Ένα βιβλίο γραμμένο για τον Όθωνα θα ήταν έξω από τον προορισμό του, αν δεν έδινεν εξαιρετική θέση στον πατέρα του και στον τραγικό ανηψιό του. Οι τρεις εστεμμένοι είναι περισσότερο συγγενείς για τα όνειρά τους, για τα λάθη τους και για τον αδιάλλακτο αντιρεαλισμό τους παρά για το κοινό τους αίμα. Δεν είναι τρεις Βιττελσβάχοι, είναι τρεις ρωμαντικοί. Ο ρωμαντισμός έβαλε τη φαντασία και το συναίσθημα επάνω από τη λογική. Σύμφωνα μ' αυτό, οι τρεις εστεμμένοι που κυβέρνησαν τη Βαυαρία και την Ελλάδα με τη φαντασία και με το συναίσθημα έπρεπε να συναντηθούν κάτω από τον τίτλο: Η ΡΩΜΑΝΤΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ. Είχαν κατ' εξοχήν το ρωμαντικό στοιχείο - τη δύναμη να φεύγουν απ' την εποχή τους για το παρελθόν κι απ' την υλική ζωή για το όνειρο. Αρνήθηκαν κ' οι τρεις να δεχτούν τη χειροπιαστή πραγματικότητα. Ο Λουδοβίκος ο Α' για το φιλελληνισμό του, ο Όθων για το μεγαλοϊδεατισμό του κι ο Λουδοβίκος ο Β' για τη βαγνερομανία του ξέχασαν το θρόνο, για να ζήσουν τις γιγάντιες φαντασμαγορίες της ηθικής και της τέχνης που έπλασαν. Δεν είχα δικαίωμα να τους χωρίσω ! Τους κράτησα περισσότερο μαζί, επειδή στο βιβλίο αφιέρωσα λίγες σελίδες για το Μόναχο, το περιβάλλον των τριών ρωμαντικών, πόλη της τέχνης κι αλησμόνητη πρωτεύουσα εδώ κ' εκατό χρόνια τού φιλελληνισμού.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα "Ψηλά Βουνά", έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή "Τα χελιδόνια", αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο "Παιδικά τραγούδια". Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα "Ψηλά Βουνά". Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του "Πεζοί ρυθμοί" και τους τρεις τόμους των "Νεοελληνικών αναγνωσμάτων" για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Διηγήματα", ενώ από το 1929 και ως το
Δεν χρειάστηκε ποτέ να μπω στην διαδικασία να αξιολογήσω την χρησιμότητα ή την άξια του βασιλικού θεσμού. Την σήμερον ημέραν (λολ). Ή ακόμη και παλαιότερα. Γενικά έχω μια επιφανειακή σχέση, που γειτνιάζει με ειρωνεία. Αόριστες και επιφανειακές είναι οι γνώσεις μου επίσης για την επιβολή της Βασιλείας με την σύσταση του Ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση. Πως προέκυψε, γιατί η επιλογή ήταν προφανής, και πόσο έντονη ήταν η Βαυαρική επιρροή. Ξέρω τον Όθωνα και την Αμαλία μόνο εξ όψεως και εξ ονόματος. Και ίσως κυριότερα δεν έχω αίσθηση πως ήταν η αίσθηση και η αντίδραση των Ελλήνων, πριν, και κατά την διάρκεια της βασιλείας. Ξέρω περισσότερα για το μετά. Εκ των γεγονότων μπορώ να κρίνω, αλλά είναι επίσης δεδομένο ότι, όπως σχεδόν νομοτελειακά, το νόμισμα έχει δυο όψεις. Στην Ελλάδα έχει δύο κόψεις, αφού οι απόψεις αγγίζουν συχνά το απόλυτο.
Το βιβλίο αυτό είναι παράξενο, με αλλόκοτη προοπτική και θεματολογία, περίεργα κίνητρα, για τον σημερινό αναγνώστη. Ουσιαστικά είναι μια προπαγανδιστική προώθηση φιλοβασιλικών και φιλογερμανικών αισθημάτων, ίσως ως ανταπόδοση των αντίστοιχων φιλελληνικών. Λάθος, όχι φιλογερμανικών. Για την ακρίβεια, φιλο-βαυαρικών.
Βρίσκω στοιχεία στο διαδίκτυο ότι το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1934. Λογικό. Στο μεταίχμιο για τέτοιου είδους αποτίμηση. Αν και δεν το έχω επιβεβαιώσει, προσωπικά μου φαίνεται ότι το βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή άρθρων του Ζαχαρία Παπαντωνίου (που έχουν ίσως ήδη εκδοθεί σε εφημερίδες της εποχής την δεκαετία του 1920 και 1930) που έχουν να κάνουν ειδικά με τον Όθωνα και την βασιλεία του, την οικογένεια του γενικότερα, αλλά και την Βαυαρία και το Μόναχο. Ξανά από απλή και σύντομη έρευνα στο διαδίκτυο φαίνεται ότι αυτό το βιβλίο αποτελεί από τις πιο εμβριθείς προσωπογραφίες του βασιλιά, καθώς και του φιλέλληνα πατέρα του, Λουδοβίκου Α' σε σχέση με την Ελλάδα.
Έχουμε αποτίμηση της βασιλείας του Όθωνα και μια σχετικά σύντομη αναδρομή των γεγονότων που καταλήγουν με λεπτομέρειες των τελευταίων ημερών στην Βασιλεία, της έξωση, την Σκύλλα, την επιστροφή στην Γερμανία, το τέλος του Όθωνα, το τέλος της Αμαλίας. Και απάνθισμα γεγονότων που αποδεικνύουν ένα αγνό φιλελληνισμό αλλά και αφέλεια και αναποφασιστικότητα σε συνάρτηση με το ελληνικό ... ταμπεραμέντο.
Επίσης επαινεί και εξετάζει το φαινόμενο του ρομαντικού φιλελληνισμού, αναφέροντας σημαντικές μορφές φιλελλήνων και τις ενέργειές τους.
Μετά έχουμε κεφάλαια για το Μόναχο. Και τον Λουδοβίκο Α και τον Β. Και τον Βαγκνερ. Αρχιτεκτονική, Όπερα, Τέχνη. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το κεφάλαιο για την μπύρα και την από τότε προφανώς τουριστική εμπειρία του Hofbräuhaus.
Η περιήγηση στον γοητευτικό Μόναχο, που ο Λουδοβίκος Α' είχε μεταμορφώσει σε μια μικρή κλασική Αθήνα, αποτελεί έναν εγκώμιο του φιλελληνισμού του Βαυαρού βασιλιά. Οι Βαυαροί, πρόθυμοι, αγαθοί, κοινωνικοί, χωρίς έπαρση και χωρίς σωβινισμό., λέει το 1934(?!) ο συγγραφέας. Χμμμ… Νιώθω κάπως άβολα. Ληγμένο, ξινισμένο γάλα μερικά από τα κείμενα. Αν και θα ομολογήσω ότι κάπου έκανε την σωστή πρόβλεψη. Ο συγγραφέας εξετάζει εμβαθύνοντας την ψυχολογία του τότε γερμανικού λαού και παρατηρεί με ευστοχία κοινωνιολογικά φαινόμενα που έρχονται να κάνουν νόημα στον σημερινό αναγνώστη. Αναφερόμενος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γράφει: Η ανθρωπότης επλήρωσε με 18 εκατομμύρια νεκρούς και πληγωμένους τη θεωρία της δυνάμεως. Πρέπει να πιστέψωμε πως η δύναμις δεν είναι έργο λόγιων θεωρητικών αλλά υπάρχει μέσα στο γερμανικό κύτταρο και δεν θα ησυχάση ποτέ, αλλά θα αναπτύσσεται κάθε τόσο και κάθε τόσο θα καταστρέφεται για να ξαναρχίση. Χωρίς να το γνωρίζει, προφανώς όταν έγραφε αυτά τα κείμενα είχε ήδη ... ξαναρχίση.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου συνθέτει και διαμορφώνει τα κείμενά του αποπνέει μια ελκυστική αναγνωστική εμπειρία. Ο στοχασμός του και το ευρύ φάσμα γνώσεών αλλά και κάποιες διαχρονικές αξίες ή παρατηρήσεις, καθιστούν την ανάγνωση ακόμη πιο ενδιαφέρουσα παρά το συγκεκριμένο του θέματος ή ακόμη και την απόλυτη ανατροπή των δεδομένων ελάχιστο χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου.
Βρήκα αρκετά ενδιαφέρον το πρώτο κεφάλαιο που αφορά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα και της Αμαλίας, καθώς και το τελευταίο κομμάτι με κάποια Κείμενα που αναφέρονται στην συγκεκριμένη εποχή. Τα ενδιάμεσα κεφάλαια για την αρχιτεκτονική του Μονάχου και τον Λουδοβίκο Β' πρέπει να ομολογήσω ότι με κούρασαν.