Μία το μεσημέρι και σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό ένα ασήμαντο περιστατικό γίνεται η αφορμή για έναν άντρα χωρίς όνομα να κάνει έναν νοερό απολογισμό της ζωής του. Το σκοτεινό παρελθόν του, η κόρη του που έχει δώδεκα χρόνια να του μιλήσει, η γυναίκα του, η προηγούμενη ζωή του, ξετυλίγονται ακολουθώντας το ρυθμό των βημάτων του, αλλά και τον εσωτερικό ρυθμό των σκέψεων και της μνήμης του, μιας μνήμης συχνά στρεβλής και παραποιημένης. Η αφηγηματική φωνή παρεμβαίνει στα γεγονότα, τα πρόσωπα και τις εσωτερικές τους συγκρούσεις δίνοντας τη δική της εκδοχή, διαμορφώνοντας τη δική της αλήθεια, συνομιλώντας μαζί τους, μέχρι να φανερωθούν μυστικά δεκαετιών.
«πίνεις, καίει, τριακόσια γραμμάρια η καρδιά, εκατό βαθμοί το νερό, εβδομήντα το αλκοόλ, το στομάχι σου σφίγγεται, η γλώσσα μουδιάζει, τα μάτια τσούζουν, η μουσική ακούγεται μέχρι έξω στην πλατεία και πέρα ο δρόμος, πάνω κάτω τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ, πάνω κάτω οι μαθητές των φροντιστηρίων του μέλλοντος, πάνω κάτω οι οικοδόμοι, γυναίκες με ψώνια, γυναίκες με παιδιά απ’ το χέρι, γυναίκες πουτάνες τα βράδια, άντρες πελάτες τους τα βράδια αλλά τώρα με το χαρτοφύλακα απ’ το συμβολαιογραφείο του τελευταίου ορόφου με την ταμπέλα υπερήφανη για το Και Υιός, επόπτης των πάντων, παρατηρητής του είναι, ο Και Υιός που τελικά έγινε ποιητής και τον ερωτεύτηκαν οι γυναίκες, πουτάνες και μη, τον γλυκοκοίταζαν οι άντρες, με χαρτοφύλακα ή χωρίς, μπορεί ποιητές και αυτοί οι Υιοί, αλλά σίγουρα όχι με μια ταμπέλα στον τελευταίο όροφο ενός γκρίζου από τα καυσαέρια κτηρίου, ελαιοχρωματιστής τα λεωφορεία τρόλεϊ μηχανάκια»
Να υπήρχε λέει μονάδα μέτρησης της μνήμης. Θυμαμαι πολύ και θυμαμαι λίγο. 1 το λίγο 100 το πολύ. Και όσο πιο κοντά στο 100 είμαστε τόσο πιο καθαρά να είναι τα πράγματα. Ενώ όσο πιο κοντά στο ένα να φαίνονται θολά. Να θολώνουν τόσο που να μπερδεύονται με την αλήθεια και να αναρωτιόμαστε: «Αλήθεια αυτό συνέβη η το έφτιαξε το μυαλό μου;» Σε αυτήν την μονάδα μέτρησης της μνήμης θα δίναμε το όνομα Μπογκαρντ.
Μνήμη, αναμνήσεις, νοσταλγία, παρελθόν. Όσο μεγαλώνουμε ζούμε το παρελθόν μας. Όσο πιο κοντά στο τέλος φτάνουμε πατάμε το replay στις ταινίες που βρίσκονται στα ράφια του παρελθόντος. Το ίδιο κάνει και ο ήρωας της Φακίνου. Θυμάται. Νοσταλγεί. Αναπολεί. Την γυναίκα του. Την κόρη του. Το μαγαζί του. Τη δίκη. Τα μυστικά του. Τα λάθη του. Τους ανθρώπους που αγάπησε πολύ και πληγωσε. Αλήθεια πως γίνεται να αγαπάς και να πληγώνεις; Θυμάται. Αλλά γιατί να τα θυμάται; «Σε τι ωφελούν οι αναμνήσεις και η νοσταλγία; Νοσταλγία ίσον τέλμα,προσκόλληση στα παλιά.» Η μνήμη κάποιες φορές σκληρή, αδυσώπητη. Σε πονάει. Ξύνει το καύκαλο από πληγές και τις ανοίγει ξανά .
Η γραφή της Φακίνου ιδιαίτερη. Στην αρχή φαντάζει αλλόκοτη. Σε ξαφνιάζει. Σε κάνει να ξανά διαβάσεις το ίδιο χωρίο. Να αναρωτηθείς αν το κατάλαβες σωστά. Κάποιες φορές να λες θα το παρατήσεις. Αλλά να σε κρατάει. Και στο τέλος με ένα μαγικο «τσαφ» λες και κάποιος άνοιξε όλα τα φωτάκια μέσα στο μυαλό σου. Η ιστορία ξεκαθαρίζει. Οι λέξεις αποκτούν νόημα. Δεν είναι απλά σύμβολα. Και τα νοήματα της Φακίνου είναι βαθιά.
Βρίσκομαι σε ένα διαρκές ταξίδι αναζήτησης, για να έρθει ένα βιβλίο σαν αυτό στα χέρια μου, για να μου κόψει την ανάσα, για να επανέλθει λίγη ώρα αφότου το ολοκληρώσω, για να τσακίσει τα μέσα μου, για να μου διηγηθεί μια ιστορία ήδη γνωστή μου μ' έναν τρόπο μαγικό, δυσεύρετο, άξιο αναφοράς και συζήτησης. Χωρίς σημεία στίξης, ασύνδετα μα και απόλυτα συνδεδεμένα, με εσένα και με εμένα, με όλες μας και όλα μας.
Εσύ. Η γυναίκα σου. Η κόρη σου. Η θεία Μάρω. Ο κόσμος ολόκληρος. Η ιστορία σου, ιστορία λιθαράκι στην παγκόσμια, ιστορία ενός άντρα που έκανε το καθήκον του. Αυτό είναι άλλωστε το καθήκον σας, να είστε άντρες, να επιβάλλεστε, να τιμάτε παντελόνια και πατρίδες.
Μαύρη τρύπα.
Διάβαζα τούτη την ιστορία και πάλευα ν' αρπαχτώ από κάθε λέξη, μα μια δύναμη απροσδιόριστη με τραβούσε ξανά και ξανά προς τα πίσω.. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια όσα γεννήθηκαν μέσα μου καθώς το διάβαζα.
Το βιβλίο διαβάστηκε με αφορμή τα γενέθλια της @mrs_vassia και θα συζητηθεί στη συνάντηση της Κυριακής με το dream team του @read_our_voices .
Όταν στα μπαγκάζια της ζωής κουβαλάς επιλογές που βάφτισες καθήκον, όταν η φυγή μένει μόνο γεωγραφική, οι σκιές και τα φαντάσματα σε ακολουθούν. Είναι κακός σύμβουλος η ντροπή. Έρχεται η στιγμή που οι σκελετοί βγαίνουν από τις ντουλάπες. Τα ψέματα, οι μισές αλήθειες, κάθε προσπάθεια συγκάλυψης, απόκρυψης, είναι μάταια. Ενοχές και αμαρτίες φέρνουν τη μοναξιά αφού οι δικοί σου άνθρωποι επιλέγουν την εγκατάλειψη. Τη δική σου ή τη δική τους.
Ένα μαύρο κοτσύφι χτυπά με δύναμη στη τζαμαρία, πέφτει νεκρό στο τσιμέντο, κατάμαυρο, κίτρινοι δακτύλιοι γύρω από τα μάτια, η καμπάνα του χωριού χτυπά, το μαζεύεις μέσα στην εφημερίδα, περασμένα νέα, περασμένη ζωή. Όλα γυρίζουν και ξετυλίγονται στις έλικες του νου. Η γυναίκα που αγάπησες, η κόρη που λάτρεψες, τα 12 χρόνια σιωπής της. Είναι η αλήθεια σου και δική τους αλήθεια;
Η γραφή της Μαρίας Φακίνου μιμείται τις σπειροειδείς διαδρομές της αναπόλησης, της ανάδυσης αναμνήσεων, τις αντιφάσεις και τη σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Η κλίμακα Μπόγκαρτ πήρε το όνομά της από τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, που, στο θολωμένο μυαλό του πρωταγωνιστή της ομώνυμης νουβέλας της Μαρίας Φακίνου, είναι ο τρόπος να μετράει τη δύναμη των αναμνήσεων της ζωής του. Ο τυχαίος θάνατος ενός κοτσυφιού τού ξυπνάει αμέτρητες από αυτές(δικές του και όχι μόνο, τι ωραίο εύρημα!) και οι σκέψεις του και ο απολογισμός όσων έζησε (αυτός ή οι δικοί του) εμπλέκονται με την ιστορία της Ελλάδας από τη Χούντα και μετά -ο οφθαλμός της επαναστάσεως, τα βασανιστήρια, ο σεισμός του '81, η άφιξη του Ανδρέα Παπανδρέου από το Χέρφιλντ, η τραγωδία της οδού Νιόβης, ακόμα και το Μάτι, πριν καν αυτό συμβεί. Ο εβδομηντάρης αντι-ήρωας της Φακίνου έχει ένα μυστικό που μάλλον δεν θα βάραινε πλέον τη συμβατική ζωή του, αν δεν το ανακάλυπτε τυχαία η κόρη του και τον απέρριπτε ως πατέρα, δώδεκα χρόνια πριν. Αν φταίει ή όχι για αυτό, είναι στην κρίση μας, αν η κόρη του, που κι αυτός απορρίπτει εν μέρει για άλλο λόγο, εντασσόμενο στην κατεστημένη πατριαρχία και στα στερεότυπα, έχει δίκιο ή άδικο που δεν θέλει τίποτα από αυτόν είναι επίσης στην κρίση μας. Αν στο παρελθόν του οφείλεται ο πρόωρος θάνατος της γυναίκας του δεν είναι ξεκάθαρο. Αν η κόρη του έχει βρει την ευτυχία ή αν η ζωή της θα μπορούσε να είναι αλλιώς, καλύτερη, μόνο η ίδια θα μπορούσε να το ξέρει. Η γραφή ελεύθερη και πειθαρχημένη συνάμα, και η αφήγηση, μέσα στην απλότητά της, συναρπαστική. Όλοι, τουλάχιστον της γενιάς μας, οι γεννηθέντες από τα τέλη των σίξτις ως τα τέλη ως έιτις, θα βρείτε κάποια κομμάτια του εαυτού σας ή των γονιών σας μέσα στους πρωταγωνιστές. Όλοι θα έχετε ζήσει ή έστω περάσει καλοκαίρια σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, σαν αυτό όπου κινείται και συλλογάται τον χειμώνα του 2018 ο μοναχικός άντρας γύρω από τον οποίον δομείται το κείμενο. Όλοι θα θυμηθείτε πού βρισκόσασταν τότε που... Όλοι είχατε έναν "προδότη" -όπως καθείς τον εννοεί- στην ευρύτερη οικογένεια. Όλοι ζήσατε τα παιδικά πάρτι στα σαλόνια με τα σκρίνια και τα σεμεδάκια. Όλοι, ελπίζω, είχατε μια θεία Μάρω στο πλευρό σας. Όλοι έχετε φτύσει ή -πιστέψτε με- θα φτύσετε κάποτε σε τάφους κακοποιητών σας. Όλοι, ντραπήκατε, από ελάχιστα έως πάρα πολύ, για τους γονείς σας. Όσο για τη συγχώρεση; Δεν ξέρω. Την απάντηση την έχει η Ζωή. Μα δεν μας την αποκαλύπτει. Ή μήπως όχι; Μήπως το μεταφυσικό τέλος της αφήγησης κρύβει μια συμφιλίωση; Διαβάστε το, ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ, να το συζητήσουμε!
Κλιμακα μπογκαρτ, μια επινόηση του μεσήλικα πρωταγωνιστή μας που με αφορμή τον θάνατο ενός κοτσυφιου, κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του. Η διαρκής παρουσία του αφηγητή με τη χρήση δεύτερου ενικού και μικρές παρεμβατικες προτάσεις, καθοριστικής σημασίας, δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια να "σ��ρογγυλεψει " τις πιο σκοτεινές γωνίες της ζωής του. Η μνήμη όμως είναι πάντα υποκειμενική γιατί ο άνθρωπος αντέχει συγκεκριμένη ποσότητα αλήθειας.
"Να'χες ένα όνομα να το'δινες στην κλιμακα της μνήμης...Ναι, ενενήντα εννέα βαθμοί στην κλίμακα Μπογκαρτ πάει να πει η πιο δυνατή ανάμνηση -Θα καείς δύο βαθμοί, η πιο αδύναμη, ίσως ούτε καν δική σου Λειπουν το ένα και το εκατό κάνεις δεν αντέχει αυτούς τους δύο ακραίους, απόλυτους αριθμούς, η μνήμη μετριέται στο ενδιάμεσο.."
Είναι χειμώνας και ένα κοτσύφι - μαύρο στιλπνό τρίχωμα, κίτρινο δαχτυλίδι γύρω από το μάτι - πέφτει πάνω στη τζαμαρία και σκοτώνεται. Ο ήρωας το περιμαζεύει, το τυλίγει σε χαρτί εφημερίδας και το κρατά στα χέρια του. Ο νους του γλιστρά άθελα ίσως και συνειρμικά στο παρελθόν του, σε αυτά που ήτανε, σε αυτά που έκανε, στα αγαπημένα πρόσωπα, στη γυναίκα και στην κόρη του που δεν θέλει τίποτα από εκείνον, έχει να του μιλήσει 12 χρόνια. Και η μνήμη καίει και τσουρουφλίζει. Να υπήρχε λέει μια κλίμακα που θα μετράει τη μνήμη, κλίμακα Μπογκαρτ ας την ονομάσουμε, έτσι από ένα τυχαίο όνομα. "Ενενήντα εννέα βαθμοί στην κλίμακα Μπογκαρτ πάει να πει η πιο δυνατή ανάμνηση - θα καείς - δύο βαθμοί, η πιο αδύναμη, ίσως ούτε καν δική σου. Λείπουν το ένα και το εκατό - κανείς δεν αντέχει αυτούς τους δύο ακραίους απόλυτους αριθμούς, η μνήμη μετριέται στο ενδιάμεσο."
«- Ποτέ δεν άγγιξα γυναίκα ίσως κάποιος άλλος, με το δικό του όνομα αυτός, ίσως ο φίλος σου απ’ την Παλομα, σ’ ένα διπλανό κελί, άγγιξε μια γυναίκα και μετά περηφανευόταν κι αυτός ότι ποτέ δεν άγγιξε γυναίκα, και αυτή η γυναίκα ήταν η κόρη σου, η κόρη κάποιου, η κόρη όλων - Να σε πάω μέχρι το σταθμό; - Δεν θέλω τίποτα από σένα»
[ένα βιβλίο για τη μνήμη - τρυφερή και σκληρή, μετρήσιμη και μη. μια μικρή παραθαλάσσια πόλη, διαμερίσματα γύρω από την πατησίων, ένα κοτσύφι, μια δασκάλα, τάπερ με ρεβανί, οι "ποτέ δεν άγγιξα γυναίκα"]
🪶
«μετέωρο είχε μείνει το χέρι της και σου το έδωσε, παντρευτήκατε λίγους μήνες μετά, στενός κύκλος, έφαγαν οι δύο οικογένειες μαζί σαν να κήδευαν κάποιον δικό τους»
3.5 για να είμαι δίκαιη, τώρα που πια πέρασαν μέρες από την ανάγνωση. Είναι που νευριάζω όταν μια ταλαντούχα πένα - αυτό είναι αδιαμφισβήτητο - φτάνει στην πηγή, αλλά ΔΕΝ πίνει νερό. Ας πω κάτι ενδεικτικά: το εύρημα του τίτλου περνάει ανεκμετάλλευτο...
-- Μια πολύ δυνατή νουβέλα, από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τελευταία: κόρη αποξενωμένη από τον πατέρα, σκηνές από τις μίζερες και δυσάρεστες ζωές τους
Το θέμα είναι από τα αγαπημένα μου, και λιγότερο συνηθισμένα στην ελληνική πεζογραφία: η μιζέρια της αστικής ελληνικής οικογένειας στη μεταπολίτευση. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με την ανυπόφορη ρουτίνα τους και τα στενά διαμερίσματα, τις συνηθισμένες τους ιστορίες, αλλά καμιά φορά και τις κρυφές, δίνεται πάρα πάρα πολύ "αποτελεσματικά" από τη Φακίνου
Η αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο αρχικά ξενίζει, όμως τελικά ντύνει ωραία την υπόθεση (δεδομένου και του μικρού μεγέθου της), όπως και η έμφαση που δίνεται με τις λέξεις/φράσεις που παρεμβάλλονται. Όμως τελικά το ύφος είναι το πιο δυνατό σημείο της ιστορίας, βάζει τον αναγνώστη στη δυσάρεστη και αναπόφευκτη ατμόσφαιρα όπου "τρέχει" η ιστορία (σε αρκετά σημεία μου θύμισε εκείνη στα Σακιά της Καρυστιάνη). Ωραία, και σε σωστή ποσότητα, και τα teasers που δίνονται στα πρώτα κεφάλαια, αλλά και η αναλογία στις λεπτομέρειες - η Φακίνου δεν αναπτύσσει τις (ενδεχομένως σοκαριστικές) λεπτομέρειες που θα εκβίαζαν το συναίσθημα.
Μου φάνηκαν περιττές σε ένα βαθμό οι αναφορές σε γνωστά τηλεοπτικά γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής πραγματικότητας.
Πήγα να το πιω μονορούφι βλέποντας πόσο μικρό είναι αλλά φρέναρα σαν να έπινα συμπυκνωμένη πορτοκαλάδα χωρίς να την αραιώσω πρώτα. Μη σε ξεγελά η απώλεια στίξης, δομής, και επεξηγηματικής συνοχής. Το κείμενο είναι πυκνό σε συνδέσεις και περιστατικά αλλά θέλει το χρόνο του, και άπαξ και βρεις τον ιδανικό ρυθμό, πάλι σαν χείμαρρος έρχονται οι αποκαλύψεις κι οι ανακαλύψεις, και σε 100 μόλις σελίδες χωράει η βιογραφία ενός άνδρα, της οικογένειάς του, των φίλων και εχθρών του, κι ολόκληρης της χώρας! Πρωτότυπο κι εντυπωσιακό!
Η συγγραφέας έχει έναν ρυθμό διαβολεμένο, γοητευτικό και τεχνικά άρτιο που σε παρασύρει μέσα στην ιστορία που χρονολογικά δένεται με ιστορικά γεγονότα για να μην χαθεί το μπρος-πίσω. Όμως, η ιστορία είναι τετριμμένη, τα ψυχογραφήματα είναι επιφανειακά, οι συμπεριφορές όλων καθορίζονται από μια αιτιακή σχέση σε βαθμό και θεματολογία σαπουνόπερας. Επίσης με ενόχλησε λίγο το κεκαλυμμένο πατερναλιστικό ύφος. Το βρήκα εντελώς παράταιρο σε μια ιστορία που ουσιαστικά "ηθικολογεί" εναντίον του πατερναλισμού.
Η "Κλίμακα Μπογκάρτ" είναι μια άσκηση γραφής που αφήνει την υπόσχεση ότι η συγγραφέας, ότανεμβαθύνει λίγο, ίσως μας δώσει κάτι αξιόλογο.
Και σε τι ωφελούν οι αναμνήσεις, η νοσταλγία; νοσταλγία ίσον τέλμα, προσκόλληση στα παλιά, το μυαλό, η καρδιά πρέπει να καθαρίζουν, κάθε τόσο να ανοίγουμε τα παράθυρα, αέρας να μπαίνει για το καινούργιο, ειδικά αν το παλιό βρωμάει...
Το σκέφτηκα. Θα επινοήσω κι εγώ μια κλίμακα: την «Κλίμακα Γκάρμπο». Στα υψηλά της, θα στέκονται τα αυθεντικά, σχεδόν υπερβατικά κείμενα. Στα χαμηλά της, τα κείμενα που εμφορούνται από μια σχεδόν άφατη κοινοτοπία. Φυσικά, τα «εκατό» τής κλίμακας θα λογίζονται κάπως σαν το απροσπέλαστο· επινοήσεις τόσο έμπλε��ς νοήματος που θα καθίστανται α-νόητες, δώρο άδωρο, συλλήψεις από και για θεούς. Στους αντίποδές της (μη σας μπαίνουν υπόνοιες λογοπαίγνιου), θα στέκονται κείμενα σαν το νεράκι: άχρωμο, άγευστο, άοσμο· νερό ούτε καν για να ξεδιψάσεις, κατάλληλο για «μπουκώματα» σε εκείνη τη χαρακτηριστική προσταγή των οδοντιάτρων: «ξεπλύντε». Η «Κλίμακα Μπόγκαρτ» της Μαρίας Φακίνου είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση νουβέλας που στέκεται λίγο πάνω από τη μέση της δικής μου κλίμακας. Τι σχέση έχει η δική μου, με την κλίμακα της συγγραφέως; Καμία. Πώς μου ήρθε το όνομα; Έτσι, λόγω αδυναμίας στη γνωστή Σουηδέζα.
«Κλίμακα Μπόγκαρτ»; Τι μπορεί να είναι αυτή η κλίμακα Μπόγκαρτ; Κι όμως, δεν υπάρχει καμία εξήγηση για την επιλογή του ονόματος. Ενώ στο κείμενο μπορεί κάποιος να διακρίνει τις αναφορές στην «κλίμακα Ρίχτερ» και στην «κλίμακα Μποφόρ», η κλίμακα Μπόγκαρτ δεν είναι παρά μια ιδέα του ήρωα: «Να ‘χες ένα όνομα να το ‘δινες στην κλίμακα της μνήμης και όλη η ανθρωπότητα [...] παγκοσμίως, Κινέζοι λευκοί Αιθίοπες, να μετρούσαν το βάρος, το βρασμό, το θυμό της μνήμης στην κλίμακα που θα ‘χε το όνομά σου, εφευρέτης και νονός μαζί εσύ. Αλέν Ντελόν, Μάρλον Μπράντο, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ» (σ. 9). Θα μπορούσε δηλαδή να είναι «Κλίμακα Ντελόν» αλλά και «Κλίμακα Μπράντο». Τι καταλαβαίνει ο αναγνώστης από αυτό; Πολλά και τίποτα. Εμένα, αρχικά, μου έκανε κακή εντύπωση, γιατί το βιβλίο δεν εμφανίζεται με διάθεση να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα τον εαυτό του – τουλάχιστον στο θέμα της επιλογής τίτλου. Δεν θα με πείραζε καθόλου αν υπήρχε ένα λογοτεχνικό έρεισμα για τον τίτλο· έστω μικρό· αλλά δεν υπάρχει. Έχει όμως και τόση σημασία; Ίσως και όχι. Επί της ουσίας τώρα, η συγγραφέας παίζει το χαρτί της πολυσημίας. Πετάει τα κομμάτια του παζλ στο τραπέζι και αφήνει κοινό και κριτικούς να σκεφτούν αν και πώς αυτό συναρμολογείται. Διάβασα, για παράδειγμα, κείμενο κριτικού σε μεγάλη εφημερίδα που λόγω αβλεψίας απέδωσε τον αλκοολισμό της μητέρας στην κόρη. Συμβαίνουν όμως αυτά· μικρό το κακό. Το ευχάριστο πάντως για τη Φακίνου είναι ότι το παζλ, με λίγο κόπο, συναρμολογείται. Ας δούμε όμως αρχικά τι κομμάτια το συνιστούν. Τι απεικονίζεται αφ’ ης στιγμής το παζλ συναρμολογηθεί, θα το εξετάσουμε στη συνέχεια. Σημειώστε: βασανιστής ΕΑΤ-ΕΣΑ που κρύβει το παρελθόν του, σύζυγος έρμαιο και αλκοολική, κόρη με βουλιμικό πρόβλημα, πατριαρχία, «Το Φως του Αυγερινού», σεισμός του ‘81, Σορίν Ματέι, πνιγμός Αϊλάν Κούρντι, πυρκαγιά στο Μάτι, θεία που βιάστηκε στην εφηβεία της και μετά στάθηκε στα πόδια της για να μην έχει κανέναν Δερβέναγα πάνω από το κεφάλι της. Μας αφηγείται η συγγραφέας κάποια ιστορία; Ναι, με λίγο κόπο, όπως είπα, το παζλ συναρμολογείται. Θα καθίσει ο αναγνώστης να το συναρμολογήσει; Εγώ το συναρμολόγησα στη δεύτερη ανάγνωση, και μου έμειναν μερικά κομμάτια –μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού– που δεν μπόρεσα να τα κολλήσω κάπου. Ποιος μιλάει στο βιβλίο; Παντεπόπτης αφηγητής; Ο ήρωας στον εαυτό του με δύο φωνές; Γιατί όχι; Δεν έχει εξάλλου και τόση σημασία – δεν είναι αυτό το πρόβλημα.
Η Μαρία Φακίνου επιλέγει να κάνει μια δαιδαλώδη διαδρομή στη ζωή ενός μεσήλικα. Δίπλα στη θάλασσα, παρέα με τη μοναξιά του, την οποία εκθέτει ο καυτός ήλιος, κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Παιδική ηλικία, ενήλικη ζωή, στρατός, δουλειά, οικογένεια... Μια συμβατική ζωή που ήταν τελικά αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα;
Οι εσωτερικές συγκρούσεις πάνε και έρχονται μέσα σε έναν ατελείωτο και εξουθενωτικό λαβύρινθο, όπου υπάρχει πόνος και νοσταλγία. Μοιάζει με τις στιγμές που όλοι μας κάνουμε τον νοερό μας απολογισμό, όταν μένουμε με τον εαυτό μας. Μια κόρη που έχουν χαθεί τα ίχνη της, μια γυναίκα, οι αναπολήσεις σε ένα παρελθόν που μοιάζει γοητευτικό αλλά παράλληλα τσακίζει, μια υπόγεια ένταση που γδέρνει την ψυχή.
Πόση δύναμη χρειάζεται για να αφήσουμε το παρελθόν εκεί που πρέπει; Πρέπει τελικά να γυρίσουμε εκεί για να πάρουμε φόρα ή πρέπει να το αφήσουμε μια για πάντα; Πόσες φορές παραδεχτήκαμε τα λάθη μας και πόσες φορές οι άλλοι μας παραδέχτηκαν για τα σωστά μας; Μπορεί να υπάρξει απόσταση ανάμεσα και στις πιο στενές σχέσεις; Και τελικά, πόση αλήθεια αντέχουμε;
Ο θάνατος ενός κοτσυφιού, κάνει τον ηλικιωμένο άντρα να κάνει μια ανασκόπηση της ζωή του. Μιας ζωής, καλώς καμωμένη για εκείνον, αλλά με λάθη και κατηγορίες. Λάθη του παρελθόντος, καλά κρυμμένα σε μια βαλίτσα στο πατάρι. Λάθη για τα οποία η κόρη του τον κατηγορεί και τον βγάζει από τη ζωή της. Κι όσο κι αν πονά ο χωρισμός, η μνήμη έχει κοντά πόδια, όπως λέει ο σοφός λαός. Η γραφή της Φακίνου, γοητεύει και παρασέρνει τον αναγνώστη στα μονοπάτια της μνήμης και της λήθης.
"Και σε τι ωφελούν οι αναμνήσεις, η νοσταλγία; νοσταλγία ίσον τέλμα, προσκόλληση στα παλιά, το μυαλό, η καρδιά πρέπει να καθαρίζουν, κάθε τόσο να ανοίγουμε τα παράθυρα, αέρας να μπαίνει για το καινούργιο, ειδικά αν το παλιό βρωμάει..
Η Κλίμακα Μπόγκαρτ είναι μια απίστευτη νουβέλα - προσωπικά την διάβασα μονομιάς. Η Μαρία Φακίνου με μια αφήγηση δευτεροπροσωπη στην οποία η αφηγήτρια πλάθει, τονίζει, χρωματίζει την ιστορία τόσο τέλεια. Το ότι με έκανε να συμπονέσω έναν άντρα τέρας για μένα δείχνει τη δύναμη της λογοτεχνίας.
Θα ναι νομίζω για καιρό η αγαπημένη μου νουβέλα.
Εξαίρετη πρόζα, παιχνίδι με τις λέξεις ποιητικό - μια σκέτη απόλαυση.
μαγικό. . «Ναι, ενενήντα ένα βαθμοί στην κλίμακα Μπόγκαρτ πάει να πει η πιο δυνατή ανάμνηση (…) δύο βαθμοί, η πιο αδύναμη, ίσως ούτε καν δική σου» . «οι πλατείες πάντα θυμίζουν σε κάποιον το χωριό του, ακόμα και δεν έχει χωριό, το χωριό που κάποτε πήγε διακοπές, όλοι θέλουν να γυρίσουν στην πλατεία του χωριού τους» . «καρέκλες με λάστιχο που αφήνουν σημάδι πάνω στη γυμνή σάρκα το καλοκαίρι»
Apo tin stigmi pou eftasa sto teleutaio kefalaio skeftomoun oti den kserw an aksizei 5 i oxi, sigoura ena vivlio pou an to ksekiniseis den mporeis na to afiseis kai se travaei alla to teleiwsa kai eniwsa oti ithela kai allo , den viosa tin oloklirosi enos vivliou para ena kukliko kleisimo. Genika full poiitiko kai fun aksizei
Η Κλίμακα Μπόγκαρτ είναι ένα ταξίδι στις βαθύτερες πτυχές της ψυχής, ένα μυθιστόρημα που διαπερνά τα όρια του χρόνου και του χώρου. Η ιστορία αυτή δεν είναι απλά μια αφήγηση είναι μια εξομολόγηση, ένας ψίθυρος στο σκοτάδι, όπου οι χαρακτήρες προσπαθούν να βρουν φως στις σκιές που τους περιβάλλουν.
Η γραφή της Φακίνου ρέει σαν ποτάμι που άλλοτε γαληνεύει και άλλοτε ορμά με οργή. Κάθε σελίδα της "Κλίμακας Μπόγκαρτ" είναι φορτωμένη με συναισθήματα που σπάνια βρίσκουν έκφραση. Είναι το αίσθημα της ενοχής που τυλίγει τον πατέρα, η απόγνωση της κόρης που προσπαθεί να δραπετεύσει από το παρελθόν της, η απελπισία μιας ζωής που έχει κολλήσει σε μια αόρατη παγίδα.
Το βιβλίο δεν μιλάει απλώς για μια σχέση μεταξύ πατέρα και κόρης. Μιλάει για τις πληγές που κρύβουμε όλοι μας, για το βάρος των πράξεων που προσπαθούμε να ξεχάσουμε αλλά μας ακολουθούν παντού. Και μέσα σε αυτό το χάος, η Φακίνου μας προσφέρει μια αχτίδα ελπίδας, μια υπόσχεση ότι ίσως, κάπου εκεί έξω, υπάρχει μια λύτρωση.
Η "Κλίμακα Μπόγκαρτ" δεν είναι ένα βιβλίο που θα αφήσεις στην άκρη όταν τελειώσει. Είναι ένα βιβλίο που θα πάρεις μαζί σου, θα το σκεφτείς, θα το νιώσεις. Είναι σαν εκείνες τις ταινίες που σου αφήνουν μια γεύση γλυκόπικρη, που δεν μπορείς να ξεχάσεις. Μια ιστορία που σε προκαλεί να την ξαναδιαβάσεις, για να ανακαλύψεις όλα αυτά που σου ξέφυγαν την πρώτη φορά.
Είναι ένα έργο για την ψυχή, την ανθρώπινη φύση, και τη διαρκή αναζήτηση για ειρήνη με το παρελθόν μας. Ένα βιβλίο που θα σε κάνει να νιώσεις, να σκεφτείς και να δεις τον κόσμο με διαφορετικά μάτια.
Η λειτουργία της ενοχής, το πέρασμά της από γενιά σε γενιά, η απόλυτη κυριαρχία της στις ζωές καθαρών ανθρώπων, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στη ζωή και ως εκ τούτου και στη λογοτεχνία.
Η Μαρία Φακίνου πραγματεύεται υ-πε-ρο-χα το τραύμα της ενοχής που κουβαλάνε τα παιδιά από τους γονείς, αναρωτιέται γιατί αυτοί που φταίνε δεν το φέρουν ενώ λυγίζουν κάτω από το βάρος του αυτοί που δεν φταίνε, βάζει μια γυναίκα (σε αντίθεση με τους άντρες, οι γυναίκες είμαστε σταθερά επιρρεπείς στην ενοχικότητα) να υποφέρει από αυτό, και πλάθει μια ωραία ιστορία, (βγαλμένη από τη σύγχρονη Ιστορία), που θα μπορούσε να αφορά τον καθένα και την καθεμία από μας. Φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την ευθύνη του, την ευθύνη να δει τη μεγάλη εικόνα, την ευθύνη απέναντι στο συνάνθρωπο, την ευθύνη του απέναντι στα παιδιά που (δεν) έχει.
Θυμίζει τον Καλό Γιο του Μπρυκνέρ (δεν θα πω περισσότερα για να μη σποϊλάρω), αλλά με την ιδιαίτερη γραφή της Φακίνου, ένα πολύ προσεγμένο stream of consciousness που δεν κουράζει μεν, αλλά απαιτεί προσπάθεια από τον αναγνώστη να αντιληφθεί λεπτομέρειες της ιστορίας Αλλά και πάλι, το κάνει με τόσο ξεχωριστό τρόπο που δεν σου αφήνει περιθώρια για το ότι αυτός είναι τελικά καλύτερος τρόπος να αποδοθεί η ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας.
Πόσο γλαφυρά ασχολείται με την σκληρότητα, χωρίς να την περιγράφει πουθενά! Τι υπέροχη πέννα. Σα να χορεύει ανάλαφρα, ποδοπατώντας το κακό. Εξαιρετικό, ποιητικό, ρεαλιστικό έργο!