Το Λεμονοδάσος αφηγείται την ιστορία του έρωτα ανάμεσα στον Παύλο και στη Βίργκω. Δυο νέοι που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους –με ροπή προς τους εύκολους έρωτες ο Παύλος, περήφανη παρθένα η Βίργκω– αγαπούν με πάθος ο ένας τον άλλον και τον παιδεύουν εξίσου. Η ιστορία διαδραματίζεται στην αστική Αθήνα και στον κοσμικό Πόρο κατά τη δεκαετία του 1920, με άρωμα εποχής αλλά και με προβληματισμούς που παραμένουν επίκαιροι. Να παντρευτεί κανείς το πρόσωπο που αγαπά ή να μη διασύρει τον έρωτά του μες στη σκόνη της καθημερινότητας; Μήπως η ευτυχία έγκειται «στα όνειρά μας που μένουν ανέπαφα από τη φθορά της ζωής»; Ένα δροσερό και βαθύ έργο, ένα κλασικό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη επιχειρεί να αποκαλύψει το κρυμμένο υπόστρωμα του έργου, το πυκνό συμβολικό του δίχτυ. Βήμα το βήμα η συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τη δεύτερη σημασία των ονομάτων, των τόπων, των πράξεων των ηρώων. Το δάσος, η ανάβαση, ο χορός, το ταξίδι, η ενατένιση των άστρων ή ακόμα και ένα λουτρό με παγωμένο νερό ανάγονται στις μυστηριακές αρχετυπικές τους μήτρες. Το ταξίδι του ήρωα για την απόκτηση του «καστανόμαλλου δέρατος», που συμβολίζει την αναζήτηση της τελειότητας, γίνεται ταυτόχρονα και μια περιπλάνηση στους μύθους και στα σύμβολα του ανθρώπινου πολιτισμού.
-Κοσμάς Πολίτης Λεμονοδάσος
-Αγγέλα Καστρινάκη Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας: ένα ταξίδι στους μύθους και στα σύμβολα του Λεμονοδάσους
I. ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ Η ιστορία Η αφήγηση Ο χρόνος της ιστορίας και η επώαση του κειμένου Ο τόπος Η Λήδα και τα δευτερεύοντα πρόσωπα Τρεις εκδοχές για το τέλος Α. Στα χνάρια του Χάμσουν Β. Παύλος και Βιργινία (ονομάτων επίσκεψη πρώτη) Γ. Όπως ο Τριστάνος, ή οι δύο Βιργινίες Το ιντερμέδιο, τα κουκιά και ο Πυθαγόρας μέγας μύστης
II. ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ Η αφύπνιση στους Δελφούς Οι αποκαλύψεις της Γης Αναθεωρήσεις 1944 Ένας κόκορας κι ένας μενεξές Αντιθέσεις Στα μονοπάτια της «Γνώσης» Η φύση και η ακολασία Σύγκρουση μυστικών δρόμων; Ένας ήρωας διγενής
III. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ Ο ρεαλισμός των ονομάτων (δεύτερη επίσκεψη) Συμβολικά αντικείμενα, ζώα, χρώματα και αρώματα Συμβολικός τόπος: το μαγεμένο δάσος Η ανάβαση στον έβδομο μύλο Ο ερωτικός Πόρος Η Αθήνα και η οδός Ερμού Μυστικά διακείμενα Και άλλες συγκλίσεις Η Λήδα, η πίστη και η ηδονή
IV. ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ Το ταξίδι για το χρυσόμαλλο δέρας Η Ωραία Κοιμωμένη και το συλλογικό ασυνείδητο Η πτώση του ανθρώπου και το τέλος του παραμυθιού Το άλογο και το λογικό Από τον Ήλιο στη Σελήνη Ω, νύχτα ομορφότερη απ' την αυγή Η σημασία των άστρων Ο φεγγαροπιερότος από το Βέλγιο Γιν και γιανγκ Αρχετυπική γυναίκα Αρχετυπικός άντρας Ο Παν στον σύγχρονο κόσμο Ο Οιδίπους και η Σφίγγα Και η Ηγερία με τον Ιππόλυτο Η γέννηση του μυθιστορήματος από το πνεύμα της μουσικής
V. ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ Προϊστορία Μυστικιστικές ροπές στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου Και οι πολιτικές πεποιθήσεις;
VI. ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ (ΘΕΟΛΟΓΙΑ) Επιστροφή στο Λεμονοδάσος: «Πατέρα, πού έγκειται η ευτυχία;» Η μητέρα είναι μια Μάρθα Το Βυζάντιο και οι τεχνίτες του Τέκτονες και αρχιτέκτονες Το κατσίκι και ο Αμνός Ένας επιτάφιος, μια ανάσταση και ο θνήσκων θεός Βαλς με τη μητέρα Ο γάμος των ψυχών Τα πολλαπλά προσωπεία Η «μεταφυσική παρηγοριά» Μικρή θεολογία Τον Θεό τον βρήκαν με τον νου
VIΙ. ΠΕΜΠΤΟΣ ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ (ΠΟΙΗΤΙΚΗ) Η τέχνη των μυημένων Η φαντασία και οι κανόνες: για μια ποιητική του συγκερασμού Ποια ιστορική και προσωπική συνάφεια; Η υποδοχή και η αναθεώρηση
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Το μέγα έργο Εκδοτικό σημείωμα Παράρτημα: Συμπληρώματα και σχόλια
Ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας (Παύλος) με τάσεις αρχαιολατρίας βρίσκει τον έρωτα στα μάτια μιας άμωμης παρθένου, με σκηνικό (κυρίως) τον Πόρο της δεκαετίας του 30. Στον λαϊκό, ρουστίκ Πόρο, αντιτάσσεται η Αθήνα με τη λούμπεν αριστοκρατία αλλά και οι Δελφοί, κατάφορτοι από μυσταγωγική αύρα, με ευθεία παραπομπή στην αναβίωση των Δελφικών Εορτών υπό τον Άγγελο Σικελιανό. Οι όψεις του αρχαιοελληνικού κλέους συγκρούονται με την Ελλάδα που ψάχνει να βρει ευρωπαϊκή ταυτότητα. Διόλου τυχαία η μετατροπή του ονόματος του αντικειμένου του πόθου από Βιργινία σε Βίργκω, με προφανείς φωνολογικές συγγένειες προς τα ονόματα των βορειοευρωπαίων κορασίδων.
Αυτή τη διάκριση ανάμεσα σε πατρικίους και πληβείους θα ξεπεράσει ο ήρωάς μας προκειμένου να βιώσει τον ανυστερόβουλο έρωτα, αφού πρώτα (καταφέρει να μην) ενδώσει σε μια άκρως μυσταγωγική και λάγνα ένωση με τη Λήδα, φορέα του χριστιανοτραφούς Βυζαντίου, με την αίγλη αλλά και τη σήψη του. Η παρ’ ολίγον ένωση στα μάρμαρα όχι πλέον αρχαιοελληνικού, αλλά χριστιανικού ναού, θυμίζει «Όνομα του Ρόδου» και -έμπλεη συμβολισμών- απεικονίζει τη μεταμοντέρνα στροφή της Γενιάς του 30. Στο πρωτόλειο αυτό του Πολίτη, θα βρει κανείς το πηγαίο ταλέντο και τη δωρική πένα που καταγράφει αυτά που πρέπει και υπαινίσσεται αυτά που δεν πρέπει να αναφερθούν.
Ο ασυγκράτητος ρομαντισμός λειαίνεται από μια διακριτικά μυστικιστική αύρα, αλλά θα ενοχλήσει κάπως τους σύγχρονους αναγνώστες που θα βρουν το έργο γλυκερό και υπέρμετρα μελό. Σε όλα αυτά, δε βοηθά ιδιαίτερα και το ότι λείπει ένας Λοΐζος της «Eroica», ή οι αφηγηματικές τεχνικές που ξεδίπλωσε στο «Στου Χατζηφράγκου». Τοποθετώντας πάντως το έργο στο χρονικό του περικείμενο, εύκολα θα αντιληφθούμε την πρωτοπορία του για την τότε εποχή. Αν καταφέρουμε να πετάξουμε τα μοντέρνα γυαλιά μας και να εκμεταλλευτούμε τη θέρμη που προσδίδει ο ομοδιηγητικός αφηγητής, θα προσπεράσουμε την επιφανειακή εντύπωση της κακοκουρδισμένης, πολυκαιρισμένης λατέρνας που αποζητά την προσοχή στα στενά της σύγχρονης Πλάκας και θα απολαύσουμε τις αρετές του, ακόμη και αν δεν πρόκειται για έργο all time classic. Μια νουβέλα που απαιτεί φιλολογική ματιά και «φωνάζει» για μια έκδοση με πλήρες και σύγχρονο κριτικό υπόμνημα.
Ένα από τα πρώτα έργα της Γενιάς του 30. Διαδραματίζεται μεταξύ Αθηνών, Δελφών και Πόρου, όπου βρίσκεται το Λεμονόδασος, και μιλάει για τον ατελέσφορο έρωτα του Παύλο για τη Βίργκω. Διάχυτη είναι η ρομαντική του διάθεση και ο λυρισμός, ενώ δημιουργεί ατμοσφαιρικότητα και έντονη νοσταλγία για το παρελθόν. Από τη μία είναι όμορφη αυτή η ποιητικότητα στην αφήγηση, όμως από κάποιους μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική και δύσκολη να διαβαστεί και ίσως και να ερμηνευθεί.
Δε συνέβη καμιά μεταβολή στη ζωή μου. Δεν ξέρω πού ν' αποδώσω τη διάθεση που νιώθω απόψε να δω τις σκέψεις μου αραδιασμένες στο χαρτί. Δεν έχω καμία κλίση για τη φιλολογία - ούτε είμαι βέβαια ερωτευμένος. Ο έρωτας; Κάποιος είπε πως είναι μια εφεύρεση που ο καθένας τη νομίζει δική του. Εγώ δεν είμαι εφευρέτης. Είμαι αρχιτέκτονες. Ένα μυαλό θετικό.
Από την εισαγωγή και μόνο του έργου διακρίνεται η ρομαντική διάθεση που διατρέχει το κείμενο, με την απαιτούμενη δόση μελαγχολίας και απαισιοδοξίας, των αρχών του 1930.
Γραμμένο σε α' ενικό πρόσωπο και με ομοδιηγητικό αφηγητή, το Λεμονοδάσος παντρεύει τον παλιό κόσμο, την προγονολαγνεία, που εξαίρει τα αρχαία μνημεία, την καθαρεύουσα, που προτείνει την ανάγκη επιστροφής στον ένδοξο αρχαίο ελληνικό πολιτισμό (τον οποίο προωθεί ο Παύλος) με τον νέο, της πεζής πραγματικότητας, της δημοτικής γλώσσας και των λεμονοδάσων (ρόλο που ενδύεται η Βίργκω). Η μορφή του έργου είναι ημερολογιακή, οι σκέψεις του αφηγητή ακολουθούν ροή συνείδησης, ενώ η γλώσσα είναι αρχαΐζουσα.
Μα τώρα πάλι σκάβομε τη γη και ψάχνομε να βρούμε, να συναρμολογήσομε κάθε παλιό κομμάτι μάρμαρο, κάθε πετράδι, αναζητώντας μια ιδέα, μια έμπνευση για να στυλώσουμε τους ναούς των καινούριων θεών μας.
Επιταγή εκείνης της εποχής αποτελούσε η επιστροφή στην αρχαιότητα, την οποία υποδαύλιζαν οι Δελφικές εορτές που διοργανώνονταν από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του, Εύα Πάλμερ, εκδηλώσεις που μνημονεύονται και στο κείμενο του Πολίτη. Οι Δελφοί, τόπος-μανιέρα της δεκαετίας του '30, με την αίγλη τους, συγκρούονται με τον Πόρο, τη μικροαστική ζωή, από την οποία λείπει η πνευματική ανάταση. Το ίδιο παιχνίδι υψηλού-χαμηλού υιοθετείται ωστόσο και στη διάρθρωση της ιστορίας· το υψηλό είδος, ο σκεπτικισμός, μπλέκεται με το χαμηλό, την ερωτική ιστορία, την προσωπική γραφή και την εμμονή στο "εγώ" του αφηγητή.
Δε μπορώ παρά να θαυμάσω πόσο κομψά είναι ντυμένος, πόσο άψογη η τσάκιση του πανταλονιού. Εμένα τα ρούχα μου είναι τσαλακωμένα, το μούτρο μου τσαλακωμένο, το μυαλό μου τσαλακωμένο.
Μια νεορομαντική νουβέλα, γεμάτη λυρισμό. Τολμηρό για την ελληνική πραγματικότητα του μεσοπολέμου, αισθησιακό σε κάποιες στιγμές, καλογραμμένο και νοσταλγικό. Η πρωτοπροσωπη αφήγηση δικαιολογείται από τις "ημερολογιακές" καταχωρήσεις και δεν ενοχλεί (προσωπικά, δεν την προτιμώ συνήθως). Κατά τα λοιπά, γόνος αστικής οικογένειας, περπατημένος, κακομαθημένος και δικτυωμένος, ερωτεύεται παρθένα κόρη και χάνει τον μπούσουλα. Σε κάθε περίπτωση, 3 κλασεις ανώτερο από τα σαχλά σύγχρονα ρομάντζα που πουλάνε με τη σέσουλα, ας το διαβάσουν συγγραφείς και αναγνώστες του είδους, οι μεν για να βελτιώσουν τη γραφή τους, οι δε για να αποκτήσουν μέτρο σύγκρισης.
Δεν είναι δυνατόν να θεωρήσει κανείς πως το Λεμονόδασος είναι κακογραμμένο. Ή έστω μέτριο.
Αλλά είναι παλιακό. Παλιακό, η φόρμα του είναι η φόρμα μιας άλλης εποχής, που πλέον δεν δουλεύει. Ειδικά εκείνο το τελευταίο κεφάλαιο, μαχαιριά στην καρδιά μου: ουφ κι μόνο που το σκέφτομαι ενοχλούμαι.
Κι ύστερα είναι και το άλλο. Νομίζω πως θα το συγκρίνω με τον Φρανκενστάιν: Ο πρωταγωνιστής μού είναι αντιπαθής, φρικτά αντιπαθής. Ο τρόπος που σκέφτεται, η υπεροψία του, η απαίτησή του από τους άλλους να ακολουθούν τα δικά του καπρίτσια και γούστα και να συμπεριφέρονται όπως υπολογίζει εκείνος πως πρέπει να συμπεριφέρεται "ένα πλάσμα σαν κι αυτό" (δικά μου τα λόγια). Η τελική του απόφαση, ο λόγος για τον οποίο περιφρονώ κάποιους ανθρώπους: ανάγκη να ορίσουν τους ανθρώπους γύρω τους, ανάγκη να μετρώνται όλοι με το αν οι ίδιοι φοβούνται κάτι ή όχι...
Κόσμημα της ελληνικής πεζογραφίας, ένα συμβολιστικό αριστούργημα. Εξαίρετη έκδοση, μπράβο στις ΠΕΚ και στη διευθύντρια της σειράς "Παλαιά ��είμενα, Νέες Αναγνώσεις", Αγγέλα Καστρινάκη!
Αυτό το βιβλίο ήταν ένα ταξίδι προς την πηγή, από την οποία ο αναγνώστης ποτέ δεν καταφέρνει να πιει νερό. Η ατμόσφαιρά ήταν τόσο ωραία και μαγική, αλλά τελικά η πλοκή ποτέ δεν απογειώθηκε.
Το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα μας μεταφέρει στην ατελέσφορη αγάπη του Παύλου για την αινιγματική Βίργκω με πλαίσιο το Λεμονόδασος στον Πόρο. Ο συμβολισμός δίνει και παίρνει, ίσως σήμερα να μην μπορούμε να τον συλλάβουμε σε όλη του την έκταση, π.χ. η επιταγή για επιστροφή στην αρχαία Ελλάδα με σημείο επαφής των δύο χαρακτήρων στους Δελφούς, αλλά η κατοπινή εξέλιξη να παίρνει μέρος στον μικροαστικό Πόρο, μέρος διακοπών για τους Αθηναίους που θέλουν ν' αφήσουν την γκρίζα (συμβολικά πάλι) πρωτεύουσα. Το ρομαντικό στοιχείο είναι περιορισμένο, ενώ αντίθετα είναι εκτεταμένη η ψυχογραφική ανατομία των ηρώων του, έτσι ώστε η κατά τα άλλα συνηθισμένη ιστορία ευκατάστατων νέων που παγιδεύονται από τις προσωπικές και κοινωνικές επιταγές παίρνει λόγω της γραφής του, ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ακόμα και σήμερα η ερωτική αλλά και ψυχογραφική αυτή ιστορία αφήνει γλυκόπικρη μελαγχολία...
Ένας ψευτοδιαννοουμενος μισογύνης που έχει εμμονή να πηδήξει παρθένα, συναντά το αντικείμενο του πόθου του στο πρόσωπο μιας χαζορομαντικουλας του περασμένοι αιώνα ονόματι Βιργκω, την οποία ίσως και λόγω της παρηχησης με το «Βιρνα» την φαντάστηκα σαν μια νεαρή, λυγερόκορμη αλλά εντελώς ασεξουαλ Κατια Δανδουλάκη. Ο σνομπ και καλά ιντελεκτουελ τύπος, τριγυρίζει την κοπέλα ενώ παράλληλα φέρεται σε όσες άλλες γυναίκες τυχαίνουν στον δρόμο του (και δεν είναι παρθένες, οποία φρίκη) λίγο χειρότερα από το χαρτί τουαλέτας του. Όταν κάποτε καταφέρνει να φτάσει ένα βήμα πριν πορθησει το κάστρο (το όποιον του έχει γίνει τέτοια εμμονή που σε ένα βιβλιαράκι 130 σελίδων εμφανίζεται περί τις 130 φορές η λέξη «παρθένα»), τα βροντάει όλα και πάει ανοίγει κωλομπαρο για ναυτικούς κάπου στην Αραπιά. Η Βιργκω παντρεύεται άλλον (από δήθεν παπαρες να φανε και οι κότες), η μια εκ των φιλενάδων του που της φέρθηκε χειρότερα από τσολι καταλήγει σε μοναστήρι (μοιραίος ο παπαρας) κι αυτός πεθαίνει σε ατύχημα/αυτοκτονία. Έχω τη βεβαιότητα πως και για το 1930 που γράφτηκε, το βιβλίο αυτό ήταν από άποψη κεντρικού πρωταγωνιστή, μια φόλα και μισή. Αν θέλετε να διαβάσετε Κοσμα Πολίτη, διαβάστε το «Στου Χατζηφράγκου» που ήταν σαφώς καλύτερο.
Ο λυρισμός του Πολίτη, η ματαιοδοξία, ο έρωτας, η απογοήτευση, ο μηδενισμός, η ζωή η ίδια που λαμπιρίζει στα λεμονοδάση του κόσμου και σε ξεγελάει τα καλοκαίρια, το απόλυτο, όλα αυτά είναι βάλσαμο αναγνωστικό για τους εραστές του θέρους και ιδανικό καλοκαιρινό ανάγνωσμα. Αλλά τι μαλάκας ο Παύλος!
Πηδούσα τις σειρές για να φύγει γρήγορα. Μου προτάθηκε σαν must-read για όσους θέλουν να ασχοληθούν με τα γράμματα. Φαντάζομαι πως ίσως την εποχή που το κείμενο είδε το φως της δημοσιότητας έκανε κάποια αίσθηση. Λογικά θα θεωρήθηκε πρωτοποριακό. Στο σήμερα όμως δεν έχει πια φωνή. Αντίθετα κλωτσάει τόσο σε επίπεδο ιδεών (πχ παρθενία) όσο και τεχνικά (ατέλειωτες περιγραφές της φύσης και συναισθηματολογία). Δε θα το σύστηνα παρα μόνο σε κάποιον που είναι από τον Πόρο ή ασχολείται με την ιστοριά της ελληνικής λογοτεχνίας.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ένα βιβλίο ανιαρό, ρομαντικό, ουοπικό, κάπως φαλλοκρατικό. Τοποθετώντας το στην εποχή του είναι μάλλον αριστοτεχνικά ριζοσπαστικό. Είναι ένα αρχαιολάγνο λυρικό ανάγνωσμα που προσπαθεί να αγγίξει τον εκμοντερνισμό της "χιπστερικής" γενιάς των Ελλήνων του '30! Ομολογουμένως not my style αλλά αν θα μπορούσα να ξεχωρίσω μία γραμμή (χαρακτηριστική του ύφους) αυτή θα ήταν η περιγραφή ενός σεισμού: "Η γη κοιμάται ανήσυχη, παραμιλάει στον ύπνο της"
Σήμερα δεν είναι το πεύκο που γέρνει για φιλί. Η θάλασσα, λυσσασμένη από ερωτικό πόθο, του στέλνει τα φιλιά της στην κορυφή των κυμάτων. Σπρώχνει το ένα το άλλο για να δυναμώσουν, και το τελευταίο χυμά θεριεμένο κατ' επάνω στο βράχο και φθάνει το λυγερό πεύκο που σείεται λιγωμένο... Πόσες βάρκες και πόσοι ψαράδες θα πληρώσουν με τη ζωή τους την ερωτική μανία...
5☆ Πρόκειται για την ιστορία του Παύλου και της Βίργκως, μια ιστορία που παρόλο που διαδραματίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα, παραμένει σύγχρονη. Μια ιστορία έρωτα και αγάπης που φέρνει στο φως διαχρονικους προβληματισμούς. Το τέλος είναι απρόσμενο, ενώ το βιβλίο στο σύνολό του, προβληματίζει, συγκινεί και υπενθυμίζει τι σημαίνει πραγματική λογοτεχνία
Δεν θα γράψω για τους συμβολισμούς στο βιβλίο,ούτε για το πνεύμα και τις τάσεις της εποχής που τόσο επιτυχημένα αποδίδει γιατί ήδη έχουν γράψει εξαιρετικές κριτικές άλλοι.Θα γράψω για το πόσο με μελαγχόλησε και μου έδωσε ένα»μάθημα»ζωής η απόφαση του Παύλου-του κεντρικού ήρωα-να ΜΗΝ δει τον ερωτά του με τη Βίργκω να ολοκληρώνεται επειδή φοβόταν τη φθορά της πραγματικότητας...ΝΑΙ αν πράγματι την παντρεύονταν πιθανόν μια μέρα η ρουτίνα ενός γάμου να απομυθοποιούσε το εξιδανικευμένο αρχικό αίσθημα.Ε και;;;Θα είχαν όμως ζήσει...μια ζωή πιο γεμάτη.Κι άλλωστε η φθορά είναι μια πιθανότητα όχι απαραίτητα βεβαιότητα.Πολλές φορές αντί φθοράς αισθημάτων υπάρχει ωρίμανση και βάθος.Σε κάθε περίπτωση...Τη ζωή πρέπει να τη ζεις όχι να την φιλοσοφείς αλλιώς η κατάθλιψη είναι μονόδρομος.Αυτό το μάθημα πήρα εγώ όπως και το ότι η στάση του πατέρα του ήρωα που πιθανόν είχε εγκλωβιστεί στην συμβατική πραγματικότητα ενός γάμου,απεδείχθει καταπέλτης και τροχοπέδη στο να ζήσει ο γιος του τη δική του ζωή και τον δικό του έρωτα.Βέβαια αν το βιβλίο είχε ένα αίσιο τέλος πιθανόν να ήταν αρλεκίν :) αλλά στην πραγματική ζωή προτείνω να ακολουθήσουμε ακριβώς τον αντίθετο δρόμο από αυτόν του ήρωα.Να ζούμε.Να μη φοβόμαστε.Να ζούμε.Κι ας υπάρξει φθορά,αν υπάρξει.Ακόμη κι η φθορά είναι Ζωή και προτιμότερη από την παραίτηση και το φόβο που τελικά οδηγεί σε»θάνατο». Άλλωστε από την όποια φθορά,αν και όταν προκύψει,έχεις πάντα επιλογή να φύγεις ή να ανατρέψεις την κατάσταση.Ο Θάνατος όμως,σωματικός ή ψυχικός,είναι ΜΗ αναστρέψιμος.Να μην το ξεχνάμε αυτό... Υ.Γ δείτε τη σειρά του 1978 στο YouTube,της λειπουν αρκετά επεξηγηματικά σημεία και φυσικά η ομορφιά του γραπτού,αλλά τη θεωρώ καλή μεταφορά του βιβλίου και ό,τι πρέπει για μια γρήγορη επάναληψη της ιστορίας των δύο νέων
This entire review has been hidden because of spoilers.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η κατεξοχήν συμβατική ερωτική νουβέλα, έχει πολλά στοιχεία νεωτερικότητας στη γραφή, που άλλους μπορεί να τους ενθουσιάσουν, άλλους να τους ξενίσουν. Εγώ βρίσκομαι κάπου στη μέση.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διανθίζεται πολλές φορές με ανάκατες σκέψεις και όνειρα του αφηγητή. Οι αρμοί που συγκρατούν την ιστορία είναι χαλαροί με απότελεσμα να δυσκολεύεσαι -σε μερικά τουλάχιστον σημεία- να παρακολουθήσεις την πλοκή. Προς τ�� τέλος το φαινόμενο αυτό δυστυχώς εντείνεται, με τα διαδοχικά ατυχήματα ιππασίας του Παύλου να περιγράφονται με αποσπασματικό τρόπο είτε από τον ίδιο, είτε από ετεροπρόσωπη αφήγηση.
Αυτά που ξεχώρισα από τη νουβέλα ήταν το πολύ καλό ανέκδοτο με τον κόκκορα και τις κότες, το αντισυμβατικό παραμύθι με το βασιλόπουλο, τη νεράιδα και την κοιμωμένη βασιλοπούλα, το μυθολογικό απόσπασμα στο οποίο η Γη εκφράζει τα παράπονά της στον πατέρα της, το Χάος και το όλο επεισόδιο της επίσκεψης του Παύλου σε ένα μοναστήρι στον Πόρο, όπου διαβάζει τις ταφόπλακες ενός σημαιοφόρου που πέθανε από πυρετό και μιας κοπέλας, της Αργείας, που πέθανε επειδή δεν άντεξε την άνοιξη, όπως τον πληροφορεί ο ξεναγός του, ένας καλόγερος που όχι μόνο την ήξερε αλλά ήταν και ερωτευμένος μαζί της. Ενδιαφέρον παρουσιάζει σαν χαρακτήρας η μυστηριώδης φίλη του Παύλου, με την οποία ποτέ δεν ανταλλάζουν ονόματα, γιατί ο πρωταγωνιστής δεν θέλει να διαλύσει το μυστήριο και να χαθεί έτσι ο άγνωστος αυτός έρωτας.
Πρώτη επαφή με το συγγραφικό έργο του Κοσμά Πολίτη (σίγουρα θα έχω διαβάσει κάποιο από τα βιβλία που έχει μεταφράσει), μπορώ να πω ότι μου άρεσε, ότι ήταν ένα ανάγνωσμα ιδανικό για τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού εδώ στας εξοχάς (η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται μεταξύ Αθήνας, Δελφών και Πόρου), αν και δείχνει σε μεγάλο βαθμό τα χρόνια του όσον αφορά το στιλ γραφής αλλά και τις ιδέες ή τον τρόπο σκέψης, ενώ σίγουρα δεν είναι για όλα τα γούστα. Η ρομαντική διάθεση του συγγραφέα είναι διάχυτη, όπως και ο λυρισμός, ενώ με τις περιγραφές δημιουργεί μια κάποια ατμόσφαιρα, μια κάποια νοσταλγία για το παρελθόν, για μια άλλη Ελλάδα. Μπορεί σε μερικά συγκεκριμένα σημεία να έχασα ολίγον τι το ενδιαφέρον μου και γενικά να μη με μάγεψε, όμως μου άρεσε σαν βιβλίο, μου πρόσφερε πράγματα. Πρόσημο θετικό. (7.5/10)
Είχε ωραία γραφή, λυρικότατη θα έλεγα και οι περιγραφές σε έκαναν να νιώθεις πως βρίσκεσαι όντως εκεί. Περισσότερο μου άρεσε και ο ρομαντισμός που υπήρχε στην ατμόσφαιρα της εποχής καθώς επίσης και οι αναφορές στην αρχαία Ελλάδα.
3/5 αστεράκια μόνο για τα παραπάνω. Σαν ιστορία δεν με συγκίνησε καθόλου μπορώ να πω, αφού ένιωθα ότι ο ήρωας βρισκόταν συνεχώς στο μεταίχμιο για πολλά πράγματα και αδυνατούσε να πάρει μια απόφαση!
Δεν κατάφερα παρα ελάχιστες στιγμές να συμμεριστώ και να ταυτιστώ με τους προβληματισμούς του ήρωα και έμεσσα του συγγραφέα. Όλες οι σκέψεις που αναπτύσσει (και οι ενέργειες που προκύπτουν...) μοιάζουν φληναφήματα ενός μεσοαστικού μπερδεμένου μυαλού. Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι οφείλεται στο ότι είναι "μίας άλλης εποχής". Όμως δεν αντιμετώπισα τέτοιο θέμα με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι, τον Πιπ των Μεγάλων Προσδοκιών, τη δικιά μας Φραγκογιαννού κτλ κτλ
Μου άρεσε το στιλ γραφής αλλά και οι ιδέες και ο τρόπος σκέψης, ενώ σίγουρα δεν είναι για όλα τα γούστα. Η ρομαντική διάθεση του συγγραφέα είναι διάχυτη, όπως και ο λυρισμός, ενώ με τις περιγραφές δημιουργεί μια κάποια ατμόσφαιρα, μια κάποια νοσταλγία για το παρελθόν, για μια άλλη Ελλάδα.
Μια πρόκληση για μένα η ανάγνωση αυτή, καθώς, αφενός εκτιμώ και απολαμβάνω τον λυρισμό και ρομαντισμό της γενιάς των '30, αφετέρου δε μπορώ προσωπικά να αποδεχτώ έναν ρομαντισμό που αποκόπτεται από τις υπαρξιακές αγωνίες και τις ρεαλιστικές συνθήκες της ζωής.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Ένα από τα κλασικά έργα της γενιάς του 30. Το διάβασα γύρω στα 18 ή 20 μου χρόνια και μου είχε αρέσει πολύ. Δεν ξέρω αν θα μιλούσε στους νέους της σημερινής εποχής.