981), "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς" ("Πατάκης", 1995), "Τρία μαγικά παραμύθια" ("Πατάκης", 1998), "Όντα και μη όντα" ("Γαβριηλίδης", 2006) και "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες" ("Κίχλη", 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ' ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου). Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας ("Ποιήματα", 1981), Ράσελ Έντσον ("Όταν το ταβάνι κλαίει", 1986), Τζέιν Όστεν ("Περηφάνια και προκατάληψη", 1997), Ρομπέρτο Γιάρος ("Κατακόρυφη ποίηση", 1997) και Ανρί Μισώ ("Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του", 2003).
Έφυγε από τη ζωή απροσδόκητα το απόγευμα των Χριστουγέννων του 2011, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 68 ετών, στο Θροφαρί Κορινθίας, όπου ζούσε επί είκοσι χρόνια.
«Το χειμώνα, ως θέρμανση, χρησιμοποιούμε την γκαζιέρα μαγειρέματος "Πίτσος", που όλο βούλωνε το μπεκ της και γέμιζε κάπνα το δωμάτιο. Γύρω απ' αυτήν την γκαζιέρα, ακουμπισμένη στο πάτωμα, καθόμασταν, η μάνα μου, η αδελφή μου η Χαρίκλεια κι εγώ, και περιμέναμε τον πατέρα να γυρίσει απ' τη δουλειά, διαβάζοντας, εναλλάξ τα δύο παιδιά, ποιήματα από την ανθολογία του Αποστολίδη, που δε θυμάμαι πια πώς βρέθηκε εκείνη την εποχή στο σπίτι μας, και κλαίγοντας με το "Ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει" του Ζαλοκώστα και άλλα τέτοια θλιβερά που πολύ μας συγκινουσαν τότε, γιατί, φαίνεται, είχαμε αποθέματα λύπης και δε μας έφτανε να κλαίμε μόνο για τη μοίρα μας.»
Και σε αυτή τη συλλογή κειμένων του Α. Χιόνη τα βιώματα εναλλάσσονται και αναμιγνύονται με το φανταστικό. Παραδινόμαστε σε νοσταλγικές αφηγήσεις διαποτισμένες μελαγχολία. Το χιούμορ λειτουργεί ως συντελεστής εξισορρόπησης. Έχουμε εναλλαγές εικόνων καθημερινής ζωής και ονειροπολημάτων μέσα από τη μορφή της παραβολής. Ξεχωρίζουν τα κείμενα του για το έργο της Ζυράννας Ζατέλη και το Χρίστο Λάσκαρη, τον ποιητή και φίλο του. Διακρίνω, επίσης, την απόδοση αποφθεγμάτων του Ηράκλειτου σε μορφή χάικου.
Μερικές φορές μπορείς να έχεςι ολόκληρη την εργογραφία ενός συγγραφέα, αλλά να μην θέλεις να τα διαβάσεις όλα με τη μια. Περίπου όπως αφήνεις ένα κομμάτι φαγητό για το τέλος για να το απολαύσεις.
Το ίδιο ισχύει με το τελευταίο βιβλίο του Χιόνη που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο. Το κρατούσα για να το διαβάσω όταν θα ήθελα ένα feel good συναίσθημα. Γιατί ήξερα ότι δεν θα απογοητευτώ με το βιβλίο και ήξερα ότι θα μου αρέσει αλλά δεν ήξερα πόσο θα μου αρέσει. Η μίξη ιστοριών και αυτοβιογραφικών στοιχείων μου άρεσε υπερβολικά και με έφερε και πιο κοντά σε συγγραφείς που είχα ακουστά, αλλά δεν έχω διαβάσει (Ζατέλη- Λάσκαρης). Αν τους δίνει το ΟΚ ο Χιόνης τότε παίρνουν το ΟΚ και απο μένα γιατί με τους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς είμαι εξαιρετικά καχύποπτος.
Η ίδια η ιστορία ‘Πολιτεία Λαβύρινθος’ που σίγουρα έχει αναπαραχθεί στα social media είναι μόνο ο πρόλογος, σε αυτή την φοβερή συλλογή που μας παίρνει απο τα παιδικά χρόνια του Χιόνη στα Σεπόλια και μας ταξιδεύει μέχρι την Ιαπωνία. Το βραβείο προσωπικά το παίρνει η απίστευτη, συγκλονιστική, γκρανγκινιολική και χιτσκοκική ‘Αστυνομική Ιστορία’, αλλά μόνο κατα ένα κλικ παραπάνω απο τις άλλες. Άντε μισό κλικ.
Δεν μπορώ, με τον Χιόνη έχω αδυναμία και δεν θα την κρύψω. 5/5.
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Αργύρη Χιόνη και αναρωτιέμαι γιατί άργησα τόσο να τον γνωρίσω. Αυτό το βιβλίο περιέχει τα πιο ποιητικά πεζά κείμενα που έχω διαβάσει ποτέ. Με μετέφεραν σε δρόμους (pun intended) νοσταλγικούς, άλλες φορές ασπρόμαυρους και άλλες πολύχρωμους. Όμορφους δρόμους.
«Το χειμώνα, ως θέρμανση, χρησιμοποιούμε την γκαζιέρα μαγειρέματος "Πίτσος", που όλο βούλωνε το μπεκ της και γέμιζε κάπνα το δωμάτιο. Γύρω απ' αυτήν την γκαζιέρα, ακουμπισμένη στο πάτωμα, καθόμασταν, η μάνα μου, η αδελφή μου η Χαρίκλεια κι εγώ, και περιμέναμε τον πατέρα να γυρίσει απ' τη δουλειά, διαβάζοντας, εναλλάξ τα δύο παιδιά, ποιήματα από την ανθολογία του Αποστολίδη, που δε θυμάμαι πια πώς βρέθηκε εκείνη την εποχή στο σπίτι μας, και κλαίγοντας με το "Ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει" του Ζαλοκώστα και άλλα τέτοια θλιβερά που πολύ μας συγκινουσαν τότε, γιατί, φαίνεται, είχαμε αποθέματα λύπης και δε μας έφτανε να κλαίμε μόνο για τη μοίρα μας.»
Ο Αργύρης Χιόνης είναι από τις προσωπικές μου συγγραφικές αδυναμίες. Τον γνώρισα κατά τη διάρκεια της καραντίνας και ο λόγος του με συνάρπασε. Μα τι μοναδικός παραμυθάς και ποιητής, αναδεικνύοντας με μαεστρία την ιδιαιτερότητα του λόγου του. Λυρικός, σχεδόν μελωδικός με τα γραφόμενα του να ηχούν σαν μελωδίες στα αυτιά σου, ατόφιος, ειλικρινής και νοσταλγικός ο Κύριος Χιόνης σε κάνει να χάνεσαι στο λαβύρινθο του έργου του από το οποίο δύσκολα θα βρεις διαφυγή. Η πολιτεία λαβύρινθος είναι μια επιλογή παλαιότερων κειμένων του που δημοσιεύτηκαν κατά κύριο λόγο σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ανάμεσα τους θα συναντήσουμε και αρκετές αυτοβιογραφικές αναφορές, καθώς και αναφορές- πορτραίτα σε αγαπημένους ομότεχνους του. Πότε με χιούμορ, άλλοτε με νοσταλγία, πότε συναδυάζοντας με μαεστρία το ρεαλισμό με το φανταστικό στοιχείο, άλλοτε μελαγχολικός και ονειροπόλος γράφει για μια άλλη εποχή και μας προσκαλεί με το δικό του μοναδικό τρόπο στο δικό του αφηγηματικό κόσμο.
«Μα, όπως μου τα λες, αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος. –Επικίνδυνος δε λες τίποτα. Να κοίτα εδώ 6 ράμματα μου κάνανε. Και βλέπω πράγματα, έξι ράμματα και, μαζί τις άσπρες ρίζες των ξανθών μαλλιών του ονείρου μου που, κάποτε, μοσχοβολούσε μοσχοσάπουνο και σοκολάτα και, τώρα, μυρίζει ξινισμένο ιδρώτα και δυστυχία».
Ένα ευαίσθητο, ονειρικό μικρό διαμαντάκι που θα το εκτιμήσουν οι λάτρεις του συγγραφέως που αγαπούν να χάνονται στο λαβύρινθο της πένας του.
Πολλά από τα κείμενα σε αυτές τις 13 ιστορίες του Χιόνη, σε πάνε σε μία άλλη εποχή και σε τυλίγουν με τη νοσταλγία μιας άλλης ζωής, που είτε την βίωσες έστω και περιστασιακά, οπότε την ξαναζείς σε λίγες μόνο σελίδες, είτε την έχεις ακουστά, οπότε κι επανέρχεται σαν την ανάμνηση ενός αγαπημένου παραμυθιού.
Μια ακόμα συλλογή σύντομων διηγημάτων και μικρών αυτοβιογραφικών ιστοριών του Αργύρη Χίονη. Όσοι αγαπούν τον χαρακτηριστικό τρόπο γραφής του δεν θα απογοητευτούν.
13 πανέμορφα κείμενα του αγαπημένου Αργύρη Χιόνη, ενδεικτικά του ιδιαίτερου ποιητικού του σύμπαντος: Γλώσσα μελωδική και ρέουσα, λεκτικά και νοηματικά παιχνίδια, μια εύθραυστη, σχεδόν παιδική, τρυφερότητα. Όλα όσα δηλαδή περιμένει κανείς να συναντήσει σε μια σύντομη περιήγηση στον κόσμο του.
*ένας κύριος αργύρης που μεταμορφώνεται σε ιάπωνα και παιδί, ταξιδεύει σε σκοτεινές πόλεις του βορρά που αυτοαποκαλούνται φωτεινές και συνομιλεί μεταξύ άλλων με την ζυράννα ζατέλη
«παιδί ο χρόνος και, παίζοντας, αλλάζει την όψη της ζωής.
Και η ιστορία ξεκινάει από κάποια πολιτεία που ονομαζόταν Λαβύρινθος. Και γιατί όχι. Ίσως γιατί θέλουμε να ξέρουμε τα όρια μας, ίσως γιατί δε θέλουμε να ανακαλύψουμε την ελευθερία μας, ίσως γιατί έχουμε αυτό το πλήρες αίσθημα του προορισμού. Και η ιστορία τελειώνει με ένα ερώτημα: Ο δρόμος που τελε��ώνει σ'αδιέξοδο ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
Ο ίδιος μας αφηγήθηκε ότι ονειρεύτηκε, έκανε μακρινές αποστάσεις και αυτόν τον έκανε ακόμα πιο ελεύθερο μέσα στον λαβύρινθο του
Το βιβλίο αυτό πρέπει να το πάρουν όλοι όσοι αγαπούν τον Χιόνη, όλοι όσοι δεν ξέρουν τον Χιόνη αλλά προτίθενται να τον μάθουν, όλοι όσοι έχουν ακουστά τον Χιόνη αλλά δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με την περίπτωσή του. Και η περίπτωσή «Χιόνης» είναι μοναδική, θεωρώ, στην ελληνική πραγματικότητα. Για μένα είναι ο Έλληνας Galeano. Ή ίσως ο Galeano να είναι ο Ουρουγουανός Χιόνης, γιατί όχι, άλλωστε ήταν συνομήλικοι. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις Κίχλη για την πρωτοβουλία.
"Η πολιτεία λαβύρινθος" και το "Μια αστυνομική ιστορία" απο τα πιο όμορφα διηγήματα που έχω διαβάσει. Οι εξιστορήσεις γεμάτες συγκίνηση, νοσταλγία και ψυχική απόλαυση, απο τον παιδικό έρωτα μέχρι τον θάνατο αγαπημένου φίλου ποιητή, από τις εμμονές και τις φοβίες μέχρι τις μαγικές στιγμές και τις απίθανες ανακαλύψεις. Υπέροχη συλλογή σε μια πανέμορφη έκδοση!
"Βάδιζε σε μια έρημο γεμάτη άγριους γείτονες και σαρκοβόρους συγγενείς και φίλους. Σκότωνε, αδιάκοπα, πολλά απ αυτά τα θηρία, αλλά ήταν αδύνατο να τα σκοτώσει όλα κι έτσι η ζωή του αδιάκοπα κινδύνευε. Και διψούσε. Διψούσε για αγάπη"
Πρώτη, αν και καθυστερημένη, επαφή με τον ΑΧ. Η γραφή του με κέρδισε αμέσως. Είτε είχε να κάνει με τα πανέξυπνα από πλευράς ευρήματος διηγήματα είτε με ιστορίες από τη ζωή του και τη συναναστροφή του με άλλους συγγραφείς, το βιβλίο αυτό το απόλαυσα στο έπακρο.
Αγχιβασίη: υπέροχη ηρακλείτεια προσέγγιση με όχημα ένα γιαπωνέζικο προσωπείο.. και άλλα πολλά, μικρά και εύστοχα κομψά.. αρμονικά δεμένα στα μικροκαμωμένα σχέδια της έκδοσης.
Ένα από τα ωραιότερα βιβλία που διάβασα πρόσφατα είναι του αξέχαστου Αργύρη Χιόνη και περιέχει 13 αθησαύριστα και ανέκδοτα κείμενά του, αυτοβιογραφικά, μυθοπλαστικά, στοχαστικά, πορτρέτα ομοτεχνών του. Η πολιτεία Λαβύρινθος και άλλες αθησαύριστες ιστορίες ήταν μια πρωτοβουλία του Κυριάκου Ραμολή, τα σχόλια και το προλογικό σημείωμα του οποίου συνοδεύουν τα κείμενα. Το επίμετρο και η φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου είναι της Γιώτας Κριτσέλη, ενώ το σχέδιο του εξωφύλλου και των εσωτερικών σελίδων έχει φιλοτεχνήσει η Εύη Τσακνιά. Όλα τα κείμενα είναι υπέροχα, με μια ζηλευτή ποιητικότητα, όπως κάθε γραπτό του Χιόνη. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια θα ήταν το πρώτο, που δίνει το όνομά του στον τόμο, γιατί μου θύμισε τόσο τον Μπόρχες, το «Μοσχοσάπουνο και σοκολάτα» για το κλείσιμό του και «Το λογοτέχνημα Ζυράννα Ζατέλη», γιατί ξαναθυμήθηκα ακριβώς το πώς ένιωσα ανακαλύπτοντας τα κείμενα της Ζατέλη στη μακρινή εφηβεία μου. Κι αφού διάβασα τις σημειώσεις του επιμελητή, «Τα ηρακλείτεια χαϊκού και τάνκα του Καμιμούρα Γιουτάκα», για την ευρηματικότητα και το διακειμενικό παιχνίδι του Χιόνη με τον αναγνώστη.
Μου πήρε καιρό μέχρι να τον ανακαλύψω αλλά έχει γίνει από τους αγαπημένους μου συγγραφείς! Κρίμα που δεν είναι πια κοντά μας να μας χαρίσει και άλλα μοναδικά αναγνώσματα, θα εντρυφήσω σίγουρα στο έργο του.
«[..] εισήλθα στο βιβλιοπωλείο, απ´όπου, αφού κατέβαλα το μηδαμινό ποσό των 350 δραχμών (άλλη εποχή τότε, προ κατοχική), εξήλθα με μια Περσινή αρραβωνιαστικιά στην τσέπη. Επόμενος σταθμός ένα μπαρ (πρέπει να ήταν το Galaxy, αν δεν πέφτω έξω), για το πρώτο ποτήρι της ημέρας, όπου άρχισα να περιεργάζομαι το νέο απόκτημά μου και διαπίστωσα ότι είχα στα χέρια μου την τέταρτη, μέσα σε ενάμιση χρόνο, έκδοση του […] Από την πρώτη κιόλας παράγραφο, από τις πρώτες αράδες, έχασα την επαφή μου με το περιβάλλον• ούτε μουσική άκουγα πλέον, ούτε τις φωνές των θαμώνων και του μπάρμαν. Είχα μπεις τον μαγικό κόσμο μιας μικρής διαβόλισσας […]»
Δύσκολο να βάλεις έτσι απλά αστεράκια. Η συλλογή (ως ανθολογία) μάλλον μέτρια, με άνισα κείμενα διαφορετικού τύπου, που δεν "έδεσαν" για μένα. Ωστόσο περιέχονται μερικά αληθινά διαμάντια που, για κάποιον (σαν εμένα) που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον Χιώνη, ανοίγουν την όρεξη για να διαβάσω περισσότερα.
Δεκατρία αθησαύριστα κείμενα του Αργύρη Χιόνη συγκεντρώνονται στην έκδοση Η πολιτεία Λαβύρινθος, σε επιμέλεια της Γιώτας Κριτσέλη. Τα κείμενα είναι ανομοιογενή μεταξύ τους: κάποια αυτοβιογραφικά, κάποια στο γνώριμο ύφος των “παραμυθιών” του, κάποια αποτελούν πορτρέτα συγγραφέων. Είναι όλα, ωστόσο, γραμμένα με τον γνώριμο άμεσο, συναισθηματικό και λυρικό του τρόπο.