Τρεις από τις επτά πύλες της πόλης είχαν πια κυριευτεί κι οι μέχρι χτες σκλάβοι, οι πεινασμένοι, οι ματωμένοι, οι εξανδραποδισμένοι, γονάτιζαν το θεριό, άλωναν την Τριπολιτσά. «Πού πας, μπρε Νικόλα, μονάχος;» φώναξε οργισμένος ο Κολοκοτρώνης κι έκαμε να κινηθεί, να τον γυρίσει πίσω στην αράδα. «Πάω ν’ ανταμώσω την Αργυρούλα μας», του αποκρίθηκε και ξεθηκάρωσε την κοφτερή του πάλα. «Ή να γδικηθώ τον θάνατό της…»
Πρώτοι μήνες της Επανάστασης κι ο αέρας της λευτεριάς σαρώνει τα σκλαβωμένα χώματα της πατρίδας απ’ τη Μακεδονία και το Αιγαίο μέχρι το Μεσολόγγι και τον Μοριά. Ο Νικόλας, η Δέσπω, ο Στέφανος, η Αργυρώ, ο Σίμος, ο μικρός λαός τούτου δω του μυθιστορήματος, μορφές και ψυχές της Επανάστασης, παλεύουν θεριεμένα για τ’ άπιαστο όνειρο και δοκιμάζονται σκληρά απ’ την ανθρώπινη μοίρα. Ζυμώνονται με τη φωτιά και το μπαρούτι, πολεμούν, αγαπούν, θρηνούν, πονούν. Μα, επιτέλους, ανασαίνουν λεύτερα. Μετά το Σούλι και το Ζάλογγο, τα Ψαρά, τ’ Ανάπλι, η Τριπολιτσά. Τόποι μαρτυρικοί, τόποι ιεροί, μα και τόποι αφάνταστου ηρωισμού. Κει όπου οι σκλάβοι γίνονται άνθρωποι. Κει όπου οι ραγιάδες γίνονται Έλληνες.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δεκαέξι μυθιστορήματα ενηλίκων, τέσσερα μυθιστορήματα για παιδιά και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε τρεις συλλογές διηγημάτων.
Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Το μυθιστόρημά του Το αστρολούλουδο του Βοσπόρου τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας. Επίσης, το μυθιστόρημα Οι κόρες της λησμονιάς ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών – ΕΚΕΒΙ 2010, ενώ το Οι καιροί της μνήμης υποψήφιο για το ίδιο βραβείο το 2012, όπου και κατέλαβε τη δεύτερη θέση στις ψήφους των αναγνωστών και των Λεσχών Ανάγνωσης.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου έχει γράψει και τα πολιτικά θρίλερ Sφαγείο Sαλονίκης και Μαύρη αυγή με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης.
Το βιβλίο ξεκινά την άνοιξη του 1821, όταν οι Έλληνες έχουν πια εξεγερθεί εναντίον των Τούρκων όσο πιο οργανωμένα γίνεται. Βήμα βήμα η επανάσταση εξαπλώνεται στον Μοριά, πόλεις που βρισκόταν υπό την απόλυτη και αυστηρή κυριαρχία των Τούρκων τώρα ελευθερώνονται. Ο ελληνικός στόλος οργανώνεται και κάποιες προσωπικότητες ξεχωρίζουν και ηγούνται επί των ατάκτων που πολεμούν για την ελευθερία. Τελειώνει στο Μεσολόγγι, τον Μάρτιο του 1822.
Πρόκειται για μια σοβαρή και όμορφη προσπάθεια καταγραφής των ιστορικών γεγονότων με όσο πιο αντικειμενικό τρόπο γίνεται, και αυτό δυστυχώς δεν είναι πάντα ευχάριστο. Από τη μία μπορεί να διαβάζεις για τη Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας και να νιώθεις έναν κόμπο συγκίνησης στον λαιμό, και από την άλλη να διαβάζεις για όσα συνέβαιναν στις μάχες και να θες να κλείσεις το βιβλίο για να μην τα μάθεις. Εννοώ, οι πόλεις δεν απελευθερώνονται με τα χαιρετίσματα, προφανώς όλοι το ξέρουμε αυτό, αλλά και πάλι, όταν ακούμε για παράδειγμα «η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς» δημιουργούμε στο μυαλό μας εικόνες με χορούς και πανηγύρια και όχι την εικόνα μιας σφαγής…
Επίσης, ο συγγραφέας καταγράφει και τις έριδες που ξεκίνησαν ανάμεσα στους Έλληνες ήδη από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης. Προσωπικά ήξερα ότι υπήρξε εμφύλιος πόλεμος, νομίζω οι περισσότεροι γνωρίζουμε ότι πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) από όσους πρωτοστάτησαν στις μάχες για την απελευθέρωση κατέληξαν στην καλύτερη περίπτωση να πεθάνουν φτωχοί, αν δεν φυλακίστηκαν και διαπομπευτήκαν πρώτα. Υπάρχει λοιπόν στο κείμενο μια επιγραμματική αναφορά στα όσα συνέβαιναν και περισσότερες λεπτομέρειες δίνονται στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου.
Γενικά, είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, μια πολύ προσεγμένη αποτύπωση της κατάστασης. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που συμμετέχουν στην πλοκή υπαρκτές προσωπικότητες, ο συγγραφέας με μεγάλη προσοχή έχει αποδώσει κάθε σεβασμό στο όνομα και την ιστορία που έχει δημιουργήσει ο καθένας, αλλά ταυτόχρονα τους έδωσε και ανθρώπινη υπόσταση. Δεν είναι τόσο έντονο συναισθηματικά όσο το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, σαν να μου φάνηκε ότι οι προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών έχουν υποχωρήσει λίγο προκειμένου να προχωρήσει η πλοκή που αφορά τα ιστορικά γεγονότα, αν και δεν λείπουν οι δυνατές σκηνές. Περιμένω να δω πώς θα κλείσει η ιστορία…
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα. Περιγράφει τα γεγονότα στα μυθιστορήματά του με ακρίβεια και πιστότητα ,χωρίς φρου-φρου κ αρώματα όπως κ ο ίδιος εξομολογείται σε συνέντευξη του. Τον γνωρίσαμε από το μυθιστόρημα "Μάγισσες φέρτε βότανα"αλλά κ το εξαιρετικό παιδικό βιβλίο "Η χαμένη σφραγίδα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού" Από τότε έχει εκδώσει πολλά ιστορικά μυθιστορήματα κ παιδικά-εφηβικά βιβλία. Επίσης με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης έχει εκδώσει 3 πολιτικά θρίλερ. Πολυγραφότατος, γλαφυρός με βαθύ σεβασμό για τη γυναίκα ,τη μάνα,την κόρη...
Στο βιβλίο Άγιες ψυχές (συνέχεια του Άγιο αίμα)έχουμε την περίοδο της ελληνικής επανάστασης 1821-22. Με βάση τις διηγήσεις τεσσάρων νέων υφαίνει με εξαιρετική ακρίβεια γεγονότα κ ανθρώπους ψυχογραφώντας τους με ξεχωριστή στοργή, υμνώντας την αγάπη για την πατρίδα, τον ηρωισμό κ τη θυσία, στηλιτεύοντας τη διαφθορά, την προδοσία κ τη βαναυσότητα. Ο αφηγηματικός λόγος του βαθιά βιωματικός με εξαιρετική ρευστότητα κ αρκετές λέξεις ντόπιες που εντάσσονται τόσο ανεπιτήδευτα στο κείμενο που πολλές φορές δεν χρειάζεται να δεις τη σημείωση-μετάφραση. Η έρευνα που έκανε πριν το γράψει είναι ενδελεχής κ σίγουρα συμπληρώθηκε από επιτόπια έρευνα με συζητήσεις-μαρτυρίες ώστε να γίνει ακριβής η καταγραφή-αποτίμηση των γεγονότων.
Κινηματογραφική περιγραφή με τόση αμεσότητα στους διαλόγους που σε κάποιο σημείο νομίζεις ότι τους ξέρεις από παλιά και συνομιλείς ο ίδιος με τον Κολοκοτρώνη ,τον Υψηλάντη κ τους υπόλοιπους ήρωες.Θα τολμήσω να συγκρίνω τον Παπαθεοδώρου με τον μεγάλο των γραμμάτων μας Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο κ ειδικά στο βιβλίο αιχμάλωτοι (βιβλίο του πολέμου που αποτελεί το δεύτερο της τριλογίας του)
Διαβάζοντας τέτοια πλήρη βιβλία σου έρχονται σκέψεις ότι πρέπει να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα ώστε να αποβληθεί η στειρότητα κ να γίνει ευχάριστη η μάθηση της ιστορίας μας ώστε να μένει κ πιο εύκολα στη μνήμη μας.
Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όποιον αγαπάει τα ιστορικά μυθιστορηματα κ περιμένουμε το τρίτο μέρος που θα εκδοθεί το φθινόπωρο!
"Τρεις από τις επτά πύλες της πόλης είχαν πια κυριευτεί κι οι μέχρι χτες σκλάβοι, οι πεινασμένοι, οι ματωμένοι, οι εξανδραποδισμένοι, γονάτιζαν το θεριό, άλωναν την Τριπολιτσά.
«Πού πας, μπρε Νικόλα, μονάχος;» φώναξε οργισμένος ο Κολοκοτρώνης κι έκαμε να κινηθεί, να τον γυρίσει πίσω στην αράδα.
«Πάω ν’ ανταμώσω την Αργυρούλα μας», του αποκρίθηκε και ξεθηκάρωσε την κοφτερή του πάλα. «Ή να γδικηθώ τον θάνατό της…»" (Απόσπασμα βιβλίου)
Μετά το καθηλωτικό ιστορικό μυθιστόρημα ''Άγιο Αίμα'' ο αγαπημένος συγγραφέας Θοδωρής Παπαθεοδώρου επανέρχεται με το δεύτερο μέρος της τριλογίας με τίτλο ''Άγιες Ψυχές''. Το δεύτερο βιβλίο είναι ακόμη πιο συγκλονιστικό,καθώς εμβαθύνουμε όλο καί περισσότερο μέσα στην ιστορία καί στην φωτιά της επανάστασης. Ένα βιβλίο ύμνος σε όλους/ες εκείνους/ες τους/τις αφανείς ήρωες/ηρωϊδες που έδωσαν καί την ψυχή τους για τον αγώνα καί την ελευθερία. Ναι,χρωστάμε αιώνια ευγνωμοσύνη σε αυτούς τους ανθρώπους. Ναι,αισθανόμαστε περηφάνεια για τους γνωστούς ήρωες καί τις εμβληματικές γυναικείες μορφές της επανάστασης,αλλά οφείλουμε ένα πολύ μεγάλο ''ευχαριστώ'' καί στα λοιπά πρόσωπα που η ιστορία δεν αναφέρεται ονομαστικά σε αυτά καί η προσφορά τους είναι τεράστια καί κανείς καί τίποτα δεν μπορεί να την μειώσει.
Συνηθίζουμε να αποκαλούμε ''άγιο/α'' έναν άνθρωπο που έχει μαρτυρήσει για την πίστη του καί έχει ανακηρυχθεί ως τέτοιος/α από την εκκλησία. Ναι,συμφωνώ με αυτό,αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε καί όλα εκείνα τα άτομα που μαρτύρησαν με φριχτό τρόπο,όχι μόνο για την πίστη τους στον Θεό,αλλά για την αγάπη για την πατρίδα,τις οικογένειες καί την ελευθερία τους. Πώς μπορούμε να τους/τις στερούμε αυτόν τον χαρακτηρισμό; Όχι,είναι λάθος να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει αξία ανεκτίμητη,πόσο μάλλον όταν έχει χαθεί με τόσο άσχημο καί βάναυσο τρόπο. Άν η ανιδιοτέλεια αυτών των ανθρώπων,η αφοσίωση στα ιδανικά τους καί η ηθελημένη θυσία της ίδιας τους της ζωής για ένα ανώτατο σκοπό δεν τους/τις καθιστά ως αγίους/ες,τότε τί μπορεί;
Άν καί έχουν περάσει τρείς μήνες από τότε που διάβασα το πρώτο βιβλίο,όταν έπιασα να ξεκινήσω την ανάγνωση του δεύτερου βιβλίου αισθάνθηκα λες καί δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα. Ο συγγραφέας όντας δεινός χρήστης της γλώσσας καί με έναν λόγο που ξεχωρίζει,μας εντάσσει με τόσο ομαλό τρόπο στο κλίμα του βιβλίου καί πιάνει το κουβάρι της υπόθεσης από εκεί που το είχαμε αφήσει στο τέλος του πρώτου βιβλίου. Πλέον,βρισκόμαστε λίγους μήνες μετά την έναρξη της επανάστασης για την απελευθέρωση του γένους καί της πατρίδας. Η φωτιά της ελπίδας καίει δυνατά καί ακατάπαυστα. Ναι,υπάρχουν εμπόδια καί δυσκολίες,μα ο επαναστατημένος λαός δεν έχει μάθει να πέφτει αμαχητί. Ναι,πάντα υπήρχε,υπάρχει καί θα υπάρχει κάποιος Εφιάλτης,μα στο χέρι μας είναι να έχουμε ένα καλύτερο αύριο. Ενωμένοι/ες μπορούμε να πετύχουμε τα πάντα. Μαζί,λοιπόν,με τους παλιούς αγαπημένους μας γνώριμους,τους δικούς μας πια ανθρώπους,θα κάνουν την εμφάνισή τους καί νέα πρόσωπα που θα μας απασχολήσουν ποικιλοτρόπως.
''Ο Νικόλας, η Δέσπω, ο Στέφανος, η Αργυρώ, ο Σίμος, ο μικρός λαός τούτου δω του μυθιστορήματος, μορφές και ψυχές της Επανάστασης, παλεύουν θεριεμένα για τ’ άπιαστο όνειρο και δοκιμάζονται σκληρά απ’ την ανθρώπινη μοίρα. Ζυμώνονται με τη φωτιά και το μπαρούτι, πολεμούν, αγαπούν, θρηνούν, πονούν. Μα, επιτέλους, ανασαίνουν λεύτερα." (Περίληψη οπισθοφύλλου)
Η δύναμη της ψυχής μας είναι πάντα πολύ μεγαλύτερη απ'όσο δυνάμεθα να φανταστούμε. Δεν την γνωρίζουμε μέχρι να υπάρξει μία σπίθα που θα μας ''ξυπνήσει'' καί θα μας κάνει να πιστέψουμε στον εαυτό μας,όσο μικροί/ες μοιάζουμε φαινομενικά. Αυτό είναι,μάλιστα,το κύριο χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των προσώπων του κειμένου. Γίνονται άνδρες καί γυναίκες θεριά ολόκληρα που τα βάζουν με τον εχθρό. Δεν λιποτακτούν καί δεν γίνονται ρίψασπεις. Πολεμούν μέχρις εσχάτων. Πολεμούν για το δικαίωμά τους στη ζωή. Πλέον,η δράση των γεγονότων του βιβλίου μεταφέρεται στον πυρήνα της επανάστασης. ''...Μετά το Σούλι και το Ζάλογγο, τα Ψαρά, τ’ Ανάπλι, η Τριπολιτσά. Τόποι μαρτυρικοί, τόποι ιεροί, μα και τόποι αφάνταστου ηρωισμού. Κει όπου οι σκλάβοι γίνονται άνθρωποι. Κει όπου οι ραγιάδες γίνονται Έλληνες." (Απόσπασμα από περίληψη οπισθοφύλλου)
Το κείμενο βρίθει από έντονα,ποικίλα συναισθήματα,από περιγραφικές ολοζώντανες εικόνες,από πλούσιο λεξιλόγιο καί από μία αίσθηση απερίγραπτης σκέψης πως ό,τι φάνταζε ακατόρθωτο κι άπιαστο είναι πια εφικτό. Καμία υπερβολή. Κανένα πισωγύρισμα. Κανένας λαϊκισμός,ή,τάσεις βερμπαλισμού. Το βιβλίο είναι όλα αυτά που οφείλει να είναι καί μας προσφέρει ακόμα περισσότερα. 'Ένα ''διαμάντι'',όχι μόνο για την βιβλιοθήκη μας,αλλά καί για την ψυχή μας. Μία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Χωρισμένο σε δύο μεγάλα μέρη το βιβλίο διαβάζεται απνευστί καί μας πλημμυρίζει με την αύρα του καί μας ''αιχμαλωτίζει'' παντοτινά. Σαν τα δύο καίρια στάδια στις ζωές των ηρώων καί των ηρωϊδων εκείνη την παρούσα περίοδο.
Διαβάζοντας το βιβλίο,με το μόνο που μπορούσα να το παρομοιάσω,είναι ο στίχος ''...Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή.." από το ποίημα του Ρήγα Φερραίου ''Θούριος''. Ναι,χίλιες φορές να ζήσουμε έστω καί μία στιγμή ελεύθεροι/ες,παρά να είμαστε υποταγμένοι/ες από τη γέννηση έως καί τον θάνατό μας σε κάποιον κατακτητή. Όχι,δεν ''σηκώνουμε'' χαλινάρι. Όχι,δεν θέλουμε αφεντάδες στα κεφάλια μας. Απαιτούμε να ζούμε με αξιοπρέπεια σαν ίσοι/ες με τους άλλους ανθρώπους.
Δεν ξέρω πόσοι/ες έχετε διαβάσει το πρώτο βιβλίο της τριλογίας,αλλά σας προτρέπω να σπεύσετε να προμηθευτείτε καί τα δύο καί να τα διαβάσετε με τη σειρά. Θα σας ανταμείψουν καί με το παραπάνω. Για μένα ανήκουν στην κατηγορία με τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει έως σήμερα. Φαντάζεστε,λοιπόν,με τι λαχτάρα αναμένω την έκδοση του τρίτου καί τελευταίου βιβλίου της τριλογίας της επανάστασης με τίτλο ''Άγια Λευτεριά'' -πάλι από τις εκδόσεις Ψυχογιός- το φθινόπωρο του 2021. Καί ολοκληρώνοντας κάπου εδώ την αναφορά μου στο βιβλίο,οφείλω να δώσω τα σέβη μου στον συγγραφέα τόσο για το ήθος του,όσο καί για την πένα του.
Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, οι χαρακτήρες είναι πια οικείοι στον αναγνώστη που τους βλέπει να μεγαλώνουν και τις ιστορίες τους να συναντιούνται. Η Επανάσταση έχει φουντώσει για τα καλά, μαζί της και οι έριδες που την χαρακτήρισαν εν πολλοίς, τις οποίες ο συγγραφέας αναδεικνύει με μαεστρία, προσπαθώντας να μείνει πιστός στις ιστορικές πηγές και να εντάξει τα γεγονότα στη μυθιστορηματική αφήγηση. Το γνωστό γλαφυρό, οριακά υπερβολικό, ύφος του είναι εμφανές σε όλο το βιβλίο, το οποίο ακροβατεί σε κάποια σημεία μεταξύ του πλατειασμού και του πραγματικά ενδιαφέροντος, με το δεύτερο να κερδίζει τους πιο φανατικούς του είδους του και να χάνει τους λιγότερο εξοικειωμένους. Σίγουρα αποτελεί μια εξαιρετική αφορμή να δει κανείς την Επανάσταση βήμα βήμα, να ζήσει δίπλα στους βασικούς πρωταγωνιστές, να αναρωτηθεί πώς μετά από όλα αυτά η εξεγερμένη Ελλάδα τα κατάφερε στ' αλήθεια να γίνει κράτος, να θυμώσει με την πανταχού παρούσα σε όλες τις ιστορικές περιόδους εξουσιομανία και να μεταφερθεί στα βασικά μέτωπα όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα που σημάδεψαν τις εξελίξεις. Αναμφισβήτητα, προϊόν μεγάλης έρευνας που συμπληρώνει το προηγούμενο μέρος και προετοιμάζει το έδαφος για το επόμενο που ολοκληρώνει αυτό το σημαντικό έργο. (3,5 αστέρια)
Πότε υψώθηκε το λάβαρο της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα; Πότε και πώς ξεσηκώθηκε η ναυτική δύναμη των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρών; Πώς κατάφερε ένας ρακένδυτος υποταγμένος λαός να επιτεθεί σ’ έναν δυνάστη που για μισό αιώνα τον είχε σκλάβο του; Πώς επιτεύχθηκαν οι πρώτες νίκες κατά των Τούρκων αφού δεν υπήρχε τακτικός στρατός; Πώς κατελήφθη η Τριπολιτσά, το κέντρο της τουρκικής διοίκησης στην Πελοπόννησο; Γιατί απέτυχε η εξέγερση στη Μακεδονία; Ποιος ο ρόλος της Εκκλησίας στα γεγονότα; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται στο δεύτερο μυθιστόρημα της νέας τριλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου.
Το βιβλίο εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα, γύρω από τα οποία στήνεται ένα αριστοτεχνικό ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο που αντικατοπτρίζει τα σημαντικότερα γεγονότα του 1821 και στολίζεται μ’ έναν άφθαστο λυρισμό. Στο Εξόδιο, με το οποίο ξεκινάει το μυθιστόρημα, ένας επιζών της Εξόδου του Μεσολογγίου έχει καταφύγει στην Τεργέστη και περιμένει με λαχτάρα να μάθει νεότερα της συζύγου και του παιδιού του που τους έχασε εκείνη τη φρικιαστική νύχτα. Με το τέλος του βιβλίου έχω μάλλον καταλήξει στο ποιος μπορεί να είναι αυτός ο άντρας και ανυπομονώ να ξεκινήσω το τρίτο και τελευταίο μέρος για να δω κατά πόσο επιβεβαιώνομαι. Οι χαρακτήρες που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο συνεχίζουν να βιώνουν ασύλληπτες περιπέτειες και να ατσαλώνουν τον χαρακτήρα τους με τις σκληρές εξελίξεις που τους επηρεάζουν. Η Δέσπω αναζητά τον πατέρα της που ξέρει πως είναι αιχμάλωτος του Αλή πασά αλλά κανείς δεν έχει ακούσει τι απέγινε εδώ και καιρό. Έχει συγκροτήσει έναν σκληρό κι ανυπόταχτο χαρακτήρα, νιώθει προδομένη από τα ψέματα των δικών της ανθρώπων και ούσα μεγαλωμένη στο ανυπότακτο Σούλι αναδεικνύεται λεύτερη κι όχι ραγιάδισσα: «…χούι και γνώρισμα σουλιώτικο η περηφάνια ζυμωμένη αξεδιάλυτα με το γινάτι» (σελ. 101).
Ο Νικόλας, παγιδευμένος στη Ζάκυνθο από Εγγλέζους στρατιώτες που έριξε στο κατόπι του ένας κόντες, έχει καταλάβει πως «αρχόντοι κι αφεντάδες, αριστοκράτες και κόντηδες» δε διαφέρουν από αγάδες και μπέηδες και δεν έχουν κοινά να ενωθούν με τον Αγώνα. Μόνη του σωτηρία ένα συμμαχικό πλοίο που θα τον μεταφέρει στη Χαλκιδική. Ο «Αχιλλέας» του καπετάν Αλεξανδρή, κατ’ εντολή της Φιλικής Εταιρείας, πλέει στο Αιγαίο πέλαγος με συγκεκριμένη αποστολή κι έτσι η δράση μεταφέρεται και στη θάλασσα, για να γνωρίσουμε την ιεραρχία των ναυτικών, τους κινδύνους των ναυμαχιών και των ρεσάλτων, να νιώσουμε την αρμύρα της θάλασσας και την αψάδα της μάχης από πρώτο χέρι. Ο Νικόλας αντρώθηκε με την αρμύρα και τα ρεσάλτα, χωρίς να πάψει να σκέφτεται στιγμή την οικογένειά του, που δεν κατόρθωσε να αναζητήσει, παρ’ όλο που τους το υποσχέθηκε. Τι να απέγιναν η μάνα και οι αδελφές του; Στην Τριπολιτσά, η Επανάσταση ξεσπάει κι η μοίρα της Γκιουμούς αλλάζει άρδην, μιας και ο Κερίμ μπέης παίρνει κάποιες μοιραίες αποφάσεις για την πόλη του. Ταυτόχρονα, η μία πόλη της Πελοποννήσου πέφτει μετά την άλλη στα χέρια των Ελλήνων κι έτσι η Τριπολιτσά γίνεται το καταφύγιο των κατατρεγμένων Τούρκων ενώ η πολιορκία σφίγγει γύρω της. Το μυθιστόρημα καταγράφει καταλεπτώς τις δυσκολίες που έρχονταν η μία πίσω από την άλλη ως την απόλυτη πείνα, φτώχεια και εξαθλίωση και την επιδημία του τύφου. Τελικά η Τριπολιτσά πέφτει και για τρεις μέρες οι Έλληνες πέρναγαν από λεπίδι άντρες και γυναικόπαιδα και λεηλατούσαν. «Μια φρικωδία» που δεν έχει δικαιολογία αλλά εξηγείται, μιας και ήταν ο τόπος που είχαν κλέψει οι Τούρκοι από τους παππούδες τους και επιπλέον από κει ξεκίναγε κάθε δεινό στον Μοριά εναντίον τους. Η Αργυρώ, σκλάβα του Κερίμ μπέη που με το ζόρι την αλλαξοπίστησε, βιώνει μια σειρά από ανατριχιαστικά γεγονότα που θα την οδηγήσουν είτε στη λύτρωση του θανάτου είτε στην απελευθέρωσή της.
Τα ανωτέρω είναι απλώς η αρχή των συναρπαστικών ιστοριών που συγκροτούν το μυθιστόρημα και μια καλογραμμένη εξιστόρηση της Ελληνικής Επανάστασης μέσα από ανθρώπους «απλούς», γενναίους, δυνατούς, που βλέπουν τις ζωές τους ν’ αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη και να έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές και προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Πολλά από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα των πρώτων χρόνων, όπως ο ξεσηκωμός, οι ανδραγαθίες του Μάρκου Μπότσαρη, οι εντολές της Φιλικής Εταιρείας, το ξέσπασμα στον Μοριά κ. ά. ξεδιπλώνονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου χωρίς να κουράζουν και χωρίς να μπερδεύουν. Δυστυχώς, από τους πρώτους μήνες της ομοψυχίας και της σύμπνοιας με τις μεγάλες και σημαντικές νίκες σύντομα φτάνουμε στις πρώτες εμφύλιες διαμάχες που θα καταγραφούν στο επόμενο και τελευταίο μυθιστόρημα της τριλογίας. Εξίσου τεκμηριωμένα και ακριβοδίκαια δίνεται ο ρόλος των μοναστηριών του Άθω και γιατί οι ηγούμενοι αρνήθηκαν να βοηθήσουν στην αγορά όπλων και πυρομαχικών: «Εμείς δεν έχουμε απολύτως τίποτα. Ό,τι έχουμε ανήκει στην Παναγία. Με ποιο δικαίωμα θα ξεπουλήσουμε το βιός της» (σελ. 125). Η αδιαφορία τους και η έλλειψη συμμετοχής με οποιονδήποτε τρόπο έρχεται σε αντίθεση με πολλά από τα υπόλοιπα ελληνικά μοναστήρια που και τιμαλφή αξιοποίησαν και μοναχούς έριξαν στη μάχη. Ο ναυτικός αγώνας, ένα επίσης σημαντικό κομμάτι της εποποιίας του 1821, φωτίζεται μέσα από τις περιπέτειες του Νικόλα («…τα ελληνικά πλοία θύμιζαν γατάκια που γυρόφερναν τσομπανόσκυλο νιαουρίζοντας», σελ. 172): πώς μπήκαν οι Σπέτσες και στη συνέχεια η Ύδρα και τα Ψαρά στον αγώνα, πώς και γιατί βοήθησε αρκετά ο λιγότερος αριθμητικά μα πιστός στο κοινό όραμα στόλος κ. ά. Τα περιβόητα πυρπολικά ήταν ο μόνος τρόπος που είχαν οι ναυτικοί, «μισοί θεοί» κατά τον Μακρυγιάννη, για να βουλιάξουν τα μεγαλύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα τουρκικά πλοία κι οι πρώτες απόπειρες ανατίναξης δίνονται με το γνωστό και αγαπημένο μου γλαφυρό ύφος αφήγησης.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, με προεξάρχουσα φυσιογνωμία τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τα ανδραγαθήματά του, τον αγώνα του για ισομέρεια και διπλωματικότητα, την αμεσότητά του προς τον λαό, μας συστήνονται και άλλα πρόσωπα, όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Νεόφυτος Βάμβας, με πιο συγκινητική και αντιπροσωπευτική της τύχης των αγωνιστών στο ελεύθερο αργότερα ελληνικό κράτος τη Δόμνα Βιζβίζη, σύζυγο του πλοιοκτήτη και καπετάνιου Χατζηαντώνη Βιζβίζη, η οποία, μαζί με τον άντρα της, διέθεσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για τον Αγώνα αλλά πέθανε πάμφτωχη, μιας και ούτε σύνταξη δεν μπορούσε να της εξασφαλίσει το ελληνικό κράτος («αχρημασία», λένε). Διαχρονικές αλήθειες και λέξεις που εγείρουν συγκίνηση και θάμβος ακόμη και σήμερα υπάρχουν διάχυτες στο βιβλίο: «Να σκύβεις κει όπου θες κι όχι κει όπου σε προστάζουν, να γονατίζεις από συγκίνηση κι όχι από ανάγκη, αυτό δεν είναι τάχα η λευτεριά» (σελ. 251); Ο ακόλουθος διάλογος είναι ανατριχιαστικά ρεαλιστικός: «-Μα καλό είναι να πηγαίνουν και τα γράμματα μαζί με τα άρματα. Ειδαλλιώς, γιατί να τα σηκώσουμε; -Για τη λευτεριά… -Και τι καλό θα δούμε απ’ τη λευτεριά αν δεν ξέρουμε να την κάνουμε ζάφτι όταν την κερδίσουμε; Σε άξια χέρια πρέπει να πέσει η λευτεριά για να καρπίσει, για να φέρει ειρήνη, προκοπή κι ευημερία στους ανθρώπους που πάλεψαν να την κατακτήσουν. Αλλιώτικα μπορεί κι επικίνδυνη να γίνει» (σελ. 276).
Το Πάσχα του 1821 μία ήταν η ευχή: «-Χριστός Ανέστη! -Η Ελλάς ανέστη!», την ίδια ώρα που για τους Τούρκους όλο αυτό ήταν ένα χαϊνί ζορμπαλίκι και για την Ευρώπη απλώς μια επαναστατική ενέργεια σαν αυτή των Καρμπονάρων της Ιταλίας, όχι ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Κι όμως: «… ο στρατός του Εικοσιένα, πεινασμένος, βρόμικος, ξυπόλητος, είχε προσκέφαλο την πέτρα και σκεπή τον ουρανό. Μα στάθηκε ο πιο φημισμένος κι ένδοξος της πατρίδας μας καθώς της χάρισε τη λευτεριά της ύστερα από αιώνες σκλαβιάς» (σελ. 558). Κι αυτός ο στρατός είχε απέναντί του όχι μόνο τον Τούρκο αλλά και τους κοτζαμπάσηδες και την πολιτική αρχομανία που τους κατείχε. Πολιτικάντικες κλίκες ομοεθνών και ομοθρήσκων που δολοφόνησαν, εκβίασαν, φυλάκισαν, και στις Σημειώσεις ο συγγραφέας, παρ’ όλο που παρασύρεται από την πίκρα και την αδικία για τα σκοτεινά γεγονότα της Επανάστασης, δεν παύει να είναι ακριβοδίκαιος και τεκμηριωμένος, ακόμη και να απευθύνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο προς τον αναγνώστη για να τον βοηθήσει να εξοικειωθεί με το γενικότερο κλίμα για να κατανοήσει περισσότερο τα γεγονότα. Η γραφή του Θοδωρή Παπαθεοδώρου είναι υπέροχη, ιδιαίτερη, γεμάτη ιδιωματισμούς και πλούσιο λεξιλόγιο που ζωντανεύουν τα γεγονότα, γραμμένη σε κάποια σημεία μ’ ένα γλυκά ιδιόμορφο ποιητικής μορφής συντακτικό, λαμπρυμένη από καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές. «Αργοσερνόταν ολημερίς ο ήλιος, σκαλωμένος θαρρείς στα βουνά της Λέσβου στην αρχή κι ύστερα ανεβασμένος στον ουρανό να ραχατεύει τραβώντας για τη δύση χωρίς ν’ αποφασίζει να πάρει τη βουτιά του στο νερό και να τελέψει τη μέρα» (σελ. 188). Και πόσο συγκινητικό αυτό: «…κάθε πρωί μ’ ευγνωμοσύνη άνοιγε δυο μεγάλα δώρα, τα μάτια του που είχαν κοντέψει να κλείσουν διά παντός» (σελ. 160). Η φύση, τ’ απάτητα βουνά, τα αχάρακτα μονοπάτια, τα οροπέδια και τα δάση, τα ποτάμια και οι γκρεμοί καταγράφονται εξίσου καλά με τις μεγάλες πόλεις, τους δρόμους τους, τον ετερόκλητο πληθυσμό τους, τα μαγαζιά.
Οι «Άγιες Ψυχές» είναι ένα μυθιστόρημα βουτηγμένο στον ηρωισμό και το αίμα, που από τις γυναίκες του πρώτου μυθιστορήματος μας μεταφέρει μπροστά στους άντρες του Αγώνα και στις πρώτες σελίδες εποποιίας και προδοσίας που ακολούθησαν το ύψωμα του λαβάρου. Οι τρεις βασικοί ήρωες, η Αργυρώ, ο Νικόλας και η Δέσπω, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες πια, ζουν από κοντά τα πιο σημαντικά γεγονότα, με τον έρωτα να εμφιλοχωρεί κάπου κάπου και την αγωνία να χτυπάει κόκκινο είτε για την έκβαση των μαχών και των εκστρατειών (ακόμη και για όσους ξέρουν από Ιστορία), είτε για την ευόδωση των προσωπικών στόχων και φιλοδοξιών των χαρακτήρων. Παρ’ όλα τα τεκμηριωμένα στοιχεία, τα ντοκουμέντα, τους στρατηγικούς και διπλωματικούς χειρισμούς, τα αίτια και αιτιατά των εξελίξεων, δεν κουράστηκα ούτε στιγμή, αντίθετα, ήθελα να μην τελειώσει η ανάγνωση, ρουφούσα άπληστα την ακριβοδίκαιη παρουσίαση ανθρώπων και γεγονότων και μάθαινα με αξιέπαινο τρόπο για γνωστές και άγνωστες σελίδες που κανένα σχολικό βιβλίο δε θα παρουσιάσει ποτέ.
Ένα βιβλίο για τις Άγιες Ψυχές που αγωνίστηκαν το 1821 προκειμένου να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι, για όλους αυτούς που υπέφεραν σαν ραγιάδες από τους Τούρκους, για όλους εκείνους που είδαν τις ζωές τους να αλώνονται μέσα στη δίνη του πολέμου... Για όλους αυτούς γράφει ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου στο δεύτερο μέρος της τριλογίας του για την Ελληνική Επανάσταση με τίτλο Άγιες Ψυχές. Αναμφισβήτητα πρόκειται για επικό έργο, που σέβεται την ιστορική έρευνα και τηρεί απαρεγκλίτως τους κανόνες του ιστορικούς μυθιστορήματος.
Μετά το Άγιο Αίμα, το πρώτο μέρος της τριλογίας, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται κυρίως το 1820-1821, κατά τα χρόνια, δηλαδή, πριν από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, η υπόθεση στο βιβλίο Άγιες Ψυχές εκτυλίσσεται κατά τα έτη 1821-1822, στα πρώτα χρόνια του πολέμου της Ανεξαρτησίας.
Εδώ θα συναντήσουμε ξανά τη Δέσπω από τα Γιάννενα, μια νεαρή κοπέλα με καταγωγή από το Σούλι, η οποία θα γνωρίσει τον έρωτα στο πλευρό του Σίμου, αλλά και το πιο απαίσιο πρόσωπο του πολέμου, για να βρεθεί τελικά στο, ελεύθερο Μεσολόγγι, το οποίο ετοιμάζεται πυρετωδώς για την άμυνά του απέναντι στους Τούρκους. Θα ανταμώσουμε ξανά την πολύπαθη και γενναία Αργυρώ, που η μοίρα την έριξε αιχμάλωτη στα χαρέμια των Τούρκων και που αγωνίζεται για την προσωπική της λευτεριά και επιβίωση. Θα συνομιλήσουμε, τέλος, ξανά με τον Νικόλα, που είχε μείνει ορφανός στο πρώτο μέρος της τριλογίας και που η τύχη τον έριξε να πολεμήσει στα καράβια πλάι σε ξακουστούς καπεταναίους, αλλά και να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο Γέρο του Μοριά, ο οποίος τον θεωρεί ψυχοπαίδι του. Μαζί του θα βρεθεί στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, ψάχνοντας απεγνωσμένα την αδελφή του, την Αργυρώ. Θα καταφέρει, άραγε, να τη βρει; Η υπόλοιπη κριτική στο Literature.gr
Σε συνέχεια του εξαιρετικού πρώτου βιβλίου της τριλογίας, ο Παπαθεοδώρου μας περιγράφει με τον ίδιο εξαιρετικό τρόπο τη συνέχεια της ιστορίας του Σίμου, της Αργυρώς, του Νικόλα, οι οποίοι συνεχίζουν να περιπλανώνται στα ματωμένα και σκλαβωμένα χώματα της πατρίδας, αναζητώντας την προσωπική τους λύτρωση αλλά και προσδοκώντας την λευτεριά αυτού του ένδοξου τόπου! Είναι τόσο ρεαλιστικός ο τρόπος γραφής του συγγραφέα, ο οποίος, κυριολεκτικά σε μεταφέρει εκεί, σε κάνει να νιώσεις την ίδια αγωνία, την οργή, την αδικία που νιώθουν οι ήρωες του βιβλίου! Ανυπομονώ για το τρίτο και τελευταίο μέρος. Συγκλονιστικός Παπαθεοδώρου, για μία ακόμη φορά!
Πυκνή και περιεκτική γραφή με χρήση λεξιλογίου και εκφράσεων της εποχής, σαν να παρακολουθούμε αφήγημα από κάποιον σύγχρονο των καιρών εκείνων. Ο κ. Παπαθεοδωρου μας υπενθυμίζει τόσο τις λαμπρές, ηρωικές στιγμές της επανάστασης και του λαού αλλά και τις μαύρες που μας έχουν ζημιωσει και μας έχουν δώσει άσχημους χαρακτηρισμους. Προσωπικά, με κουράζουν και με αφήνουν αδιάφορη οι σκηνές μάχης και πολέμου, αλλά στο συγκεκριμένο βιβλιο υπερισχύει η ανθρώπινη μορφή και κ χαρακτήρας κάθε ήρωα. Όπως πάντα, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν οι επεξηγήσεις στο τέλος του βιβλίου που δίνουν έναυσμα για περαιτέρω ιστορική έρευνα. Με περιμένει και το τρίτο μέρος αλλά θα κάνω μια ανάπαυλα μιας και το διάβασμα των κειμένων αυτών είναι απαιτητικό και θέλει να το χωνέψει ο αναγνώστης.
Καταρχάς θέλω να πω πως είμαι πολύ λίγη για να μιλήσω εγώ γι' αυτό το βιβλίο αλλά θα προσπαθήσω να πω, όπως μπορώ, όλα αυτά που ένιωσα διαβάζοντας το.
Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας,Άγιες Ψυχές, ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου μας μεταφέρει στην καρδιά της ελληνικής επανάστασης. Το λάβαρο της επανάστασης υψώνεται και η εξέγερση ξεκινάει.Πρόσωπα που αφήσαμε στο πρώτο βιβλίο, Άγιο Αίμα , τα συναντάμε κι εδώ αλλά και νέα πρόσωπα που μάχονται για την Ελλάδα από άκρη σ' άκρη,από στεριά και από θάλασσα για την ελευθερία του γένους.
Δε θα δούμε στρατηλάτες και πολέμαρχους να πολεμάνε αλλά απλούς ανθρώπους που μάχονται με όλη τους την ψυχή για την ελεύθερη πατρίδα.Γιατί και σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας εστιάζει στους ανθρώπους , στις καθημερινές ζωές τους, στα βασανιστήρια όσων δεν αλλαξοπίστησαν και τις πραγματικές ανησυχίες τους.Δίπλα στον Παπαφλέσσα,τον Κολοκοτρώνη και τον Υψηλάντη ,ήρωες που αν και είναι επινοημένοι από τον συγγραφέα μοιάζουν τόσο αληθινοί και ολοκληρωμένοι.
Για ακόμα μια φορά θαύμασα τον Θεόδωρο Παπαθεοδώρου για τις γνώσεις του, το μοναδικό αυτό λεξιλόγιο που μεταφέρει τον αναγνώστη ακριβώς σε εκείνον τον τόπο και τον χρόνο,τις ολοζώντανες περιγραφές αλλά και το σεβασμό με τον οποίο έχει χειριστεί τα ιστορικά γεγονότα. Η γραφή του είναι μοναδική και αποδεικνύει πως είναι δεινός στη συγγραφή και αξιόλογος στην μυθοπλασία. Δεν επιλέγει την εύκολη οδό, δεν παραθέτει απλά ιστορικά στοιχεία. Έχει κάνει έρευνα, έχει μιλήσει τη γλώσσα και τις διαλέκτους της εποχής και του εκάστοτε τοπου.εχει δώσει κι ο ίδιος την ψυχή του για να παραδοθεί αυτό το έργο στα χέρια μας άρτιο και πλήρες. Μου αρέσουν τα βιβλία από τα οποία μαθαίνω πράγματα.Κι αυτό δεν είναι απλά ένα βιβλίο που το διαβάζεις για να περάσει η ώρα αλλά ένα βιβλίο που σε κάνει να ανατριχιάζεις και να φουσκώνεις από περηφάνια!
Δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του συγκλονιστικού βιβλίου "Άγιο αίμα", με την υπογραφή του αγαπημένου μας συγγραφέων ιστορικών μυθιστορημάτων Θοδωρή Παπαθεοδώρου, κυκλοφόρησε και το δεύτερο βιβλίο της νέας του τριλογίας -κατά τη διάρκεια μιας χρονιάς διόλου τυχαίας, αφού όπως έχουμε πει πολλάκις τους τελευταίους μήνες, φέτος συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, η οποία ενέπνευσε πολλά συγγραφικά έργα της φετινής λογοτεχνικής περιόδου, ανάμεσά τους και η εν λόγω τριλογία, που ίσως, περισσότερο από κάθε άλλη συγγραφική προσπάθεια ανάλογου ύφους και θεματολογίας, καταφέρνει ν' αγγίξει λίγο περισσότερο τις πιο ευαίσθητες χορδές μας, αφού δεν μας ταξιδεύει απλά πίσω στον χρόνο και στην Ιστορία του τόπου μας, φωτίζοντας σκοτεινές πτυχές αυτής, αλλά και σε εκείνα που υπήρξαν πραγματικά σημαντικά και μοιάζουν να ξεχάστηκαν. Και σε αυτό ίσως να φταίει και το ότι δεν ακούστηκαν ποτέ όσο θα έπρεπε.
Το "Άγιες ψυχές" μάς μεταφέρει χρονικά εκεί όπου μας είχε αφήσει το "Άγιο αίμα", λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη της Επανάστασης και την αρχή του αγώνα του Έθνους, προς τον μακρύ δρόμο για την απελευθέρωση της πατρίδας. Μια εποχή όπου η μια μάχη διαδέχεται την άλλη, κάθε αγώνας είναι ακόμα πιο δύσκολος από τον προηγούμενο, και που οι θυσίες που απαιτούνται γίνονται όλο και μεγαλύτερες, όπως μεγαλύτερη γίνεται και η ανάγκη για συσπείρωση όλων των δυνάμεων που υπάρχουν ενάντια στον κοινό εχθρό. Όμως, πάντα ανάμεσα σε όσους αγωνίζονται για το κοινό καλό, θα υπάρχουν κι εκείνοι που ενδιαφέρονται περισσότερο για το δικό τους το συμφέρον, που είναι υπεράνω όλων και που για χάρη του αξίζει να προδώσεις ακόμα και την ίδια σου την ψυχή -κι ευτυχώς, αυτοί οι άνθρωποι είναι λίγοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ειδικά μπροστά σε εκείνους που έχουν αρετή και τόλμη.
Όπως προανέφερα, η τριλογία αυτή, μας μεταφέρει πίσω στα σκοτεινά εκείνα χρόνια της πατρίδας μας, όπου χρειάστηκε να παρθούν γενναίες αποφάσεις προκειμένου να φτάσουμε στο ν' αποτινάξουμε τον Τουρκικό ζυγό της σκλαβιάς από πάνω μας, αναπνέοντας ελεύθερα, χωρίς το βάρος μιας συνεχούς απειλής να βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια μας. Το Έθνος απαίτησε πολύ μεγάλους αγώνες κι ακόμα μεγαλύτερες θυσίες προκειμένου να μπορέσει να είναι και πάλι ελεύθερο, και μέχρι και τις μέρες μας, οι ένδοξοι ήρωες της εποχές εκείνης τιμούνται και μνημονεύονται, τόσο απ' όσο γράφτηκαν στην Ιστορία αυτού του τόπου, με αίμα και δάκρυα τις πιο πολλές φορές, όσο κι από εμάς τους ίδιους, που διδαχτήκαμε τα κατορθώματα και τα επιτεύγματά τους -άσχετα απ' το αν εμείς, στο σήμερα, σε μια μεγάλη πλειοψηφία, δείχνουμε να μην εκτιμάμε όσο θα έπρεπε, πράγμα λυπηρό.
Όμως, πέραν όλων αυτών, η τριλογία αυτή έχει σκοπό να υμνήσει και να τιμήσει και όλους εκείνους που θυσίασαν τη ζωή τους για τον Αγώνα και την πατρίδα και που το όνομά τους δεν έμεινε με χρυσά γράμματα στην Ιστορία. Όλους εκείνους τους ανώνυμους ήρωες, που θυσίασαν τη ζωή τους για να μπορέσουν να ζήσουν κάποιοι άλλοι, που μπορεί να μην δοξάστηκαν, πόσο μάλλον να μην αγιοποιήθηκαν, εντός ή εκτός εισαγωγικών, αλλά που οι ψυχές του με βεβαιότητα άγιασαν, γιατί οι θυσίες που με τόση ανιδιοτέλεια κι αυταπάρνηση έπραξαν, δεν μπορεί παρά ν' αναγνωρίστηκαν από κάτι ανώτερο του ανθρώπου. Για τους ήρωες αυτούς, που μπορεί να μην είχαν ονόματα ξακουστά, αλλά διέθεταν ψυχή βαθιά, είναι η τριλογία αυτή, και στο δεύτερο βιβλίο είναι ακόμα πιο εμφανές, με τον συγγραφέα να καταφέρνει να μας συγκινεί ουκ ολίγες φορές, μιλώντας για όλους εκείνους τους άντρες και για όλες εκείνες τις γυναίκες, που μέσα τους έκαιγε μια φλόγα που ήταν υπεράνω όλων και που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τους ευχαριστήσει κανείς.
Πραγματικά, δεν ξέρω τι να γράψω για το βιβλίο αυτό και να είναι αρκετό. Κάτι που λέει πως όσο και να προσπαθήσω, μάλλον θα το αδικήσω, γι' αυτό και θα σας παροτρύνω να το διαβάσετε εσείς οι ίδιοι και να το κρίνετε μόνοι σας, αφού θα το έχετε αφήσει να μιλήσει στην καρδιά και στην ψυχή σας, πράγμα που θαρρώ δεν θα δυσκολευτεί διόλου να το κάνει. Γιατί ο κύριος Παπαθεοδώρου δεν είναι απλά ένας άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας, αλλά κι ένας εξαίσιος μυθιστορηματογράφος, που με την πένα τους καταφέρνει να μας ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο, να μας συστήνει ανθρώπους και μέρη που δεν γνωρίζαμε μέχρι χθες, αλλά που σήμερα μάς φαντάζουν τόσο οικείοι, μα πάνω απ' όλα, καταφέρνει να κάνει τις καρδιές μας να χτυπάνε στον ίδιο ρυθμό με εκείνες των ηρώων του κι αν αυτό δεν είναι σπουδαίο, τότε δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να είναι.
Δυνατή συνέχεια του πρώτου βιβλίου. Σε κάποια σημεία, ωστόσο, κάποιες περιγραφές από μάχες και συναντήσεις αρχηγών της επανάστασης μου φάνηκαν ότι πλατειαζουν λίγο.