Η Ανδώ είναι η κόρη του Διγενή Ακρίτα και ζει σε μια πόλη στην άκρη της αυτοκρατορίας, με τη μητέρα της. Είναι αγοροκόριτσο, πολύ ικανή στα όπλα, και μια μέρα κλέβει το θρυλικό σπαθί του πατέρα της που έχει απομείνει μισό, με σκοπό να ψάξει να βρει το άλλο του μισό. Όπως έχει μάθει, αν ενωθεί το σπαθί, τότε η δύναμή του θα είναι ανυπέρβλητη. Παράλληλα, ψάχνει να μάθει την αλήθεια για τον πατέρα της -αν ζει ή αν πέθανε και πώς- γιατί πολλά ακούγονται αλλά σε τίποτα δεν μπορεί να πιστέψει.
Έτσι, ξεκινάει ένα ταξίδι για τα μέρη του Ευφράτη ποταμού με τον καλύτερο φίλο της, ένα συνομήλικό της αγόρι που αντιμετωπίζει την περιπέτεια που ζουν, ανάλαφρα και με χιούμορ.
Πρόκειται για ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα εποχής, που θα ενθουσιάσει μεγάλους και μικρούς εξαιτίας του θέματός του αλλά και λόγω της χαρισματικής ηρωίδας και των απίστευτων περιπετειών της.
Ο Γιώργος Χατζόπουλος γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο ΠΤΜ, Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγκριτική Λογοτεχνία σε μεταπτυχιακό επίπεδο στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Έχει γράψει τα θεατρικά έργα: «Μοργκεντάου» (2003), «Πλατεία Εμπορίου ή πόσο καλό είναι το φως» (2004), "Δρακόλιμνη (2018). Τη νουβέλα «Βγερού Γλυκά Φανού» (Αιώρα 2015) και τα εφηβικά-νεανικά μυθιστορήματα: "Νι Πι ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2018), "Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2020), "Αγριόπαπιες, Όνειρο πρώτο: Η απόδραση" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2021) "Αγριόπαπιες, Όνειρο δεύτερο: Η εξέγερση" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2022) "Αγριόπαπιες, Όνειρο τρίτο: Η απελευθέρωση (ΠΑΤΑΚΗΣ 2023)
να ακόμη μια πολύ όμορφη νουβέλα, σας είπα πως κάτι συμβαίνει με το short fiction στην Ελλάδα τελευταία
συγκινήθηκα με τη Βγερού και την Αγγελική και τις ιστορίες τους. σαφώς εκείνη της Αγγελικής υπολείπεται σε σχέση με της Βγερούς, όμως δούλεψαν αρκετά καλά σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, μια στο 1822 και μια στο σήμερα. πολύ ωραίο και το κεφάλαιο με την παράλληλη αφήγηση, ενώ για το κομμάτι της ντοπιολαλιάς θα είναι καλό double feature με το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, αν αρέσουν σε κάποιον αυτά τα γλωσσικά στοιχεία σε ένα βιβλίο
Μου άρεσε πολύ, κι ακόμη περισσότερο επειδή διαδραματίζεται στη Χίο και χρησιμοποιεί πολλές λέξεις ντόπιες που αναγνωρίζω λόγω των δεσμών μου με το νησί. Επίσης, έμαθα κάποια πράγματα που δεν ήξερα, όπως για τον καταστροφικό σεισμό του 1881. Το διάβασα σε λίγες ώρες και με συγκίνησε πολύ. Η σύγχρονη ιστορία βέβαια δεν είναι τόσο δυνατή όσο αυτή της Βγερούς, αλλά είναι μια αξιόλογη προσπάθεια.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που λόγω της έρευνας που έχει γίνει από τον συγγραφέα, θα μείνει ως παρακαταθήκη στις γνώσεις όποιου το διαβάσει, είτε μικρός, είτε μεγάλος. Δεν ξέρω ένας έφηβος αναγνώστης αν θα μπορέσει να ταυτιστεί με κάποιον ήρωα, ώστε να μπορέσει να το ολοκληρώσει κιόλας, γιατί αυτό χρειαζόμαστε πολλές φορές σε μια ιστορία, έναν ήρωα να ταυτιστούμε, αλλά σίγουρα αξίζει να το ξεκινήσει κανείς μέχρι να βρει τα στοιχεία που θέλει σε ένα βιβλίο. Βασικό μειονέκτημα είναι ο όγκος της ιστορίας. Νομίζω πως θα έπρεπε να είναι λίγο μικρότερο χωρίς να έχει εκπτώσεις στην ιστορία του. Καταπληκτικό το εξώφυλλο, περιττή η εσωτερική διακόσμηση με διάφορα λουλούδια. Σχεδόν κάθε κεφάλαιο τελειώνει με κάποιο ζώο που κάπως εμπλέκεται στο τέλος κάθε σκηνής, θα μπορούσε να ζωγραφιστεί κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, ποτέ δεν είπε: «Καταραμένη η φυλή που έκανε τις σφαγές. Καταραμένη η γενιά που τους αφάνισε!» Όμως λέει ασυγχώρητοι όσοι βάδισαν στο μονοπάτι της παλιανθρωπιάς. Κι ας είναι Γιουρούκοι, Ζεϊμπέκοι, Αρναούτηδες, Τούρκοι ή Έλληνες, Οβραίοι ή Φράγκοι. Ασυγχώρητοι όσοι στο όνομα του Θεού ή του χρήματος, της απληστίας ή της εκδίκησης, βρωμίζουν τη ζωή με τις πράξεις τους. Κάτω από τα δάκρυά της μίσος δε θα βρείτε. Δεν ζητάει εκδίκηση. Μνήμη ζητάει! Μνήμη πικρή σαν πικραμύγδαλο. Να την εβάζεις κάθε πρωί στο στόμα, για να θυμάσαι πόσο γλυκιά κι όμορφη είναι η ζωή. Όχι μόνο για μας τους Χιώτες, για όλη την ανθρωπότη! Και με τούτη τη μνήμη να τη ξαναφτιάξεις από την αρχή. Αυτή είναι!»