Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης αντάμωσαν σε δύσκολους καιρούς. Πες μου, ζωή, γιατί στο τέλος κάνεις τους πιο γλυκούς δεσμούς λυπητερούς;
Τρία παιδιά –τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου– γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέρφια. Αρχές του ’90, κι η Αθήνα ξέφρενη: ποτάμια πλούτου από τη μια, απόγνωση της νύχτας απ’ την άλλη. Πρέζα, πεζοδρόμιο, μαχαιρώματα, άγρια φτώχεια. Οι τρεις φίλοι παλεύουν να ζήσουν τη νιότη τους, μα ο κίνδυνος πλανιέται ολόγυρα: αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που ’χει βαλθεί να καθαρίσει την πιάτσα – και πάνω απ’ όλα, κρυμμένο παντού, το φάσμα του έιτζ, πεινασμένο για κορμιά που πονούν για έρωτα. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε μας ιστορεί τις αλησμόνητες εκείνες εποχές, συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους. Μια ιστορία για τη νοσταλγία και τον καημό της αδικημένης νεότητας, ένας ύμνος στην άσβεστη φλόγα της φιλίας. Ακόμα κι όταν κλαίω και πονάω τους φίλους που κοιμούνται δεν ξυπνάω. Ένα μυθιστόρημα παρέας, γέλιων και δακρύων. Φίλος θα πει η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος.
Το παράτησα στη σελίδα 100. Και πάρα πολύ καταπίεσα τον εαυτό μου να φτάσει ως εκεί, πιστεύοντας πως θα βελτιωνόταν κάπως. Ξεκινάει όπως συνήθως στα τελευταία βιβλία του Κορτώ, με τις πρώτες 5-6 σελίδες να έχουν κάποιο ενδιαφέρον και στρωτή γραφή. Σε μια παρουσίαση βιβλίου του που πήγα, αυτές τις πρώτες 5 είχε επιλέξει να διαβάσει. Και μετά ένα αίσχος, ένα ρυπαρογράφημα. Δεν υπαρχει αηδία να μη περιγράφεται στο βιβλιο. Ναρκωτικά, αχρείαστες σκηνές σεξ, πορνεια, αλλά με έναν άθλιο, γλοιώδη, glorifying τρόπο. Δεν είμαι καθόλου πουριτανή, αλλά ξενέρωσα και εκνευρίστηκα. Το υπόβαθρο των ηρώων τόσο «τραγικό» που σε πιάνουν γέλια, Κλακ φιλμς και βγάλε. Υποθέτω ότι ειναι ενα βιβλιο που μιλάει για το aids, αλλά στα αλήθεια δεν έφτασα εκεί, αμφιβάλλω αν είχε τίποτα να καταθέσει για το θέμα που δεν διάβασα σε άλλα καλυτερα βιβλία ή σχετικές ταινίες. Το καταπληκτικό είναι ότι ο Πατάκης θεώρησε καλή ιδέα να το εκδόσει, αλήθεια, ότι σαβούρα τους πάει ο Κορτώ την βγάζουν ασυζητητί, δεν τα διαβάζουν πρώτα, για τόσο πρόβατα έχουν το κοινό τους;
Υ.Γ. Φυσικά κι εδώ τα φιλικά 5αρια πάνε σύννεφο. Καρνάβαλοι και γλείφτες.
Υ.Γ.2 Αγαπητέ Αύγουστε, επειδή είμαι σίγουρη ότι διαβάζεις (ενίοτε και απαντάς τσαντισμένος στους αναγνώστες ή τους κράζεις στα ΣΜ), στρωσε τον κώλο σου σε παρακαλώ και γράψε κάτι της προκοπής, που δε φτύνει τα μούτρα των αναγνωστών σου. Σταμάτα να βγάζεις 2 βιβλία το χρόνο. Παίδεψε αυτά που γράφεις και άσε τις ξεπέτες.
Είμαι κλασσικό παιδί των 90's -της επιλεγόμενης γενιάς Χ-, είμαι κλασσικό παιδί του Κέντρου της Αθήνας -το οποίο και λατρεύω, με τα πάνω και τα κάτω του- και θεωρώ πολύ τυχερή που μεγάλωσα τα χρόνια εκείνα κι έζησα μια μορφή αθωότητας, που οι σημερινές γενιές δεν μπορούν να καταλάβουν, όσο κι αν αυτή συγκρούστηκε με τη μετάβαση από μια εποχή σε μια άλλη, με ό,τι αυτή μπορεί να συνεπάγεται και όσα κι αν έφερε μαζί της. Σε 'κείνα τα χρόνια, στα παιδιά εκείνη της γενιάς εστιάζει το νέο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ παρουσιάζοντάς μας, όχι μόνο την όμορφη και νοσταλγική πλευρά τους, αλλά κι εκείνη την άλλη, τη σκοτεινή, που όλοι έβλεπαν αλλά κάποιοι έκαναν πως δεν έβλεπαν, και που όσοι έζησαν στα σκοτάδια της ξέρουν τι πραγματικά πέρασαν -αν επέζησαν για να μιλήσουν γι' αυτό.
Έτσι και η παρέα των τριών πρωταγωνιστών μας, του Μανωλιού, της Δήμητρας και του Γιάννη, που έζησαν τα ξέφρενα χρόνια της νιότης τους στα Εξάρχεια της δεκαετίας του '90 χωρίς, όμως, να καταφέρουν όλοι να φτάσουν στην "έξοδό" της και στο σήμερα, με τον έναν τους μόνο να έχει μείνει πίσω, ζωντανός, για να φτάνει στο σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, να μας εξιστορεί τα όσα έζησαν, συνομιλώντας με εκείνους που "έφυγαν", αλλά που ποτέ δεν ξεχάστηκαν -γιατί όσοι χάνονται από τη ζωή, δεν σβήνουν κι από μέσα μας, γιατί αποτελούν κομμάτι της ζωής μας, του είναι μας, του ίδιου του εαυτού μας -όχι απαραίτητα του πιο όμορφου κομματιού αυτού, αλλά εκείνου που μέσα μας έχει μετρήσει περισσότερο.
Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Το "Όταν κοιμούνται οι φίλοι" μου, παρά που είναι ένα εξαιρετικά νοσταλγικό βιβλίο, δεν είναι, παράλληλα, ένα όμορφο βιβλίο, πόσο μάλλον ένα εύκολο βιβλίο. Αντίθετα, χρειάζεται γερό στομάχι για να το διαβάσεις, γιατί ο Κορτώ έχει προσεγγίσει όλα τα θέματα που αυτό πραγματεύεται με ωμό ρεαλισμό και με μια σκληρότητα που κάποιες στιγμές κάνει το στήθος σου να σφίγγεται, κι όχι γιατί σε ενοχλεί αυτό που διαβάζεις, αλλά γιατί σε ενοχλεί, και σε πληγώνει την ίδια στιγμή, η βίαιη αλήθεια που κρύβεται ανάμεσα στις λέξεις που περιγράφουν εικόνες από στιγμές που έχεις ακούσει γι' αυτές, που τις έχεις δει, που ίσως και να τις έχεις ζήσει, και που σημάδεψαν για πάντα την ψυχή, την καρδιά και το μυαλό σου.
Τα ναρκωτικά, το πληρωμένο σεξ, η ομοφυλοφιλία, το AIDS, όλα αυτά είναι ζητήματα που θίγονται χωρίς καμία ωραιοποίηση μέσα από το βιβλίο αυτό, με όλο το φως της αλήθειας μιας εποχής που όλα τους βρίσκονταν στην κορύφωσή τους και που όμως, την ίδια ακριβώς στιγμή, κανείς δεν ήξερε πως ν' αντιμετωπίσει τις καταστάσεις, τους ανθρώπους μέσα σε αυτές, πόσο μάλλον να τους βοηθήσει, καταλήγοντας, στις περισσότερες των περιπτώσεων, να κάνει αυτό που ήταν φαινομενικά πιο εύκολο, μα και αυτό που περίμενε η κοινωνία από εκείνον. Να περιθωριοποιήσει όλα τα "λάθη" της και τα καρφώσει στον τοίχο κουνώντας τους το δάχτυλο, απλά για να φανεί πως κάνει κάτι, ενώ στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτα απολύτως.
Και μέσα σε μια ιστορία σαν κι αυτή, για άλλες, μικρότερες ιστορίες που τείνουμε να κρύβουμε κάτω από το χαλί, νομίζοντας πως έτσι δεν θα φαίνεται η ασχήμια τους, υπάρχει και η φιλία, που μπορεί ν' ανθίσει ακόμα κι εκεί που δεν φτάνει το φως του ήλιου και να ζεστάνει την ψυχή μας. Η φιλία εκείνη που χτίζεται για να δημιουργήσει δεσμούς που θα κρατήσουν για μια ζωή και που θ' αντικαταστήσει την όποια οικογένεια δεν είχες ποτέ ή που δεν κατάφερε να σταθεί εκεί στα δύσκολα. Χαρακτήρες άψογα ψυχογραφημένοι, με τον Κορτώ να βουτάει βαθιά μέσα στα άδυτα της ψυχής τους, φέρνοντας στην επιφάνεια κάθε κρυφό κομμάτι τους, δίνοντάς τους σάρκα και οστά, βρίσκοντας στα μάτια τους τα κομμάτια του δικού μας εαυτού και της ζωής που αφήσαμε πίσω μας. Και δεν χρειάζεται να έχει κυλιστεί κανείς στον βούρκο της ζωής για να τα νιώσει όλα αυτά, αρκεί η καρδιά του να έχει χτυπήσει δυνατά εκεί που άλλαξε ο χρόνος και που οι φίλοι μας κόλλησαν στα δίχτυα του.
Ένα μυθιστόρημα ύμνος στη φιλία. Νοσταλγικό, ατμοσφαιρικό και συνάμα ωμό και σκληρό. Οι μη εξοικειωμένοι με τη γραφή του Κορτώ πιθανότατα δε θα καταφέρουν να το ολοκληρώσουν και θα το παρατήσουν. Λίγο φλύαρο στην αρχή, χρειάζεσαι το χρόνο σου για να μπεις στο κλίμα. 3 παιδιά τραυματισμένα από την ίδια τη ζωή, μεγαλωμένα σε ένα περιβάλλον που στερήθηκαν την αγάπη, γνωρίζονται μεταξύ τους και γίνονται ο ένας για τον άλλο η οικογένεια που επιλέγουμε. Στην Αθήνα της δεκαετίας του 90 ο Κορτώ θα καταπιαστεί με ωμό ρεαλισμό με θέματα που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη και που κατά βάση παρέμεναν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Aids, πληρωμένος έρωτας, ξέφρενη ζωή. Η σκοτεινή πλευρά μιας χρυσής κατά τ’ άλλα δεκαετίας. Στο σήμερα ο μοναδικός εν ζωή από την παρέα των 3 εξιστορεί τα όσα έζησε με τους φίλους τους, τους φέρνει κοντά του ακόμα και μετα θάνατον «συνομιλώντας» με αυτούς. Καλύτερο περιτύλιγμα και ουσία από άλλα του βιβλία. Δεν το αγάπησα, δεν το μίσησα. 2,5 αστεράκια
Με τα χέρια ενωμένα, τα μάτια κλειστά, είχαμε ορκιστεί: Αν δεν πω εγώ την ιστορία μου, δε θα την πει κανείς. Δεν παραδίνομαι στη μακάβρια περιέργεια, στο υποκριτικό ενδιαφέρον, στο μελόδραμα. Μακριά από μένα οι φυλλάδες, τα ρομάντζα. Η μνήμη μου θα ζήσει μαζί μου, ή θα πεθάνει μαζί μου. Κι έπειτα, με μια βελόνα, τρυπήσαμε τους δείκτες μας και τους κολλήσαμε, ανακατεύοντας το αίμα. Τι άλλο είχαμε να φοβηθούμε; Ήμασταν απόφοιτοι του φόβου.
Ένα βιβλίο γροθιά έρχεται σαν καταπέλτης και σε ισοπεδώνει συναισθηματικά... Δεν περίμενα βέβαια κάτι λιγότερο από τον αγαπημένο Κορτώ όπου μας κατακεραυνώνει πάντα με την χαρακτηριστική ωμή γραφή του γιατί δεν δειλιάζει να μιλήσει για θέματα ταμπού. Γιατί δυστυχώς η ζωή δεν είναι πάντα η ωραία παρουσίαση που έχουμε συνηθίσει μέσα από την πλειοψηφία των μυθιστορημάτων.
Από αυτό το βιβλίο θα χαραχθούν βαθιά στην ψυχή μας οι τρεις ήρωες της ιστορίας μας ,τρία παιδιά που δεν έφταιγαν εκείνα που ήρθαν στον κόσμο ,που όταν ο ένας έμεινε ορφανός δεν κατάλαβε ποτέ ότι ήταν το αντίθετο της λέξης... Που όταν ο άλλος δεν είχε ερωτηθεί ποτέ τι θέλει στη ζωή του η επιθυμία έμοιαζε με ακατανόητη λέξη... Τρεις ρημαγμένες ψυχές ψάχνουν τρόπους να επιβιώσουν όταν πραγματικά το να ξυπνάς την επόμενη μέρα δεν είναι δεδομένο... Θα κυλιστείς μαζί τους στη λάσπη, θα μυρίσεις την κάπνα,θα νιώσεις την πείνα και τον πόνο που νιώθουν αλλά θα συνεχίσεις να βαδίζ��ις μαζί τους γιατί η λάμψη των ψυχών τους σε καθοδηγεί και σε συμπαρασύρει.
Σε μία δεκαετία που το AIDS μεσουρανούσε, που μετρούσες απώλειες και που η ανέχεια και η έλλειψη επιλογής σε οδηγούσε στ�� δρόμο, στο πεζοδρόμιο κυριολεκτικά και μεταφορικά που όταν μία ένεση φάνταζε η λύτρωση σου από τις λάσπες στις οποίες ήδη κυλιέσαι αλλά δεν τα παρατάς...Ο ένας δίνει χέρι βοηθείας στον άλλον και οι τρεις γίνονται μαζί μία γροθιά κόντρα σε θεριά, σε αδυναμίες, σε εξαρτήσεις και σε κακουχίες. Η φιλία τους λειτουργεί σαν σανίδα σωτηρίας ,αλλά φτάνει? Αρκεί για να βγουν αλώβητοι από την δύσκολη μάχη της ζωής και της επιβίωσης και οι τρεις τους? Δεν θα πω άλλα,απλά μόνο διαβάστε το γιατί ο κόσμος είναι πολύ πιο σκληρός από αυτό που πιστεύουμε... Η Δήμητρα Ο Μανωλιός και ο Γιάννης το έζησαν, αλλά επέζησαν?
Με δύο λόγια μόνο, αυτό το βιβλίο,εκτός από τα αυτονόητα-ύμνος στη φιλία και στο πώς η ζωή δένει με σκληρότητα,αλλά κάπως τρυφερά,τρεις φίλους-είναι μια ενδελεχής ματιά στη ζωή στο περιθώριο:ταυτόχρονα με την συνηθισμένη ρουτίνα των περισσότερων,δύο βήματα πιο δίπλα, άνθρωποι ξεχασμένοι και παραγκωνισμένοι,περίεργοι, "περιθωριακοί",δέσμιοι των παθών τους και εύκολοι στόχοι μιας κοινωνίας που προτιμά να δείχνει με το δάχτυλο αντί να δίνει λύσεις. 5/5⭐
Το καινούργιο βιβλίο του Auguste Corteau είναι ένα βιβλίο ωδή στη φιλία. Ένα βιβλίο για τους ανθρώπους που προσπερνάμε και προσποιούμαστε ότι δε βλέπουμε.
Ο συγγραφέας κάνει κατάχρηση της αργκό. Παρότι η αργκό επιτελεί τον σκοπό της νατουραλιστικής παρουσίασης της παρακμής, της φτώχειας, των ναρκωτικών και του πληρωμένου σεξ, σε κουράζει και θυμίζει ατάκες ψευτόμαγκων σε κακογυρισμένη καλτ σειρά των 90s. Επίσης, ίσως είναι δική μου ιδιοτροπία αυτό αλλά: μου αρέσει περισσότερο να διαβάζω για κοινωνικά προβλήματα σε μυθιστορήματα ή αυτοβιογραφίες ανθρώπων που τα έχουν ζήσει σε βάθος. Δηλαδή, σε ένα παράλληλο σύμπαν που ο Μανωλιός, ο Γιάννης ή η Δήμητρα είναι υπαρκτό πρόσωπο και γράφει βιβλίο για όσα έζησε, με ενδιαφέρει σίγουρα να το διαβάσω. Ομοίως, παρότι ο Κορτώ γράφει υπέροχα για όσα έχει ζήσει σε βάθος - τον θάνατο της μητέρας του, ψυχικά προβλήματα που τον συνοδεύουν και την ομοφοβία, δεν είμαι σίγουρη για το αν γνωρίζει σε βάθος την εικόνα της Αθήνας των 90s που παρουσιάζει στο βιβλίο αυτό. Αντιλαμβάνομαι, ωστόσο, ότι ένας συγγραφέας δεν μπορεί να γράφει μόνο αυτοβιογραφικά και, συγκεκριμένα, ο Κορτώ έχει εξαντλήσει το απόθεμα των εμπειριών του στο γράψιμο του. Η τραγικότητα των ηρώων μου θύμισε το Little Life (με κακό τρόπο) - μου έλειψαν λίγο τα comic reliefs που εναλλάσσονται με τραγικές στιγμές σε βιβλία του Κορτώ και που ίσως θα οδηγούσαν, εν τέλει, σε μεγαλύτερη συγκίνηση. Ως αναγνώστης που ήπιε μονορούφι το δράμα του Shuggie Bain (με αντίστοιχα themes: έμφυλη βία, σεξουαλική παρενόχληση, ενδοοικογενειακά προβλήματα και εθισμό) κλαίγοντας με λυγμούς στο τέλος, στην προκειμένη περίπτωση το διαρκές δράμα ήταν λίγο μονότονο, χωρίς αυξομειώσεις, και με κούρασε. Τέλος, ίσως η αφήγηση ήταν πολύ γρήγορη, σαν περίληψη ενός "Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου" 600 σελίδων κι όχι 300.
Νομίζω είναι το δεύτερο βιβλίο που διαβάζω του Κορτώ. Χωρίς να έχω καλή εμπειρία από το πρώτο. Μερικές φορές η συνεχής τριβή που έχει ένας συγγραφέας στα σοσιαλ μίντια μπορεί να μας κάνει να ξεχνάμε ότι όντως μπορεί να γράψει κείμενο μεγαλύτερο του ενός status. Εδώ ο Κορτώ μας εξιστορεί την πορεία προς το θάνατο δύο εκ των τριών μιας παρέας παιδιών που γεννήθηκαν διαφορετικά ή σε λάθος σπίτι. Δεν ξέρω αν φαίνονται ακραίες σε έναν νεότερο, οι κοινωνικές συνθήκες που περιγράφονται στο βιβλίο, αλλά στην επαρχία που μεγάλωσα όταν ένα κορίτσι ερχόταν στο σχολείο με φούστα πάνω απ'το γόνατο ήταν το πουτανακι του σχολείου και υπήρχαν οικογένειες που δεν έστελναν την κόρη τους γυμνάσιο για να μη τους γαμηθει. Δεν συζητώ να μας βγει ο γιος πουστης. Αυτά στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Ευτυχώς ο κόσμος εξελίχθηκε από τότε. Ένας από την παρέα έζησε για να διηγηθεί. AIDS, ναρκωτικά, πορνεία παρακμή. Οι λίγο μεγαλύτεροι αναγνωρίζουμε και τον φόβο και την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Και αυτό το κάνει πιο πειστικό στα μάτια μας. Ωραία δουλειά, ωμή γλώσσα που προσωπικά με έπεισε.
Για μια ακόμη φορά ο Αύγουστος Κορτώ υπογράφει ένα αριστουργηματικό βιβλίο. Μια παρέα παιδιών που έζησαν την δεκαετία του ’90, μια φιλία χωρίς όρια. Έζησαν τα ναρκωτικά, την αναρχία και την φτώχεια, τις καταλήψεις και τις αρρώστιες αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Έτσι λοιπόν ο ένας από τους φίλους ο οποίος το 2019 ζεί στα Εξάρχεια με αφορμή την δολοφονία ενός 15χρονου σε μια πορεία θυμάται την δική του εφηβεία.
Βαθιά νοσταλγικό. Πραγματικά πόσες φορές έχουμε αναπολήσει το παρελθόν μας, τους παιδικούς μας φίλους, βλέποντας παλιές φωτογραφίες, χρόνια ανέμελα για άλλους, δύσκολα για κάποιους άλλους αλλά οι φίλοι μας είναι εκείνοι που μας αγάπησαν πραγματικά, είτε βρίσκονται στην τωρινή μας ζωή, είτε όχι, αποτελούν σημαντικότερο κομμάτι της καρδιάς μας.
Την εποχή εκείνη όμως τα ναρκωτικά και το AIDS ηταν όχι ακριβώς πρωτόγνωρα αλλά όχι συνηθισμένα όπως σήμερα και σίγουρα σε μεγαλύτερη έξαρση. Ο Μανωλιός λοιπόν η Δήμητρα και ο Γιάννης ζώντας σε ένα εγκατελελειμμένο κτίριο χωρίς δουλειά και φαγητό προσπαθούν με τον φόβο της πρέζας να ζήσουν την δεκαετία του ’90. Έκτος από τα ναρκωτικά οι τρείς φίλοι έχουν να αντιμετωπίσουν την ομοφυλοφιλία και το AIDS. Εκείνη την περίοδο η ομοφυλοφιλία θεωρόνταν ρετσινιά και στιγματισμός από την κοινωνία. Όποιος έπασχε από AIDS ηταν περιθωριοποιημένος.
Ο Αύγουστος Κορτώ λοιπόν, κάτοικος Εξαρχείων και αυτός μας αναφέρει με αυτόν τον ιδιαίτερο και περιγραφικό τρόπο γραφής την ιστορία τριών νέων, τριών φίλων το 1997, επαναστατούν όπως πολλοί νέοι και παρόλες τις δύσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι πάντα ενωμένοι.
Ένα μυθιστόρημα (;) σκληρό αλλά τόσο αληθινό. Ένα μυθιστόρημα όχι και τόσο μυθιστόρημα.
Ο Μανώλης, η Δήμητρα, ο Γιάννης είναι τρία παιδιά που φεύγουν από τρεις προβληματικές οικογένειες. Η μοίρα τους φέρνει μαζί για να φτιάξουν την δική τους οικογένεια, τη δεκαετία του '90 στην Αθήνα.
Σεξ, ναρκωτικά, aids, σκληρή ζωή και ομοφυλοφιλία είναι τα θέματα που θίγονται με ωμότητα στο βιβλίο. Ο αναγνώστης εισάγεται στο περιθωριακό περιβάλλον της εποχής και ζει μέσα από την εμπειρία των τριών αυτών παιδιών μια πραγματικότητα που οι περισσότεροι μεγαλώσαμε με τη συμβουλή να αποφεύγουμε.
Για κάποιους όμως ήταν η μοναδική ζωή που μπόρεσαν να ζήσουν...
Ο συγγραφέας δεν διστάζει να περιγράψει τα πάντα με ειλικρίνεια γεγονός που ίσως σοκάρει τον αναγνώστη.
Πώς αλλιώς να ειπωθεί μια σκληρή αλήθεια; Πώς αλλιώς να καταλάβουμε κάτι που δεν έχουμε ζήσει;
Βαθιά νοσταλγικό, παρά την τραγικότητα των καταστάσεων, αποπνέει μια ζεστασιά και είναι ένας ύμνος στην φιλία.
Πολλά είναι τα σημεία που με έκαναν να κλάψω, να εξοργιστώ αλλά και να αισθανθώ τυχερή.
Ένα από τα καλύτερα βιβλία του συγγρ��φέα, ένας διαφορετικός Κορτώ και από τα καλύτερα που διάβασα φέτος.
Επιεικώς μέτριο βιβλίο με ελάχιστη ανάπτυξη των τριών βασικών χαρακτήρων και χρήση εύκολων τρικ πρόκλησης στον αναγνώστη συναισθημάτων. Επιδερμική πολύ προσέγγιση στα ζητήματα της χρήσης ενδοφλεβίων ναρκωτικών που μαστίζε τη χώρα μας την δεκαετία του 90 - η Δήμητρα απεξαρτηθηκε μόνο με τη δύναμη της αγάπης των φίλων της με το συγκεκριμένο κομμάτι να καταλαμβάνει στο κείμενο μια παράγραφο. Επίσης, επιφάνειακη περιγραφή της εποχής, φαντάζει πως ο κ Κορτω γράφει με βαση διηγήσεις και όχι από προσωπικά βιώματα. Το μόνο συν για μένα ήταν ο, τι αφορούσε την επιδημια του Hiv και τον τρόμο που προκαλούσε. Φαντάζει βιβλίο που γράφτηκε "στο πόδι". Λυπάμαι πραγματικά γιατί ο κ Κορτώ έχει αποδείξει πως ξέρει να γράφει καλά
Σκληρό και τρυφερό συνάμα. Το διάβασα μέσα σε μία μέρα. Αγάπησα τους ήρωες. Θα μου λείψουν...Δυνατή γραφή: "...αλλά ήταν λάθος άνθρωπος.Αν οι σωστοί άνθρωποι ήταν περισσότεροι, τα πάρκα θα 'ταν άδεια"
Πρόκειται για ένα βιβλίο που σε αγγίζει και ταυτόχρονα διαβάζεται μονορούφι. Σε αγγίζει διότι η περιγραφή των γεγονότων στα μέσα της δεκαετίας του 90 στην Αθήνα των αστέγων, των ναρκομανών και του πληρωμένου έρωτα, επαναστατεί στον καθωσπρεπισμό της σύγχρονης "ανεκτικής" κοινωνίας. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε και να φανταστούμε μια αλλιώτικη ζωή από αυτήν που ζούμε σήμερα όπου το κράτος πρόνοιας και η κοινωνία πολιτών φροντίζουν αυτούς που έμειναν πίσω. Και όμως, ο νόμος της ζούγκλας και των δρόμων είχε τους δικούς του κανόνες όπου οι αρρώστιες - σωματικές, ψυχικές, και κοινωνικές - και ο θάνατος καραδοκούσαν σε κάθε στροφή για αυτούς που δεν ευτύχησαν να μεγαλώσουν σε ένα περιβάλλον στοργής και φροντίδας. Αν και σηκώνει μεγάλη συζήτηση το ποιος φταίει σε αυτές τις περιπτώσεις, στη ζωή του Γιάννη, της Δήμητρας, και του Μανώλη το φταίξιμο έχει προφανούς αποδέκτες. Οι γονείς που δεν ήτανε γονείς, η κακοποίηση, ο ξυλοδαρμός, και η έλλειψη σωστής ανατροφής έπαιξαν τον ρόλο τους στην εξορία των τριών παιδιών από την κανονικότατα, στην πάλη της επιβίωσης. Για το λόγο αυτό οι τρεις τους βρήκαν την οικογένεια, την αγάπη που τόσο λαχταρούσαν, στην κοινή αγκαλιά που μοιράζονταν. Αυτή η κοινή αγάπη ήταν η αιτία που έφερε το τέλος της παρέας, καθώς οι δύο από τους τρεις φίλους λύγισαν κατά τη διάρκεια της μάχης τους με το Ειτζ. Όταν μοιράζεσαι τα καλά, κάποια στιγμή θα μοιραστείς και τα άσχημα. Είτε αυτό είναι φαγητό και οδοντόβουρτσες, είτε σύριγγες και ανοιχτές πληγές. Το HIV δεν κάνει διακρίσεις, αντιθέτως βασιλεύει εκεί που η αγάπη σκορπίζεται ανιδιοτελώς.
Αν κάποιος θέλει να γίνει κυνικός, θα τονίσει ότι η φιλία τους ήταν τεχνητή, με τη Δήμητρα να παίζει τον εξισορροπητικό ρόλο της μάνας που ποτέ δεν είχαν. Έδιναν την μάχη της καθημερινότητας χωρίς να μοιράζονται τα συναισθήματα τους. Υπέφεραν σιωπηλά, σχεδόν εγωιστικά. Και το σεξ αποτελεί το κυρίαρχο θέμα της πλοκής. Διαβάζοντας το βιβλίο δημιουργείται η εντύπωση πως η επιβίωση στους δρόμους ήταν δευτερεύουσας σημασίας διότι η ερωτική επιθυμία καθοδηγούσε όλα τα ένστικτα. Ύστερα βρισκόμαστε μπροστά στο ερωτηματικό της αστεγίας τους. Ενώ κατά καιρούς και οι τρεις τους είχαν σταθερή απασχόληση, δεν φοβούνταν την χειρωνακτική εργασία και κάποια στιγμή είχαν μαζέψει αρκετά χρήματα για να μπορέσουν να ξεφύγουν από το εγκαταλελειμμένο κτίριο όπου διέμεναν μαζί με άλλους ναρκομανείς, δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να το επιχειρήσουν. Η κοινωνία προσέφερε εναλλακτικές επιλογές, είτε αυτό ήταν στρατός, είτε καταφύγια αστέγων. Η περιέργεια και η ξύπνια φύση τους (γνώριζαν για παράδειγμα τις τελευταίες επιτυχίες τραγουδιών ή τη σημάδια των φρούτων και λαχανικών στη σωστή διατροφή) δεν ήταν εμπόδιο, παρά ένας ακόμα παράγοντας, στην προσπάθεια τους να βρουν διαφυγή από την κατάσταση τους. Έτσι, δημιουργείται η εντύπωση πως λίγο η κρυφή απόλαυση της ελευθερίας να καθοδηγούν τις επιλογές τους, λίγο η τεμπελιά, λίγο το άγνωστο της αλλαγής, λίγο η ανωριμότητα τους, υπήρξαν όλοι καταλυτικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της κατάστασης τους που εν τέλει οδήγησε στη πτώση τους. Φυσικά, είναι εύκολο να εκλογικεύουμε καταστάσεις τις οποίες δεν έχουμε ζήσει, ειδικά σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Παρόλα αυτά, κάπου πλανάται η εντύπωση της μυθιστορηματικής εκμαίευσης.
Όσο για τη γλώσσα, το βιβλίο είναι γεμάτο μεταφορικές και αλληγορικές διακοσμήσεις. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μια ποιητική ατμόσφαιρα στα όρια της λογοτεχνικής μετάβασης από το γενικό στο συγκεκριμένο και από το αφηρημένο στο χειροπιαστό. Εκεί εντοπίζεται και η αξία του βιβλίου, στην μεταμόρφωση της τετρημένης πλοκής σε μια δυναμική και εκλεπτυσμένη ιστορία αισθήσεων και ταυτοπροσωπίας. Ένα τέτοιο παράδειγμα εντοπίζεται στις εκφράσεις που σηματοδοτούν το βαθύ δεσμό και την ανεξίτηλη φιλία που δένει τους τρεις πρωταγωνιστές. "Τρυπήσαμε τους δείκτες μας και τους κολλήσαμε, ανακατεύοντας το αίμα. Τί άλλο είχαμε να φοβηθούμε; Ήμασταν απόφοιτοι του φόβου." (σελ. 9). "Κανείς δεν έφτανε την αγάπη μας. Ήμασταν ο ένας η φωλιά του αλλουνού" (σελ. 29). "Δεν ήθελε να μοιράσει την καρδιά του, να τους κάνει να σκεφτούν πως υπήρχε κάτι πιο πολύτιμο απ' την αδιαίρετη τριάδα τους", (σελ. 64).
Από τα καλύτερά του! Ίσως και το πιο ώριμο κατ' εμέ βιβλίο του όσον αφορά τη γραφή πάντα. Θαυμάσια αφήγηση ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου που υπάρχει κρυμμένος αλλά βαθιά ριζωμένος παντού.
Ένα βιβλίο που υμνεί την φιλία. Το βιβλίο περιγράφει την ζωή τριών ανθρώπων που είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε οικογένειες που δεν τους πρόσφεραν αγάπη και θαλπωρή αλλά την βία και την απόρριψη. Τελικά έγιναν οι τρεις τους οικογένεια σε μία δύσκολη χρονικά περίοδο όπου τα ναρκωτικά και οι καταχρήσεις ήταν η λύση σε όλα τα προβλήματα. Νομίζω ότι τελικά με έκανε να μελαγχολήσω περισσότερο από ό,τι περίμενα...
Με βεβαιότητα το πιο αποκρουστικό βιβλίο που έχω διαβάσει ως τώρα. Παρουσιάζει την ωμή πραγματικότητα των ανθρώπων που παρουσίαζαν μία οποιαδήποτε διαφοροποίηση σε σχέση με τους ανθρώπους του τότε, ή μάλλον όχι απαραιτήτως αυτούς που ήταν διαφορετικοί σε σχέση με τους άλλους αλλά διαφορετικοί σε σχέση με αυτό που οι άλλοι απαιτούσαν να είναι. Το περιθώριο στο οποίο ζούσαν. Απεικονίζει τις διαστροφικές συμπεριφορές των καταπιεσμένων κοινωνικά μεγαλύτερων ανθρώπων. Καθόλου δικαιολογημένες και γεμάτες απανθρωπιά συμπεριφορές. Ταυτόχρονα όμως δείχνει τα βιώματα των ανθρώπων, που αν θέλεις, ήταν η αρχή μίας μεγάλης αλλαγής. Μίας αλλαγής που ακόμα κερδίζει έδαφος. Όμως την αρχή την κάνανε εκείνοι οι άνθρωποι, που βίωσαν πράγματα ψυχικά διαταραχτικά και απάνθρωπα, γεμάτα παραλογισμό και τρέλα. Και δεν βγήκαν ακλόνητοι από αυτή την κατάσταση. Όμως ξεκίνησαν να χαράζουν έναν δρόμο προκειμένου οι μετέπειτα γενιές να μην χρειαστεί να ζήσουν ότι ζήσανε εκείνοι, ή τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό. Και δεν το κάνανε με αυτό το σκοπό. Όμως η ύπαρξη τους απέκτησε πρόσωπο και φωνή, συναίσθημα και δικαίωμα στο ρομαντισμό, αγάπη και ανθρωπιά. Γιατί είναι παραπάνω άνθρωποι από αυτούς που τους μεγά��ωσαν και από αυτούς που ήταν απλοί παρατηρητές. Θου ζου μου νου βου θου❤️
Πολύ βαρύ βιβλίο. Ιδιαίτερα συγκινητική και διεισδυτική γραφή. Ένας βαθύς σπαραγμός για την φιλία και την μοίρα σε μια εποχή όχι μακρινή, αλλά τόσο διαφορετική από τη σημερινή.
Παρ’όλο που με κάθε σελίδα η ψυχολογία μου βάραι��ε, δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω. Ένιωσα τόσο κοντά μου τους χαρακτήρες, ακόμα και ορισμένους δευτερεύοντες που εμφανίστηκαν για μερικές σελίδες και έφυγαν.
Δεν ξέρω αν αυτό το βιβλίο είναι για όλους. Είναι πολύ ωμό, χωρίς ίχνος φίλτρου σε αυτά που λέει. Νομίζω όμως πως αυτός είναι ένας καλός λόγος για να διαβάσει κάποιος. Πέρα από τη συγκινησιακή φόρτιση, υπάρχει συνέπεια και αλήθεια σε αυτές τις σελίδες.
Οι απόψεις διίστανται για αυτό το βιβλίο.Εμένα προσωπικά μου φάνηκε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτά που μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας ,αλλά από την άλλη πλευρά με την ίδια αφοπλιστική ειλικρίνεια που διακατατέχει κάθε έργο του.Στο κέντρο είναι η φιλία, μέσα όμως από πολύ δύσκολες καταστάσεις και σε μια άλλη εποχή,όχι τόσο μακρινή βέβαια( αρχές του '90) Πολλοί αναγνώστες ενιχλούνται από την ωμή γλώσσα του συγγραφέα, εγώ πάλι θεωρώ ότι εξυπηρετεί άριστα το σκοπό του, καθώς δεν χωρά στο συγκεκριμένο βιβλίο ωραιοποίηση των καταστάσεων.Η φίλία πάνω από όλα ναι, αλλά η φιλία μέσα στο βαθύ σκοτάδι.
Πολύ πιστή αναπαράσταση της δεκαετίας του '90. Μια περίπου ''γλυκιά συμμορία' των nineties. Ο τρόπος που περιγράφει τα γεγονότα άλλοτε αιχμηρός, άλλοτε τρυφερός. Με τον απαραίτητο ρεαλισμό. ''Φίλος θα πει η καρδιά σου σε άλλο στήθος'' λέει σε μια φράση του βιβλίου. Έχει πολλές ωραίες φράσεις μέσα παρ' όλο που το θέμα του είναι σκληρό. Πολλά μπράβο.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι για όλα τα στομάχια! Ιδιαίτερα σκληρό αλλά φαντάζομαι ότι δυστυχώς αυτός ο κόσμος υπάρχει. Ενδεχομένως είναι υπερβολικό σε κάποια σημεία αλλά το παραβλέπω. Συμπάθησα και συμπόνεσα τους τρεις νέους.
Τα τρία παιδιά της ιστορίας είναι τόσο κατατρεγμένα, τόσο χτυπημένα και περιθωριοποιημένα που νιώθω σίγουρα μια τρυφερότητα απέναντι τους - θέλω να τα αγκαλιάσω, να τα προφυλάξω κάπως, να αποτρέψω αυτό που ξέρω ότι θα γίνει από το πρώτο ήδη κεφάλαιο.
Αλλά.. μου λείπει ταυτόχρονα κάτι από τους χαρακτήρες για να τους νιώσω ζωντανούς. Μαθαίνουμε για την ζωή τους μέσα από μια απαρίθμηση όσων τους έχουν συμβεί - έπαθε αυτό και μετά αυτό και μετά το άλλο (παρόλο που μου άρεσαν οι τσαχπινιές στο πως δομεί τα κεφάλαια σε θεματικές πηδώντας πέρα δώθε στον χρόνο). Ενώ αυτά που τους έκαναν οι «γονείς» είναι αδιανόητα, μου είναι δυστυχώς πιστευτά. Αυτό που δεν πετυχαίνει για μένα είναι να τα χτίσει κάπως πιο οργανικά, να τους δώσει ένα βάθος - το κάνει σε κάποιες στιγμές αλλά σε άλλες νιώθω σαν να διαβάζω μια περίληψη.
Είναι και οι τρεις τόσο αγνοί και τρυφεροί, σαν μάρτυρες σχεδόν που πηγαίνουν ντουγρού προς την αγιοποίηση - αυτό μάλλον με ξενίζει.
«Ακόμα και όταν κλαίω και πονάω τους φίλους που κοιμούνται δεν ξυπνάω.»
«Κανείς δε βγαίνει απ’τις φλόγες με όλο το δέρμα της ψυχής του. Αλλά ό,τι ενώνεται πάνω στην πληγή ενώνεται για πάντα.»
«Με τα χέρια ενωμένα, τα μάτια κλειστά, είχαμε ορκιστεί: -Αν δεν πω εγώ την ιστορία μου, δεν θα την πει κανείς. Δεν παραδίνομαι στη μακάβρια περιέργεια, στο υποκριτικό ενδιαφέρον, στο μελόδραμα. Μακριά από μένα οι φυλλάδες, τα ρομάντζα. Η μνήμη μου θα ζήσει μαζί μου, ή θα πεθάνει μαζί μου.- Και έπειτα με μία βελόνα, τρυπήσαμε τους δείκτες μας και τους κολλήσαμε, ανακατεύοντας το αίμα. Τι άλλο είχαμε να φοβηθούμε; Ήμασταν απόφοιτοι του φόβου.»
Η ανάγνωσή του μου έφερε την ίδια πικρή γεύση που είχα, όταν διάβαζα το “Λίγη Ζωή” της Hanya Yanagihara Είναι ένα μυθιστόρημα σκληρής πραγματικότητας, που απευθύνεται σε ανοιχτά μυαλά, αλλά και ανοιχτές καρδιές. Η ιστορία τριών παιδιών, που μέσα από τη δυνατή φιλία τους, δημιούργησαν την οικογένεια που δεν είχαν, την αγκαλιά που δεν αισθάνθηκαν, το νοιάξιμο που δεν ένιωσαν. Διαβάστε τις εντυπώσεις μου εδώ : https://bit.ly/3tC3ASD