Από το καλοκαίρι της ευφορίας του 2004 στον σκληρό χειμώνα του 2008, και από εκεί στη σύγκρουση του 2012 και στο δραματικό καλοκαίρι του 2015. Η ιστορία δύο ανθρώπων εντός της πυκνής εγχώριας Ιστορίας. Ο Μάρκος, παθιασμένος με το σινεμά, επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή του εξαφανισμένου πατέρα του μέσα από ένα μεγαλόπνοο ντοκιμαντέρ, στοιχειωμένος από την απουσία. Η Άννα, χαρισματική όσο και ανασφαλής, αφοσιώνεται στα κοινά και στρατεύεται στην πολιτική, αναζητώντας τις μεγάλες αφηγήσεις.
Προσωπικές μικροϊστορίες και συλλογικές ιστορίες για την αγάπη, την τέχνη και την κληρονομιά, επινοήσεις για τον εαυτό και τον έρωτα. Η έκβαση κάθε διαδρομής μεταβάλλεται διαρκώς από κοινωνικά γεγονότα, επιλογές και γυρίσματα της τύχης.
Μια ιστορία για όσα έγιναν αλλά και όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει.
Ένα Πολύ Ωραίο Βιβλίο. Εδώ ο συγγραφέας πιάνει πολύ εύστοχα διάφορα καρέ από διάφορες μεγάλες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας των σημερινών 30άρηδων+. Γεγονότα που στιγμάτισαν αυτήν την γενιά, που φάνταζαν πιο μεγάλα απ' το μπόι της και η έκβασή τους μας έχει αφήσει μια συλλογική μελαγχολία (στην καλύτερη). Πολυεπίπεδο, με μια πολύ όμορφη ιστορία αγάπης σε πρώτο πλάνο και στο background, δακρυγόνα και μπάτσοι και πλατείες και ταινίες και μουσικές και τα αδιέξοδα μιας γενιάς που δεν κατάφερε ως συνήθως να αλλάξει τον κόσμο.
Συγκινητική συλλογική ψθεραπεία αν είσαι 30άρης αριστερός, ένα Πολύ Ωραίο Βιβλίο κι ας μην είσαι.
Είμαι σίγουρος, πως πολλ@ που έζησαν τα τελευταία 15+ χρόνια ιστορίες έρωτα, προσωπικών αναζητήσεων, καλλιτεχνικών παρορμήσεων, πολιτικών εγχειρημάτων και μετανάστευσης (όχι πάντα με αυτή τη σειρά) θα αναγνωρίσουν τ@ς ευατ@ς τ@ς σε αυτές τις σελίδες.
Δεν ξέρω αν για εσάς η νοσταλγία θα κυριαρχήσει στην ανάγνωση, σε εμένα όμως επιμένει να αναδύεται ακόμη αυτό το μείγμα αδικίας, φόβου, οργής, ελπίδας, δουλειάς. Είναι φαίνεται απόρροια της επιβολής του κράτους και των αφεντικών ή των λουλουδιών που δεν δόθηκαν έγκαιρα στους επαναστάτες που απέτυχαν ή των τραγουδιών που ακούστηκαν περισσότερο από εκείνα του κ. Νικολαΐδη ή αυτής της καταραμένα ατελείωτης λίστας που γεμίζει ονόματα ανθρώπων που δεν είναι πια μαζί μας.
Όπως και να έχει, μπράβο Πάνο και ευχαριστούμε για αυτό το βιβλίο.
ΥΓ. Αν δεν θυμάμαι κάτι τρομερά λάθος, οι γενικευμένες, πολύωρες συγκρούσεις του μεσοπρόθεσμου ήταν τον Ιούνιο του ‘11 κι όχι του ‘12.
Δεν θα κρύψω ότι ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα(Εκδόσεις Κέδρος)του Πάνου Τσερόλα, έμεινα εντυπωσιασμένος από την ικανότητα του συγγραφέα να παραμείνει πιστός στη δήλωση που κάνει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ότι δηλαδή αυτή θα είναι η ιστορία δύο ανθρώπων εντός της πυκνής εγχώριας Ιστορίας. Και θεωρώ ότι είναι σημαντικό γιατί καταπιάνεται με τέσσερις περιόδους (καλοκαίρι του 2004, χειμώνας 2008, σύγκρουση του 2012, καλοκαίρι 2015) που το βάρος τους είναι ικανό να συνθλίψει με ευκολία κάθε προσπάθεια αφήγησης. Αν πρέπει να δώσω μια απάντηση στο πώς τα κατάφερε, θα έλεγα ότι έκανε κάτι φαινομενικά απλό, αλλά εξαιρετικά δύσκολο στον πυρήνα του: έγραψε ένα βιβλίο που δεν βασίζεται στην πλοκή αλλά στο σύνολο αυτών των γεγονότων, δημιούργησε ένα γλωσσικό ντοκιμαντέρ όπου τα όνειρα, οι ελπίδες και οι ματαιώσεις μιας ολόκληρης γενιάς, παρελαύνουν χωρίς να κρίνονται και να κρίνουν. Όμως, το Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα δεν είναι μόνο ένα βιβλίο για την κρίση και όσα μας οδήγησαν εκεί, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα σκοτεινό ρομαντικό παραμύθι όπου οι ήρωες περιπλανιούνται για χάρη ενός ιδανικού, είναι και η ιστορία ενός σύγχρονου Τηλέμαχου που, με πλοίο μια κάμερα, ακολουθεί τα ίχνη του πατέρα του αποφασισμένος να μάθει αν είναι ζωντανός ή νεκρός, είναι μαζί και ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στον έρωτα και την αναβολή του, τη μνήμη και την κληρονομιά της. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει μεγάλη σημασία. Αυτό που μετράει είναι ότι το Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα είναι ένα πανέμορφο μυθιστόρημα που του αξίζει να διαβαστεί.
Κανονικά, θα έγραφα μια εκτενή κριτική για αυτό το πολύ ιδιαίτερο και όμορφο βιβλίο του Πάνου Τσερόλα, αλλά αυτό θα ήταν κάπως αταίριαστο από τη στιγμή που ανήκω στους alpha readers του (πράγμα για το οποίο ευχαριστώ ειλικρινά τον συγγραφέα). Αντί για αυτό λοιπόν θα περιοριστώ στο να γράψω ότι, καθώς το καταβρόχθιζα μέσα σε λιγότερο από ένα 24ωρο στη Σαμοθράκη (εδώ που είχα διαβάσει και μια πρώτη του εκδοχή) στην τελική του μορφή, έπιανα διαρκώς τον εαυτό μου να βουρκώνει σχεδόν συνέχεια, είτε με την ιστορία του Μάρκου και της Άννας, την θραυσματική δηλαδή ιστορία ενός έρωτα που ταλαντεύεται ανάμεσα στο απόλυτο και στο περίπου, είτε με την απολύτως πρόσφατη εγχώρια ιστορία, όπου όλα στραβά γινήκανε και όλα είναι ωραία.
Βιβλίο που μιλά πειστικά για ένα μέρος της γενιάς των καθ' ημάς millennials, αλλά και για τα μεγάλα θέματα που απασχολούν πάντα την τέχνη, όπως απαριθμούνται σε κάποια από τις σελίδες του: «Θάνατος, αγάπη, έρωτας, χρόνος», και ένα ακόμη, που δεν αναφέρεται, αλλά κυριαρχεί πάνω από όλα: ταυτότητα (ποιος/α είμαι εγώ;).
Διαβάζεται και σαν ταινία ή τραγούδι, πχ. σαν αυτό το υπέροχο του Βασίλη Νικολαΐδη που συναντάμε λίγο πριν το τέλος (που μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη;):
...πάθος μονάχα να λέω ιστορίες ιστορίες στ' αλήθεια, τα ψέματα πάνε και γελάς.