Nikolas Koutsodontis was born in 1987 in Athens. He studied Sociology at Panteion University of Social and Political Sciences and has published three collections of poetry: Decalcomania (Edypois Editions 2017, Thraca Editions 2024), Just don’t bring anyone home (Thraca Editions, 2021, 2nd edition 2023) and Maybe you’ll go abroad (Thraca Editions, 2024). He has translated a poetry book by the Croatian poet Marko Pogačar (Sunday Collector, Thraca Editions, 2024) and was also the main anthologist of the first Anthology of Greek Queer Poetry (Thraca Editions, Rosa Luxemburg Institute- Office in Greece, 2023). His own poems have been translated into German (https://signaturen-magazin.de/edition...), English, Slovenian(http://vrabecanarhist.eu/nikolas-kout...), Croatian, Italian (https://poesiainverso.com/2022/07/25/...) and Albanian.
Γράφει ο ποιητής Άκης Παραφέλας για το "Μόνο κανέναν..." :
"«Σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου / ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω / όλους τους ξύλινους σταυρούς που σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες επιθυμίες». Με αυτούς τους στίχους του Γ. Ρίτσου από το ποίημα «Μουσείο Βατικανού», ξεκινούσε ο Νικόλας Κουτσοδόντης πριν τέσσερα χρόνια, πάνε νομίζω τόσα, την πρώτη του ποιητική συλλογή Χαλκομανία. Κι αν, πριν απ’ όλα, κάποια αίσθηση αφήνει το νέο του βιβλίο, τούτη είναι πως συνεχίζει να συνομιλεί επίμονα με τους στίχους αυτούς, κάνοντας μάλιστα και κάτι παραπάνω, κάτι ακόμη πιο βαθύ και πιο γενναίο: καταφέρνει να τους ξεφύγει. Όχι μονάχα με το να χωνεύει την ισχυρή ριτσική επίδραση στην ποίησή του σε τέτοιο βαθμό που να την καθιστά αναπόσπαστο κομμάτι της δικής του, ιδιαίτερης και ξεχωριστής φωνής, αλλά πολύ περισσότερο με το να μη σταμάτα στο να σπάει τους σταυρούς που σταυρώνουν, αλλά με το να προσπαθεί ήσυχα, χωρίς υψηλούς τόνους, μα σίγουρα να χαρίσει στις επιθυμίες έναν παράδεισο, έναν παράδεισο γήινο, καθόλου υπερβατικό ή μεταφυσικό, έναν παράδεισο που έχει κορμί «υγρό στόμα», «ξυρισμένο μάγουλο» και «όλα τα κλειστά τα λύκεια του Ιουλίου στα ζυγωματικά», έναν παράδεισο που κατορθώνεται ακόμη και σε εκείνες τις στιγμές που ματαιώνεται, δηλώνοντας πόσο ριζοσπαστική είναι σήμερα η ανάγκη διεκδίκησης της συνάντησης, του έρωτα (ή απλά της δυνατότητάς του), και καθιστώντας έτσι την ποίηση του Νικόλα Κουτσοδόντη άμεσα πολιτική ακόμη και στις πιο προσωπικές πτυχές της, χωρίς όμως το πολιτικό να εκβιάζεται. «Για μένα είναι το άγγιγμα το πιο ζεστό μου ρούχο / και προς μια τέτοια ανατροπή δουλεύω»."
"Εκείνο, ωστόσο, που κυριαρχεί στη συλλογή είναι η διεκδίκηση μιας ειλικρινούς και θαρραλέας στάσης όχι μόνο απέναντι στον εαυτό, αλλά και απέναντι στην τέχνη. Γιατί εκείνο που φαίνεται πως αντιλαμβάνεται ο Κουτσοδόντης ως λειτουργία της ποίησης είναι ακριβώς η ιδιότητά της να αποτελεί «δοχείο» της αλήθειας, ακόμα κι αν η αλήθεια αυτή είναι δύσκολη στη διεκδίκηση, στην προσπέλαση και την κατανόησή της.Αυτή ακριβώς η αναζήτηση και η αποτύπωση της αλήθειας είναι στενά συνυφασμένη με την τολμηρότητα του λόγου και εκβάλλει ακριβώς στην απελευθέρωση και της ποιητικής γλώσσας, της έκφρασης, αλλά και του ίδιου του ποιητή: Είμαι αλήτης/ και σβήνω τη λέξη Θεός/ από τις «Σκέψεις» του Πασκάλ/ είμαι πλημμυροπαθής και δεν/ μπορώ να κλάψω/ έχω σιχαθεί το νερό («Κουβέντα με τη μαγείρισσα»). Η απελευθέρωση, επομένως, μοιάζει να πραγματοποιείται εξίσου στο επίπεδο της ζωής και της τέχνης, ίσως μάλιστα περισσότερο στο επίπεδο της δεύτερης. Πρόκειται για μία βαθιά παραδοχή της δύναμης που έχει η τέχνη, η ποίηση εν προκειμένω, να γίνεται η μήτρα της δημιουργικής έκφρασης για καθετί αδιαμόρφωτο λανθάνει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και ψυχοσύνθεση."
"το δεύτερο βιβλίο του Κουτσοδόντη σε σχέση με το πρώτο φανερώνει με τόνο θερμό κι εξομολογητικό τον σεξουαλικό προσανατολισμό του αφηγητή. Επίσης φανερώνεται και το τίμημα που πληρώνει επειδή δε γίνεται σεβαστή η επιλογή του από την κοινωνία κύριος λόγο του ανορθολογισμού και του συντηρητισμού που κυριαρχεί στη συνείδηση της. Το τίμημα είναι κυρίως η περιθωριοποίηση και η αφόρητη μοναξιά. Όμως κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των ποιημάτων ως αίτιο της μοναξιάς δεν αναδεικνύεται μονάχα η οπισθοδρομική συνείδηση αλλά και το υπόβαθρο της καπιταλιστικής κοινωνίας που στερεώνεται στη βία και στην εκμετάλλευση. Κι αυτή η ανάδειξη της βίας και της εκμετάλλευσης γίνεται με ιστορικό πρόσημο για να σκεφτεί και να κατανοήσει ο αναγνώστης ότι μπορεί η ανθρωπότητα να ζήσει και χωρίς βία κι εκμετάλλευση. Στο παραπάνω συμπέρασμα λοιπόν έγκειται η σπουδαιότητα και της δεύτερης συλλογής του Κουτσοδόντη τόσο στο αισθητικό όσο και στο ηθικό επίπεδο.
(...)
η ποίηση του, συνδυάζει το ρεαλισμό με το μοντερνισμό, κάτι που ναι ίσως απαραίτητο, αν θέλει σήμερα ο ποιητής να εκφράσει τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Ο Κουτσοδόντης ακόμη και στην ερωτική του έκφραση είναι βαθιά ανθρώπινος και ρεαλιστής: Κάποτε τάβλες βάζαμε να μεγαλώσει το τραπέζι/ τις γιορτές ερχόταν κόσμος έτρωγε ρώσικη τυροπι-/ τάκια σαλονικιώτικα εγώ ήμουν λιγόφαγος κι έπει-/ τα του παρκέ η μυρωδιά γιορτινή… Τα δικά μας/ σπίτια ασυγύριστα ξεπαγώνεις της μάνας τα πε-/ σκέσια απ’ το Λιτόχωρο λείπεις όλη μέρα λίγο πολύ/ μένεις νηστικό αρκούδι – σε φαντάζομαι να τρως/ και σου φιλώ τις σάλτσες στα χείλη.
Ο τρόπος του ποιητή Νικόλα Κουτσοδόντη να εκφράζεται μέσω Ποιητικών ειρμών (και Ορμών), με μια ερωτικά θλιμμένη γραφή, με αφήνει πάντα άφωνη και μουδιασμένη. Συνειρμικά έχει τη δύναμη να με ταξιδεύει όχι μόνο σε όσα η ζωή δεν μου έχει γνωρίσει και μέσα από τα λόγια του μαθαίνω, μα -κι αυτό νομίζω είναι το πιο σημαντικό- αναδεύει μνήμες ξεχασμένες, από ζωές αλλοτινές (ή από τούτη, την φτωχικά πολύτιμη) που είχα ξεχασμένες...
Queer αισθητική και προσέγγιση, αλλά με έναν τρόπο τόσο δικό του κι εκτός τετριμμένων. Φυσικά, ο Νικόλας, ως άτομο με άποψη, θα ήταν κρίμα (και δεν το κάνει) να μένει σε στενά περιθώρια έκφρασης, γι' αυτό κι η συλλογή αποτελεί πρόταση για κάθε φίλο λογοτεχνίας/ποίησης κι οτιδήποτε άλλο!
Μιλώντας για άλλους ποιητές, ο Νικόλας Κουτσοδόντης έχει μια ποίηση πυκνή με πολλές αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα που όμως καταφέρνει να τις δέσει σε ένα συνεπές αφήγημα. Με την ποιητική συλλογή του «Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι» καταφέρνει ένα τεράστιο στοίχημα, δηλαδή τη συμπερίληψη πολλών ιστορικών (κυρίως) αναφορών που όμως δεν αποξενώνουν τον αναγνώστη. Από τη μια σε αυτό συντελεί η προσθήκη εκτενών σημειώσεων στο τέλος της συλλογής, οπότε ο αναγνώστης δε χρειάζεται για τις τυχόν απορίες του να φύγει έξω από αυτήν. Όλες οι αναφορές μπορούν μάλιστα να αποτελέσουν έναυσμα για μια διεύρυνση οριζόντων του αναγνώστη, τελικά ο ίδιος παροτρύνεται σε ένα δεύτερο χρόνο να αναζητήσει την ιστορία πίσω από τα γεγονότα και τελικά να ενδιαφερθεί ακόμα περισσότερο για την κοινωνική, πολιτική και τελικά ιστορική ευθύνη που φέρουν όλα τα άτομα που ζήσαν και ζουν στον πλανήτη αυτόν. Από την άλλη μεριά η ποιητική συλλογή αρχίζει με περισσότερες επικλήσεις στο συναίσθημα, με μια ποίηση πιο απλή αλλά ταυτόχρονα μαγική. Οι συνδέσεις των εννοιών φαίνεται να ακροβατούν πάνω σε μια λεπτή κλωστή συνοχής η οποία όμως είναι ευδιάκριτη στον αναγνώστη. Τελικά αναρωτιόμαστε πώς κατάφερε να συνδέσει τις εικόνες με τις ιδέες, την απλή γλώσσα με τις λεπτές υφές. Επομένως, αυτή η συλλογή αποτελεί ένα επίτευγμα δημοκρατικής ποίησης που δεν αποκλείει το αναγνωστικό κοινό από το να την απολαύσει.
Η ουσία όμως της συλλογής βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης. Η συλλογή είναι άρτια δομημένη και δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τη σειρά των ποιημάτων. Κάθε ποίημα εξυπηρετεί με έναν τρόπο τον κεντρικό στόχο της συλλογής και τελικά ορίζει μια συνεχόμενη ροή που μεταπηδάει από ποίημα σε ποίημα. Αυτή τη νοηματική συνοχή ο Νικόλας την πετυχαίνει μέσα και από τίτλους. Στην αρχή της συλλογής συναντάμε το ποίημα: «Τηγανόλαδο» και στο τέλος της (είναι το τελευταίο ποίημα) συ��αντάμε το ποίημα: «Τηγανόψωμο». Τα δύο ποιήματα αυτά γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο συνομιλούν, υποδηλώνοντας την εξέλιξη του ποιητικού υποκειμένου μέσα στο ίδιο του το έργο. Ακόμα έχουμε ποιήματα με υπέρ��ιτλο «Επίσκεψη πρώτη» μέχρι και το «Επίσκεψη έκτη». Το ποίημα με υπέρτιτλο «Επίσκεψη πρώτη» θεωρώ πως αποτελεί την πρώτη ουσιαστική ιστορική αναφορά. Όλες αυτές οι «επισκέψεις» μας κάνουν να συνειδητοποιούμε πως τα υποκείμενα σχεδόν αναγκαστικά έρχονται αντιμέτωπα με την ιστορία που υπήρξε πριν από αυτά. Σε όλη την ποιητική συλλογή πιστεύω πως εξετάζεται αυτή ακριβώς η επίδραση των συναντήσεων. Τελικά η συλλογή αποτελεί ένα συνεπές αφήγημα που ακουμπάει και εξετάζει πώς το ίδιο το υποκείμενο αρχίζοντας από το δικό του προσωπικό βίωμα στέκεται απέναντι στην κοινωνία του σήμερα και στα ιστορικά γεγονότα. Θα τολμούσα να βρω μια δικαιολογημένη θλίψη για όλα εκείνα που μας έφεραν στο σήμερα που όμως αντιστρέφεται από ποιήματα όπως «Ο Σερβιτόρος» που καταλήγει στο πολύ ουσιαστικό: «τα δικά μας σπίτια ασυγύριστα ξεπαγώνεις της μάνας τα πεσκέσια από το Λιτόχωρο λείπεις όλη μέρα λίγο πολύ μένεις νηστικό αρκούδι - σε φαντάζομαι να τρως και σου φιλάω τις σάλτσες στα χείλη». Τελικώς, το ποιητικό υποκείμενο δεν ολισθαίνει στους γνωστούς και εύκολους γκρεμούς, τους χαρτογραφεί όμως με ακρίβεια αφήνοντας πάντοτε μια ανάσα ελπίδας.
Από όλα τα ποιήματα παραθέτω τα «Κουβέντα με τη μαγείρισσα» και το «Νησιωτική ηθική». Ειδικά το τελευταίο είναι ένα ποίημα ανατριχιαστικό που εμένα προσωπικά με είχε κάνει να δακρύσω από την πρώτη ανάγνωση.
Αυτή τη στιγμή κυκλοφορεί από τις εκδώσεις Θράκα η τρίτη του ποιητική συλλογή με τίτλο: «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό». Μια γρήγορη κριτική για αυτή τη συλλογή θα ήταν: «Ωδή στην τρυφερότητα», οπότε αναμφίβολα πρέπει να την εξερευνήσετε.
Queer μα πάνω απ' όλα ανθρώπινο. Μου άρεσε πολύ που υπήρχαν σημειώσεις στο τέλος για κάποια ποιήματα σε σχέση με κάποια πρόσωπα που αναφέρονταν σε αυτά καθώς μπορείς έτσι να ξαναδιαβάσεις τα ποιήματα και να δεις την ποιητική ευφυϊα αυτού του νέου ποιητή με άλλο μάτι. Ποίηση ταξική, κόκκινη, δυναμική. Παρ όλη την τρυφερότητα των ποιημάτων δε μιλάμε για κλαψιάρικα ποιήματα μα για ευαίσθητη και ταυτόχρονα δυναμική ποίηση. Το ποίημα ''ZACKIE OH'' αδυνατείς να μην το λατρέψεις. Απόσπασμα στίχων: ''Zackie Oh κάποιος μεγάλωσε στο χωριό είχε τσιμπηθεί στα δέκα μ' ένα κοριτσάκι στο παιδικό του ξυλουργείο πήρε το πρώτο του φιλί ανάμεσα σε πεταμένα ξύλα ελιάς και πεύκου της κράταγε το χέρι και κλωτσούσε σάπια λεμόνια στον δρόμο έπειτα έβαλε στολή και βρέθηκε στη Γλάδστωνος''. Και λίγο πιο κάτω: ''Zackie Oh δε με ξαπλώνουνε αμαχητί στη Γλάδστωνος''. Καταλαβαίνετε γιατί μιλάμε για σπουδαία σύγχρονη ελληνική ποίηση; Είχα συμπαθήσει τον εν λόγω ποιητή απ' όταν είχε γίνει στο θέατρο Εμπρός η παρουσίαση της ''ανθολογίας ελληνικής κουήρ ποίησης'' που κι εκεί συμμετείχε με ποίημα δικό του κι ήταν και ο παρουσιαστής της βραδιάς. Είπα πως οι εκδόσεις Θράκα βγάζουν τα καλύτερα μικρά βιβλία ποίησης; Είπα ότι πρέπει να το βουλώσουν επιτέλους οι γεροντολάτρεις της τέχνης που όλο γκρινιάζουν πως δε βγαίνει τίποτα καλό σήμερα στην ποίηση και γενικότερα στην τέχνη; Πως όλα έχουν ειπωθεί κι οι παλιοί ήταν τέλειοι μόνο κι άλλες τέτοιες μπούρδες; Το ''μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι'' είναι ένα πανέμορφο μικρό βιβλίο που θα σου κάνει την πιο ζεστή παρέα κάθε φορά που θα το ανοίγεις ξαναδιαβάζοντας ένα από τα ποιήματά του. Τουλάχιστον σε μένα έτσι λειτουργεί.