Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ' ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ' το χωριό και ν' αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν "διερμηνείς των πεθαμένων".
Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν...
«Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ' ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ' το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: "Μιλάει με τους νεκρούς!", "Ακούει τους πεθαμένους!".»
Κρίμα το παλικάρι.Εγραψε ένα αριστούργημα και θα μείνει εδώ, ίσως και λίγο παραδίπλα,για έναν τύπο που εζησε μία απίθανη ζωντανή και ταυτόχρονα πεθαμένη ιστορία γεμάτη χιούμορ κι έρωτα,που μέχρι κι ό ΧαζοΧωμενιδης βρέθηκε να τον εξαρει,κι είμαστε και εμείς που τον διαβάζουμε άναυδοι, πιστεύοντας ακράδαντα πως αν είχε μια άλλη καταγωγή,πχ Αργεντινεζικη,
Θα μιλάγαμε για το βιβλίο της χρονιάς, αλλά τα χουν αυτά οι καταγωγές, ελπίζω βέβαια να έχει και συνέχεια,αν και φοβάμαι πως θα γίνει ότι έγινε και με το Middlesex : πέταξε από το φωταγωγό ένα απόλυτο αριστούργημα και πέταξε μαζί Μ αυτό και τα κλειδιά της έμπνευσης
Ότι επακολούθησε ήταν απλώς μετριότητες
Ελπίζω να μην γίνει το ίδιο και με τον δικό μας,υπεργαματο συγγραφέα.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για αυτό το βιβλίο που τόσο πολύ αγάπησα, αυτό το βιβλίο που με συγκίνησε, με απορρόφησε, με συνεπήρε με το βάθος, την αμεσότητα, το χιούμορ, τη γραφή που ακροπατεί μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, σε ένα μεταίχμιο όπως και ο κεντρικός ήρωας του, φανερώνοντας πτυχές της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο των δεισιδαιμονιών, της θρησκοληψίας, των πολιτικών διώξεων, της βιοπάλης. Ο μικρός Φανούρης μεγαλώνει στην ορεινή Κρήτη της δεκαετίας του 1950. Ορφανός από πατέρα έχει επωμιστεί το ρόλο του άντρα στην οικογένεια δουλεύοντας και στηρίζοντας οικονομικά τη μητέρα και την αδερφή του. Όταν ο θείος του πεθαίνει, ο Φανούρης ανακαλύπτει μια ικανότητα του. Καθώς πλησιάζει τον νεκρό ακούει τη φωνή του, μια φωνή που αναδύεται από ένα στόμα ακίνητο, από ένα σώμα άκαμπτο. Συνομιλεί με τον θανόντα, τρομαγμένος και ξαφνιασμένος το εξομολογείται στους οικείους του, οι οποίοι τον απομακρύνουν από το χώρο. Η δυσπιστία τους υποχωρεί όταν αυτή η επικοινωνία επαναλαμβάνεται στην επόμενη κηδεία. Τότε επεμβαίνει ο θείος Σήφης. Αντιλαμβάνεται ότι το χάρισμα αυτό του ανιψιού του μπορεί να αποφέρει κέρδος. Έτσι εκμισθώνει τις υπηρεσίες του Φανούρη σε συγγενείς και οικείους θανόντων που επιθυμούν να συνομιλήσουν με τον νεκρό τους. Σε αυτό το ταξίδι των σπονδυλωτών αφηγήσεων ακούμε φωνές ανθρώπων που πέρασαν στην άλλη πλευρά, κάθε αφήγηση και ένας απολογισμός. Βιώνουμε την μετάβαση ενός παιδιού στην άνδρωση του. Ο Φανούρης σχοινοβατεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, γίνεται δίαυλος μεταξύ νεκρών και ζωντανών, και όπως κάθε αγωγός απορροφά τις δονήσεις, τα συναισθήματα και την ενέργεια αμφότερων πλευρών. Απαλλαγμένος από κάθε κοινωνική σύμβαση, κάθε δέσμευση με τα εγκόσμια, ο νεκρός εκφράζεται με κάθε ειλικρίνεια. Όλες οι επιστρώσεις των αντιλήψεων, των κανόνων, του καθωπρεπισμού και της κοινωνικά αποδέκτης συμπεριφοράς αποσμαλτώνονται, αποκολλούνται, αποκαλύπτοντας τον αμιγή συνειδησιακό πυρήνα. Υπαρξιακά ερωτήματα και φιλοσοφικές αναζητήσεις για την δομική σύσταση του Είναι, την ανθρώπινη υπόσταση και την αθανασία που συνδέεται με την ψυχή, τίθενται υπό εξέταση και αναδεικνύονται με έναν λόγο καθηλωτικό, μαγικό. Τι ορίζουμε ως ζωή; Ποια είναι η ουσία της; Είναι όντως ζωντανός αυτός που ζει βάσει όσων άλλοι όρισαν για αυτόν, κάνοντας επιλογές σύμφωνες και εναρμονισμένες με προσδοκίες και επιταγές τρίτων; Ας θάψουν οι νεκροί τους νεκρούς τους...
Παρακολούθησα την συζήτηση μιας αναγνωστικής λέσχης για το βιβλίο κι ο συγγραφέας ήταν καλεσμένος. Είναι συμπαθέστατος και η κουβέντα κύλησε όμορφα, αν και είχα πολλά κενά γιατί δεν είχα διαβάσει ακόμα το βιβλίο. Μου κίνησε όμως το ενδιαφέρον και το ξεκίνησα κατευθείαν, βάζοντας στην άκρη τις πολλές αρνητικές αναφορές μελών για τις υπερβολικές σεξουαλικές σκηνές και τον μισογυνισμό, καθώς κάποιοι το απέδωσαν στην αυθεντική αποτύπωση της εποχής που διαδραματίζεται.
Όταν ξεκίνησα το βιβλίο μου άρεσε πολύ. Σχετικά πρωτότυπη πλοκή, ωραία γραφή, ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Όσο προχωρούσε, παρατηρούσα ότι σε πολλά σημεία υπήρχε έντονος διδακτισμός και ότι πολλά συναισθήματα κι αντιδρασεις περιγράφονταν ή εξηγούνταν από τους χαρακτήρες, αντί να αφήνεται ο αναγνώστης να τα καταλάβει μόνος του. Επίσης, οι περιγραφές των γυναικών άρχισαν να με κουραζουν, για πόσα γεμάτα στήθη που τεντώνουν το ύφασμα να διαβάσει κανείς; Ή κακάσχημες θα ήταν ή μοντέλα, σύμφωνα με τον αφηγητή. Καμιά κανονική ανθρώπινη γυναίκα. Συνέχισα όμως, απολάμβανα την ανάγνωση ακόμη. Μέχρι ο Φανούρης να φτάσει στο Ηράκλειο, το βιβλίο μου άρεσε αρκετά, παρα τις όποιες ενστάσεις μου.
Και φτάνουμε στο Ηράκλειο (από εδώ και μπρος σπόιλερ). Όπου ο Φανούρης ερωτευτηκε την Ελίζα η οποία μας παρουσιάζεται σαν την οπτασία που συμφωνα με τον αφηγητή είχε διατηρήσει το τέλειο κορμί παρά το επάγγελμα της πόρνης (!) και φυσικά ήταν πολύ διαφορετική από όλες τις άλλες γυναίκες γύρω της. Όπου η Ελίζα, αν και τουλάχιστον 20 και κάτι ετών, ερωτευτηκε τον δεκαπεντάχρονο Φανούρη, παρά το ότι τον γνώριζε μόνο σαν πελάτη. Ειδική μνεία στους "χαλαρούς κόλπους" γυναικών που είχαν κάνει σεξ με πολλούς άνδρες. Φτανουμε στις δύο περιπτώσεις βιασμού που περιγράφονται ξεκάθαρα στο βιβλίο. Η γυναίκα που δικαστή που βιαζόταν από τον πεθερό της και συμφωνα με την ίδια " Αυτό όμως που πιο πολύ με τρόμαζε ήταν πως μέσα σ'εκείνες τις αισχύνες άρχισα ν'ανακαλύπτω την ηδονή που ο σύζυγός μου αδυνατούσε να μου δωσει, μια ηδονή νοσηρή, απαγορευμένη, που πλήθαινε όσο κορυφώνονταν η ντροπή κι ο αποτροπιασμός μου", η πρώτη περίπτωση. Κι η δευτερη, η ματρόνα που εξομολογούνταν στον Φανούρη μεσα από το φέρετρο: "Δώδεκα χρονών έμαθα τι θα πει άντρας. Ο ίδιος μου ο κύρης ήταν ο πρώτος που με βάτεψε μια μέρα στον αχερώνα, κι ούτε που μου πέρασε απ'τον νου ν'αντισταθώ, όχι γιατί φοβόμουν, μα γιατί το'θελα. Αλήθεια σου λέω! Δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα,μα το'θελα! Οι πιο πολλές λένε πως κάτι τους κάμανε σαν ήτανε μικρές και χάσανε δήθεν την αθωότητά τους και γίνανε πουτάνες δίχως να το θέλουνε. Για κάποιες ίσως και να ισχύει, τι να σου πω, οι πιο πολλές πάντως του σιναφιού μας είμαστε πουτάνες απ'την κούνια [...], γεννιόμαστε πιο αχόρταγες απ'τις άλλες τις γυναίκες, πιο δυνατή είναι η φαγούρα μες στη μήτρα μας, έχουμε το γαμήσι μες στο αίμα μας". Από εκεί και πέρα, απλά το τελείωσα για να το τελειώσω, είχα φτάσει πια αλλωστε πολύ κοντά στο τέλος του βιβλίου. Έχει κι άλλα που με θύμωσαν πιο μετά, αλλά έχω κουραστεί.
Γενικά έχω κουραστεί, έχω μπουχτίσει, έχω σιχαθεί. Οταν πιάνω να διαβάσω βιβλία που γράφτηκαν δεκαετίες πριν ξέρω τι να περιμένω, αλλά δεν έχω δικαιολογίες για σημερινά. Και δεν μπορώ να ακούω ότι αυτές οι απόψεις δεν εκφράζουν τον συγγραφέα αλλά τους ήρωες ή την εποχή. Προσφέρουν κάτι στην υπόθεση; Προχωράνε την δράση; Κάνουν καλύτερο το βιβλίο; Αν η απάντηση είναι όχι, ας μην προσποιούμαστε ότι αφορούν αποκλειστικά τους ήρωες. Και στο κάτω κάτω, δεν γίνεται ο αφηγητής από τη μια να περιγράφει αποστασιοποιημένα τα συναισθήματα του Φανούρη κι απ'την άλλη να καθρεφτιζει τις απόψεις του. Δεν εννοώ ότι ο συμπαθέστατος συγγραφέας τα πιστεύει όλα αυτά, αλλά βλεπουμε έκδηλο μισογυνισμό και σεξισμό στο βιβλίο που δεν έχουν να κάνουν ούτε με την εποχή που διαδραματίζεται ούτε με την υπόθεση. Κι είμαι ειλικρινα πολύ ανοιχτή σε οποιαδήποτε συζήτηση μπορεί να γίνει πάνω στο θέμα κι αν κάποιος πιστεύει ότι ο τρόπος διαχείρισης των γυναικών στο βιβλίο εξυπηρετεί κάποιον σκοπό που εγώ δεν μπορώ να αναγνωρίσω λόγω του θυμού μου, θα ήθελα πολύ να μου το εξηγήσει.
Για να κλείσω με κάτι όμορφο, το κεφάλαιο με τον ιχθυοπώλη ήταν υπέροχο. Αυτά και εις άλλα με υγεία.
Κρήτη, 1950, λίγο μετά τη κατοχή με την κοινωνία να προσπαθεί να ορθοποδήσει από τον πόλεμο, σε ένα χωριό στη Μεσαρά Ηρακλείου, ζει ένα κοπελάκι ο Φανούρης. Ο Φανούρης (ή Φάνης το καλλιτεχνικό) που λέτε ακούει τους νεκρούς! Ναι μωρέ σου λέω, γροικά τους αποθαμένους, δε τροζάθηκε ακόμης! Aν τους έβλεπε κιόλας θα έκανε καριέρα και στο Χόλιγουντ μαζί με τον Μπρους Γούιλις να του λέει, «θωρώ μωρέ τους αποθαμένους. Αλήθεια σου λέω»! Δυστυχώς το βιβλίο δεν έχει Μπρους Γούιλς αλλά ένα θείο του. Ένας μπέκρος παμπόνηρος, χαρτόμουτρο και σεξομανή (όλα τα ελέη του θεού δηλαδή), ο οποίος μυρίστηκε «φλέβα» χρυσού! Και έτσι αρπάζει το κοπέλι που καλά καλά δε ξέρει ίντα ‘χει, και το βολοσέρνει από σπίτι σε σπίτι για να μιλεί στους νεκρούς, και αυτός να τσεπώνει τον παρά για τις υπηρεσίες του Φανούρη! Μάγκας ο θείος ε; Τι να πω ρε Φανούρη, έμπλεξες με κωλόσογο καημένε!
Κάπως έτσι έχει μία μικρή (και αστεία ελπίζω) περίληψη του βιβλίου. Ένα πολύ ενδιαφέρον «θεματολογικά» βιβλίο που κρατά το ενδιαφέρον μέχρι τ τέλους. Ο συγγραφέας, Μιχάλης Αλμπάτης κάνει μία πολύ προσεγμένη και ακριβή περιγραφή της τότε κλειστής κοινωνίας και πάνω στις παθογένειές της στηρίζει μία εξαιρετικά εύστοχη κριτική. Πώς γίνεται αυτή η κριτική; Μα φυσικά μέσα από τις ιστορίες των ίδιων των νεκρών οι οποίο δε χρειάζεται πια να πουν ψέματα, μιας και μετά την αναχώρηση τους από τα εγκόσμια, δεν έχουν καμία συστολή απέναντι σε ότι τους καταπίεζε. Ο συγγραφέας πραγματικά «απασφαλίζει» απέναντι σε όλους και σε όλα μέσα από τις φωνές των νεκρών! Και μου άρεσε. Πολύ! Γιατί όλοι έχουμε μεγαλώσει σε οικογένειες και γειτονιές γεμάτες κομπλεξ οι οποίες δε θέλουν να έρθουν αντιμέτωπες με τη σκληρή πραγματικότητα.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο έχει μία εξαιρετική ροή, με μία χειμαρρώδη γραφή η οποία παρά είναι γλαφυρή και ποιητική για τα γούστα μου, αλλά δε μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα. Η ανάγκη που ένιωθα να διαβάσω την εξέλιξη της ιστορίας αυτού του «θεόμουρλου» ζευγαριού, «κατάπιε» κάθε αρνητικό που θα μπορούσα να βρω. Και θα μπορούσα να βρω αρκετά, εάν το «ψειρίσουμε». Αλλά, δε θα κάτσω να το αποδομήσω ένα βιβλίο που απήλαυσα… Ένα ανάγνωσμα που αποτελεί εύκολα μία από τις μεγαλύτερες «εκπλήξεις» των τελευταίων χρόνων!
Fan fact (ή καλύτερα fuck fact): Την ώρα που αγόραζα το βιβλίο από το Φεστιβάλ βιβλίου στα Χανιά, ο συγγραφέας ήταν καλεσμένος στον επάνω όροφο και πραγματοποιούσε ομιλία. Fuck me, I know. Θα μπορούσα να έχω τη τζίφρα του τόσο εύκολα… ☹
Παρά την ικανότητα του πρωταγωνιστή να συνομιλεί με τους νεκρούς, το βιβλίο δεν ανήκει στη λογοτεχνία τρόμου ή φαντασίας (όχι πως ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, έστω κι αν προσωπικά είχα μια κρυφή ελπίδα). Θα έλεγα πως είναι, ένα coming of age ηθογραφικό μυθιστόρημα στην Κρήτη του 1950, όπου ο νεαρός Φανούρης μαθαίνει κάποια πράγματα για τη ζωή από τις (μη υπερφυσικές) διηγήσεις των νεκρών. Προτείνεται για όσους προτιμούν ανθρώπινες, καθημερινές (και στην πλειοψηφία τους στενάχωρες μα με αρκετό χιούμορ) ιστορίες.
Θετικά: -Χιούμορ -Πλούσια, γλαφυρή γλώσσα που παρά τον λεξιλογικό της πλούτο διαβάζεται εύκολα (με έναν αστερίσκο, βλ. τα αρνητικά) -Πολύ καλή ηθογραφία και απεικόνιση της Κρήτης των πρώτων δεκαετιών μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο -Τα κεφάλαια με το καταραμένο μοναστήρι, το νεκροτομείο και το άρθρο στην εφημερίδα, όπου ο συγγραφέας επικεντρώνεται και σκαλίζει τα μυστήρια που αναδύονται από το υπερφυσικό στοιχείο του βιβλίου. Ιδανικά, για μένα εκεί θα έπρεπε να επικεντρωθεί το βιβλίο. -Το πολύ ωραίο εξώφυλλο
Αρνητικά: -Απίστευτη εμμονή με το σεξ (πριν το διαβάσω είχε πάρει το μάτι μου κάποιες κριτικές που ανέφεραν αυτό το στοιχείο, αλλά τις απέρριπτα ως σεμνότυφες. Τελικά μια χαρά τα έλεγαν, το σεξ παραέχει -για μένα- παρουσία στο βιβλίο, ενοχλητικά πολύ) -Η λυρικότητα στην άρθρωση του λόγου γίνεται ενίοτε στρυφνή και επιτηδευμένη, ειδικά οι μεταθέσεις της θέσης του ρήματος. Παράδειγμα: Ο πόθος ενός άγουρου παγωνιού να ξεδιπλώσει μια βεντάλια από φτερά που ακόμα δεν έχουνε στην ουρά του φυτρώσει. -Το υπερφυσικό χρησιμοποιείται απλά ως πλαίσιο και όχημα για να αναφερθούν καθημερινές ιστορίες -Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση διδακτισμού, σαν να έχει κάτσει μεγάλος θείος με τους νέους και να τους λέει πώς πρέπει να ζήσουν τη ζωή τους γιατί αυτός ξέρει καλύτερα, λόγω εμπειρίας.
Με τόσο hype που περιβάλλει το βιβλίο από την αρχή της χρονιάς και μετά τις ριζικά αντικρουόμενες απόψεις που έχω ακούσει ή διαβάσει είπα κι εγώ να τολμήσω αυτό που έγινε το φετινό εκδοτικό φαινόμενο, τουλάχιστον για την εγχώρια λογοτεχνία και ειδικά μετά την απόρριψη, κατά τις δηλώσεις του συγγραφέα, από είκοσι εκδοτικούς οίκους.
Ήμουν συγκρατημένα απαισιόδοξος (όπως με οτιδήποτε γίνεται της μόδας), αλλά τελικά το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» όχι μόνο με κέρδισε από τις πρώτες σελίδες μέχρι το τέλος, αλλά με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η επιτυχία του ήταν κάθε άλλο παρά τυχαία ή προϊόν αγελοποίησης των αναγνωστών και δημοσίων σχέσεων.
Βασισμένο σε μια εξαιρετικά πιασάρικη αρχική ιδέα και ένα εύρημα που σίγουρα έχουμε δει κι αλλού αλλά εδώ αξιοποιείται απολαυστικά και σε όλο του το εύρος από ειδή και διαθέσεις, το βιβλίο (για τους πέντε εναπομείναντες που ενδεχομένως δεν ξέρουν ακόμα την υπόθεση) παίρνει την ιστορία ενός δειλού εφήβου που έχει το χάρισμα να ακούει τους νεκρούς στην Κρήτη του 1950 και καταγράφει το δονκιχωτικό ταξίδι του κεντρικού ήρωα με τον αριβίστα θείο του στο νησί, όσο ξεδιπλώνει την πορεία του προς την ενηλικίωση και την ωριμότητα μέσα από νεκρικές αφηγήσεις και καταστάσεις σουρεαλιστικές, συγκινητικές, κωμικές, ακόμα και φαρσικές.
Η επιτυχία του Αλμπάτη έγκειται, νομίζω, στο ότι συγκεντρώνει σε μια συνεκτική αφήγηση πολλά ετερόκλητα στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία ανερμάτιστη κακοφωνία και τα μεταπλάθει με γλώσσα ζωντανή και ρέουσα σε έναν ευκολοανάγνωστο συγκερασμό νοσταλγίας και σάτιρας, ερωτισμού και ηθογραφίας, υπαρξιακών αναζητήσεων και εφηβικών ορμών, κρητικής ντοπιολαλιάς και ελεγχόμενου λυρισμού, όσο κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη με ανατροπές και εναλλαγές σε ατμόσφαιρα και ρυθμό.
Κι επειδή πάντα ήθελα να γράψω αυτό το κλισέ, είναι φανερό ότι ο συγγραφέας του πέρασε καλά γράφοντάς το βιβλίο κι αυτό βγήκε στον κόσμο. Η από στόμα σε στόμα διάδοσή του και η συγκρατημένη (ή όχι) ξινίλα κάποιων ομότεχνων του Αλμπάτη γι’ αυτή είναι οι καλύτερες αποδείξεις ότι κάτι έγινε πολύ σωστά εδώ.
Μια φράση δανεική από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, έδωσε την έμπνευση για τον τίτλο του μυθιστορήματος του Μιχάλη Αλμπάτη «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους». Ξεκινώντας το κανείς δεν έχει ιδέα τι τον περιμένει. Σόδομα και Γόμορα κυρίες και κύριοι! Και ναι, μπορεί να καταπιάνεται με το θάνατο και τους πεθαμένους δεν είναι τόσο μακάβριο όσο ακούγεται. Αντιθέτως υπάρχουν στιγμές που ξεπερνά τα όρια του ξεκαρδιστικού.
Ο Φανούρης είναι ένα αγόρι δεκαπέντε χρονών όταν από τύχη ανακαλύπτει ότι μπορεί και ακούει τους νεκρούς. Όταν ο πονηρίδης θείος του το μαθαίνει, τον παίρνει μαζί του και τον περιφέρει στην Κρήτη από κηδεία σε κηδεία, εκμεταλλευόμενος το χάρισμά του, προκειμένου να κερδίσουν παράδες. Ο Φανούρης, μέσα από αυτήν την περιπέτεια κερδίζει μια βεβιασμένη ενηλικίωση με απρόβλεπτες συνέπειες. Αυτή είναι η ιστορία ενός εφήβου, του ανεκπλήρωτου έρωτά του και των πρωτόγνωρων συναισθημάτων που βίωσε.
Το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» είναι από βιβλία που θα θέλεις να διαβάσεις ξανά και ξανά. Παρόλο που η ιστορία διαδραματίζεται στην Κρήτη της δεκαετίας του πενήντα, είναι τόσο σύγχρονο που απορείς πώς ένας νέος συγγραφέας κατάφερε να δημιουργήσει μια ηθογραφία της ελληνικής επαρχίας χωρίς ίχνος μιζέριας ή υπερβολική νοσταλγία και μάλιστα χωρίς να έχει ζήσει την εποχή εκείνη.
Πρόκειται για ένα απολαυστικό μυθιστόρημα από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα, με συναρπαστική και σφιχτοδεμένη πλοκή, ολοζώντανους χαρακτήρες που σχεδόν τους… ακούς να σου μιλάνε! Άψογη αφηγηματική ροή, γραφή και γλώσσα. Είναι τόσο καλοδουλεμένο και στιβαρό που σχεδόν πεντακόσιες σελίδες μετά κι εύχεσαι να είχε ακόμα τόσες. Το βιβλίο είναι πλούσιο σε βιτριολικό χιούμορ, συγκίνηση, στιγμές θλίψης αλλά και… χμμμ… σεΚΣ (σπάνιο φαινόμενο σε νεοελληνικά κείμενα).
Και πριν κλείσω να πω πως δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δυο, ούτε τρεις οι εκδοτικοί που έκλεισαν την πόρτα στον Αλμπάτη και τους λαλίστατους νεκρούς του, αλλά είκοσι. Μάλιστα είκοσι. Αναρωτιέμαι πως να αισθάνονται τώρα οι εκδότες αυτοί, βλέποντας ότι αυτό που εκείνοι θεώρησαν «σκουπίδι» για εμάς τους αναγνώστες είναι ένας υπέροχος θησαυρός;
8/10 Σεξ και θάνατος. Το διάβασα για τον ντόρο που δημιουργήθηκε και το ολίγον μακάβριο - μεταφυσικό στοιχείο του. Ωραία ιστορία με μπόλικη φαντασία και ωραίο λεξιλόγιο. Επίσης μου άρεσαν οι τίτλοι από κάθε κεφάλαιο και η έμμεση αναφορά στην "αιώνια επανάληψη" του Νίτσε. Θα του έβαζα 5 αστέρια αν σταματούσε στο προ τελευταίο κεφάλαιο. Το τελείωμα του το βρήκα υπερβολικά μελοδραματικό για τα γούστα μου.
Παρότι έχω διαβάσει ��ις δύο προηγούμενες εκδοθείσες νουβέλες του Αλμπάτη με σχετικό ενθουσιασμό, και τις βρήκα αρκούντως καλές, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν μου κινούσε το ενδιαφέρον να το διαβάσω. Η θεματολογία, που κατά τη γνώμη μου δεν είναι και τόσο πρωτότυπη -εννοώ την επικοινωνία με τους νεκρούς- αν και το συγκεκριμένο εύρημα αφήγησης απαντάται κυρίως σε έργα φαντασίας ή τρόμου, δεν είναι της αρεσκείας μου, οπότε κωλυσιεργούσα την αγορά του για μελλοντικές στο βάθος του χρόνου αναγνώσεις. Υπήρξε όμως δώρο γενεθλίων και φυσικά το τίμησα, μιας και συμπαθώ τον συγγραφέα (για λόγους που θα εξηγήσω στο τέλος) και το βιβλίο έχει πλασαριστεί πολύ έξυπνα από τις εκδόσεις Νήσος με αποτέλεσμα να συζητιέται αρκετά.
Θα ξεκινήσω λέγοντας πως καμία από τις κριτικολογίες που διάβασα δεν με κάλυψαν πλήρως, είτε ήταν δημοσιογραφικού τύπου είτε ανεπίσημες στα πλαίσια μιας γνώμης. Έχω κουραστεί από τις ιμπρεσιονιστικου τύπου κριτικές που δεν λένε τιποτα για το κείμενο, αντιθέτως μιλάνε μόνο για τον συντάκτη τους -για τα γούστα του, το στεγανό τρόπο που βλέπει τον κόσμο, ή θολές και μπερδεμενες αναλυσεις βασισμενες στο περιβάλλον του, τις σπουδές του ή οτιδήποτε αλλο ασχετο με το κειμενο δεδομενο. Αναπολώ μια εποχή -που δεν εζησα- που οι άνθρωποι των γραμμάτων μιλούσαν με ουσία για τα βιβλια. Με φιλολογική ουσία. Οι δύο κριτικές που ξεχώρισα ήταν αυτή του Αλέξανδρου Ζωγραφακη στον Ιστό και αυτή του κ.Παπαντωνη (σε δημόσια ανάρτηση του στο φβ) εχω ωστοσο και εκει τις διαφωνιες μου.
Συμφωνω με τις παρατηρήσεις που ενέταξαν το μυθιστόρημα σε μια κάποιου τύπου παραμυθητική διήγηση, αλλά διαφωνώ με τον ειδολογικό προδιορισμό: το μυθιστόρημα κατά τη γνώμη μου κατατάσσεται σε μια νεοελληνική εκδοχή γκροτέσκου ρεαλισμού με πρόδηλα μοτίβα του αναγεννησιακού μυθιστορήματος, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του. Η παραμυθητική διήγηση δεν ταιριάζει εδώ, γιατί οι χαρακτήρες μας δεν είναι καλοί και κακοί ούτε έχουν ένα συγκεκριμένο σκοπό, είναι χαρακτήρες μάλλον επιτήδειοι χωρίς συμπαγή ηθικό κώδικα, που μπορούν να λάβουν ακόμα και το χαρακτηρισμό του αντίηρωα και είναι δύσκολο να καταταχτουν στην απλουστευμένη διαρρύθμιση ενός παραμυθιού. Η διήγηση του Αλμπάτη άλλωστε δεν στοχεύει σε κάποιον ηθικό διδακτισμό, παρότι καταφεύγει σε κάποια από τα κεφάλαια εκεί (το βλέπουμε κυρίως στις νουθεσίες του ενωμοτάρχη και σε άλλα χωρία προς το τέλος) αλλά στην κριτική του επαρχιωτισμού, της κοινωνικής υποκρισίας, του κληρικαρισμού και πολλών ακόμα φαινομένων. Όσο μπόρεσα να το ψάξω, βρήκα μόνο μία συναφή παρατήρηση για τον χαρακτήρα του κειμένου προερχόμενη απο τον κ.Παπαντώνη που στη βιβλιοκρισία του έκανε λόγο για "μπαρόκ" αφήγηση. Ωστόσο αυτός ο χαρακτηρισμός μάλλον αφορά την υφολογική χροιά του κειμένου (θα μιλήσω και για αυτό παρακάτω) και σε κάθε περίπτωση δεν καλύπτει το εύρος των ιδιοτήτων που παρουσιάζει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Ας δούμε πρώτα τα στοιχεία που κάνουν το μυθιστόρημα ρεαλιστικά γκροτέσκο. Πέραν της προϊστορίας του Αλμπάτη με την ιστορική φαντασία και μια ροπή στο στρεβλωμένα υπερβολικό (βλέπε Ο Κώλος της Άννας) το μυθιστόρημα αναπτύσσεται με αρκετά μοτίβα βιολογισμού και υπερτονισμένου νατουραλισμού, μιας εκτενούς και διογκωμένα λειτουργικής και ωμης σωματικότητας που σε αρκετά σημεία λαμβάνει το χαρακτήρα του παρωδιακού, με έντονες εικονες εκκρίσεων (ουρα, σαλια, σπερμα ή κολπικες εκρίσσεις) και περιγραφές γερασμένων σωμάτων που έχουν ταυτόχρονα κάτι το ακροθιγώς ερωτικό με τις αναδρομες στο παρελθον, σαν να θέλει ο Αλμπάτης να ανακατέψει το θάνατο με το σεξ και τον έρωτα.
Το σώμα, όπως το περιγράφει λοιπον ο Αλμπατης, έχει δύο οψεις, υπάρχοντας ενιαιο μέσα στο χρόνο: αυτή της χυμωδους ακμής και της ανθώδους ελκυστικης νεότητας και παραλληλα αυτή της παρηκμασμενης γηραιότητας και των σκεβρών αποστεγνωμένων κορμιών. Από τη μία γέννηση από την άλλη θανατο. Οι θάνατοι, διαβάζουμε, σταμάτησαν τον χειμώνα ενώ συνέβαιναν πολλαχώς την άνοιξη. Η επιλογή της εποχης δεν είναι τυχαία, αλλά διακριβώνει την συμβολιστικη επίστρωση του βιβλίου με την αναφορά στις αρχαίες δοξασίες για την άνοιξη, μια εποχή θανάτου και αναγέννησης της φύσης, που γιορτάζεται ακόμα και σήμερα, υπο την θρησκευτική κουρτίνα του χριστιανικού και εβραϊκού Πάσχα.
Σαν τις δύο όψεις ενός Ιανού η διπολικοτητα αυτή παρουσιάζεται επανειλημμένα στο κειμενο, με το χαρακτηριστικοτερο κομμάτι να ανευρίσκεται στο κεφάλαιο που διετελείται ο γάμος του πεθαμένου με τη ζωντανή εγκυμονούσα νύφη , αλλά και σε ένα ιδιαιτέρως συγκινητικό χωρίο, κατ'εμε το καλύτερο όλου του βιβλίου, όπου ο νεαρός Φανούρης νιωθει κυριευμενος από τον έρωτά του για την Ελιζα/Βασιλική και εύχεται να μπορούσε να αγκαλιάσει ολόκληρη την ύπαρξή της, αχρονικά, να μπορούσε να την αγκαλιάσει σε όλες τις εκδοχές της, όταν ήταν ακόμα μικρο παιδί ή μετά, όταν θα ήταν πια μια από τις γερασμενες και ανηδόνιστες φιγούρες που συναντα στις κηδείες.
Το βιβλίο δεν αφορά, συνεπως, το θάνατο αλλά αποτελεί ένα δονκιχοτικό (σαν άλλος Δον Κιχότης και Πάντσο οι δύο κεντρικοί ήρωες εξερευνούν την μεταπολεμική Κρήτη) coming of age μυθιστόρημα, μια επαρχιακή εποποιία ενηλικίωσης που εναλλάσσεται σε είδος ανά τα κεφάλαια, καθώς το εύρημα των πολλαπλών νεκρικών αφηγήσεων δίνει στον Αλμπάτη τη δυνατότητα να εντάξει διαφορετικό χαρακτήρα αφήγησης σε κάθε κεφάλαιο (πχ μυστηρίου, αστυνομικού, τρόμου, πολεμικού, ερωτικού κλπ)
Ο θάνατος στο βιβλίο δεν αφορά ένα οντολογικό ζήτημα, αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο που επηρεάζει κυρίως τους ζωντανούς. Υφίσταται μαλιστα μια σταδιακή απο-ιεροποίηση, μοτίβο που έχει υπάρξει ξανά στα κείμενα του Αλμπάτη, η αποκαθαίρεση δηλαδή της ιερότητας ορισμένων συμβόλων και συμβάντων. Αυτό τον υποβιβάζει με τέτοιο τρόπο που σταματά να έχει εκφοβιστικό χαρακτήρα για τους χαρακτήρες του κειμένου και καταλήγει μια κατάφαση προς τη ζωή, που έρχεται κυρίως από τα λόγια και τις διηγήσεις των νεκρών, παρόλο που το βιβλίο τελειώνει μάλλον απαισιόδοξα.
Φαντάζει σχεδόν χαϊντεγκεριανή αυτή η σύλληψη και η ξεκάθαρη συμβουλή που απαυγάζει ο συγκερασμός από τα νεκρικά λόγια, δηλαδή να ζουμε τη ζωή μας με την βεβαιότητα του θανάτου, σαν να είμαστε ήδη νεκροί. Θεωρώ όμως πως δεν έχει τόσο υπαρξιστικό, όσο μυστικιστικό χαρακτήρα και ταιριάζει περισσότερο στην γελαστική κουλτούρα της αναγέννησης, σε ένα προνεωτερικό στάδιο όπου το άστυ και τα ψυχολογικά συμπλέγματα που επιφέρει δεν είναι ακόμα παρόντα αλλά ο άνθρωπος καλείται να πάρει αποφάσεις για το πώς θα ζήσει τη ζωή του με βάση την αλήθεια προς τον εαυτό του.
"Ο υποβιβασμός σκάβει τον σωματικό τάφο για μια νέα γέννηση" διαβάζουμε στη μελέτη του Μπαχτίν για τον Ραμπελαί "για αυτό δεν έχει καταστροφική σημασία αλλά θετική" . Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε χωρία στο κείμενο του Αλμπάτη όπως αυτό του νεκρού γαμπρού όπου μπροστά στα μάτια του αναγνώστη επιτελούνται τρία μυστήρια και τρεις σταθμοί της ζωής, του γάμου, της κηδείας και της γέννησης (και ονοματοδοσίας σύμφωνα με τη θέληση του νεκρού πατέρα) Ο γάμος της εγκυμονούσας με το πτώμα γίνεται παρωδιακά, εξευτελίζει τη σοβαροφάνεια του "ιερού" μυστηρίου του γάμου, όπως ακριβώς γινόταν και στις γιορτές των Τρελών κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.
Ο ερωτισμός στον Αλμπάτη (που σχολίασε τόσο ενθουσιασμένος ο Χωμενίδης [τόσο που τρόμαξα]) δεν είναι πορνογραφικός ούτε έχει αυτό το χαρακτήρα, ήδη από τον Κώλο της Άννας ή την Κάρτα ελεύθερης πρόσβασης. Στον Κώλο της Αννας είναι παρωδιακός και επιτελεί τον χαρακτήρα μιας αποκαθαίρεσης της σεβασμιας θρησκευτικότητας με την ιεροποίηση των οπισθίων μιας υπηρέτριας, στην Κάρτα Ελεύθερης Πρόβασης είναι ένας ερωτισμός πολιτικός που εξερευνά τις σεξουαλικές ισορροπίες τη συγχρονη εποχη και στο παρόν μυθιστόρημα είναι ένας ερωτισμός αυστηρά ειρωνικός και βαθιά σωματικός, αγκαλιάζοντας με ευχαρίστηση και φιλολογική ευκρίνεια το χυδαίο. Αυτό γινεται φανερό στα χωρία όπου αναλύονται περιγραφικά οι μεθοδοι αυνανισμού του Φανούρη. Σε άλλα χωρία το κείμενο θυμίζει την ελαφρά πορνογραφία του Απολιναίρ, με κάθε φιλοσοφικό ή πολιτικό υπονοούμενο που δύναται αυτή να λάβει, αλλά κυρίως λόγω των φραστικών ομοιοτήτων. Έτσι γίνεται λόγος για μαλαπέρδες, όφεις και άλλους χαρακτηρισμούς που μπορεί κανείς να βρει σε αυτά τα έργα. Φυσικά ανευρίσκονται και πιο λογοτεχνικές αφηγήσεις ( "το πέος του ορθωνόταν σε μια βουβά κραυγάζουσα στύση").
Σε σχέση με το ύφος που ποικιλοτρόπως σχολιάστηκε πρέπει να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις. Πρώτα από όλα αποτελεί χαρακτηριστικό του Αλμπάτη σε όλα του τα μέχρι τώρα εκδοθέντα βιβλία, τουλάχιστον αυτά που έχουν πέσει στα χέρια μου. Στον Κώλο της Άννας ο λυρισμός, η μετατόπιση του ρήματος, το εσκεμμένα σκωπτικό και αποστασιοποιημένο ύφος δοκιμίου -ή κατα περιπτώσεις σάτιρας- βρίσκει την τέλεια ενσάρκωσή του και δένει αρμονικά με το θέμα. Στην Καρτα Ελεύθερης Πρόσβασης δεν είναι τόσο συνεπές, αλλά ταιριάζει επίσης με την διήγηση του απαγορευμένου, μιας ιστορίας που έχει στοιχεία μιας αφήγησης του αλλόκοσμου. Στο παρόν μυθιστόρημα η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να το συναντήσω, όχι γιατί δεν ταιριάζει θεματικά, αλλά γιατί δεν το είχα θεωρήσει απαραιτήτως ειδοποιό στοιχείο της αφηγηματικότητας του συγγραφέα. Δυστυχως όμως δεν είναι αυστηρα συνεπες. Βλέπουμε, δηλαδή, ενίοτε, χαρακτήρες, κυρίως τους νεκρούς, ή ακόμα και ζωντανούς (πχ η αδερφή στην έπαυλη) να κάνουν τις... γερμανικές μετατοπίσεις του ρήματος. Αυτό δίνει μια επίφαση ενότητας στο κείμενο αλλά φυσικά δεν είναι ορθό αφηγηματικά καθώς οι ήρωες δεν μπορουν να μιλάνε στον διάλογο όπως ο αφηγητής. Αλλά η ασυνέπεια συνεχίζεται και στον ίδιο τον αφηγητή. Έτσι, υπάρχουν χωρία του κειμένου που ακολουθούν ακατάπαυστα αυτή τη μέθοδο και άλλα που την εγκαταλείπουν εντελώς.
Όσον αφορά την ιστορικότητα, το βιβλίο δεν πάσχει από ιστορική ακρίβεια, παρολο που δεν φαίνεται να προσπαθεί ο Αλμπάτης συνειδητά να αναπαραστήσει μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή, καθώς η διήγηση, ειδικά σε κεφάλαια όπως αυτό με τους μεταξοσκώληκες, μοιάζει να έρχεται πράγματι από τα βάθη των αιώνων και όχι απαραιτήτως την επαρχιακή Ελλάδα της δεκαετίας του '50. Ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρο πως διαθέτει ιστορική αντίληψη. Και αυτό φαίνεται σε μικρές λεπτομέρειες. Για παράδειγμα στην παρατήρηση της σελίδας 173 του αγροφύλακα προς τον ενωμοτάρχη πως δεν άφησε κανέναν να πλησιάσει το πτώμα της δολοφονημένης επειδή αυτό τους έμαθαν στη σχολή. Δεν μπόρεσα να βρω αρχεία για την ύλη μαθημάτων της αγροφυλακής, ωστόσο μιας και περιλαμβανόταν στα σώματα ασφαλείας, μπορούμε να υποθέσουμε πως υπήρχε ίδια ή παρεμφερής ύλη, δηλαδή, μεταξύ άλλων μαθημάτων, Επιστημονική Ανακριτική, Εγκληματολογία κ.ά που αναμφίβολα θα περιλάμβανε διδακτικές παρατηρήσεις για το πώς να χειριστεί ένα όργανο το πτώμα και τον τόπο του εγλήματος.
Η ιστορικη συνεπεια του κειμένου γινεται επιπλεον φανερη από σχολια που αφορούν αντιληψεις της επαρχίας, την πρακτική που είχαν να κρύβουν πως επρόκειτο για αυτοχειρία ή και απο την αναφορά του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο (ο νόμος περι ψευδών ειδήσεων είχε θεσπιστεί ήδη από το 1834 και ηταν μαλιστα αρκετα επικαιρος το 1950 λογω της προσπαθειας ελεγχου του Τυπου και των δια του Τυπου εγκληματων)
Ωστόσο δεν λείπουν από το κειμενο οι ιστορικές ασυνέχειες και οι υπερβολές. Στο ίδιο κεφάλαιο που ανέφερα παραπάνω, στο Γητεύοντας μεταξοσκώληκες, φαίνεται αρκετά απίθανη η πεπειραμένη γνώση του πρωκτικού σεξ από μια νεαρή ανήλικη (δεν συγκεκριμενοποιείται η ηλικία της αλλά μπορούμε να το υποθέσουμε αφού δεν αναφέρθηκε να είναι "της παντρειάς" η κόρη της χήρας) που ζει αποκλεισμένη σε μια ερημική περιοχής της επαρχίας και πολύ πιθανόν χωρίς άλλα ερεθίσματα πέραν του ορθόδοξου κατηχητικού.
Εκτός αυτού του χωρίου όμως οι μεγαλύτερες ασυνέπειες παρουσιάζονται στον χαρακτήρα του θείου. Αρχικά μας λέει πως "αποδεικνύεται πως η ύπαρξη της ψυχής είναι απάτη. Απλώς ο εγκέφαλος, που δεν έχει σαπίσει εντελώς, εξακολουθεί να εκπέμπει κάποια ηλεκτρικά σήματα -γιατί αυτό ειναι οι σκέψεις- κι εσύ με κάποιον τρόπο μπορείς να το συλλαμβάνεις" Ενώ η παρατήρηση αυτή είναι ισχύουσα με τα δεδομένα του σήμερα, ειναι δυσκολο να θεωρήσουμε πιθανο πως στην ψυχροπολεμική Αμερική, είχε γίνει αποδεκτή μια τέτοια παραδοχή, όχι γιατί η δεκαετία του '50 δεν ήταν μια λαμπρή δεκαετία όσον αφορά την πρόοδο της νευροεπιστήμης, αλλά γιατί η πρόοδος αυτή εντοπίζεται κυρίως σε άλλα πεδία, πχ στην κατανόηση της επιληψίας. Η σαφής παραδοχή της μη ύπαρξης της ψυχής νομίζω πως είναι αρκετά επισφαλές να αποδοθεί στους επιστήμονες της δεκαετίας του '50, μιας εποχής δηλαδή που η νευρολογία στις ΕΠΑ δεν είχε καν σαφώς διακριθεί απο την ψυχιατρική (βλέπε Creating Modern Neuroscience, κεφάλαιο 13, "Foundations of brain imaging" , σελ 177)
Μια ακόμα σημαντική ασυνέχεια του συγκεκριμένου χαρακτήρα είναι πως, ενώ παρουσιάζεται τόσο διαβασμένος και ενημερωμένος λόγω της παραμονής του στην Αμερική, δεν μοιάζει να γνωρίζει για τη χρήση των προφυλακτικών ως μέσο αντισύλληψης, αντιθέτως, οικτίροντας την αμάθεια των συντοπιτών του, καταλήγει πως είναι ανόητοι επειδή δεν ξέρουν μια "ασφαλή" μέθοδο αντισύλληψης όπως αυτή της διακεκομμένης συνουσίας. Εκτός του ότι η συγκεκριμένη μέθοδος υπήρξε γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων κι έτσι αμφιβάλλω πως δεν ήταν γνωστή σε ολάκερη την Κρήτη, παρότι δεν είναι ασφαλής, προφανώς, ο χαρακτήρας όφειλε να γνωρίζει για τα προφυλακτικά, δεδομένου πως ζούσε στην Αμερική. Αλλωστε τα προφυλακτικά κυκλοφορούσαν μερικώς και προπολεμικά στην Ελλάδα και φυσικά στη συνέχεια κυκλοφόρησαν σε ευρεία παραγωγή από τη δεκαετία του '50 και εξής. Υπάρχουν βέβαια και πολλές ανεκδοτολογικές μαρτυρίες που αφορούν τη χρήση εντοσθίων ζώων, πατέντα που σιγουρα θα υπήρχε και στην Κρήτη.
Από άποψη πλοκής το βιβλίο ακολουθεί αφήγηση που στηρίζεται κυρίως στα επιμέρους επεισόδια και στις ιστορίες των νεκρών με εστιασμό στον Φανούρη. Οι αφηγήσεις των νεκρών, καθώς ο ίδιος είναι ορφανός από πατέρα, λειτουργούν ως νουθετικές επωδοί για την ωρίμανσή του. Εκφραστικά ο Αλμπάτης έχει πρωτότυπη γλώσσα που πλουτίζεται από λογιών λογιών μεταφορές και από μια ευρεία και απολαυστική παλέτα εικόνων. Ωστόσο παρατήρησα μια εκτεταμένη εμμονή στην περιγραφή του άσπρου και του μαύρου ως κατασπρου, πάλλευκου και κατάμαυρου αντίστοιχα. Έτσι τα μαλλιά είναι πάντα "κατάμαυρα", το φόρεμα είναι "κατάλευκο", τα πισινά της νύφης του πεθαμένου είναι πλαδαρά και "πάλλευκα", το πρόσωπο αλλού είναι πάλι "πάλλευκο", το τριγωνικό αλσύλιο της ήβικής περιοχής αποτελείται από "κατάμαυρες" τρίχες, τα σεντόνια στο νεκροτομείο είναι "ολόλευκα" κ.ά. Άρχισα να τα σημειώνω έχοντας περάσει τα μισά του βιβλίου αλλά υπάρχουν σε μεγαλη ποσοτητα διάσπαρτα από την αρχή ως το τέλος. Κατα τη γνώμη μου είναι περιττές αυτές οι περιγραφικές υπερβολές.
Περιττές είναι επίσης παραγραφοι όπως αυτή: "το αμάξι συνέχισε φουριόζικο έτσι να κυλά, ώσπου μια ορθάνοιχτη καγκελόπορτα σαν να το κατάπιε, για να βρεθούν σε μια μακριά αλέα από πανύωηλα πεύκα και κουκουναριές και να σταματήσουν μπροστά σ'ένα επιβλητικό αρχοντικό σε χρώμα λουλακί, ζωσμένο από λουλουδιασμένες βραγιές και με δύο θεόρατους φοίνικες αριστερά και δεξιά της μαρμάρινης σκάλας που οδηγούσε ως την πλασιωμένη από δύο λεπτους κίονες είσόδο"
Είναι πολύ μακροσκελής και αργόσυρτη περιγραφή για να μας πει πως έφτασαν σε μια έπαυλη με ψηλά πεύκα. Ο εντυπωσιασμός του Φανούρη για την μετακίνηση με τη λιμουζίνα είχε ήδη αποτυπωθεί στην προηγούμενη παράγραφο άρα το χωρίο, όπως και διάφορα άλλα ανάλογης καθυστέρησης της πλοκής, περιττεύει.
Ο φιλοσοφικος χαρακτήρας του κειμένου δεν είναι ξεκάθαρος. Δεν συμφωνώ με τις προσεγγίσεις που λένε πως εξηγείται εντός του κειμένου η ατόνηση του ψυχικού σήματος που αφουγκράζεται ο Φανούρης μετά τις σαράντα ημέρες που ορίζει και η χριστιανική παράδοση. Ο Αλμπάτης αφήνει να ακουστούν οι απόψεις της επιστήμης και της θρησκείας χωρίς να παίρνει ξεκάθαρη θέση, ή μαλλον προσπαθώντας να τις συνενώσει. Το αν εντέλει το απλοϊκό και άγουρο μυαλό του Φανουρη καταλήγει σε αυτή την προσέγγιση δεν σημαίνει πως αυτό οφειλουν να πράξουν και οι αναγνώστες. Ο συγγραφεας φαινεται να προσπαθεί να ενταξει μέσα στο κείμενο πολλά θρησκευτικά και φιλοσοφικα πιστεύω, απο τον πρώιμο Χριστιανισμό μέχρι Βουδιστικές και Ινδουιστικές αντιλήψεις. Αυτή η συγχώνευση της φιλοσοφίας με την θρησκεία με ξένισε προσωπικά, για αυτο και θεωρώ το κείμενο της εφημερίδας το μελανότερο κομμάτι του βιβλίου. Είναι σαν να προσπαθεί να κάνει μια επεξήγηση στον αναγνώστη για το πώς πρέπει να εκλάβει το βιβλίο. Επιπλέον, η προσπάθεια να ενταχθούν οι θρησκείες στο συμπέρασμα που επιχειρεί να μεταδώσει ο Αλμπάτης, αυτό της συμφιλίωσης του εφήμερου με το αιώνιο, όπως το κατονομάζει, δεν στέκεται ικανά βασισμένο σε αυτή την βιαστική συγκριτολογία που επιχειρειται σε μολις μία σελιδα. Συμβαίνει επίσης στο χωρίο αυτο και μια εκτεταμένη γλωσσική αβλεψία καθώς το κείμενο έπρεπε να γραφεί στην καθαρεύουσα, οπως επισήμαναν και άλλοι, ή έστω σε μια πρόσμιξη της δημοτικής με την καθαρεύουσα. Μοιάζει πολύ σύγχρονο, όχι μόνο της γλώσσας, αλλά κυρίως του ύφους. Κατ'εμέ θα έπρεπε να απουσιάζει εξολοκλήρου.
Νιώθω την ανάγκη να σημειώσω και ένα ακόμα αρνητικό, που όμως διατηρώ την επιφύλαξη πως ανήκει σε αυτή την ελευθεριάζουσα ροπή του Αλμπάτη τόσο στη θεματολογία όσο και στο ύφος: υπάρχει ένας υφέρπων μισογυνισμός. Μου δίνεται η εντύπωση, ιδίως στα προηγούμενα βιβλια του Αλμπάτη, πως είναι ένας σκωπτικος και εστεμμένος μισογυνισμος από την πλευρά των ηρώων και όχι του αφηγητή -και σίγουρα οχι του συγγραφέα. Θα ηταν αδύνατο να μιλήσει κανείς για το σεξ, αγνοώντας τις αντιλήψεις που υπαρχουν και αυτό νομίζω πως κάνει και ο Αλμπατης: καταγραφει ένα φαινόμενο. Έτσι στο κείμενο διαβάζουμε συχνά για "κακοχυμένες" , "στραβοχυμενο μουτρο" κ.ο.κ, που αφορούν σχεδόν κατά κανόνα γυναικείες φιγούρες. Ωστόσο, η ασχήμια θεωρώ πως επιτελεί τον χαρακτήρα της στην γκροτεσκα αφηγηση, όπως και οι εκτεταμένες περιγραφές των γερικων σωμάτων.
Να αναφερω, τελος, πως στη σελ 466 έχει μπει σε πλάγια γράμματα η παράγραφος "Όσοι αγαπιούνται πραγματικά-γλώσσα του ηχου". Φαίνεται να έγινε αυτό καταδεικνυοντας πως είναι σκέψεις του Φανούρη, αλλά κατα τη γνώμη μου είναι αβλεψία καθώς όλη η αφήγηση υποτίθεται πως αντανακλά σκέψεις του Φανούρη. Το αναφέρω προκειμένου να το δουν στις δευτερες εκδόσεις.
Κλείνοντας, θα σχολιάσω τον ίδιο τον Αλμπάτη και για ποιο λόγο μου φαίνεται συμπαθής σε αυτό το συνάφι. Θεωρώ ότι είναι από τους λιγους νεοέλληνες συγγραφείς που η παρουσία του δεν απαυγαζει έναν έντονο και απωθητικο ναρκισσισμό. Δεν τον συναντάμε πουθενά στα γραπτά του πέρα από λεπτομέρειες. Με άλλους συγγραφείς δεν το βλέπου��ε αυτό. Η σπουδαία τέχνη κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που υφίσταται μια αποστασιοποίηση στην επεξεργασία. Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να μιλήσει για πράγματα που αφορούν όλους μας; Το να μιλάμε συνεχώς για τους εαυτούς μας είναι απολαυστικό και μας φαίνεται ενδιαφέρον, αλλά λογοτεχνικά είναι πολύ περιοριστικό και το να αφηγούμαστε ξανά και ξανά το βίωμά μας, αφαιρεί από τη λογοτεχνία την αρχική της αγαθότητα και τον σκοπό της. Ο Αλμπάτης είναι ένας συγγραφέας που προσπαθεί να καθιερώσει το δικό του στυλ. Κι άλλοι το κάνουν αυτό, αλλά είναι σαν να διαβάζουμε την αντιγραφή των επιρροών τους. Εκείνος, ενώ έχει επιρροές τις οποίες εντάσσει στο κείμενό του, τις κάνει δικές του και τις κοσκινίζει μέσα από τη δική του αντίληψη για να παράξει κάτι καινούργιο. Και αυτό, η πρωτοτυπία του θέματος και το ξεχωριστό στυλ της γραφής είναι κάτι που απουσιάζει τραγικώς από την νεοελληνική λογοτεχνία όπου η έλλειψη ταλέντου, συναγωνίζεται με την φτωχή χρήση των ελληνικών ή τις φανφάρες εντυπωσιασμού. Ελπίζω να συνεχίσει έτσι ο συγγραφέας και η επιτυχία να μην διαβρώσει το έργο του. Χαίρομαι που δικαιώνει με αυτο το βιβλίο προηγούμενες κρίσεις μου.
Συνοπτικό ρεζουμέ: Αλμπάτη, σου βγάζω ένα νοερό καπέλο. Εύγε.
Αν αυτό το βιβλίο δεν γίνει σειρά στην ελληνική τηλεόραση και μετά στο Νετφλιξ, θα απορήσω για την λογική των παραγωγών κ την έμπνευση των αεναριογραφων. Φοβερή ιδέα ο πιτσιρικάς που "ακούει" τους πεθαμένους κ μεταφέρει τις σκέψεις τους στην κάσα, τοποθετημένη στο σωστό χρονικό πλαίσιο, στην Κρήτη δεκαετία του '50, καθώς σε κάθε άλλο χρόνο θα ήταν ακαιρη ή αδιάφορη και η οποία γέννησε εξίσου σπαρταριστικα αστείες και τραγικές ιστορίες, άλλη μια απόδειξη ότι τα καλύτερα μυθιστόρηματα είναι αυτά που έχουν τα πού μια καλή ιστορία. Με μια φροντισμένη παραγωγή εποχής κ μια ηθογραφία που θα μπορούσε να γεννήσει δεκάδες επεισόδια, το βιβλίο μπορεί να γίνει μια μοναδική σειρά στην καλωδιακή, αν βρεθούν και οι ικανοί σεναριογράφοι φυσικά.
Είμαι βέβαιος ότι ο συγγραφέας το έχει σκεφτεί στο πίσω μέρος του μυαλού του και γι αυτό δεν άφησε τον πρωταγωνιστή απλά να αφηγείται αλλά μέσα από τις ιστορίες πλάθει και τον χαρακτήρα του παιδιού που το χάρισμα αυτό τον κάνει να αναρωτιέται συνεχώς με μιας εσάνς φιλοσοφικής διάθεσης γύρω από την άρρηκτα στενή σχέση μας με το άγνωστό του θανάτου και το απροσδόκητο της ζωής, ίδιον του είδους μας, αφού αν και έχουμε γνώση της κατάληξης μας, παλεύουμε να γεμίσουμε το ενδιάμεσο της ύπαρξης μας με διάφορους ευφάνταστους τρόπους αμελωντας συνήθως για τα δύο βασικότερα στοιχεία του είδους μας· την αγάπη και το σεξ.
Χωρίς να αναφέρονται σε αυτές τις μοναδικές μας ιδιότητες, καμία ιστορία δεν αξίζει να ειπωθεί! Και μόνο οι ιστορίες αξίζουν, όπως ξέρανε οι παλιοί που καλοδεχονταν κάθε ξένο, αρκεί να ξέρει να πει ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Ζωή και θάνατος. Δυο έννοιες διαμετρικά αντίθετες, αλλά τόσο συνυφασμένες η μία με την άλλη....
Ο Φανούρης, ανακαλύπτει στην κηδεία ενός συγχωριανού του, ότι μπορεί να τον ακούσει, να ακούσει τις σκέψεις του νεκρού. Αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα, αποφασίζει να εκμεταλευτεί οικονομικά, ένας θείος του. Έτσι, αρχίζουν να περιοδεύουν από κηδεία σε κηδεία, κια από χωριό σε χωριό. Αν και στην αρχή αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, ο Φανούρης αποδεικνύει έμπρακτα το χάρισμά του. Πόσο έτοιμοι είναι οι άνθρωποι να ακούσουν τα λόγια των νεκρών? Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, είναι και μια μικρή διήγηση, σαν ένα σύνολο ιστοριών. Μέσα από αυτές τις διηγήσεις του Φανούρη, ο συγγραφέας θίγει αρκατά θέματα της εποχής, -είμαστε άλλωστε στην Κρήτη της δεκαετίας του '50- όπως τη θρησκοληψία, τις δεισιδαιμονίες, τη φιλαργυρία, αλλά και τις καταχρήσεις, τον κάματο της καθημερινότητας και την ομορφιά της αγάπης. Είναι και μια μικρή ιστορία ενηλικίωσης για το Φανούρη, που ακούγοντας τις άφιλτρες αλήθειες των νεκρών, ωριμάζει και μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί. Σε κάποιες ιστορίες βρήκα κοινά σημεία, ενώ κάποιες με συγκίνησαν περισσότερο από τις υπόλοιπες.
Πρώτη επαφή με τον συγγραφεα με ένα βιβλίο που το θέμα του είναι ιδιαίτερο, αλλά ο τρόπος που το προσεγγίζει είναι τόσο άμεσος που δεν μπορείς παρά να απολαύσεις το ταξίδι.
"Αυτό είναι ο θάνατος λοιπόν? Να τ'ακούς όλα και όλα να τα βλέπεις... Μόνο που'ναι όλα θαμπά κι απόμακρα, σαν να τα κοιτάς πίσω από ένα χοντρό, παχνισμενο τζάμι, σαν τίποτα να μη σε νοιάζει πια, τίποτα να μην μπορεί να σε ταράξει... Ωραία είναι, όμορφα, μα θέλω κι αυτό να τελειώσει, να πάψουμε όλα, να βουβαθουν, να σβησουνε, αυτό ζητώ, αληθινή γαλήνη...."
Διαβάζεις την ιδέα και ξεκινάς με κάτι ενδιαφέρον. Και από τις πρώτες σελίδες σε φέρνει κοντά. Δεν κρύβει τίποτα και είναι όλα μπροστά σου με το ξεκίνημα της ανάγνωσης. Έξυπνη επιλογή να χρησιμοποιήσει μακροπερίοδο λόγο, ηρεμεί το θέμα, την προσέγγιση και διαμορφώνει μια ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή, κάτι που τελικά εξυπηρετεί και το όλο ύφος του βιβλίου. Η πλοκή είναι τόσο όσο χρειάζεται για να δείξει όσα θέλει μέσα από την ιστορία και τους χαρακτήρες του, δεδομένου ότι δεν ζητάς και πολλά σαν αναγνώστης, παρά σου αρκεί να διαβάσεις μία ακόμα ιστορία-στην-ιστορία, μέχρι να ξαφνιαστείς από την πρωτοτυπία του κόσμου των ηρώων. Κρατά έξυπνα τις αναμονές και μέσα από την πορεία του κεντρικού ήρωα δεν "ξεχνά" τίποτα. Όλα κλείνουν δίχως όριο και όλα ταιριάζουν να συμβούν σε μια αφηγηματική συνθήκη που εξυπηρετεί κειμενικά όλη την προθετικότητα του συγγραφέα. Σημαντικό να αφήσουμε δυο λόγια και για το στήσιμο του τρόπου έκφρασης των χαρακτήρων και τη συνέπεια στο ύφος και στον τρόπο που φθέγγονται στο κείμενο. Πολλά μπράβο σε όλα τα επίπεδο, κάτι που σπανίζει στα μέρη μας εδώ και χρόνια (ας είμαστε ειλικρινείς).
Από την πρώτη σελίδα με άρπαξε. Το λάτρεψα. Το διάβαζα αργά για το ευχαριστηθώ κι όποτε το άφηνα ο νους μου έτρεχε γύρω του. Απ αυτά που θεωρώ αριστουργήματα.
Με αιχμαλωτισε απο την πρωτη σελιδα.Πρωτοτυπη ιδεα , εξαιρετικη πλοκη ,ηθογραφικα ακεραιο, σπουδαιο τελος.Ωραια πενα με γλωσα γλαφυρη και λυρικη , συχνα ομως παραφωρτομενη με στολιδια τοσο γραμματικα οσο και συντακτικα.Στα συν η χρηση της ντοπιολαλιας που δεν κουραζει , ισα-ισα ειναι τοση ωστε απλως να σε μεταφερει στην κρητη του 1950. Η ιστορια του Φανουρη ειναι μια ιστορια ενηλικιωσης μεσα σε 4 μηνες .Εξαιτιας του χαρισματος του ( η της καταρας του με μια εννοια) με καθε περιστατικο ανα κεφαλαιο μαθαινει αληθειες και αξιες της ζωης που σταδιακα τον ωριμαζουν . Δυο θεματα σε ενα βιβλιο ευφανταστα συμπλεγμενα με παραλληλη εξελιξη . Καιρο ειχα να διαβασω ενα τοσο αξιολογο ελληνικο μυθιστορημα , ενα διαμαντακι οπως συνηθιζεται να λεμε .Με την καρδια μου θα εβαζα 5 αστερια , αλλα η φορτωμενη γλωσσα στερει το ενα .
Πολύ ενδιαφέρουσα και ελκυστική ιδέα, η εκτέλεση ωστόσο δεν ήταν τόσο πετυχημένη. Θα έλεγα πως οι περιγραφές σεξουαλικών σκηνών ήταν υπερβολικά πολλές και επιτηδευμένες. Ένιωσα πως άρχισα να δυσκολεύομαι να το συνεχίσω κάπου στην μέση του βιβλίου, παρόλα αυτά συνέχισα και δεν το μετάνιωσα γιατί έχει κάποιες ��ιλοσοφικές σκέψεις του συγγραφέα σε σχέση με τον θάνατο και την ζωή που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, θεωρώ πως ήταν ένα κείμενο που καταλαβαίνω γιατί τράβηξε τόσο την προσοχή και ήταν το μπεστσελλερ του καλοκαιριού, όμως δεν ήταν τόσο δυνατό όπως περίμενα.
Με μία καρδιά γεμάτη από συναισθήματα, αποχαιρέτισα το βιβλίο του Μιχάλη ένα πρωινό πηγαίνοντας στη δουλειά. Έμεινα για λίγα λεπτά μετέωρη στη συγκίνηση που μου είχαν προκαλέσει κάποιοι από τους “νεκρούς” του Μιχάλη ή μάλλον του Φανούρη (του ήρωά του), στο γέλιο που μου είχαν προκαλέσει κάποιοι άλλοι, στις μυρωδιές που είχε καταφέρει ο συγγραφέας να μυρίσω με απίστευτη ακρίβεια και στο κενό που νιώθει κάποιος όταν τελειώνει ενα πραγματικά καλό βιβλίο.
Η ρεαλιστική γραφή του Μιχάλη Αλμπάτη μάς μεταφέρει στη δεκαετία του ’50, στην Κρήτη. Ο ήρωάς του, ο έφ��βος Φανούρης ανακαλύπτει, στην κηδεία του θείου του, ότι έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών.
«Η επόμενη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησία. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί απο στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησία, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κορoϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που απο μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”».
Αυτό το σπάνιο χάρισμα του Φανούρη αποφασίζει να εκμεταλλευτεί ο θείος του κι έτσι ο έφηβος αποχαιρετά την περιορισμένη ζωή που είχε συνηθισει ως τότε, τη μητέρα, τη γιαγιά, την αδελφή του, τη Ρηνιώ του και μαζί ξεκινούν για ένα παράξενο ταξίδι, το οποίο θα συμπέσει, θα οδηγήσει, θα συντελέσει με τη/στην ενηλικίωσή του. Δεν ξέρω αν γίνεται σκόπιμα, αλλά ο ήρωας προκειμένου να ανακαλύψει την αγάπη (που είναι γένους θηλυκού), εγκαταλείπει οτιδήποτε θηλυκό υπήρχε προηγουμένως στη ζωή του, όλα τα Η – ίσως γιατί στην πραγματικότητα Η αγάπη συνοδεύεται πάντα από κάποια απώλεια. Για κάθε επιλογή που κάνουμε στη ζωή μας, υπάρχουν ταυτόχρονα άλλες τόσες που θάβουμε νεκρές ή ζωντανές ακόμα. Κι αυτό είναι κάτι που το ξέρουν καλά όλοι οι ήρωες του βιβλίου.
Ο Φανούρης συναντάει τους νεκρούς και κάθε κεφάλαιο είναι μία ξεχωριστή αφήγηση. Με αυτό το τέχνασμα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει διαφορετικές μικρές ιστορίες μέσα στην ευρύτερη και αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που με έκανε να αγαπήσω αυτό το βιβλίο. Άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους συναντιούνται μέσα στο μυαλό του συγγραφέα κι αποδίδονται με απόλυτη πειστικότητα.
Ο θείος του Φανούρη για παράδειγμα είναι αυτό που θα λέγαμε κάποτε “μεγάλο μούτρο”: τεμπέλης, λαμόγιο, τζογαδόρος και μέγας παπαρολόγος. Κι όμως ο συγγραφέας καταφέρνει να τον κάνει συμπαθή στο κοινό. Τόσο εκείνον, όσο κι άλλους ανθρώπους που κάνουν την εμφάνισή τους. Ασύμβατους, περιθωριακούς, ανθρώπους του χωριού, παπάδες, ιερόδουλες, η Ελίζα, η Μαντάμ Ζωρζέτ.
Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να πλάθει τους χαρακτήρες με απόλυτη φυσικότητα μεταφέροντας στον αναγνώστη την αλήθεια τους με συμπεράσματα για τη ζωή που άλλες φορές με έκαναν να γελάσω, άλλες φορές να τα αμφισβητήσω αλλά τις περισσότερες φορές να συγκινηθώ. Κι αυτό γιατί οι ήρωες είναι αληθινοί, πλάθονται με ακρίβεια, με μυρωδιές, με κηλίδες στο δέρμα και κρεατοελιές, με τα πάθη, τους χαμένους εγωισμούς, τα όνειρα που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, τα ψέματα, όλα εκείνα που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων και τους κάνουν σάρκινους, αληθινούς. Δεν υπάρχει καλός και κακός, υπάρχουν μόνο άνθρωποι.
Μετά από πολύ καιρό νιώθω ότι επιτέλους διαβάζω την ελληνική λογοτεχνία που μας αξίζει να έχουμε. Αν ο Φανούρης είναι η γέφυρα ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή, τότε η γραφή του Μιχάλη Αλμπάτη είναι η γέφυρα που ενώνει τη ζωή, τη φθορά, την αγάπη, τον έρωτα, το για πάντα με την τέχνη δημιοργώντας ένα νέο λογοτεχνικό σύμπαν, μία νέα ζωή.
Το βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη έκανε θόρυβο φέτος το καλοκαίρι. Πολλοί σπεύσαμε να το αγοράσουμε και νομίζω ότι κανείς δεν το μετάνιωσε. Μέσα απ'το τέχνασμα της έλλειψης τύψεων των νεκρών, ξεβρακώνει πολλά στερεότυπα, ιερά δισκοπότηρα, ανέγγιχτα απ'την πλειοψηφία της κοινωνίας μας. Η θέση της γυναίκας, η θρησκεία, η εκστρατεία μας στην Τουρκία και οι καλοί Έλληνες στρατιώτες και πάει λέγοντας. Με έχασε στο παίδεμα της γλώσσας που όμως θα μπορούσε να είναι και προσόν του βιβλίου και στην υπερβολική έκταση και γλαφυρότητα των σεξουαλικών σκηνών. Όπως και να έχει, κατάφερε ένα βιβλίο που θίγει πολύ σοβαρά θέματα να μη βαρύνει πουθενά, αντιθέτως, το χιούμορ να ξεφυτρώνει αναπάντεχα από τις σελίδες του.
Δεν μπορείς να πεις, ο Αλμπάτης σε μεταφέρει στην Κρήτη (βοηθάει και η ντοπιολαλιά, αν και κουράζει λίγο από ένα σημείο και μετά -ειδικά αν δεν έχεις επαφή με το νησί) και τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίσης δεν μπορείς να πεις, τα κεφάλαια με το μοναστήρι και το νεκροτομείο, αυτά δηλαδή που έδιναν χώρο στο υπερφυσικό στοιχείο, ήταν ίσως τα καλύτερα και αν αποτελούσαν την κεντρική ιδέα ίσως μίλαγες για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο στο οποίο το folk horror συναντά την ηθογραφία.
Τώρα μάλλον είναι ένα καλό ηθογραφικό βιβλίο, με εύκολη ροή (και ωραίο εξώφυλλο).
Όμορφο, καλογραμμένο, πρωτότυπο και με πολλή τροφή για σκέψη. Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα κλασσικά της ελληνικής λογοτεχνίας.
Το κείμενο στο οπισθόφυλλο ήταν τόσο ενδιαφέρον, που με είχε αποχαυνώσει σε μια γωνιά του "Πλου". Είχα, ήδη, ξοδέψει πολλά και οι σακούλες μου ήταν ασήκωτες. – "Αργότερα", είχα πει τότε στον εαυτό μου, δίνοντάς του μια σιωπηλή υπόσχεση πως θα επέστρεφα για να το αποκτήσω. Δύο μήνες αργότερα, καθώς αγόραζα βιβλία για τα γενέθλια κάποιων φίλων, η υπόσχεση αυτή αναδύθηκε στη μνήμη μου. Το όνομα του συγγραφέα το είχα συναντήσει ξανά σε ένα άλλο βιβλίο με τον αντισυμβατικό τίτλο "Ο Κώλος της Άννας". Δεν το απέκτησα ποτέ. Όχι γιατί ο τίτλος ήταν αντισυμβατικός – αντιθέτως, τέτοιοι τίτλοι προοικονομούν συχνά μεστά νοήματα και μια αναζωογονητική έλλειψη σοβαροφάνειας, ιδιαίτερα στην Ελλάδα της προσποιητής σοβαρότητας – αλλά γιατί εκείνη την εποχή καταβρόχθιζα, αχόρταγα, λογοτεχνία του φανταστικού. Ο Μιχάλης Αλμπάτης, ωστόσο, δεν απείχε πολύ από το είδος της λογοτεχνίας που με είχε μαγέψει από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια. Η πλοκή εκτυλίσσεται στην Κρήτη του 1950. Εκεί, ο προ - έφηβος Φανούρης – ή αλλιώς, το Φανουράκι, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν οι πολλοί – χάνει τον αγαπημένο του μπάρμπα. Βαθιά περίλυπος, πηγαίνει στην κηδεία του και ανακαλύπτει κάτι που, μάλλον, "τρέχει" στην οικογένεια: μπορεί να ακούσει τους νεκρούς. Οι αντιδράσεις των συγγενικών του προσώπων μπροστά σε ένα τέτοιο χάρισμα ήταν ανάμεικτες, με κυρίαρχη και καθοριστική αυτή του τυχοδιώκτη και ρέμπελου θείου του. Ο, εν λόγω, θείος πείθει την οικογένεια να εκμεταλλευτεί το ιδιαίτερο τάλαντο του Φανούρη, με απώτερο σκοπό το κέρδος και την εξασφάλιση της καλής ζωής για την οικογένεια και, κυρίως, για τον ίδιο. Οι δύο τους στήνουν μια ιδιότυπη "επιχείρηση" και περιπλανιούνται στην επικράτεια της κρητικής ενδοχώρας, με τελικό προορισμό το Ηράκλειο, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε όποιον ενδιαφερόταν για τα τελευταία λόγια των θανόντων. Το ενδιαφέρον ήταν τεράστιο, οι φήμες για το αγόρι πλήθαιναν και οι δουλειές άνοιγαν διάπλατα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν έκδηλο από την αρχή: οι θανόντες ήθελαν να πουν μόνο αλήθειες, ενώ οι ζωντανοί επιθυμούσαν να ακούσουν ευχάριστα ψέματα, αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές να ταλαιπωρούνται προ��ειμένου να κερδίσουν χρήματα από παραδόπιστους φίλους, αμφιβόλου ηθικής συγγενείς και θρησκόληπτους εξτρεμιστές. Ο δημιουργός στήνει έναν κόσμο αρκετά γνώριμο – ειδικά σε όσους έχουν μεγαλώσει στην επαρχία – δίνοντας φωνή σε αυτούς που, πλέον, δεν έχουν τίποτα να χάσουν λέγοντας την αλήθεια, ακόμη και αν αναφέρονται στη δική τους αλήθεια. Η αφήγηση πραγματοποιείται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, ενώ οι διάλογοι, παρόλο που είναι λιγοστοί σε σχέση με την αφήγηση του Φανούρη, είναι διαδραστικοί, ειλικρινείς και αφιλτράριστοι – γεγονός που τους καθιστά απολαυστικούς. Η ιστορία των δύο αυτών ανδρών εκτυλίσσεται γραμμικά, ωστόσο, διαβάζοντάς το, μπορούσα να διακρίνω καθαρά τους σπονδύλους που την αποτελούσαν. Κάθε κεφάλαιο θυμίζει ένα διαφορετικό λογοτεχνικό είδος, χωρίς, όμως, να διαταράσσεται η συνοχή του περιεχομένου του βιβλίου. Για τον Φανούρη, όλη αυτή η περιπέτεια που ζούσε με τον θείο του ήταν μια γραμμική και σκληρή, κατά τόπους, διαδρομή προς την ενηλικίωση, ενώ, για τον θείο του, μια τελευταία ευκαιρία να "πιάσει την καλή" και να ζήσει, επιτέλους, μέσα στα πλούτη που είχε ονειρευτεί. Οι συμβολισμοί του Αλμπάτη βρύθουν στο κείμενο, καθώς δεν περιορίζονται μόνο στα πρόσωπα – παραδείγματος χάριν, οι κόρες στη λίμνη των καταρρακτών που εξαναγκάστηκαν να επιδοθούν σε σεξουαλικές πράξεις, ακριβώς όπως και στην αρχαιότητα οι νύμφες από τους σατύρους – αλλά επεκτείνονται και στο φυσικό περιβάλλον. Είναι φανερό πως οι περισσότεροι θάνατοι στο έργο συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της άνοιξης – μιας εποχής που, ανέκαθεν, συμβόλιζε το τέλος και την αρχή όλης της φύσης. Εν αντιθέσει, ο χειμώνας συμβολίζει την έννοια της στασιμότητας και της ανασύνταξης των δυνάμεων. Λίγες ήταν οι στιγμές που ένιωσα ζεστασιά κατά την ανάγνωση, μιας και η σήψη των σωμάτων των νεκρών ήταν, σχεδόν, ευωδιαστή, αν αναλογιστώ την αποφορά από τη σήψη των χαρακτήρων των ζωντανών. [...]
Θα ήθελα να βάλω 4, ίσως και 5, αστέρια λόγω του ότι βρήκα την ιδέα του θέματος εκπληκτική, όμως βρήκα τη γραφή κουραστική σε αρκετά σημεία. Πολλή λεπτομέρεια και υπερβολή για το τίποτα, ενώ σε κάποια σημεία μου ταίριαξε λόγω του σουρεαλισμού της όλης ιστορίας. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως ο συγγραφέας έχει κάνει αρκετή έρευνα και δουλειά, έχει μεταφέρει πολύ καλά την αίσθηση εκείνης της εποχής στην επαρχία της Κρήτης. Περίμενα να έχω ευχαριστηθεί περισσότερο αυτή την ανάγνωση. Ήταν μια αρκετά καλή προσπάθεια. Ίσως το μισό βιβλίο να μπορούσε να αφαιρεθεί και πάλι να έχει ένα καλό αποτέλεσμα.
Τι βιβλιαρα εγραψε ο Μιχαλης Αλμπατης;;; δεν εχω να πω πολλα!! Διαβαστε το! Πρωτοτυπη ιδεα, εξαιρετικη ροη, ωραια γλωσσα. Με εντυπωσιασε. Ενα βιβλιο που κυλαει εξαισια. Σε αλλα σημεια σε κανει να γελασεις, σε αλλα να κλαψεις. Ενα ειναι σιγουρο, δεν σε αφηνει ασυγκινητο. Μου αρεσε πααααααρα πολυ!!!
This novel was ok - nothing to write home about. It's the story of a teenage boy in Crete in the 1950's and how he can communicate with the dead. You'd think it would be a bit more fantastical or thriller-like, but it reads more like a very bitter coming of age story. I wish I could actually like any of the characters portrayed, but they were all quite horrible, not to mention the fact that the protagonist had no personality whatsoever. He was like a wet rag, being tossed around by the people around him. At the end of the novel, it seems like he will continue to be a wet rag and will have no gumption. You'd think that at the end of a coming-of-age story the protagonist will have changed or there will be some arc to his character, but he remains the same.
All in all, I was intrigued in the beginning and then slowly found myself to not care about the stories the dead would tell or about the protagonist (and side-characters). I feel like half of the book was about the dead and them whining about their lives (supposedly each dead person taught something new to the young protagonist - but to be honest, after a while, all of their stories seemed the same and a lot had to do with sex and how to women were treated badly) and the other half was about the protagonist being confused or having sex with some woman.
I was hoping that there would be something more interesting about this novel. At the end of the day, I always hope for a story where there are character arcs and/or plot twists or a sort of relevancy to now. There was none of the above and the story did not work for me personally. There were some moments where the plot had something interesting happen and then it would just fizzle out into nothing.
Anyways, other people seem to have loved the book so it depends on what your writing style is as well and what kind of book you're looking for.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Διάβαζα τις υπόλοιπες κριτικές και θεωρούσε ότι υπερέβαλαν. Και ως προς του επαίνους και ως προς το θέμα της εμμονής με το σεξ. Κι όμως. Θα μπορούσε να είναι το βιβλίο της δεκαετίας (της χρονιάς ήδη είναι), αλλά από τη μέση και μετά ο ήρωας έχει του πουλιού του το χαβά -για να το πω πιο κομψά και όχι όπως μου έρχεται. Ξεκινά δυνατά, ο τρόπος που δομείται το βιβλίο (ένα κεφάλαιο για κάθε νεκρό) και οι πρώτες ιστορίες σε βάζουν σε ένα σύμπαν από το οποίο δεν θες να βγεις και να ξεκολλήσεις. Θυμίζει κάτι από τις περιπλανήσεις του Δον Κιχώτη, από μαγικά παραμύθια, δεν μπορώ ακριβώς να το τοποθετήσω σωστά. Και από κάπου τη μέση και μετά το θέμα του βιβλίου αλλάζει και γίνεται ο έρωτας του 15χρονου με μια πόρνη. Εντάξει, πρωτότυπο θέμα, δεν το έχουμε ξαναδιαβάσει πουθενά #not. Τις τελευταίες εκατό σελίδες τις έβγαλα σπρώχνοντας, γιατί δεν περίμενα να καταλήξει κάπου. Και όντως δεν. Κρίμα.
Πλήρης διχασμός μέσα μου μ αυτό το βιβλίο, γι αυτό και δεν είμαι έτοιμη να το βαθμολογήσω ακόμα. Με τράβηξε πολύ απ τη αρχή κι έρεε σα νερό στο μεγαλύτερο μέρος του. Η γραφή είναι όμορφη και στρωτή και οι υπαρξιακοί προβληματισμοί που προκύπτουν από το θέμα του βιβλίου έχουν πολύ ενδιαφέρον. Παρόλα αυτά, με κούρασαν πολύ οι υπερβολικές σεξουαλικές περιγραφές που άγγιζαν σε πολλά σημεία το χυδαίο και σοκαριστικό. Ήταν αχρείαστες κατά τη γνώμη μου και με «χάλασαν» καθώς διάβαζα.