What do you think?
Rate this book


160 pages, Paperback
First published January 1, 1983
“Και μετά;”
Καθόταν στην είσοδο του μικρού σπιτιού, διακόσια μέτρα από τη θάλασσα, και ο Έκτορ είχε βάλει μπροστά του, επάνω στο τραπέζι, μια πέπσι κόλα. Ύστερα η Ελίσα, πρόσθεσε άλλες δύο, σαν να ήθελε να δείξει ότι η ιστορία θα ήταν μεγάλη και χρειαζόταν όλη τη νοητική ικανότητα του αδερφού της, ενισχυμένη με δύο πέπσι. Ο Έκτορ, που δεν πίστευε στην λογική, δεν έφερε ούτε καν ένα σ��μειωματάριο στη σύσκεψη. Μόνο άκουγε περιμένοντας κάτι. Περίμενε να μάθει από που θ’ αρχίσει, σε ποιά οδό, σε ποιά γωνία θα ξεκινούσε η διαδρομή που θα τον οδηγούσε στη ζωή άλλων ανθρώπων, ή στο θάνατο άλλων ανθρώπων, ή στα φαντάσματα άλλων ανθρώπων. Απ΄ όποια σκοπιά κι αν το έβλεπε, τα πάντα ήταν ζήτημα οδών, λεωφόρων και πάρκων, το θέμα ήταν να περπατήσει, να τσιμπολογήσει. Ο Έκτος ήξερε μόνο μια μέθοδο ντετεκτιβικής. Χώνεσαι στην ξένη ιστορία ώσπου να γίνει δική σου.
[…]
«Κάποιος κύριος Κόστα, που έχει τρεις γιούς κι είναι επιπλοποιός, πεθαίνει μια μέρα...»
Το παιχνίδι μοιάζει χαμένο και ο εκκεντρικός ντετέκτιβ θα χρειαστεί όλη τη βοήθεια που μπορεί να έχει.
Πρέπει να είχε την ίδια ηλικία με τον ντετέκτιβ, μολονότι δεν έμοιαζαν πολύ. Ο συγγραφέας ζύγιζε 78 κιλά και του την έδινε να τον αποκαλούν χοντρό, ίσως γιατί δεν κατάφερνε να γίνει. Είχε ύψος μικρότερο από 1,70· ένα μεγάλο τσουλούφι από τα μαλλιά του έπεφτε πάνω στο ένα μάτι του και συνεχώς το σήκωνε από το μέτωπο. Χρυσά γυαλιά πάνω σε μια μακριά μύτη, ή οποία με την σειρά της στηριζόταν πάνω σε ένα μουστάκι, πυκνοκατοικημένο αλλά άτακτο. Όταν άνοιξε την πόρτα βαστούσε στο ένα χέρι ένα ποτήρι με κόκα κόλα και στο άλλο ένα τσιγάρο, που αναγκάστηκε να το βάλει στο στόμα για να χαιρετήσει. Τσιγάρο και ποτήρι κυκλοφορούσαν πάντοτε γύρω του σαν να ήταν προέκταση των χεριών του, κι έτσι θα τον θυμόταν για πάντα ο Έκτορ.