«Όχι, ο αστυνόμος Μπέκας δεν είχε πει τίποτα. Ή τουλάχιστον δεν είχε πει δυνατά αυτό που σκεφτόταν. Ναι, ήταν πολύ, πάρα πολύ απλά τα πράγματα. Αλλά αυτή ακριβώς η απλότητα τον ανησυχούσε. Υπήρχε κάτι μέσα του, δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τί, που τού έλεγε ότι όλη αυτή η απλή ιστορία δεν ήταν ίσως και τόσο απλή. Τί όμως ; Πώς να το προσδιορίσει ; Ίσως η αντιπάθειά του για κείνη την κούκλα πολυτελείας, τη Ζανέτ, να του δημιουργούσε αυτή την ψυχολογία. Ίσως το τίμιο πρόσωπο του Φλωρά, καθώς τον είχε δει να στέκεται ωχρός και αξύριστος στην πόρτα του δωματίου. Ίσως η έκπληξη του χρηματιστή, όταν ο Μπέκας του μίλησε για τη δολοφονία του Καρνέζη. Μπορούσε να είναι τόσο υποκριτής ο Φλωράς»; Το 1953 αρχίζει η δημοσίευση σε συνέχειες στο περιοδικό Οικογένεια του μυθιστορήματος που έθεσε τις βάσεις του ελληνικού νουάρ : Το εμβληματικό Έγκλημα στο Κολωνάκι. Το περιοδικό κλείνει σύντομα, το μυθιστόρημα μένει ημιτελές και αφήνει το κοινό σε αγωνία. Εκεί υπογράφει το μυθιστόρημα ο δημοσιογράφος Γιάννης Τσιριμώκος. Λίγο μετά, το 1954, το μυθιστόρημα εκδίδεται στις ιστορικές εκδόσεις «Ατλαντίς» και ο συγγραφέας υπογράφει πλέον με το ψευδώνυμο Γιάννης Μαρής, που θα γίνει διάσημο και θα το κρατήσει σε όλη την πολύχρονη και πλούσια καριέρα του και σοδειά. Η υπόθεση έχει ως εξής : Μια νύχτα βρίσκεται δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στην οδό Σκουφά στο Κολωνάκι ο επιτυχημένος και ευκατάστατος ζωγράφος Νάσος Καρνέζης. Βασικός και αυτονόητος ύποπτος ο Φλωράς, ο σύζυγος της μοιραίας ερωμένης του ζωγράφου. Κι όμως, η επιμονή του γιου Φλωρά, με τη συνδρομή του δημοσιογράφου Μακρή και του αστυνόμου Μπέκα, που κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία, θα πολλαπλασιάσουν τις εκδοχές του πιθανού ενόχου. Η υπόθεση αποκτά πολλά πλοκάμια, καθώς οι φόνοι συνεχίζονται και ένας μυστηριώδης άγνωστος πλανάται απειλητικά σε όλο το μυθιστόρημα. Το βιβλίο γυρίστηκε σε κλασική πλέον ατμοσφαιρική νουάρ ταινία του 1959 σε παραγωγή της Τζαλ Φιλμ και σκηνοθεσία του Τζανή Αλιφέρη, με τους Μιχάλης Νικολινάκο, Μάρω Κοντού, Χρήστο Τσαγανέα, Ανδρέα Μπάρκουλη κ.ά. Το σενάριο της ταινίας γράφτηκε από τον ίδιο τον Γιάννη Μαρή.
Αφελές και vintage Το αφελές υπερισχύει. Μάρτυρες με τραγιάσκες, ύποπτοι με καμπαρντίνες, ρεβόλβερ, μηνύματα μέσω αγγελιών, και λαθρέμποροι. Και κυνηγητά μέσα στην Αθήνα. Και επίσης πιο εύκολα βρίσκεις τον ύποπτο σου σε τυχαία βόλτα (ή έστω σε stake out του προχείρου) παρά βρίσκεις ταξί. Μιμητισμός φτηνών ξένων παλπ μυθιστορημάτων της εποχής. Όπως και στα διηγήματα του Μαρή που είχα διαβάσει (Η τελευταία ώρα της δίκης-Το σπίτι της κυρίας Χ.) βγάζει μια περίεργη ηθικολογία (αυτή γνήσια ελληνική). Μα έχεις χαρακτήρα "ζιγκολό" κύριε αυτέ μου ; Ασταθές, με πολλούς πρωταγωνιστές/ντετέκτιβ (ο Μπέκας κάνει την παρθενική του εμφάνιση στο τέλος) και το απαραίτητο λαβ στορυ μην αφήσουμε καμιά απάντρευτη στα 50s Αν ο Μαρής είναι ο πατέρας του ελληνικού μυθιστορήματος, και βλέποντας και τους κληρονόμους, ας δώσουμε το παιδί στο ίδρυμα. Και το 3αρι ; Α ! Το 3αρι ! Έχει ένα hell of a plot twist. Αυτό του το δίνω. Πανηγυρικά.
Τέταρτο βιβλίο του Γιάννη Μαρή που διαβάζω και μαζί με το "Τα χέρια της Αφροδίτης" που διάβασα πέρυσι το καλοκαίρι, σίγουρα είναι το καλύτερο του συγγραφέα που περνάει στην λίστα με τα διαβασμένα. Γενικά απορώ με τον εαυτό μου για ποιο λόγο ακριβώς διαβάζω μια στο τόσο βιβλίο του συγκεκριμένου συγγραφέα. Μέχρι το προηγούμενο βιβλίο που απόλαυσα πέρυσι, διάβαζα ένα κάθε δυο χρόνια. Είναι σίγουρα ένας ευκολοδιάβαστος και ψυχαγωγικός συγγραφέας, με τις ιστορίες του να προσφέρουν τουλάχιστον εικόνες μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Ελλάδας - αν όχι και μυστήριο ή αγωνία (που σε μεγάλο βαθμό προσφέρουν, φυσικά).
Έχω την εντύπωση ότι αυτό είναι το βιβλίο στο οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά ο αστυνόμος Μπέκας, οπότε είναι κάτι που από μόνο του κάνει το βιβλίο άξιο να το διαβάσει κανείς. Όμως και η ιστορία είναι πολύ καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα από την αρχή μέχρι το τέλος, με αρκετό μυστήριο, λίγη αγωνία για την συνέχεια, μια-δυο εκπλήξεις και ρεαλιστική δράση. Ένας ζωγράφος δολοφονείται με άγριο τρόπο, με την αστυνομία να συλλαμβάνει έναν χρηματιστή, γνωστό του συγκεκριμένου ζωγράφου, ο οποίος έχει το ισχυρότερο κίνητρο: Η γυναίκα του είχε ερωτική σχέση με τον ζωγράφο. Όμως ο γιος του χρηματιστή, ονόματι Δημήτρης, είναι σίγουρος ότι ο πατέρας του δεν έκανε τον φόνο. Με την βοήθεια του δημοσιογράφου Μακρή, ενός φίλου και -από ένα σημείο και μετά- του Αστυνόμου Μπέκα, ο Δημήτρης θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τον πραγματικό δολοφόνο. Όμως τα πράγματα είναι εξαιρετικά μπερδεμένα και επικίνδυνα, γιατί ο πραγματικός ένοχος είναι αδίστακτος...
Μπορώ να πω ότι σαν ιστορία δεν έχει να ζηλέψει και πολλά από άλλες ιστορίες ξένων συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων της εποχής του. Ας πούμε άνετα μπορεί να συγκρίνει κανείς αυτήν την ιστορία με οποιαδήποτε ιστορία του Σιμενόν με ήρωα τον Επιθεωρητή Μαιγκρέ. Γιατί όχι; Η γραφή είναι καλή και ευκολοδιάβαστη, χωρίς περιττολογίες και κουραστικές λεπτομέρειες, οι περιγραφές καταφέρνουν να μεταφέρουν τον αναγνώστη στην Αθήνα (και τον Πειραιά) της δεκαετίας του '50, ενώ και οι διάλογοι είναι πάρα πολύ ρεαλιστικοί και φυσικοί. Και αν το μυστήριο, οι αποκαλύψεις και οι όποιες ανατροπές στην πλοκή δεν καταφέρουν να εντυπωσιάσουν τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες, δύσκολα δεν θα μείνουν ικανοποιημένοι από αυτό το ταξίδι πίσω στον χρόνο. Κάποια στιγμή στο μέλλον θα ψάξω να βρω και την ομότιτλη ταινία που βασίζεται στο βιβλίο αυτό, αν και δεν ξέρω πόσο εύκολα μπορεί να βρεθεί σε ικανοποιητική ποιότητα εικόνας.
Ναι οκ, μετά την "απαγωγή" του ίδιου αυτό φαντάζει αριστούργημα. :') Βέβαια ουσιαστικά απέχει χιλιόμετρα από αυτό, αλλά και πάλι "ο πατέρας του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος" τουλάχιστον δεν είναι τελείως του σωρού. Εδώ έχει μια τυπική υπόθεση, αναμενόμενη και με μπόλικα κλισέ που δεν ξεφεύγει, μια ιστορία από αυτές που κάποιος σκαρφίζεται σε μερικές μέρες και κάθεται και την γράφει. Όχι, δεν υπονομεύω το συγγραφικό έργο λες και εγώ μπορώ να το κάνω καλύτερα. Απλά, δεν διακρίνω λογοτεχνική ποιότητα στην συρραφή 5-6 ιστοριών που έχει κάποιος διαβάσει αλλού και τις προσαρμόζει σε ελληνικά δεδομένα.
Ουφ, ίσως είμαι υπερβολικά σκληρός. Ο Μαρής αυτά τα έβγαζε μισό αιώνα πριν σε μια Ελλάδα που ο Ντοιλ, ο Χάμετ, ο Τσάντλερ και η Κρίστι ίσα που είχαν εμφανιστεί. Τότε, έκανε κρότο και έφτιαξε όνομα. Σήμερα είναι φοβερά παρωχημένος και βασικός, ίσως άνευρος, ανίκανος να δημιουργήσει ατμόσφαιρα της προκοπής και οι ιστορίες του είναι γεμάτες αιχμές και γωνίες, ακατέργαστες.
Ένα αστεράκι για την υπόθεση και άλλο ένα για την τοιχογραφία της μεταπολεμικής Αθήνας, ένα από τα λίγα στοιχεία του βιβλίου που πραγματικά άξιζαν. Δύσκολα όμως με κόβω να επιστρέφω σε αυτόν τον συγγραφέα της ποσότητας, το ελληνικό ισοδύναμο της Κρίστι χωρίς την φινέτσα.
Κλείνοντας τον επικήδειο, βρήκα και το λεξιλόγιο του απίστευτα στενό και περιορισμένο. Μέτρησα την λέξη "λαμπρός" σε διάφορες παραλλαγές και 5 φορές σε ένα δισέλιδο. Να μου λείπουν τέτοιες φθηνές pulp fiction παραλλαγές.
Όπως συνέβη και με το "Έγκλημα στα παρασκήνια", απόλαυσα πάρα πολύ και αυτό το βιβλίο. Οι πινελιές της Αθήνας του '50 αλλά και ο τρόπος που ξετυλίχθηκε η ιστορία με κράτησαν και δεν το άφησα μέχρι να το τελειώσω. Δεν έχω πολλά να γράψω, μόνο το ότι ήταν μια εξαιρετική παρέα για ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα.
χρόνια πριν έλεγα ότι δεν μου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία αλλά πλέον μπορώ να το διευκρινίσω. Δεν μου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία σκανδιναβικού τύπου. Αντιθέτως βρίσκω την ώριμη και παλαιωμένη αστυνομική λογοτεχνία του Χολμς του Πουαρό του Μαιγκρέ και του Μπέκα ωραία ατμοσφαιρική και σε βάζει στο κλίμα μια άλλης εποχής λες και ταξίδεψες με χρονομηχανή. Ειδικά τα μυθιστορήματα του Μαρή έχουν και αυτό το νουάρ και όλο το φίλινγκ παλιάς ελληνικής ταινίας.
Αυτός ήταν ο 3ος Μαρής που διάβασα αλλά το πρώτο του μυθιστόρημα με τον Αστυνόμο Μπέκα να εμφανίζεται για πρώτη φορά ως μυθιστορηματικός ήρωας στα μισά του βιβλίου. Και αν θυμάμαι καλά παρακολούθησα αφού τελείωσα το βιβλίο και την ταινία με τον Μπάρκουλη και την Κοντού στο καπάκι. Σίγουρα θα υπάρξουν κι άλλα του Μαρή στο αναγνωστικό μου μέλλον.
Το πρώτο βιβλίο του Κου. Μαρή που διαβάζω και η αλήθεια είναι ότι το περίμενα καλύτερο. Εκεί που ξεκινάει με μία υπόθεση που φαντάζει πολλά υποσχόμενη, ξάφνου εμπλέκονται πολλοί, υπάρχουν αρκετές λεπτομέρειες, πολλές υποθέσεις παράλληλες και όλο το πράγμα ξεκινάει να μπερδεύει. Ένα βιβλίο μικρό μεν, αρκετά κουραστικό δε. Κρίμα γιατί είχα περισσότερες προσδοκίες για το βιβλίο στο οποίο κάνει την παρθενική του εμφάνιση ο αστυνόμος Μπέκας.
Ο Γιάννης Μαρής έχει αφήσει τη δική του σφραγίδα στο αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα. Βιβλία τα οποία κατ επίφαση αστυνομικά, στην ουσία όμως ακτινογραφούν την μεταπολεμική κοινωνία σε όλες τις εκφάνσεις της. Κυρίως βέβαια στην άρχουσα τάξη η οποία πρωταγωνιστούσε συνήθως στο έγκλημα! Επ αυτού η άποψη του καθενός μικρή σημασία έχει. Σημασία έχει όμως πως τα βιβλία θεωρούνται πλέον κλασικά και διαβάζονται μέχρι και σήμερα.
Παλιό, καλό κι αγαπημένο! Η ελληνική αστυνομική μυθιστοριογραφία με τα απαραίτητα νουάρ στοιχεία στέκεται επάξια απέναντι σε γίγαντες του είδους (Doyle, Christie, Ellroy).
Όχι κάτι τρομερό, ούτε απίστευτα καλογραμμένο αλλά είναι decent, ανατρεπτικό, αγωνιώδες και ευχάριστο στην ανάγνωση. Το love story ήταν κάπως αχρείαστο και επιτηδευμενο - βρε παιδιά μην δηλώνετε ότι αγαπάτε τον άλλον από την πρώτη εβδομάδα, είναι creepy.
Η στρωτή, λιτή γλώσσα κι η έξυπνη πλοκή είναι κατά τη γνώμη μου τα πιό δυνατά σημεία αυτού του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο θρυλικός αστυνόμος Μπέκας κάνει την εμφάνιση του μόλις στα τελευταία κεφάλαια, με αποτέλεσμα ο χαρακτήρας του να μην αναπτύσσεται καθόλου στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ενώ είχα μεγάλη αγωνία να μάθω την ταυτότητα του δολοφόνου, οι χαρακτήρες του βιβλίου με άφησαν αδιάφορη.
Δικαίως ο Μαρής χαρακτηρίζεται ως ο πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. O γιός του συγγραφέα, Αγγελος Τσιριμώκος, είπε για τον πατέρα του: "Τα ελληνικά του πατέρα μου ήταν τα ελληνικά που ομιλούνταν στην Αθήνα του ΄50 και του ΄60 (...) Η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος ήταν για τον Μαρή το πρόσχημα για να αποδώσει την ατμόσφαιρα και τα ήθη της μεταπολεμικής Ελλάδας, αποτυπώνοντας τις εύθραυστες μετεμφυλιακές ισορροπίες σε ένα περιβάλλον κοσμοπολίτικο όπου το πολυτελές συναντάται με το λαϊκό."
Αναπόφευκτα ο αναγνώστης θα συγκρίνει το έργο του Γιάννη Μαρή με αυτό του άλλου μεγάλου έλληνα αστυνομικού συγγραφέα, του Πέτρου Μάρκαρη. Βρίσκω πως ο Μαρής είναι πιό κλασικός και σοβαρός, ενώ ο Μάρκαρης έχει ένα πιο ανάλαφρο, χιουμοριστικό ύφος.
Σαν ιστορία ειλικρινά δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απολύτως από ξένα βιβλία του είδους. Σαν γραφή είναι απλή, ευκολοδιάβαστη χωρίς πολλές και κουραστικές λεπτομέρειες. Η περιγραφή σε ταξιδεύει στην Αθήνα του '50 που εγώ προσωπικά συμπαθώ. Και αν το όλο μυστήριο και ανατροπές στην πλοκή δεν καταφέρουν να σας εντυπωσιάσουν δύσκολα θα μείνετε ικανοποιημένοι. Το μόνο που με χάλασε να πω την αλήθεια είναι ότι ο Αστυνόμος Μπέκας εμφανίζεται στα τελευταία κεφάλαια ας πούμε. Και λόγω της μικρής του έκτασης δεν μπορούσε να αναπτυχθεί ιδιαίτερα ο χαρακτήρας του. Κάποια στιγμή σίγουρα θα διαβάσω κι άλλα βιβλία του Μαρή, μιας και μ'αυτό ξετρελάθηκα. Κι είστε λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας να το διαβάσετε.
H πρώτη ιστορία λεει του Αστυνόμου Μπέκα. Τρίχες κατσαρές. Ο αστυνόμος Μπέκας είναι τρίτος ίσως και τέταρτος χαρακτήρας ο οποίος εμφανίζεται λίγο στην αρχή και λίγο στο τέλος του βιβλίου. Λοιπόν τι ακριβώς έχουμε ? Απίστευτες μπουρδολογίες. Μία ανίκανη αστυνομία και ανίκανους πρωταγωνιστές. Κανονικά το βιβλίο δεν θα έπρεπε να λέγεται " Έγκλημα στο Κολωνάκι" αλλά "Ικανότης Μηδέν". Ο Μαρής επιβεβαιώνει την φράση "Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος". Αν ζούσε σε κάποιο σοβαρό κράτος δεν θα έκανε καριέρα συγγραφέα. Μόνιμες παρακολουθήσεις με αυτοκίνητα (το φετίχ του φτωχού Έλληνα), άθλια κυνηγητά, και μία ιστορία που έχει περισσότερες τρύπες και από κεφαλοτύρι. Βέβαια εκείνη την εποχή σε μία ρημαγμένη και καταπονημένη Ελλάδα προσέφερε κάποιου είδους διέξοδο από την ζοφερή πραγματικότητα. Σκέφτηκα να βάλω 2 αστέρια αλλά θα ήταν άδικο.
Αθώο, παλιακό, με μια Αθήνα υπέροχη, γνωστή μόνο από διηγήσεις των γερόντων. Νοσταλγία βγάζει για μια εποχή που πέρασε και χάθηκε για πάντα. Η Βάρκιζα με τις λιγοστές βίλες των πλουσίων κλειστές για τον χειμώνα με τα έπιπλα σκεπασμένα με σεντόνια και με ένα ταβερνάκι μόνο ανοιχτό που κάθονται οι ψαράδες. Ο Πειραιάς με τις φτωχογειτονιές του και τα χαμηλά σπιτάκια. Τα τραπεζάκια έξω στην Πανεπιστημίου. Ο γαλατάς που γνωρίζει τα πάντα για τη γειτονιά του. Τα σπίτια των αστών με τις υπηρέτριες και τις οικονόμους. Οι πενταψήφιοι αριθμοί τηλεφώνων. Ο έρωτας των νέων που περιορίζεται σε ένα πεταχτό φιλί και ένα χάδι στα μαλλιά. Και τόσα άλλα. Για την ιστορία δεν έχω να πω πολλά, είναι μάλλον τετριμμένη και απλοϊκά γραμμένη, αλλά δεν πειράζει. Η αύρα μετράει... 4-/5
Δεν είμαι fun του αστυνομικού μυθιστορήματος καθόλου. Επέλεξα αυτό το βιβλίο απλά για να διαβάσω Γιάννη Μαρή και να έχω ιδία άποψη. Αυτό που παρατήρησα είναι λίγο απλοϊκά και εύκολα συμπεράσματα που βοηθάνε στην εξέλιξη της υπόθεσης. Βέβαια, θα του δώσω το ελαφρυντικό του πρωτολείου. Φαίνονται δυνατότητες, αλλά δεν έχω πεισθεί. Επέλεξα να διαβάσω και άλλο ένα βιβλίο του για να μην τον αδικήσω. Παρόλαυτα. το διάβασα ευχάριστα, χωρίς όμως κάποιο ιδιαίτερο ενθουσιασμό (θα επαναλάβω ότι δεν μου αρέσουν τα αστυνομικά).
Τα αστυνομικά έχουν την τάση στο μυαλό μου να μπαίνουν στην κατηγορία των γρίφων. Αν είναι ένα καλό βιβλίο, είναι μια καλή σπαζοκεφαλιά. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το βιβλίο ήταν πολύ, πολύ καλό. Η γραφή απλή και κατανοητή, ο λόγος έρεε αβίαστα και το ενδιαφέρον ήταν αμείωτο σε όλη τη διάρκεια. Δεν έκανε καθόλου κοιλιά κ οι διάλογοι ήταν τόσο όσο, ώστε να κερδίζει σε ζωντάνια. Το τέλος εγώ προσωπικά δε το προέβλεψα μέχρι να το διαβάσω, κάτι που το τιμά ιδιαίτερα.
Από τα πλέον κλασσικά βιβλία στην κατηγορία ελληνικό αστυνομικό/noir βιβλίο. Με μεγάλη πιστότητα μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, σε σενάριο του ίδιου του Μαρή, με την ομώνυμη ταινία του 1959. Στο επίκεντρο της - όπως και σε πολλά άλλα βιβλία του Μαρή - η έκλυτη (μεγαλο)αστική αθηναϊκή τάξη ως προάγγελος του ατομοκεντρισμού της εποχής μας.
Εξαιρετικό! Δεύτερο βιβλίο του Μαρρή που διαβάζω και πρώτο με τον αστυνόμο Μπέκα... Έχω την εντύπωση ότι θα διαβάσω πολλά ακόμα... Άψογη απόδοση της παλιάς Αθήνας σε ένα τοπίο αρκετά κινηματογραφικό και ατμοσφαιρικό.
Ένα από τα καλύτερα του Γιάννη Μαρή. Καλογραμμένο, με ενδιαφέρουσα πλοκή και αγωνία από τη πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Μέσα από την πένα του έχουμε μια πιστή περιγραφή της αθηναϊκής κοινωνίας της δεκαετίας του 50. Είναι η πρώτη εμφάνιση του κεντρικού ήρωα των βιβλίων του, αστυνόμου Μπέκα, αν και όχι σε πρωταγωνιστικό ρόλο...
Πολύ καλό! Αγωνία μέχρι το τέλος. Αφήστε τα ξένα αστυνομικά βιβλία που είναι τόσο πολύ της μόδας τελευταία και διαβάστε κάτι Ελληνικό που είναι εξίσου καλό, αν όχι καλύτερο.
Εξαιρετικά γραμμένο, σε όμορφα ελληνικά, σκιαγραφεί ήθη και χαρακτήρες μιας άλλης Ελλάδας, ενώ αδιαφιλονίκητος ήρωας είναι η ανοιξιάτικη Αθήνα. Και η ανατροπή στην πλοκή, πέρα για πέρα απροσδόκητη!
Το είχα διαβάσει και παλιότερα, αλλά είπα να το ξαναδιαβάσω. Κλασικός, αγαπημένος Μαρής. Λίγα κλισέ, αλλά ωραίες περιγραφές μιας περασμένης Αθήνας και φυσικά η πρώτη εμφάνιση του Μπέκα!