Οι ένοικοι δυο απέναντι πολυκατοικιών επί της οδού Ανεξαρτησίας, άνθρωποι συνηθισμένοι, την εποχή της καραντίνας, αρχίζουν να παρατηρούν τους γείτονές τους. Με το μεγαλείο και τις μικρότητές τους, το γέλιο και το κλάμα, τις αλήθειες και τις πλάνες τους: ένας στρατηγός εν αποστρατεία που δεν τα ’χει καλά με κανέναν, μια γυναίκα που εγκληματεί από μεγάλο έρωτα, ένα ζευγάρι που σκόπιμα αγνοεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου, ένας αντιρρησίας στράτευσης, δυο νέοι που ψάχνουν μόνο την αγάπη, ένας τηγανισμένος –στην κυριολεξία όμως– σατράπης σύζυγος, μια συνταξιούχος καθηγήτρια που δεν έχει τραγουδήσει ποτέ, ένας Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα που δεν θα πάρουν ποτέ το δηλητήριο γιατί το πίνουν κάθε μέρα.
Αυτοί, και άλλοι τόσοι, σκιαγραφούν με χιούμορ και πίκρα το πορτρέτο μιας κοινωνίας, ήδη «διασωληνωμένης», πολύ πριν από την πανδημία.
... και επειδή κανείς δεν κατάλαβε τον ερχομό της άνοιξης, όλα είναι διαφορετικά. Τα παλτό συνεχίζουν να κρέμονται μελαγχολικά στις κρεμάστρες πίσω από τις πόρτες εισόδου, τα χαλιά κυλιούνται τεμπέλικα στα πατώματα, οι θάλασσες παραμένουν μουτρωμένες. Ακόμη και η μέρα θαρρείς και δεν λέει να μεγαλώσει! Άσε που κοτζάμ Πάσχα πέρασε εντελώς αθόρυβα, τσακίζοντας τα νεύρα των παπάδων για την αναδουλειά και των παιδιών που δεν έφερε η νονά λαμπάδα με καλάσνικοφ επάνω... ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες σε τομείς που αντικείμενό τους έχουν την επικοινωνία (μάρκετινγκ, δημόσιες σχέσεις, οργάνωση εκδηλώσεων/συνεδρίων, εκδόσεις). Σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας της εταιρείας "Εγνατία Οδός" Α.Ε. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
"Ώρες κοινής ανησυχίας" διαβάζει κανείς στο εξώφυλλο αυτού του βιβλίου και αμέσως παραδέχεται τη συγγραφέα για το εύστοχο λογοπαίγνιο!
Το καινούργιο βιβλίο της Μαίρης Κόντογλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο διαδραματίζεται σε μια εποχή πολύ αυστηρής καραντίνας. Μας βάζει στα σπίτια απλών καθημερινών ανθρώπων και μας δείχνει ότι τις ώρες που κάποιοι ξεκουράζονται, κάποιοι άλλοι ανησυχούν, θλίβονται, απογοητεύονται, αγανακτούν.
Πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου είναι οι ένοικοι δύο πολυκατοικιών επί της οδού Ανεξαρτησίας. Η μία πολυτελούς κατασκευής και η δεύτερη, ένα "ρημαδι" όπως το αποκαλεί και η συγγραφέας. Οι κάτοικοι αυτών των πολυκατοικιών μπορεί να διαφέρουν στην οικονομική κατάσταση αλλά δεν διαφέρουν στα συναισθήματα που βιώνουν. Είναι άνθρωποι με τις ίδιες ανάγκες και ανησυχίες, με τις ίδιες σκέψεις και τους ίδιους προβληματισμούς.
Το βιβλίο "Ώρες κοινής ανησυχίας" περιλαμβάνει 12 ιστορίες με θέμα την καραντίνα και όλα όσα βιώσαμε κατά τη διάρκεια αυτής. Είτε γιατί γίναμε οι ίδιοι θύματα μιας μίζερης κατάστασης είτε γιατί γίναμε μάρτυρες δύσκολων περιστατικών των γειτόνων μας.
Μη βιαστείτε να "βαφτίσετε" μελαγχολικό αυτό το βιβλίο, γιατί η συγγραφέας φροντίζει να αποδώσει σε όλες αυτές τις καθημερινές ιστορίες αρκετή δόση χιούμορ που θα σας κάνει να γελάτε με την ψυχή σας!
Άλλοτε με ύφος μελαγχολικό κι άλλοτε χιουμοριστικό, η Μαίρη Κόντζογλου καταφέρνει να δημιουργήσει ένα γαϊτανάκι συναισθημάτων γύρω από μια πραγματικότητα που όλοι βιώσαμε.
Επιτυχημένη επιλογή τίτλου και εξωφύλλου. Το περιεχόμενο θα μπορούσε να είναι μια αξιοπρεπής συλλογή διηγημάτων, ελαφρώς αστείων και σχεδόν συγκινητικών, για τη ζωή στην καραντίνα, αν η συγγραφέας δεν είχε αποφασίσει να τα τοποθετήσει σε ένα εναλλακτικό σύμπαν όπου η πανδημία δημιούργησε μια απολυταρχική κοινωνία με ανθρώπους να πεθαίνουν από ασιτία, ελεύθερους σκοπευτές να σημαδεύουν τους παραβάτες του λοκντάουν και άλλα δυστοπικά σενάρια που θέλουν πολύ περισσότερη ανάπτυξη για να λειτουργήσουν στη μυθοπλασία. Ελπίζω να πρόκειται για κακόγουστο πνεύμα και όχι έκφραση των απόψεων της συγγραφέως, δε θέλω να σκέφτομαι ότι έδωσα λεφτά σε συνομωσιολόγο.
Οι χαρακτήρες της κάθε μικρής ιστορίας είναι ζωντανοί και πολύ καλογραμμένοι - νιώθω ότι τους έχω γνωρίσει όλους, τώρα που τελείωσα το βιβλίο.
Παρόλαυτά, το βιβλίο χρειαζόταν περισσότερη επιμέλεια - πολλές επαναλήψεις, φλυαρίες και ένα στυλ αφήγησης αλλόκοτο πχ. Ξαφνικά αστεία και λογοπαίγνια που δεν κολλάνε με τον εσωτερικό διάλογο της ηρωίδας. Επίσης τα σενάρια είναι καρικατούρες, πχ το παντρεμένο ζευγάρι που έχει πια βαρεθεί, η κακομαθημένη πλούσια κλπκλπ.
Η ιδέα με τις δύο πολυκατοικίες και τη κόντρα εργατικής τάξης vs bourgeois θα ταν πολύ ενδιαφέρουσα, εάν την δουλευε περισσότερο.
Θεωρώ πάντως ότι αυτό είναι πρόβλημα του εκδότη, που δεν επιμελήθηκε το κείμενο σωστά, κι όχι της συγγραφέως.
Ιδιαίτερη κακή εντύπωση μου έκανε η χρήση του όρου ' η γειτονιά του ήλιου' που είναι τίτλος του γνωστού βιβλίου της Λότης Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου, χωρίς αναφορά στη συγγραφέα, προσποιούμενη ότι είναι δική της φράση;
Πολύ ενδιαφέρων τίτλος, εξώφυλλο και κεντρική ιδέα. Το περιεχόμενο δυστυχώς είναι μια άλλη υπόθεση.
Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων για τους ενοίκους δυο απέναντι πολυκατοικιών, με πολλές διαφορές και άλλες τόσες ομοιότητες, οι οποίοι μόνο στο πλαίσιο ενός αναγκαστικού εγκλεισμού φτάνουν να «γνωριστούν» με τους γείτονες τους, αλλά ακόμα και με τους συγκάτοικους ή και τους εαυτούς τους.
Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, πρώτον, γιατί τόσο ακραία περιστατικά; Σίγουρα η καραντίνα και η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν ήταν μια ομαλή κατάσταση και θα μπορούσα να καταλάβω ένα ελαφρύ «φούσκωμα» χάριν έμφασης, αλλά εδώ το πράγμα ξεφεύγει. Διαβάζοντας για λοιμούς, ελεύθερους σκοπευτές κλπ., δεν μπορούσα παρά να σκέφτομαι μόνο, μα καλά, που ακριβώς συνέβησαν όλα αυτά;;;
Και δεύτερον, για ποιο λόγο αυτό το ύφος; Το χιούμορ παιδαριώδες έως σαχλό, αυτή η ψευτοχαλαρότητα/μαγκιά και δεν ξέρω ‘γω τι, δεν μπορώ να πω ότι αντιπροσωπεύουν τη συγγραφέα, η οποία σε άλλα της έργα πολύ έντεχνα και καλαίσθητα χειρίζεται το λόγο. Η επιλογή του ύφους και της γλώσσας που ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ σκοπό είχαν να να καταστήσουν το ανάγνωσμα ανάλαφρο και να καταφέρουν μια οικειότητα με τον αναγνώστη, ήταν ίσως και αυτό που με ξενέρωσε περισσότερο.
Οι εποχές αλλάζουν,όπως αλλάζουν καί οι συμπεριφορές καί οι άνθρωποι. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας κάνει να απομακρυνόμαστε από τους διπλανούς μας καί να χτίζουμε ένα αόρατο τείχος προστασίας γύρω μας μην επιτρέποντας σε κανέναν να μας πλησιάσει. Είναι αλήθεια πως μπορεί να ζούμε χρόνια σε μία γειτονιά,ή,σε μία πολυκατοικία καί να μην γνωρίζουμε τα ονόματα των γειτόνων,ή,να περιοριζόμαστε σε έναν απλό,γρήγορο,τυπικό χαιρετισμό όταν κατά τύχη μπορεί να συναντηθούμε. Έχουν περάσει ανεπιστρεπτί εκείνες οι παλιές εποχές που οι γειτονιές έμοιαζαν σαν μεγάλες οικογένειες που ο ένας νοιαζόταν καί συμπαραστεκόταν στον άλλον. Τότε που η ερώτηση ''πώς είσαι;'' είχε νόημα καί νοιάξιμο καί δεν λεγόταν απλά για να λεχθεί. Ήρθε,όμως,η καραντίνα εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού καί τα πράγματα έμοιαζαν να αλλάζουν. Πλέον οι ερωτήσεις ''τί κάνεις;'',''πώς τα περνάς;'' ξαναβρήκαν το αρχικό τους νόημα καί ειπώνονταν με σκοπό να δείξουν πως όλοι μαζί μπορούμε ενωμένοι να ζήσουμε μία καλύτερη ζωή. Ξέρετε,ο ανέλπιστος ερχομός της πανδημίας στη ζωή μας μας απέδειξε τι πραγματικά αξίζει καί τι όχι. Τουλάχιστον,για εμένα κι αρκετό ακόμη κόσμο ήταν ένα μάθημα,σκληρό μεν,ίσως αναγκαίο δε...
Έχω ξαναπεί πως η περίοδος της αναγκαστικής μας παραμονής στο σπίτι έπαιξε καίριο ρόλο αρκετοί συγγραφείς να εμπνευστούν καί να μας προσφέρουν νέα έργα. Μια εξ αυτών καί η πολυγραφότατη συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου που το κοινό δείχνει μεγάλη αγάπη στα έργα της. Εγώ έχει τύχει μέχρι τώρα να έχω διαβάσει μόνο τρία έργα της -συμπεριλαμβανομένου κι αυτού για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα- καί μπορώ να πω πως η γραφή της έχει ένα δικό της χαρακτηριστικό που όσοι/ες έχουν μυηθεί σε αυτήν μπορούν να την αναγνωρίσουν. Για μένα η συγγραφέας μπορεί καί συνδυάζει το σοβαρό με το χιουμοριστικό ύφος χωρίς το ένα να υπερβαίνει το άλλο,ούτε να προκύπτουν άλλες γραφικότητες. Παραπήρα φόρα καί ξέχασα να σας αναφέρω τον τίτλο του βιβλίου,ο οποίος είναι ''Ωρες κοινής ανησυχίας'' καί κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με σκοπό να ιντριγκάρει τη σκέψη μας καί να δούμε τα πράγματα αλλιώς...
Ώρες κοινής ησυχίας γνωρίζω,αλλά ώρες κοινής ανησυχίας η αλήθεια είναι πως πρώτη φορά ακούω. Κι όμως,η συγγραφέας βάζει στον τίτλο του βιβλίου της ένα ευφυές λογοπαίγιο καί που εύηχο είναι καί μας κάνει να αναρωτηθούμε. Μηπώς εκείνες τις ώρες αντί να βρούμε την πολυπόθητη ηρεμία,εντέλει οι σκέψεις να έρχονται καί να μας στοιχειώνουν σαν άλλες ερινύες καί να μην μας επιτρέπουν να νιώσουμε γαλήνη; Μήπως επειδή δεν έχουμε να κάνουμε κάτι άλλο,το οποίο να εμποδίζει τη δημιουργία αυτών των σκέψεων,είναι πιο εύκολο για εκείνες να εισχωρήσουν στο μυαλό μας;
Κανείς καί καμία μας δεν δύναται να γνωρίζει τι μπορεί να συμβαίνει μέσα σε ένα ξένο σπίτι. Καλώς,ή,κακώς έχουμε το ελάττωμα ως άνθρωποι να κρίνουμε από την εικόνα κι όχι από την ουσία. Θαμπωνόμαστε από το αστραφτερό περιτύλιγμα καί κρατάμε αυτό,πετώντας το περιεχόμενο στην άκρη. Όμως,δεν είναι έτσι η ζωή. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε προβλήματα,είτε μικρότερα είτε μεγαλύτερα,που επιδεινώθηκαν με την πανδημία. Έτσι καί η συγγραφέας παίρνει ως βασικούς ήρωες καί ηρωϊδες του νέου της βιβλίου απλούς,καθημερινούς ανθρώπους ίδιους/ες με εμάς. Άνθρωποι ετερόκλητοι μεταξύ τους. Άνθρωποι διαφορετικής ηλικίας,κοινωνικής τάξης,με τις προσωπικές εμπειρίες ζωής,τα πάθη,τα λάθη καί τις επιθυμίες τους με κοινό χαρακτηριστικό τον εγκλεισμό τους στο σπίτι λόγω των μέτρων για την καταπολέμηση της πανδημίας. Αγαπημένο μου κομμάτι του βιβλίου ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας ακουμπά πάνω στις ψυχές τους καί βγάζει το σκιαγράφημα για τον καθένα καί την καθεμία ξεχωριστά. Ναι,κάποιους θα τους συμπαθήσουμε κι άλλους όχι. Το θέμα,όμως,είναι πως κανένας καί καμία δεν θα μας περάσει αδιάφορος/η. Ίσως να νιώσουμε άβολα βλέποντας στοιχεία του εαυτού μας πάνω τους,μα στο χέρι μας είναι να διορθώσουμε τα όποια αρνητικά.
''Οι ένοικοι δυο απέναντι πολυκατοικιών επί της οδού Ανεξαρτησίας, άνθρωποι συνηθισμένοι, την εποχή της καραντίνας, αρχίζουν να παρατηρούν τους γείτονές τους. Με το μεγαλείο και τις μικρότητές τους, το γέλιο και το κλάμα, τις αλήθειες και τις πλάνες τους: ένας στρατηγός εν αποστρατεία που δεν τα ’χει καλά με κανέναν, μια γυναίκα που εγκληματεί από μεγάλο έρωτα, ένα ζευγάρι που σκόπιμα αγνοεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου, ένας αντιρρησίας στράτευσης, δυο νέοι που ψάχνουν μόνο την αγάπη, ένας τηγανισμένος –στην κυριολεξία όμως– σατράπης σύζυγος, μια συνταξιούχος καθηγήτρια που δεν έχει τραγουδήσει ποτέ, ένας Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα που δεν θα πάρουν ποτέ το δηλητήριο γιατί το πίνουν κάθε μέρα. Αυτοί, και άλλοι τόσοι, σκιαγραφούν με χιούμορ και πίκρα το πορτρέτο μιας κοινωνίας, ήδη «διασωληνωμένης», πολύ πριν από την πανδημία." (Περίληψη οπισθοφύλλου)
Άν καί έχουμε να κάνουμε με ένα ενιαίο κείμενο,η συγγραφέας εύστοχα παρουσιάζει την ιστορία του κάθε προσώπου ξεχωριστά μέσα σε ένα μικρότερο πεζογράφημα που ενώνοντάς τα όλα μαζί έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα με αρχή,μέση καί τέλος. Θεωρώ πως δεν είναι τυχαία η σειρά με την οποία έχουν τοποθετηθεί μέσα στο βιβλίο. Είναι σαν να αυξάνει η ένταση των συναισθημάτων σελίδα με τη σελίδα. Οι ανθρώπινες σχέσεις,λοιπόν,στο μικροσκόπιο. Από τα απωθημένα,την μοναξιά,τις φιλικές καί ερωτικές σχέσεις έως τις σχέσεις ανάμεσα σε ανδρόγυνα,παιδιά καί γονείς αλλά καί με τον ίδιο μας τον εαυτό. Όλα θα πέσουν στο τραπέζι. Όλα θα ειπωθούν καί θα λυθούν ( ; ).
Εν ολίγοις,η συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου μέσα από το νέο της κοινωνικό μυθιστόρημα θίγει σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν πολλούς ανθρώπους πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών τους χωρίς να προσθέτει επιπλέον βάρος με τον λόγο της,μα χρησιμοποιώντας το χιούμορ στις σωστές δόσεις ώστε να αποφορτίσει την κατάσταση καί να ''ξορκίσει'' το αρνητικό κλίμα. Άν καί δεν επιθυμούσα να διαβάσω πάλι ένα βιβλίο που να σχετίζεται με αυτήν τη δύσκολη περίοδο που ζούμε,το παρόν βιβλίο ήταν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη. Εάν σας κέντρισε το ενδιαφέρον,δεν έχετε παρά να το αναζητήσετε κι εσείς.
Θα μπορούσε, αλλά δεν.... Πολλοί εμπνεύστηκαν από την καραντίνα. Τούτο δω όμως είναι αλλού για αλλού. Ξεκινώντας το, νόμιζα ότι θα διαβάσω κάτι χιουμοριστικό για όσα βιώσαμε στην αρχή του κωλοϊού (όπως λέει και η συγγραφέας). Το περίμενα πιο ρεαλιστικό να το πω? Τούτο δω είναι δυστοπικό, με drone στην εξωτική Θεσσαλονίκη, ελεύθερους σκοπευτές και σεισμούς, λοιμούς, καταποντισμούς. Με άκυρες χιουμοριστικές προτάσεις στο ενδιάμεσο. Ενώ θα μπορούσες να ταυτιστείς με τους ήρωες την διπλανής πόρτας και το ρημάδι vs παρδαλής/χλιδάτης πολυκατοικίας, δεν το κατάφερε.
Ο τελευταίος ένας και πλέον χρόνος έχει αποδειχθεί διόλου εύκολη υπόθεση. Όλη η κατάσταση με τον covid μάς έβγαλε εντελώς έξω από τα νερά μας, άλλαξε τις συνήθειες και την καθημερινότητά μας, αλλά και χωρίς καν να το καταλάβουμε, τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους γύρω μας και με τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τα πράγματα μέσα σε αυτόν. Ήταν μια περίοδος πολύ δύσκολη μεν, η οποία προσφερόταν για να αναθεωρήσεις δε και πιστεύω πως πολλοί ήταν εκείνοι που άρπαξαν την ευκαιρία που τους δόθηκε. Επίσης, αποδείχθηκε μια καλή περίοδος για τους δημιουργούς κάθε είδους ν' αφιερώσουν χρόνο σε αυτό που αγαπάει ο καθένας περισσότερο και οι συγγραφείς δεν αποτέλεσαν εξαίρεση, με πολλούς απ' αυτούς ν' αντλούν έμπνευση από την καραντίνα και τις μικρές, ή και μεγάλες, ιστορίες καθημερινής τρέλας που αυτή προσέφερε.
Βέβαια, ίσως να σκέφτεστε πως: Το ότι ζούμε όλη αυτή την παράνοια είναι αρκετό, δεν χρειάζεται να διαβάζουμε και άλλες ιστορίες γύρω απ' αυτήν. Σ' έναν βαθμό, θα σας πω πως σας καταλαβαίνω, γιατί θα ήταν ψέμα αν ισχυριζόμουν πως αυτή η σκέψη δεν πέρασε και από το δικό μου το μυαλό. Ωστόσο, μέσα από μια μεγάλη λίστα επιλογών, μπορεί κάποιος να ανακαλύψει αυτό που έχει να του προσφέρει ίσως κάτι παραπάνω απ' αυτό που θα περίμενε. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το "Ώρες κοινής ανησυχίας" της Μαίρης Κόντζογλου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Μια συλλογή έντεκα διηγημάτων με ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ανθρώπων που γνωρίζουμε, που συναναστρεφόμαστε μαζί τους, που έχουμε συναισθήματα γι' αυτούς, που είμαστε απλοί παρατηρητές τους ή και που αδιαφορούμε γι' αυτούς. Ανθρώπων που θα μπορούσαμε να είμαστε ακόμα κι εμείς οι ίδιοι.
Οι ιστορίες αυτές δεν είναι βγαλμένες μέσα από κάποιο παραμύθι, αλλά από την ίδια τη ζωή. Ιστορίες ανθρώπων που δεν περίμεναν την καραντίνα για να περιοριστούν, αφού η ζωή τους και τα θέλω τους είναι εγκλωβισμένα προ πολλού μέσα σε μια φυλακή που είτε έφτιαξαν οι ίδιοι, είτε επέτρεψαν σε κάποιους άλλους να τους οδηγήσουν σε αυτές, χωρίς να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση. Μικροί ήρωες της καθημερινότητας, βουτηγμένοι στα προσωπικά τους αδιέξοδα απ' τα οποία ψάχνουν τρόπους διαφυγής, ώστε να μπορέσουν ν' αναπνεύσουν και πάλι ελεύθερα, είτε φορώντας μάσκα προστασίας είτε όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση βγαίνοντας απ' το τέλμα της αναλγησίας στην οποία έχουν βυθιστεί, μην επιτρέποντας στον εαυτό τους να κάνει εκείνο το παραπάνω βήμα που θα σπάσει τα δεσμά του.
Χωρίς ωραιοποιήσεις, η συγγραφέας αποτυπώνει στο χαρτί με τον πιο ωμό και ρεαλιστικό τρόπο όλες εκείνες τις εσωτερικές αλήθειες των ηρώων της που μάταια προσπαθούν να κρύψουν. Γιατί για όλους μας έρχεται κάποτε η στιγμή που δεν μπορούμε ν' αποστρέφουμε άλλο πια το βλέμμα μας από την εσωτερική μας αλήθεια, και το να την αποδεχθούμε και να την αγκαλιάσουμε είναι μονόδρομος, ακόμα κι αν αυτό δεν μας οδηγήσει σε έναν ιδανικό τερματικό σταθμό, αρκεί αυτός να μας προσφέρει την ελευθερία που μας ανήκει. Άλλες φορές σκληρό και άγριο, άλλες ρομαντικό και συγκινητικό, άλλες δραματικό κι άλλες κωμικό, το βιβλίο αυτό περιέχει όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης σκέψης και ψυχοσύνθεσης και με έναν γλυκόπικρο τρόπο, στο τέλος κάθε ιστορίας της, μας αφήνει με μια νότα αισιοδοξίας κι αυτό είναι κάτι που το έχουμε απόλυτη ανάγκη.
Θαυμάσιο! Σκιαγραφεί και περιγελά τον σύγχρονο αστικό τρόπο ζωής και τις παθογένειες του Έλληνα και προβάλλει την ατμόσφαιρα της καραντίνας άλλες φορές με κομψό και άλλες με ωμό τρόπο. Το περίμενα και το πήρα από την πρώτη μέρα! Υπέροχο εξώφυλλο. Ο μόνος λόγος που δε βάζω 5 στέρια είναι τα σχετικά αρκετά ορθογραφικά που παρατήρησα. Ας βάλω όμως 4,5, διότι το περιεχόμενο αξίζει πολλά περισσότερα από την εμφάνιση.
Αρχικά μου τράβηξε την προσοχή το πολύ όμορφο εξώφυλλο. Έπειτα, στις πρώτες σελίδες φοβήθηκα ότι θα είναι ένα βιβλίο που μιλάει μόνο για την καραντίνα. Αλλά ευτυχώς στη συνέχεια απόλαυσα τις ιστορίες από τις δύο πολυκατοικίες που αποδόθηκαν κάποιες με χιούμορ και άλλες με μελαγχολικό τόνο που όμως μου άρεσε.
Αν και δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής της συγγραφέως, μου άρεσε που άλλαξε το στυλ της και έγραψε για πιο επίκαιρα θέματα και σύγχρονες καταστάσεις με την ανάλογη γλώσσα . Το βρήκα έξυπνο και σύγχρονο χωρίς περιττές πληροφορίες που κουράζουν
Είναι ένα διασκεδαστικό βιβλίο! Αναφέρεται σε μια δύσκολη περίοδο που εύκολα μπορούμε να ταυτιστούμε μετά από τον covid και τα αναρίθμητα lock downs! Μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις και το πώς έχουν χαθεί βασικές αξίες όπως το ενδιαφέρον για τον πλησίον σου.
Στα θετικά αναφέρω τον τίτλο και το εξώφυλλο καθώς και το μικρό σε έκταση κείμενο. Διαβάζεται εύκολα σε μια μέρα. Ιστορίες ανθρώπων στην περίοδο της καραντίνας άλλες δοσμένες με χιούμορ και άλλες που σε συγκινούν ή σε κάνουν αναρωτηθείς. Στα αρνητικά θα έλεγα πως αν και μικρό κουράζει.
Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της κοινωνίας που χρησιμοποιεί την καραντίνα για να εξετάσει διαφορετικές συμπεριφορές και σχέσεις. Ένα βιβλίο που είναι γεμάτο χαρά, μελαγχολία και ελπίδα.
Νομίζω ήταν το ιδανικό βιβλίο για να περάσω την ώρα μου εκείνη την περίοδο που βαριόμουν. Είχε ενδιαφέρον ιστορίες αλλά περιέγραφε την περίοδο του covid πολύ διαφορετικά από το πως την βιωσαμε όντως. Κάποιες ιστορίες ήταν λίγο τραγικές αλλά γενικά είχε ενδιαφέρον.