Η καραμπίνα του σημάδευε κατευθείαν το στήθος μου. «Ποιος είσαι;» είπε. «Ποιοι είναι αυτοί;» Ήξερα ότι αν του έλεγα ψέματα θα πέθαινα μέσα σ’ εκείνο το σφαγείο. Το σώμα μου θα τυλιγόταν μέσα σε κάποια κουβέρτα και, πριν ακόμη ξημερώσει, θα βρισκόμουν θαμμένος ανάμεσα σε δύο ελαιόδεντρα με θέα το ποτάμι. Τα πάντα θα πήγαιναν στράφι· τα όνειρα, τα κλεμμένα χρήματα, η μεγάλη μου απόδραση· όλα καπνός, από ένα πάτημα της σκανδάλης του. Τους είχα κοροϊδέψει. «Με λένε Στράτο Μαύρο», είπα. «Τον περασμένο Αύγουστο, είπαν στις ειδήσεις ότι πέθανα».
Ένας συνταξιούχος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ένας απατεώνας με ευγενικές προθέσεις βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό και δύο πληρωμένοι θηρευτές παλεύουν με όλα τα μέσα για μια εξαναγκασμένη ομερτά.
Η αιματοχυσία μοιάζει αναπόφευκτη: οι εχθροπραξίες πληθαίνουν, η αδράνεια του Νόμου κάνει τη βία να κλιμακώνεται και, την ώρα που η διπλωματία φαντάζει ως η ύστατη πιθανότητα επιβίωσης, μια οδυνηρή εκτέλεση θα οπλίσει τα χέρια εκείνων που δεν έχουν πια να χάσουν τίποτα.
Στο δεύτερο μέρος της pulp noir σειράς DRIFTER το παρελθόν στοιχειώνει τον Στράτο, τον αντισυμβατικό ήρωα που γνωρίσαμε στο Χέρι του Νεκρού. Σ’ αυτή την ιστορία εκδίκησης όλα μπορεί να συμβούν. Οι δήμιοι παίρνουν το ρόλο των καταδικασμένων και αθώοι ήρωες οδηγούνται σε μια στροφή Καρμανιόλα.
Ο Λευτέρης Μπούρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989 και μεγάλωσε στο Αγρίνιο. Το 2014 πήρε πτυχίο από τη σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του ΕΜΠ και από τότε ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Διηγήματά του έχουν βραβευθεί και εκδοθεί σε συλλογικούς τόμους. Η πρώτη προσωπική του συλλογή με ιστορίες μυστηρίου (Ερασιτέχνες Δολοφόνοι, Εκδόσεις Πηγή) κυκλοφόρησε το 2018. Ήταν υποψήφιος για το βραβείο νέου λογοτέχνη 2018 από το λογοτεχνικό περιοδικό Κλεψύδρα.
Ένα πολύ δυνατό sequel στο "Χέρι του Νεκρού", η "Καρμανιόλα" μπορεί να άργησε κάμποσες σελίδες να πάρει μπροστά (γνωρίζοντας μας τους χαρακτήρες και βάζοντας μας στο γενικό κλίμα), όμως όταν έβαλε πρώτη έφυγε με χίλια. Πάρα πολύ καλό, αναμένουμε τη συνέχεια!
Το ταλέντο του Μπούρου είναι αδιαμφβήτητο, το ύφος του πηγαίο. Μοναδικές ατάκες στους διαλόγους, λοξοί χαρακτήρες, ατμόσφαιρα κι ύστερα που το μυστήριο ανεβάζει στροφές, η "Καρμανιόλα" απογειώνεται...
Η σειρά Drifter του Λευτέρη Μπούρου έχει κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Είναι noir crime βιβλία κατά τα οποία ο πρωταγωνιστής τους δεν είναι ούτε αστυνομικός, ούτε ιδιωτικός ερευνητής, αλλά ούτε κακοποιός. Κατευθείαν το εγχείρημα γίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρον έτσι.
Παρ' όλα αυτά, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι οι ίδιες οι ιστορίες της. Ο Λευτέρης ξέρει καλά να διηγείται τέτοιου είδους ιστορίες και να κρατά τον αναγνώστη συνεχώς στην τσίτα. Στην ''Καρμανιόλα'' διέκρινα και πολλούς μικροπειραματισμούς σε τεχνικές αφήγησης και πραγματικά τους λάτρεψα.
Στην άποψή μου για το «Drifter #1 Χέρι του νεκρού» είχα γράψει ότι δεν είμαι λάτρης της pulp λογοτεχνίας. Κοίτα να δεις που τελικά, ο Λευτέρης Μπούρος θα με κάνει μεγάλη fan! Από που να το πιάσω το πράγμα; Από τον ευφάνταστο –για μια ακόμα φορά- τίτλο; Από τον πιο αντισυμβατικό, underground, Boehm και παράλληλα ρομαντικό κι αξιαγάπητο ήρωα που έχει ζωγραφίσει ποτέ η πένα Έλληνα συγγραφέα; Ή από την πολυδιάστατη ιστορία που είναι αντάξια των Ευρωπαίων συναδέλφων του; Από το διάχυτο χιούμορ ή μήπως από την καταιγιστικά γρήγορη πλοκή; Από όπου και να το πιάσω, από όποια πλευρά και να το δω, η Καρμανιόλα είναι ένα ευφυέστατο pulp/noir μυθιστόρημα, που ξεχωρίζει.
Σε αυτό του το πόνημα, ο Λευτέρης Μπούρος αποφασίζει να παίξει με το μυαλό και εν συνεχεία με τα νεύρα μας! «Συνεχίζει» από εκεί περίπου που μας άφησε στο «Χέρι του νεκρού», με τον κατ'εξακολούθηση άνεργο Στράτο, να περιπλανάται άσκοπα κι απρόσκοπτα, στα κακοφωτισμένα στενά και τα καταγώγια της Αθήνας. Στις νυχτερινές περιπλανήσεις τους γνωρίζει νέα πρόσωπα ενώ συχνά πυκνά σκοντάφτει σε παλαιούς γνώριμους αλλά και σε... πτώματα. Οι καταστάσεις που μπλέκεται, είναι πραγματικά αξιομνημόνευτες! Πραγματική Καρμιανιόλα! Ομοίως όμως αξιομνημόνευτος είναι κι ο τρόπος που καταφέρνει κάθε φορά και τη σκαπουλάρει! Το κοκκαλάκι της νυχτερίδας έχει αυτό το παλικάρι;
Η γλώσσα είναι και εδώ ολίγον macho και αλήτικη, όπως και στο πρώτο μέρος αλλά η βελτίωση στη γραφή του Λευτέρη είναι εμφανής. Μοιάζει πιο σίγουρος, σα να ξέρει που πατάει και δε φοβάται να δοκιμάσει, αυτή τη φορά και μερικά νέα «τερτίπια». Το έμφυτο χιούμορ και η αυτοσαρκαστική του διάθεση, υπάρχουν και εδώ σε αφθονία. Μια παρατήρηση που έχω να κάνω είναι ότι κάποιες στιγμές παρασύρεται και πλατειάζει. Πολλές φορές οι πολλές λεπτομέρειες αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη από το κυρίως θέμα. Less is more που λένε στο χωριό μου.
Στα υπέρ θα προσθέσω την πολύ ωραία σελιδοποίηση, με τις επισημάνσεις με bold ή/και italics καθώς και τους εμβόλιμους τίτλους που χωρίζουν τα διάφορα μέρη του βιβλίου. Απόλυτα ταιριαστοί και δένουν όμορφα την ιστορία.
Θεωρώ ότι η δημιουργία μιας πραγματικής τριλογίας, όπου κάθε βιβλίο θα μπορεί να διαβαστεί μόνο του αλλά και που κατά την ολοκλήρωσή της να έχει ο αναγνώστης μια ολοκληρωμένη εικόνα, δεν είναι εύκολο πράγμα. Απ’ ότι φαίνεται όμως ο Λευτέρης έχει βρει τη συνταγή για να το πετύχει αυτό και ήδη έχει διανύσει τα 2/3 της διαδρομής! Εγώ έχω μόνο να πω: Λευτέρη keep drifting!
Παρουσίαση 24/6: Το βιβλιοπωλείο MONOGRAM στον Χολαργό και οι Εκδόσεις BELL παρουσιάζουν το μυθιστόρημα Καρμανιόλα- DRIFTER#2 του Λευτέρη Μπούρου την Πέμπτη 24 Ιουνίου, στις 19:00, στον προαύλιο χώρο του Ομίλου Πνευματικών Αθλημάτων Χολαργού (Ο.Π.Α.Χ. MIND GAMES), Ευριπίδου 11 και Κεφαλληνίας, Χολαργός. Ο Λευτέρης Μπούρος θα συνομιλήσει για το βιβλίο του με τον συγγραφέα Γρηγόρη Αζαριάδη. Θα τηρηθούν όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ασφάλειας, σύμφωνα με τις αρμόδιες Υγειονομικές Αρχές.
Μια δυνατή συνέχεια του πρώτου βιβλίου. Ένα είναι σίγουρο, είναι καλογραμμένο και φεύγει νεράκι. Δεν θα γράψω σεντόνι κριτική. Το βιβλίο έχει πολλά θετικά και λίγα αρνητικά, ανάλογα με την οπτική γωνία. Το κυριότερο, νομίζω ότι σαν κάτι να κρατάει πίσω την ιστορία, ενώ είναι μια χαρά. Μια υπόνοια απλά, χωρίς να μπορώ ακριβώς να εστιάσω. Ωστόσο δεν επηρεάζει σε τίποτα την απόλαυση, η οποία είναι μεγάλη. Σίγουρα πάντως, ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει διαβάσει και το πρώτο βιβλίο, αλλιώς το δεύτερο θα του φανεί ασυνάρτητο το λιγότερο. Στην προσωπική μου 17βάθμια κλίμακα λαμβάνει 8/11 όσον αφορά το πόσο μου άρεσε, 0,5/3 στο τι προσφέρει γενικά στην ελληνική λογοτεχνία καθώς και πόση απήχηση μπορεί να έχει στον μέσο αναγνώστη και τέλος 3/3 η αξία έναντι της τιμής. Γενικά τα μπελάκια είναι φθηνά οπότε πραγματικά αξίζει να πάρετε ένα βιβλίο 350+ σελίδων στο δεκάευρο. Σύνολο 11,5/17. ΥΓ: Έχει και τσόντα! +1
Έπειτα από «Το Xέρι του Νεκρού», η τριλογία «Drifter» συνεχίζεται με την «Καρμανιόλα». Οι εκδόσεις Bell και ο συγγραφέας Λευτέρης Μπούρος μάς οδηγούν στο πιο επικίνδυνο σημείο για τους οδηγούς στο οποίο παίζεις το κεφάλι σου «κορώνα- γράμματα»...
Ο άσκοπα περιπλανώμενος για ακόμα μια φορά ήταν εδώ για να με διδάξει το πως ένας απλός άνθρωπος μπορεί να μπλέξει σε μια κατάσταση που δύσκολα ξεμπλέκει κανείς.
Στην αρχή με μια μέτρια ταχύτητα και λίγο πιο εσωτερικό και έπειτα δυνατό, γρήγορο και γεμάτο ένταση, όπως αρμόζει σε ένα βιβλίο του είδους. Ο Λευτέρης για ακόμα μια φορά μας έδειξε τις συγγραφικές του δυνατότητες.
Δεν χάνει στιγμή την ατμόσφαιρά του και είναι άξια συνέχεια του πρώτου μέρους. Οι διάλογοι αληθινοί και βγαλμένοι από τους δρόμους. Διαφορετικός τρόπος αφήγησης σε κάποια κεφάλαια που αυτό το καθιστά ιδιαίτερα αξιοδιάβαστο. Και όσο αφορά το φινάλε, εγώ το ευχαριστήθηκα απίστευτα.
Στα θετικά: Το πρώτο μέρος στο χωριό—ο κυρ Γιάννης. Πλοκή πιο σφιχτοδεμένη κ από γόρδιο δεσμό. Ατάκες μπαρόκ υπονόμου. Η σκηνή στο σουβλατζίδικο (γαμάει). Εκδίκηση, γαμώ την πουτάνα μου. Το ωραίο μου μοντγκόμερι.
Η συνέχεια της σειράς Drifter του Λευτέρη Μπούρου προσθέτει πολλά υλικά στο ήδη καλοφτιαγμένο οικοδόμημα του πρώτου βιβλίου. Η γλώσσα κουμπώνει ακριβώ�� με το ύφος και την ατμόσφαιρα της πλοκής και η πλοκή είναι καταιγιστική. Συγχαρητήρια και αναμένουμε τη σσνέχεια.
Δεν είμαι αντικειμενικός και το ξέρω! Ευτυχώς δεν χρειάζεται να πω και ψέματα! Το δεύτερο βιβλίο του Drifter ήταν δυνατό, πολύ δυνατό! Στην αρχή χρειάζεται μια υπομονή για να μπεις στην ιστορία αν δεν έχεις διαβάσει το πρώτο βιβλίο (ή αν έχει περάσει καιρός από τότε όπως στην περίπτωση μου), όμως το μετά σε αποζημιώνει. Στα υπέρ του βιβλίου για εμένα είναι το γεγονός πως ο ήρωας μόνο ήρωας δεν είναι. Είναι ένας άνθρωπος που σχεδόν πάντα κάνει λάθη όπως θα κάναμε όλοι στη θέση του. Κι αυτό τον κάνει αληθινό. Οι περιοχές είναι δοσμένες με ρεαλισμό και μπορώ να πω ότι ξαναβρέθηκα στα φοιτητικά μου στέκια με χαρά. Θα τονίσω κάτι συγκεκριμένο. Η γραφή του Λευτέρη έχει σφραγίδα. Αυτή η "αλητικη" αφήγηση που δεν βλέπεις εύκολα σε βιβλία είναι το κάτι διαφορετικό, αυτό που φέρνεις ο Λευτέρης και δεν διαβάζεις αλλού. Κι αυτό του δίνει τα πέντε αστέρια. Αν έπρεπε να βρω κάτι που δεν μου άρεσε (αλλά όχι αρνητικό) ίσως ήταν οι συχνές "περιλήψεις" στο μυαλό του αφηγητή, τι είχε γίνει, τι έπρεπε να γίνει, τι αισθάνεται. Το ήθελα σε μικρότερο βαθμό, όμως κατανοώ πως σε κάποιον άλλον θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να ανακεφαλαιωσει. Με λίγα λόγια ο Λευτέρης ανεβάζει τον πήχη ψηλά και προσωπικά δεν βλέπω τον λόγο να μην γίνει και σενάριο για σειρά στην τηλεόραση το Drifter. Έχει όλα όσα χρειάζεται για να το κάνει! Μπράβο! Και στα επόμενα!
Αρχίζοντας την ανάγνωση δεν με εντυπωσίασε κάτι αλλά δεν ήταν από αυτά τα βιβλία που ήθελα να αφήσω , έτσι συνέχισα την ανάγνωση και έτσι ενθουσιάστικα , υπήρχαν σημεία που έμεινα με το στόμα ανοιχτό, σημεία που ανατρίχιασα , που νευρίασα , που ήθελα να είμαι αποια γωνία και να καθαρίζω κόσμο.
Το ένιωσα πολύ έντονα αυτό το βιβλίο και θα πω οτι λεω συνέχεια στα τελευταία αναγνώσματα μου ένιωθα οτι ήμουν εκεί. Το άντεξα ομως μέχρι το τέλος και το ποσό πολύ χάρηκα τις τελευταίες σελίδες δεν μπορείτε να το φανταστείτε.
Απόλαυσα κάθε διαδρομή , αποστολή, συζητήσεις, γενικά απόλαυσα κάθε στιγμή μεσα σε αυτό το βιβλίο.
Ο Στράτος Μαύρος, ο ξεχωριστός μετριοπαθής χαρακτήρας που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας με τον τίτλο Drifter, κρύβεται στο χωριό του πατέρα του κι ετοιμάζει την εκδίκησή του για όσα υπέστη στο προηγούμενο μυθιστόρημα. Μόνο που και πάλι απρόσμενες εξελίξεις θα αλλάξουν τα σχέδιά του και ίσως τον κάνουν ακόμη πιο σκληρό απ’ όσο θα ήθελε ή απ’ όσο θα περίμενε. Θα καταφέρει να πάρει το αίμα του πίσω για την κοροϊδία που υπέστη; Τι απέγιναν οι άνθρωποι που τον εκμεταλλεύτηκαν και πόσο εύκολο είναι να εντοπίσει και να τιμωρήσει όποιον κρύβεται πίσω από όλα αυτά;
Το δεύτερο βιβλίο της ξεχωριστής τριλογίας Drifter ξεδιπλώνει την εκδίκηση που καταστρώνει ο Στράτος Μαύρος κατά όσων τον εκμεταλλεύτηκαν στο «Χέρι του Νεκρού: «…σαν κατά συνθήκη κυνηγός μιας καθυστερημένης εκδίκησης, σαν καιροσκόπος αντιήρωας που γράφει τον επίλογο μιας θλιβερής οικογενειακής ιστορίας» (σελ. 23). Παραδέχεται πως: «…δεν είχα κανένα ξεκάθαρο σχέδιο το μυαλό μου, μόνο κακές σκέψεις για όλους εκείνους τους μαλάκες» (σελ. 26). Από τον Αύγουστο του 2017 στο πρώτο βιβλίο πλέον είμαστε στον Φεβρουάριο του 2018. Τα κύρια πρόσωπα έχουν μπει στις σωστές θέσεις, κάποια τιμωρήθηκαν, κάποια όχι, η πρωτοβουλία του Στράτου έφερε σε δύσκολη θέση τον δολοφόνο του Μάνου Αντωνίου και τώρα πρέπει να κλείσουν τον τελευταίο λογαριασμό. Ο Στράτος κρύβεται με καινούργια ταυτότητα σ’ ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας και μένει στο σπίτι που του ενοικιάζει ο ηλικιωμένος Γιάννης Χάλαρης ενώ παρουσιάστηκε στους ντόπιους ως συμμαθητής του νεκρού Μαύρου που ήρθε για να ψάξει στο παρελθόν του φίλου του για μια καλή ιστορία. Είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα του, ένα μέρος με «στραβοπόδαρες μαυροφορούσες, καφενόβιους συνταξιούχους και αυτοκίνητα που τα οδηγούσαν αλλήθωροι αγρότες» (σελ. 28) αλλά ήρθε η ώρα που πρέπει ο πρωταγωνιστής να πάρει αποφάσεις οι οποίες θα κρίνουν τις ζωές ανθρώπων πέρα από τη δική του. Ο ευρύτερος κόσμος ξέρει πως πέθανε, κάποιοι από αυτούς που τον έφεραν σε αυτό το σημείο έχουν συλληφθεί και κάποιοι τον αναζητούν, τώρα έρχεται και η Άννα για να μπει το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Οι δυο τους, εκείνη αποφασισμένη να χτυπήσει έναν πανίσχυρο εχθρό, στα χέρια του οποίου πέρασε τις χειρότερες μέρες της ζωής της, κι εκείνος αφοσιωμένος στον εντοπισμό του δολοφόνου του πατέρα του, κάνουν ένα ιδιαίτερο ντουέτο. Δεν αναζητά όμως μόνο ο Στράτος εκδίκηση αλλά κι αυτοί που εξακολουθούν να τον κυνηγάνε, έχοντας γλυτώσει από την τσιμπίδα της αστυνομίας.
Ο κυρ Γιάννης ζει με τον γιο του, τον Μιχάλη αλλά είχε χάσει κι ένα μικρότερο παιδί, για το οποίο δε μιλάει σχεδόν καθόλου. Ο Συμεών πέθανε ξαφνικά σε εργατικό ατύχημα κι από τότε ο πατέρας του αργοσβήνει. Ο κυρ Γιάννης έχει και το μοναδικό βιβλιοπωλείο του χωριού, το οποίο κατά καιρούς κρατάει μετά χαράς ο Στράτος, οπότε ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί σε βιβλία που έχουν χαράξει τη δική τους πορεία, όπως το Νάδα του Μανσέτ ή το Θα φτύσω στους τάφους σας («Τον χτύπησα στον ώμο φιλικά, του είπα να το κρύψει απ’ τη μαμά του γιατί σιγά μην καταλάβαινε και του ‘πα ότι αρκούσε που σε λίγο καιρό θα καταλάβαινε ο ίδιος», σελ. 37). Ταυτόχρονα, ο πρώην αστυνόμος Κώστας Πρίαμος έχει απαχθεί και ανακρίνεται με βάναυσο τρόπο γιατί με τη συμπεριφορά του έμπλεξε κάποιον που δεν έπρεπε. Η συμμετοχή του στο παιχνίδι που στήθηκε είναι πολύ μεγάλη, μόνο που έχει ακόμη απορίες για πολλές από τις λεπτομέρειες που πήγαν εντελώς στραβά σε σύγκριση με το πλάνο που είχε καταστρωθεί. Ο δολοφόνος του πατέρα του Στράτου, ένας επιφανής επιχειρηματίας με βίλα φυλακισμένων γυναικών, μια μυστηριώδης γυναίκα και δύο μπράβοι σφίγγουν συστηματικά τον κλοιό γύρω από τον Στράτο όσο γύρω του εξακολουθούν να περιφέρονται χαρακτήρες που γνωρίσαμε στο προηγούμενο μυθιστόρημα, όπως η Ξένια Παπαγεωργίου που έρχεται από τις φυλακές Ελεώνα στην Αθήνα για την κατάθεση στον εισαγγελέα και ο δημοσιογράφος Ορέστης Λάμπρου που, με την εξαφάνιση του Πρίαμου, έχει χάσει τις άκρες του με την αστυνομία. Η πλοκή κλιμακώνεται ξανά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο κι ό,τι ξεκινάει ως καλογραμμένη και στρωμένη ιστορία εκδίκησης μετατρέπεται σε καρμανιόλα και λουτρό αίματος, οπότε δεν υπάρχει πλέον ούτε σωτηρία ούτε επιστροφή κι ένας μαινόμενος ταύρος καταφεύγει στη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα του.
Σε αυτό το μυθιστόρημα γνωρίζουμε λίγο καλύτερα τον ανερχόμενο Ηλία Μακρή, την οικογένειά του, τις δοσοληψίες του με τον επιχειρηματία Φραγκίσκο Φόκαρη, η εμπιστοσύνη του οποίου τον βάζει σε σκέψεις, γιατί δε νιώθει πως έχει τις κατάλληλες δεξιότητες για να του δώσει ο Φόκαρης πρόσβαση στις ημιπαράνομες δραστηριότητές του, επομένως η σχέση του επιχειρηματία με τον πατέρα του είναι η πιο πιστευτή δικαιολογία. Πλέον νιώθει πως η θέση του αντιδημάρχου είναι στα χέρια του χάρη στη δύναμη και τις επαφές του Φόκαρη: «…όλη εκείνη η εμπιστοσύνη του επιχειρηματία τον φόρτωνε επικίνδυνα, τον φόρτωνε με αμαρτίες, με οικονομικές παρασπονδίες, με ποινικές κατηγορίες, έτσι όπως φορτώνονται κάποια σαπιοκάραβα ακριβώς πριν οδηγηθούν σε προμελετημένα ναυάγια…» (σελ. 85). Και να που σταδιακά και παρά τη θέλησή του αρχίζει να μπλέκεται όλο και περισσότερο στην αναζήτηση του Στράτου, κάνοντας συμφωνίες με τον διάβολο, τον μπράβο του Φόκαρη. Μαζί του έπαθα κι εγώ σοκ από τις ωμές και ρεαλιστικά ανατριχιαστικές περιγραφές των μοντέρνων δημοπρασιών γυναικών που κακοποιούνται από σύγχρονους δουλέμπορους και ξεπουλιούνται σε υψηλές τιμές για να βρεθούν στα χέρια άλλων αδίστακτων ανθρωπόμορφων τεράτων. Προσέξτε πώς στήνει και πώς καταγράφει ο συγγραφέας τη φρικτή εκείνη νύχτα και με πόσο ταλέντο καταφέρνει μέσα σε μόλις δύο σελίδες (127-128) να δείξει τις έντονες αντιθέσεις που κυριαρχούν στη σκηνή: πλούσια και όμορφη γυναίκα, η ματρόνα Λίζα, περιφέρεται ανάμεσα στο εμπόρευμά της με χαρά, υπολογισμό κερδών και αισιοδοξία όσο οι αιχμάλωτες κοπέλες ουρλιάζουν από τρόμο για την επερχόμενη φρίκη.
Τόπος δράσης και πάλι η Αθήνα, με έμφαση στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου και τις εγκαταστάσεις της, περιοχές που ζωντανεύουν με τέτοιο τρόπο που ένιωθα πως τα πάντα εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια μου. Η γραφή παραμένει καλή, έχει ρεαλισμό, καθώς και ενδιαφέρουσες παρομοιώσεις και μεταφορές («…πυκνοί καπνοί έκαναν τις καμινάδες των χαμηλών σπιτιών να μοιάζουν με φουγάρα πλοίων που έχουν βρεθεί σε θαλάσσιο μποτιλιάρισμα», σελ. 24), ακόμη και χιούμορ: «…και πού και πού κάποια υπέροχη νεαρά, που τα μεσημέρια συνήθιζε να στοχάζεται την ερχόμενη εξεταστική, βάφοντας τα νύχια των ποδιών πάνω στις σημειώσεις της» (σελ. 247). Η πλοκή είναι γεμάτη εκπλήξεις, τίποτα δεν γίνεται όπως αναμένουμε ή όπως θα ήθελαν οι ήρωες του βιβλίου, απρόσμενοι σύμμαχοι προκύπτουν στην πορεία, φαινομενικά άσχετες ιστορίες κουμπώνουν άψογα στον κορμό της κεντρικής, αστυνομία που ακροβατεί ανάμεσα στο καθήκον και στις εντολές άνωθεν, χαριτωμένα Τζακ Ράσελ με ρόλο έκπληξη, αθώοι περαστικοί, όλα συγκροτούν ένα γεμάτο δράση, αλήθειες και εκπλήξεις μυθιστόρημα που με άφησε με κομμένη ανάσα.
Η «Καρμανιόλα» είναι ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή έναν μέσο άνθρωπο που τον έμπλεξαν σε σκευωρία και τώρα αντεπιτίθεται, ξυπνώντας με τις πράξεις του μια δύναμη απρόβλεπτη που κανείς δεν ξέρει πώς θα καταλήξει. Κατά βάθος όμως φοβάται, αυτό που πραγματικά θέλει είναι να κλείσουν οι πληγές, να τελειώσουν όλα αυτά και να μην τον καταδιώκει κανείς. Να όμως που μετά την καρμανιόλα, το σημείο καμπής της πλοκής, ο Μαύρος, χωρίς πλέον να τον νοιάζει το δίκαιο και το άδικο, αδιάφορος πλέον για τις στρατηγικές κινήσεις, χωρίς διπλωματία, θα ξαμοληθεί χωρίς λογική και όριο να εκδικηθεί για τα ακόμη χειρότερα που συμβαίνουν. Ένας κατά συνθήκη παραβατικός, ένας αφελής περιθωριακός που παρακολουθεί τον κόσμο να αλλάζει και να αποκτηνώνεται κι όμως τον αγαπάς και παρακολουθείς προσεκτικά κάθε του βήμα, αγωνιώντας για το νέο παιχνίδι που στήνεται εις βάρος του όσο το λουτρό αίματος θα κλείσει οριστικά τις εκκρεμότητες, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει καινούργιες. Απόλυτα συνδεδεμένο με το πρώτο βιβλίο της σειράς, ερωτήματα που απαντώνται για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε καινούργια, πράξεις και αντίποινα, δράση και αντίδραση κι όλα επιτέλους ολοκληρώνονται στο τελευταίο κεφάλαιο. Ή μήπως όχι;
Ακολουθούν spoiler, διαβάστε με ευθύνη σας. Διάβασα και το δεύτερο Drifter του Λευτέρη Μπούρου, με τον τίτλο “Καρμανιόλα”. Πρώτα μια ψύχραιμη εκτίμηση: Ο συγγραφέας ως καλλιτέχνης, πάντα ξεκινάει με ένα σχέδιο για το έργο του, ρίχνει σκέψη και παίρνει αποφάσεις, εργάζεται σκληρά – γιατί οι σελίδες δεν γράφονται μόνες τους, κι όταν τελειώσει, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του, το χαρίζει στους αναγνώστες του. «Πάρτε το. Αυτό είναι» λέει. Διευκρινίζω ότι δεν μπορώ να διαβάσω ένα βιβλίο με μάτι δημιουργού, αλλά με μάτι κοινού. Δεν είχα καμία ανάμειξη στην προετοιμασία του πονήματος. Διάβασα το πρώτο Drifter, το αγάπησα, και άρα ως συνοδευτική κατάρα είχα προσδοκίες για το επόμενο. Δεν θα γράψω τα top 10 που με ενόχλησαν. Τώρα που είναι φρέσκο το φινάλε του #2 στο κεφάλι, ξεκινώ από τα πιο σημαντικά για μένα. Αν το Drifter πάει για σειρά, πότε ο Στράτος Μαύρος θα γίνει επιτέλους ο “Στράτος Μαύρος”; Στο πρώτο βιβλίο ήταν ένας χαρακτήρας έρμαιο στις δολοπλοκίες άλλων. Το δέχτηκα, πρώτο βιβλίο είναι λέω. Έλα όμως που παραμένει για ολόκληρο το δεύτερο βιβλίο θύμα, φοβισμένος, μπερδεμένος, δαρμένος, με τα χέρια ψηλά, άβουλος και απλώς παρατηρητής, ή και φταίχτης, όσων σκοτώνουν και σκοτώνονται γύρω του! Γιατί να είναι Λευτέρη ο Μιχάλης ο Στράτος που δεν μπορούσε να είναι ο Στράτος;! Επίσης, από το πρώτο βιβλίο ήδη με έχεις να περιμένω να δω τον κύριο, μεγάλο κακό να εισπράττει αυτό που του αξίζει και επιλέγεις να μου δώσεις τη σκηνή από οπτική γωνία τηλεσκοπίου;! Με τον ήρωα αμέτοχο κιόλας, δαρμένο κάπου αλλού. Ο συγγραφέας, κάτι που πρόσεξα σε αυτό το βιβλίο και όχι στο προηγούμενο, στέλνει στα θυμαράκια χαρακτήρες καίριους, καλούς και κακούς, χωρίς να μας τους “ζωντανέψει” στη σκηνή του τέλους τους, είτε για να λυπηθούμε ή να χαρούμε. Τους σβήνει σαν κομπάρσους, κατά τη δική μου άποψη. Παρομοίως, μοιάζει να έχει την ίδια αδιαφορία για τον ήρωα του, ο οποίος απουσιάζει σκανδαλωδώς από τον Επίλογο. Όλα αυτά δεν θα με ενοχλούσαν αν μιλούσα για συγγραφέα που δεν το’χει. Και ο Λευτέρης το’χει, τόσο καλά που στο τσακ είμαι να τον αποκαλέσω “τεμπέλη”. Η εξορία του Στράτου στο χωριό και η σχέση του με τον Γιάννη είναι υπέροχη. Αλλά είναι λες και είναι βγαλμένη από άλλο βιβλίο. Και όταν έρχεται η ώρα να τα βάλουν οι ήρωες με τον ασταμάτητο οδοστρωτήρα που λέγεται Φόκαρης, ο παντοδύναμος κακός του έπους, έχουν μείνει 68 σελίδες από τις 368.
Άλλο ένα Drifter θα διαβάσω. Κι αν ο Στράτος συνεχίσει να τρώει ξύλο και δεν γίνει “Μιχάλης”, εγκαταλείπω.