Το Eργοστάσιο των μολυβιών είναι ένα μυθιστόρημα για την επανάσταση και τους επαναστάτες. Επίσης είναι ένα μυθιστόρημα για τα τρομερά γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο, και για άλλα, λιγότερο τρομερά, που τον συγκλόνισαν επίσης.
Η ιστορία αρχίζει το 1866, στο Κάιρο, όταν χτίζεται η διώρυγα του Σουέζ, και τελειώνει στην Αθήνα λίγες μέρες πριν από τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για το χρονικό μιας ελληνικής αστικής οικογένειας που δεν μοιάζει με τις άλλες, και που δεν συμμορφώνεται με την ηθική του δέκατου ένατου αιώνα. Ακόμα, πρόκειται για την ιστορία μιας μεγάλης φιλίας, που αρχίζει στη Ζυρίχη και που συνεχίζεται στις ταραγμένες πόλεις του κόσμου: στο Βερολίνο και στην Αγία Πετρούπολη.
Στο Εργοστάσιο των μολυβιών οι ήρωες βρίσκονται στη δίνη των πολιτικών γεγονότων, από τις αιματηρές εξεγέρσεις κατά της αποικιοκρατικής εξουσίας μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση, κι από την παραφορά της μετεπαναστατικής Ρωσίας μέχρι τα εγκλήματα του σταλινικού καθεστώτος κι ανάμεσα σ' αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν άλλα, όχι λιγότερο συνταρακτικά: ο έρωτας, η απελπισία, η αρρώστια, και τα παιχνίδια της τύχης.
Το Eργοστάσιο των μολυβιών είναι ένα βιβλίο για τον άνθρωπο-τεχνικό και για τον άνθρωπο επαναστάτη, που είναι συχνά το ίδιο. Και για το μεγαλείο τού να πεθαίνεις μ' έναν τόμο του Μαγιακόβσκι στην τσέπη - αλλά όχι προτού ζήσεις μια υπέροχη ζωή.
Ήταν ένας Έλληνας μηχανικός στο Κάιρο και η γυναίκα του που έκανε κάτι μαγικά με μαντζούνια, που είχε (η γυναίκα του) έναν αδερφό στην Ευελπίδων (όχι στα δικαστήρια, στη σχολή) και κάνανε δυο παιδιά (και ένα εξώγαμο),η μια κόρη αυτοκτόνησε σε ένα δέντρο (κάτι που σκέφθηκα πολλές φορές διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, και όχι μόνο, αλλά που να βρίσκεις δέντρο) και ο ένας γιος πήγε να σπουδάσει και αυτός μηχανικός στην Ελβετία, και ερωτεύτηκε την αδερφή του το εξώγαμο (ίου) που δεν ήταν εντελώς αδερφή του (αλλά και πάλι ίου), και γνώρισε έναν παπά, μια καμπαρετζού και έναν κομμουνιστή. Και ο κομμουνιστής που είχε μια χελώνα και όλη την ώρα κάπνιζε και έτρωγε κομμάτια ζάχαρης (όχι η χελώνα, ο κομμουνιστής) γνώρισε άλλους κομμουνιστές, όπως την Ρόζα Λούξεμπουργκ (που τρώγανε μαζί λουκάνικα),και μετά φυλάκισαν την Ρόζα Λούξεμπουργκ,και μετά την σκότωσαν,και μετά ο κομμουνιστής πήγε στη Ρωσία, και ήταν κι άλλοι κομμουνιστές,ο Λένιν, ο Τρόσκι, και ο Μαγιακόφσκι (που αυτοκτόνησε και αυτός), και ο μηχανικός γιος του μηχανικού πατέρα παντρεύτηκε στην Αλεξάνδρεια,και κάνανε 5 παιδιά, και ο ένας μπήκε και αυτός στην Ευελπίδων (θα είχαν πέσει οι βάσεις), που μαζί με τον άλλο αδερφό ήταν δεξιοί, και οι δυο αδερφές παντρεύτηκαν, η πέμπτη αδερφή ήταν λοξή σαν την θεία της, αλλά παντρεύτηκε και αυτή έναν Βέλγο που μαστίγωνε τους μαύρους κάπου μέσα στην Αφρική, αλλά γίνανε τρεις σκοτωμοί, οι δυο με δηλητήριο, πάει ο Βέλγος να' ταν κι άλλος, και σε όλο το βιβλίο γίνονταν κάτι πόλεμοι,κάτι κομμουνιστικά, κάτι επαναστάσεις, και χτίζανε γέφυρες, και φτιάχνανε σιδηρόδρομους, και ο μηχανικός γιος του πατέρα ήθελε να φτιάξει ένα εργοστάσιο μολυβιών, και του έκλεψε την ιδέα για την πτυχιακή με τα μολύβια ο κομμουνιστής, που όμως ήταν πολύ φίλοι, και όλο στέλνανε γράμματα, γιατί τότε δεν είχαν viber, αλλά το άνοιξε το εργοστάσιο η κόρη που παντρεύτηκε τον Βέλγο που ήταν νεραϊδοπαρμένη σαν τον πατέρα της, και ζωγράφιζε όλη την ώρα, και μετά ήταν κάτι ασφαλίτες, γιατί ο κομμουνιστής και η κόρη του φίλου του, του μηχανικού, ήθελαν να ανοίξουν εργοστάσιο μολυβιών, χαθήκανε τα σουβλατζίδικα, δεν θυμάμαι άλλα κύριε καθηγητά, είχαμε καλεσμένους χτες το βράδυ στο σπίτι *κλαίει*
ΥΓ : Και όπως έλεγε ο Μάνθος Φουστάνος και ο Φουντουκιώτης, ο εκδότης ο φίλος του πατέρα του, " αυτός ο αχταρμάς, η μίξη ιστορικών αληθειών και φαντασίας, θα είναι πολύ πιασάρικος"
Αγορασμενο σχεδόν είκοσι χρόνια πριν. Έμεινε να σκονιζεται. Μετά η Σώτη δημιούργησε αντιπάθειες στον χώρο της αριστεράς και όχι μόνο. Ανάμεσα τους κι εγώ. Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια μέχρι να το αποφασίσω. Οπότε είπα να ρίξουμε νερό στο κρασί μας και να το διαβάσω. Έπραξα σωστά. Μια διαδρομή από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι λίγο πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που μας συστήνει ανθρώπους που χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε αρχίζουμε να δενόμαστε. Ο Βάγκαλης, ο Μάρκος, η Λουίζα... Αρχίζει με μια αφήγηση ελαφριά, σχεδόν χιουμοριστική που τρέχει και διαβάζεις με ένα ελαφρύ μειδίαμα σαν να διαβάζεις μαντάμ Σουσού ακόμα και αν περιγράφει κάτι στενάχωρο κι εκεί που λες εντάξει θα περάσω ένα ευχάριστο απόγευμα, η ιστορία στο δεύτερο μισό σκοτεινιάζει και τα πράγματα σοβαρευουν . Και οι επαναστάσεις συντρίβονται, οι επαναστάσεις πετυχαίνουν και μετά ηττώνται από μέσα, αυταπάτες και γκρεμισμένα ονειρα, έρωτες με λάθος ταίρια, γάμοι με εντελώς λάθος ανθρώπους και ο Βάγκαλης πάντα κάπου εκεί, στην αρχή σαν δευτερεύων χαρακτήρας και στην συνέχεια η ίδια η καρδιά της ιστορίας, μέχρι την τελευταία σκηνή του βιβλίου, ένας ρομαντικός επαναστάτης, ένας εραστής της επανάστασης και της ζωής που μέχρι το τέλος βλέπει ένα ένα τα ιδανικά του, την ιδεολογία και τις αξίες του να καταπατωνται από την ίδια τους την πηγή. Τον άνθρωπο.
Δεν ήταν κακο απλα ήταν πολύ,πολύ βαρετό και με το που το τελειωσα το μονο που σκεφτομουν είναι ότι η ιστορια αυτη δεν εχει σκοπο υπαρξης. Δεν ξερω, με εριξε σε αναγνωστικο τελμα.
Ο κόσμος αλλάζει, Σταύρο, αλλά όχι αυτός ο κόσμος· όχι εμείς - εμείς ανήκουμε ακόμα στα βάθη του δέκατου ένατου αιώνα.
Στο μυθιστόρημα της Τριανταφύλλου, που αποτελεί ένα χρονικό της αστικής ελληνικής οικογένειας, συντελούνται αλλεπάλληλες ιστορικές ανακατατάξεις και πολιτισμικές ζυμώσεις, ξεκινώντας από το 1866 ως το 1940· οι ενδοοικογενειακές σχέσεις κι οι φυσιογνωμίες των Στέφανου Ασημάκη, Μάρκου Ασημάκη και Νίκου Βάγκαλη, από κοινού με τις κοσμοθεωρίες και τη ζωή τους, διαδραματίζουν ρυθμιστικό ρόλο. Συγκεκριμένα, όλα αυτά τα στοιχεία λειτουργούν στην πλοκή ως καταλύτες και συνάμα διαφωτίζουν το ήθος της αφήγησης, με την Ιστορία άλλοτε να εμφανίζεται αντικειμενικά και με ουδέτερο τρόπο, κι άλλοτε να υποδηλώνεται η εσωτερίκευση της Ιστορίας και των γεγονότων της από τους χαρακτήρες. Το Εργοστάσιο των μολυβιών ακολουθεί τα κλασικά παραδοσιακά αφηγηματικά τεχνάσματα του είδους στο οποίο εγγράφεται, το ιστορικό δηλαδή μυθιστόρημα· το όχημα της αφήγησης είναι η τύχη της οικογένειας των Ασημάκηδων, κι όλων των χαρακτήρων που ως δορυφόροι ήρθαν άμεσα ή έμμεσα σε επαφή μαζί τους (Νίκος Βάγκαλης, Γκαστόν Βολφ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, Μαγιακόφσκι), σε ένα ορισμένο χώρο και χρόνο, εμφατικά παρελθοντικό, όπου ο διάλογος μυθοπλασίας κι Ιστορίας είναι συχνός - τόσο συχνός όσο τα σχόλια της συγγραφέως από τη σύγχρονη οπτική της εποχής που γράφεται το έργο, καθώς κι η κριτική της στα επίμαχα ζητήματα της ελληνικής κι ευρωπαϊκής αριστεράς, προβάλλοντας την αγιογραφία της ιδεολογίας μα ταυτόχρονα απογυμνώνοντας το καθεστώς. Αναπόφευκτα οι ήρωες δε σκιαγραφούνται όλοι άρτια, παρά μένουν αποδέκτες των ιστορικών εξελίξεων αντί να δρουν, επί παραδείγματι η Αλίσια Ασημάκη διαγράφεται υποτονική κι εν τέλει μονοδιάστατη, ίσως γιατί η Ιστορία είναι ο πρωταγωνιστής που πραγματικά ενδιαφέρει την Τριανταφύλλου, ως το μακροσκοπικό επίπεδο που ελλοχεύει, υπερισχύει της ανθρώπινης προσπάθειας και τη συντρίβει.
Αριστούργημα! Σίγουρα σε κάποιους δεν αρέσει αλλά τί να κάνουμε..στην Ελλάδα ζούμε..και η Σώτη έχει αποδείξει με την γραφή της ότι δεν απευθύνεται μόνο σε Έλληνες! Καλή ανάγνωση!
Η αλήθεια είναι ότι δεν θα το διάβαζα ποτε, αν δεν υπηρχε η επαινετικη κριτική του Παπαγιώργη κι αν δεν είχε πουλήσει ενα σκασμό αντίτυπα. Αυτό βέβαια δεν είναι πάντα καλό αλλά δεν είναι και κακό. Στην περίπτωση της βέβαια είναι ύποπτο, γιατί πολλά βιβλία της έχουν σαρώσει κατα καιρούς, αλλα δεν ξέρω κανέναν που να θυμάται κατι ιδιαίτερα, η αν δεν το χει παρατήσει στη μεση(βλέπε Κινέζικα Κουτιά).
Εξαιρώ τα πρώτα, αν και δεν τα χω διαβάσει, αλλά επαφιομαι στις καλές προθέσεις των άλλων, ότι όντως τους άρεσε και τους κατέκτησε, και δεν τους παρέσυρε απλως το μανιασμενο εκδοτικό διαφημιστικό σουρωτήρι.
Αυτό λοιπόν το βιβλίο πραγματικά με εντυπωσίασε:απορώ με τις αντοχές της και πως μπόρεσε να μπολιασει τοσο ετερόκλητο κόσμο, τόσες διαφορετικες ιστορικές εποχές, αλλά και τόσους διαφορετικούς χαρακτήρες, φτάνοντας μέχρι την Αφρική και πισω στην Ρωσία, η ροκ εντ ρολ συγγραφέας μας κάνει ενα επιδέξιο πατινάζ μέσα από τους ήρωες της και κερδίζει επάξια τον (συγγραφικό) μισθό της.
Το εργοστάσιο των μολυβιών είναι μια οικογενειακή σάγκα που ξεκινάει από το Κάιρο το 1866 και καταλήγει στην Αθήνα το 1940. Είναι ένα βιβλίο για τους ανθρώπους με όραμα και ιδανικά που η εποχή τους τούς προσγειώνει απότομα, ένα βιβλίο για τις μεγάλες απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις της ζωής.
Ο Στέφανος Ασημάκης, μηχανικός που εργάζεται στην κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ, οραματίζεται ένα προηγμένο τεχνολογικά μέλλον με σιδηρόδρομους, γέφυρες και ηλεκτροκίνηση, το οποίο ξέρει ότι δεν θα προλάβει να ζήσει. Ο γιος του Στέφανου, ο Μάρκος πηγαίνει στη Ζυρίχη για να σπουδάσει και να γίνει μηχανικός όπως ο πατέρας του, όμως δεν μοιράζεται το ίδιο πάθος για τεχνολογικά επιτεύγματα. Το μοναδικό όνειρο που θα έχει ποτέ ο Μάρκος θα είναι να ανοίξει ένα εργοστάσιο κατασκευής μολυβιών, καθώς στα μάτια του το μολύβι είναι ένα μικρό θαύμα της μηχανικής, ένα εργαλείο που δίνει τη δυνατότητα στους συγγραφείς, στους καλλιτέχνες και στους μηχανικούς να δημιουργήσουν. Στη Ζυρίχη συγκατοικεί με τον επίσης Έλληνα μηχανικό φοιτητή, Νίκο Βάγκαλη, έναν πολυδιαβασμένο ενδιαφέροντα τύπο που ασχολείται με την πολιτική και βασανίζεται συχνά από μανιοκαταθλιπτικά επεισόδια.
Ο Μάρκος μετά τις σπουδές θα εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου θα δημιουργήσει οικογένεια, ενώ ο Νίκος θα βρεθεί στη Σοβιετική Ένωση κυριευμένος από το όνειρο της επανάστασης. Παρακολουθώντας τη ζωή του Βάγκαλη μαθαίνουμε για όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα που οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 αλλά και για την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά από αυτή. Στο βιβλίο παρελαύνει πληθώρα ιστορικών προσώπων , όπως ο Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι και ένα σωρό άλλοι και η Σώτη Τριανταφύλλου εντυπωσιάζει για άλλη μια φορά με την εις βάθος γνώση της εποχής που την περιγράφει λες και ήταν κάπου εκεί και τα ζούσε όλα αυτά από κοντά.
Όταν παίρνει τα ηνία της εξουσίας ο Στάλιν, όλα τα όνειρα του Βάγκαλη για την επανάσταση διαψεύδονται οικτρά μέρα με τη μέρα. Η επανάσταση που υποτίθεται ότι θα έφερνε ελευθερία, τέχνη, αθεΐα, δημοκρατία, χειραφέτηση των γυναικών, μόρφωση και τεχνολογία, έφερε τελικά τον στείρο και βαρετό σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τη λογοκρισία, τη γραφειοκρατία, την κομματική πειθαρχία, τη λατρεία των αρχηγών, τις δίκες και τις εκκαθαρίσεις.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου που ήταν και το αγαπημένο μου, μιας και ένιωσα πως εδώ το βιβλίο απέκτησε την ψυχή που του έλειπε μέχρι αυτό το σημείο, ο Βάγκαλης μετακομίζει στην Αθήνα όπου συναντιούνται οι δρόμοι τους με τη Λουίζα Ασημάκη, την κόρη του φίλου του, Μάρκου που έχει πια πεθάνει. Οι δυο τους ενάντια σε όλους αποφασίζουν να υλοποιήσουν το όνειρο του Μάρκου και να φτιάξουν το εργοστάσιο των μολυβιών αλλά λόγω των πολιτικών συνθηκών το εργοστάσιο θα κλείσει λίγους μήνες αφότου ξεκινήσει η λειτουργία του. Η σχέση του Βάγκαλη και της Λουίζας μου θύμισε τη σχέση του Λούκα ντε Ματέις και της Κοντσέτα Βιτάλε, πρωταγωνιστών σε ένα άλλο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, στο αγαπημένο μου Σικελικό Ειδύλλιο: ένας άνδρας υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης που πορεύεται με βάση τα δικά του ιδανικά μέσα σε μια σάπια κοινωνία και μια νεαρή γυναίκα που αψηφά τα χρηστά ήθη και είναι μπροστά από την εποχή της.
Το εργοστάσιο των μολυβιών είναι ένα βιβλίο πληθωρικό που αποτελεί τοιχογραφία σχεδόν ενός ολόκληρου αιώνα και των σημαντικών γεγονότων που τον σημάδεψαν: αποικιοκρατία, πρώτος παγκόσμιος, Οκτωβριανή επανάσταση, σταλινική εποχή, άνοδος του φασισμού. Είναι ένα βιβλίο για τους ονειροπόλους, τους επαναστάτες και τους ηττημένους αυτού του κόσμου, που μας θυμίζει ότι παρά την ήττα τους η ιστορία είναι μια σκυταλοδρομία ονείρων και τίποτα δεν έχει τελειώσει, τίποτα δεν είναι τόσο μάταιο όσο φαίνεται.
"Οιι αναφορές είναι ελάχιστες και επιγραμματικές." Και σαν δεν έφτανε αυτό, στο τέλος υπάρχουν οι επεξηγήσεις για το ποιός ήταν ποιός. Αυτό ήταν τελικά, δεν υπήρχε κάτι καινούργιο προς ανακάλυψη. Περίμενα κάτι παραπάνω, και συχνά μου θύμιζε το Φόρεστ Γκάμπ, στην προσπάθεια να περιελάμβει όσο πιό πολλές ιστορικές αναφορές δυνατόν. Από αυτή την σκοπιά τότε η ίδια η Ιστορία γίνεται ο πρωταγονιστής του μυθιστορήματος. Μόνο που η Ιστορία είναι ένα αρκετά προβληματικός αφηγήτής, και ακόμα πιό προβληματικός χαρακτήρας.
Αυτό που με προβλημάτισε περισσότερο είναι που ο αφηγητής διαλέγει να μας παρουσιάσει ιστορικά γεγονότα που τελικά έχουν περισσότερη σημασία/νόημα στον σύγχρονο αναγνώστη που αναπολεί το παρελθόν, παρά με τον 'τότε' χαρακτήρα που ζεί το παρελθόν (μας) ώς το παρόν (του), που κοιτάει προς το μέλλον, ή έστω και να κοιτάει προς τα πίσω, αλλά με την περιορισμένη ματιά του 'τότε' (χωρίς να γνωρίζει αυτά που γνωρίζει ο σημερινός αναγνώστης για το παρελθόν και για το τί έχει ή τί δεν έχει σημασία πιά).
'Ισως εάν η αφήγηση καταπιανώταν με λιγότερους χαρακτήρες (δλδ με λιγότερες γενίες της οικογένειας Ασημάκη), και να είχε λίγο περισσότερο ζουμί, λίγη περισσότερη φαντασία (ειδικά με τόσες αναφορές στον ντανταϊσμό, έλειπε ο αυθορμητισμός*) γιατί μοιάζει περισσότερο με περίληψη παρά με αφήγηση εκ βάθεως. Κάτι που αισθανόμουν πολλές φορές, η ιστορική περίληψη είναι σαν να προέρχεται από λογοτεχνικά κείμενα ή βιογραφίες λογοτέχνων & πολιτικών, παρά από μία βαθειά μελέτη της ιστορίας. ΠΧ. οι λεπτομέριες για την Αφρική είναι από τα βιβλία του Κόνραντ και της Ντινεσεν, την αλληλογραφία του Ρεμπό, τίποτα καινούργιο δηλαδή. Απογοητεύτικα που είχε συνεχές αναφορές στον ντανταϊσμό αλλά συχνά με επιπόλαιο τρόπο (π.χ. ο Ουλιάνοφ να χτυπάει πάνω στο τραπέζι ά λα Χρούτσωφ...και να δόσει την έμπνευση για την λέξη).
Μυθοπλασία με κάποια ιστορικά πρόσωπα και αρκετά ιστορικά στοιχεία και όλα αυτά με τη μοναδική γραφή της σαρωτικής Σώτης Τριανταφύλλου. Ένα μυθιστόρημα για την επανάσταση και τους επαναστάτες, όπως λέει και στο οπισθόφυλλο. Από το 1866 έως το 1940 και από το Κάιρο στην Αθήνα ,τη Ζυρίχη ,τη Ρωσία και το Κονγκό παρακολουθούμε τα μέλη μια αστικής οικογένειας και μαζί τους τις πολιτικές εξελίξεις που σημάδεψαν την εποχή εκείνη. Ένα πληθωρικό μυθιστόρημα για την οικογένεια, την αγάπη, τη φιλία ,την πολιτική τις τέχνες κ τη βιομηχανία.
Με δυσκόλεψε γιατί προσπαθούσα συνεχώς να καταλάβω γιατί γνωρίζω όσους ήρωες παρουσιάζονται μπροστά μου, και ταυτόχρονα δεν μπορούσα να το παρατήσω γιατί με είχε γοητεύσει. Έκανα πάνω από δύο εβδομάδες να διαβάσω τις μόλις 380 του σελίδες χωρίς να μπορώ να διαβάσω κανένα άλλο στο ενδιάμεσο. Με άλλα λόγια έφαγα άσχημο κόλλημα.
Είχε πολλά πολλά πρόσωπα, και πολλά πολλά ιστορικά γεγονότα σε τρεις ηπείρους, Αφρική, Ευρώπη, Ρωσία και μόλις συνήθιζες κάποιους ήρωες αυτοί πέθαιναν και έβγαιναν για πάντα από το σενάριο.
Οι ήρωες του όμως ήταν ή κοσμοπολίτες ή ονειροπόλοι και δεν υπήρξε ποτέ καμία αμφιβολία ότι ναι αυτός όντως ήταν ο δικός τους κόσμος μέσα στον οποίο η συγγραφέας μας βάζει να δούμε έστω και για λίγο από τον κάθε ήρωα.
Όταν τελείωσα το βιβλίο, μόνο τότε είδα ότι στο τέλος του βιβλίου υπήρχε περιγραφή όλων των ηρώων του σεναρίου όπως τα θεατρικά έργα και μόνο τότε συνειδητοποίησα τον άθλο που έκανα να κατανοήσω από μόνη μου τι ήταν ο κάθε ήρωας και γιατί ως αναγνώστρια έπρεπε κάθε φορά να μάθω την ύπαρξή τους.
Η αίσθηση που μου άφησε ήταν ότι θέλω να το ξανά διαβάσω. Είχε κάτι το άκρως γοητευτικό. Ήταν διαφορετικό από ότι έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Θεωρώ ότι η συγγραφέας φέρει επάξια τον τίτλο της λόγιας Ελληνίδας μιας και αυτό το βιβλίο είναι όντως ένα πνευματικό δημιούργημα, μία έννοια που σπανίζει στην εποχή μας.
Πολύ λίγα είναι τα βιβλία που διαβάζω δεύτερη φορά. Το Εργοστάσιο των Μολυβιών το τελείωσα το 2000 και το ξανάπιασα στα χέρια μου πριν λίγες μέρες, 21 χρόνια αργότερα. Έψαχνα αναφορές για τα μολύβια... και με παρέσυρε. Τώρα είχε πιο πολλά να μου πει και λόγους να με συγκινήσει. Τα βιβλία μιλάνε διαφορετικά στον αναγνώστη ανάλογα με την ηλικία του μάλλον. Μήπως πρέπει να επαναλάβω κι άλλα διαβασμένα βιβλία; Άλλη μια ανησυχία... Θα προλάβω; Κοίτα να δεις τι με βρήκε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Επί τη ευκαιρία: Ευτυχές το νέο έτος 2022, με υγεία και σημαντικές αναγνώσεις!
Ανεξαρτήτως της προσωπικής άποψης που έχω για τη Σώτη Τριανταφύλλου, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ευχάριστο έως καλό. Δεν παύει όμως να είναι εφηβικό/νεανικό, καθώς οι χαρακτήρες και η δομή της υπόθεσης μπορούν να αγγίξουν μόνο ένα συγκεκριμένο κοινό που θα ταυτιστεί καιθα αγαπήσει τους ήρωες. Το κοινό από 15 έως 20 χρονών, με κάποιες σκόρπιες πολιτικές-επαναστατικές-κομμουνιστικές-αριστερές θέσεις, που ακόμα έχει την εικόνα του επαναστάτη νέου στο μυαλό του ακριβώς όπως η εικόνα του Βάγκαλη, που μας παρουσιάζει στο βιβλίο η Τριανταφύλλου.
Μια εικόνα ενός ανθρώπου κυκλοθυμικού, απείρως χαρισματικού και έξυπνου, γοητευτικού, αυτοκαταστροφικού μα και ταυτόχρονα βαθύτατα ευαίσθητου, επαναστατημένου με αιτία, έτοιμου να αυτοθυσιαστεί για την ανθρωπότητα και τις αξίες της Επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο που, against all odds, ο Βάγγαλης επιβιώνει εκείνα τα χρόνια, μόνο και μόνο για να δεί το όραμά του να γκρεμίζεται στα χέρια γραφειοκρατών, συκοφαντών, ανίδεων, προδοτών και πάει λέγοντας, να διαγράψει μόνος του τον εαυτό του από το ΚΚΕ, βρίζοντας το πρώτα, και μετά να έχει έναν λαμπρό θάνατο στην Κατοχή αφού τον εκτελούν οι Ναζί.
Παρά τους άλλους κεντρικούς χαρακτήρες,ο Βάγκαλης είναι εξαρχής ο αγαπημένος της Τριανταφύλλου και αυτό φαίνεται με κάθε τρόπο σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Τα κεφάλαια για τους Ασημάκηδες απλά υπάρχουν ως μία μοντερνιστική αντίδραση, ως η ''άλλη μεριά'', εκείνη της μικροαστικής τάξης των αποικιών, μια επιλογή που δεν είναι διόλου τυχαία. Είναι πολύ πιο εύκολο να συνυφάσεις έναν χαρακτήρα που δεν έχει καμία σχέση με την Ελληνική πραγματικότητα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις αποικίες ή στη Δυτική Ευρώπη, και γαλουχηθεί ούτως ή άλλως στις απαρχές της βιομηχανίας, της τεχνολογίας και της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Οι Ασημάκηδες διψάνε για νέες ιδέες, απ'όπου και αν προέρχονται, χωρίς όμως να έχουν καμία πολιτική θέση παραπάνω απ'όσο χρειάζεται. Για την ακρίβεια δεν τους ενδιαφέρει η πολιτική, αρκεί να μην μπαίνει εμπόδιο στα πλάνα που έχουν για έναν νέο, αμιγώς βιομηχανικό και βιομηχανοποιημένο κόσμο.
Η Τριανταφύλλου δεν μπορεί να αντισταθεί στην τάση της για ''κοσμοπολιτισμό'',έτσι αντίθετα από τον ''γκρίζο'' χαρακτήρα του Βάγκαλη δεν θα μπορούσε να βρίσκεται ένας ήδη καταχωρημένος ''εχθρός'', ένας ταγματασφαλίτης, φασίστας, εθνικιστής και πάει λέγοντας, ή απλά ένα παρακρατικό κατακάθι της Ελληνικής κοινωνίας από εκείνα που ευδοκιμούσαν εκείνη την εποχή στον οπωρώνα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ο μανιχαϊσμός που υποβάλλει η Τριανταφύλλου είναι πιο εσωτερικός, καθώς έχεις να διαλέξεις ή τον δηλωμένο Επαναστάτη της ζωής ή τον δηλωμένο επαναστάτη της τεχνολογίας, και οι δύο οραματιστές με το δικό τους τρόπο. Και οι δύο προδομένοι από τα οράματα και τις ιδέες τους με τον ίδιο τρόπο.
Αλλά ο Βάγκαλης παραμένει να είναι ένας χαρακτήρας ονειρικός και εναλλακτικός, ένας άνθρωπος που θα θέλαμε να τον είχαμε φίλο ή εραστή μας όταν ήμασταν 17 χρονών. Και ίσως γι'αυτό να είχα ''ρουφήξει'' το συγκεκριμένο βιβλίο όταν το διάβασα εκείνα τα χρόνια, καθώς χρωμάτιζε τη μορφή ενός ανθρώπου βγαλμένο από τις σελίδες του Ντοστογιέφσκι και του Τουρκένιεφ, μιας άλλης εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί αλλά ακόμα συνεχίζει να στοιχειώνει οποιαδήποτε άποψη έχουμε για τη συγκεκριμένη φάρα ανθρώπων που έζησαν εκείνα τα χρόνια. Τον τύπο του ''γνήσιου επαναστάτη'', του βαθιά μορφωμένου, με την κυκλοθυμική προσωπικότητα, το μπρίο και την αγάπη για τις γυναίκες, το αλκοόλ, την όμορφη κοσμοπολίτικη ζωή, πάντα στις πόλεις-πολιτιστικά κέντρα του δυτικού κόσμου. Και ταυτόχρονα έτοιμο να βγεί στην πρώτη γραμμή, να πολεμήσει, να βασανιστεί, να δώσει τη ζωή του για τα ιδανικά ενός καλύτερου κόσμου.
Ας μη γελιόμαστε, η Τριανταφύλλου σε αυτό το βιβλίο έβγαλε τα απωθημένα της. Τα απωθημένα για την επανάσταση, για την ιστορία, για την ιδεολογία, για τη μοντέρνα εποχή, ακόμα και για το πώς θα έπρεπε να είναι ένας σωστός επαναστάτης. Μην τρώτε το ισοπεδωτικά ουδετεροποιημένο παραμύθι που σερβίρει από τον δερμάτινο καναπέ της στο apartement της στο Παρίσι. Σκέφτεται καθαρά εξατομικευμένα, γράφει καθαρά εξατομικευμένα, δρά καθαρά εξατομικευμένα, παραφράσει και αλλάζει νόημα σε καθετί, όπως και όποτε την συμφέρει. Προσοχή στις παγίδες της κάθε ετερόφωτης intelligentsiya λοιπόν...
This entire review has been hidden because of spoilers.
Το “Εργοστάσιο των μολυβιών” είναι ένα εκπληκτικό αφήγημα που με αφετηρία την ιστορία μιας οικογένειας αναλαμβάνει να μας “ξεναγήσει” στα μεγάλα γεγονότα του τέλους του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, που πάντα ξεχώριζε από τους ομοτέχνους της για τον τρόπο που έγραφε, μας παρουσιάζει εδώ την πιο άρτια και ώριμη δουλειά της καταφέρνοντας με ένα κατά τα άλλα μη εμπορικό μυθιστόρημα, να κατακτήσει τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς.
Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο το “Εργοστάσιο των μολυβιών” είναι ένα μυθιστόρημα για την επανάσταση και τους επαναστάτες, αλλά, οπωσδήποτε δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και ένα οδοιπορικό στην Αίγυπτο, το Τσιμπουτί, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Ελβετία. Αλλά και ένα βιβλίο για τον κομμουνισμό, το φασισμό, το χριστιανισμό, το ρατσισμό και τους διάφορους άλλους -ισμούς. Ακόμη μας μιλά για τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη, τα λάθη, τα όνειρα, τις απογοητεύσεις. Είναι όμως και ένα ιστορικό βιβλίο. Κι όλα αυτά μέσα σε 400 σελίδες! Μιλάμε για λογοτεχνία υψηλών προδιαγραφών…
Ολόκληρο το κείμενο διατρέχει μια επαναστατική διάθεση: όλοι θέλουν να κάνουν τις μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις τους, αλλά λίγοι το τολμούν. Άλλοι αφήνονται να καούν από τη φλόγα τους, κι άλλοι αράζουν στα καλά και συμφέροντα στα οποία έχουν συνηθίσει.
Η συγγραφέας μέσα από τους ήρωές της και τις σκέψεις τους φαίνεται να θέλει να ρίξει μια δεύτερη ματιά στην ιστορία, να ανακαλύψει τι πήγε στραβά και τα όνειρα έμειναν όνειρα, και οι επαναστάτες έγιναν καθεστώς. Μέσα από τις σελίδες της παρελαύνουν ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Τρότσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Μαγιακόφσκι, ο Ρεμπώ και άλλοι πολλοί. Ποιητική αδεία φτιάχνει μια δική της ιστορία που ίσως να είναι πιο σωστή από εκείνη που μας δίδαξαν, αλλά και ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα από εκείνα που λίγοι θα τολμούσαν να γράψουν. Και μας ταξιδεύει, και μας παρασύρει, και μας ενθουσιάζει, και μας εκπλήσσει…
Όσο βγαίνουν τέτοια βιβλία μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας με αισιοδοξία.
Άλλο ένα βιβλίο "τοιχογραφία μιας εποχής", που διηγείται την ιστορία μιας οικογένειας από γενιά σε γενιά και μαζί με αυτήν περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα και την πολιτικοκοινωνική κατάσταση των χωρών όπου διαδραματίζεται. Πολύ ζωντανό και με εικόνες, μαθαίνεις πολλά και ζήλεψα το πόσες γνώσεις και δουλειά χρειάζεται για να το γράψει κανείς, αλλά δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά και με τόσες λεπτομέρειες - βαρέθηκα ειδικά τα εσωτερικά πολιτικά του ρώσικου κομμουνιστικού κόμματος. Θα προτιμούσα να είναι η ιστορία κάποιου συγκεκριμένου πράγματος, κάποιας συγκεκριμένης αναζήτησης και όχι τόσο γενικά η ιστορία εποχών και χωρών ολόκληρων. Αλλά τα βιβλία της Σ.Τ. είναι εγγύηση ως προς την ποιότητα, όπως και οτιδήποτε καλοδουλεμένο.
Λοιποοοοοονννν... Θα προσπαθήσω να μην είμαι Υπερβολικός ! Πραγματικά δυσκολέυομαι να καταλάβω τις διθυραμβικές κριτικες για το συγκεκριμένο βιβλίο . Δεν μου άρεσε καθόλου μα καθόλου ομως!!!!!!! Θα μου πεις γιατί ρε φίλε;;;;;;; Κανένας χαρακτήρας του βιβλίου δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα εκτός του Βάγγαλη που και αυτού δε μου αρεσε καθόλου!Ιστορκές αναφορές σε γεγονότα που λάβανε χώρα αλλα απ�� κει περα τίποτα ιδιαίτερο.Σε ορισμένα σημεία κάποιες αποκαλύψεις και η τροπή των γεγονότων με έκαναν να ανατρέξω στις κριτικές του βιβλίου αλλα η αντίδραση μου ήταν παντα η ίδια ....πάντα κατέληγα να τρίβω τα μάτια μου από τα αστεράκια που είχε.next time better luck !!
Ήταν δώρο από έναν φίλο τρολ: ήθελε να μου χαρίσει ένα βιβλίο της Σώτης. Δεν νομίζω ότι είμαστε λίγ@ οσ@ έχουμε βρεθεί στο στόχαστρο της επιφανειακής, άδικης και συχνά ακραίας κριτικής της Σώτης. Φοιτητές, μουσουλμάνοι, ομοφυλόφιλοι, άνθρωποι-που-δε-συμφωνουν-απαραιτητα-με-την-αθενς-ή-τον-πρετεντέρη, κλπ έχουμε στοχοποιηθεί αρκετές φορές στην αρθρογραφία της. Με κάποιο τρόπο ίσως τα τελευταία δέκα+ χρόνια να είμαστε κι ο λόγος που βγάζει το ψωμί της.
Μετά από αυτή την προσωπική εισαγωγή, θα έλεγα ότι το βιβλίο είναι μια καλή προσπάθεια συμπύκνωσης ιστορικών και χωροταξικών αναφορών που θα βοηθούσε ένα εφηβικό κοινό να ψαχτεί και να διαβάσει περισσότερο. Κυρίως λοιπόν λόγω της μη ενιαίας αφήγησης και της ελλειπής ανάπτυξης χαρακτήρων δε μπορώ να το προτείνω σε κάποι@ άλλ@.
Σώτη, αν διαβάζεις αυτές τις γραμμές και βρεθείς κάποτε ξανά στη Ζυρίχη, στείλε μου να κανονίσουμε έναν καφέ στο Οντεόν (θα κάνω σκιπ τον Σπρούνγκλι). Υπόσχομαι να το παίξω Ελβετία (κι όχι πλ. Εξαρχείων).
Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι μια από τις πιο σημαντικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, όσο για το «Εργοστάσιο των Μολυβιών» της, είναι ένα άρτιο και συναρπαστικό μυθιστόρημα, τοποθετημένο μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, και επομένως, αξίζει να διαβαστεί! Πιθανόν η πολιτική κριτική οπτική της συγγραφέως να αποθαρρύνει ή να δυσαρεστεί κάποιους αναγνώστες, αλλά πιστεύω στην ανοιχτόμυαλη ανάγνωση και την ελευθερία των ιδεών. Πιστεύω, επίσης, ότι η ‘ανατομία’ ενός λογοτεχνικού βιβλίου σκοτώνει την αναγνωστική απόλαυση, ενώ οι μεγαλύτεροι δάσκαλοί μας είναι οι ‘αντίθετοι’ και όσα μας πλήγωσαν…
Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από έναν καταιγισμό προσώπων και γεγονότων (πραγματικών και μυθιστορηματικών) όμως σε τίποτα δεν εμβαθύνει. Όλα είναι γραμμένα βιαστικά, επιφανειακά, σαπουνοπερικά θα έλεγα. Τα θετικά του στοιχεία, κατά τη γνώμη μου, είναι αφενός ότι κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για το τι θα γίνει παρακάτω και αφετέρου η πετυχημένη αναπαράσταση της εποχής της Σοβιετικής Ένωσης πράγμα σπάνιο στην ελληνική λογοτεχνία που συνήθως χαρακτηρίζεται από επιείκεια και (ανεξήγητα) ενοχικά σύνδρομα απέναντι στην αριστερά.
Το ''Εργοστάσιο Μολυβιών'' είναι το σύμβολο της ουτοπίας.
Είναι κι ένα από τα καλύτερα Ελληνικά βιβλία που έχω διαβάσει! Εγκεφαλικό (Σώτη είναι αυτή) αλλά και συναισθηματικό, με μπόλικη Ιστορία για την Ευρώπη, την Ελλάδα, την εποχή της αποικιοκρατίας και της Σοβιετικής Επανάστασης.
Καυστικότατη κριτική για την ουτοπία της ριζοσπαστικής αριστεράς και του 'υπαρκτού σοσιαλισμού', και μάλιστα το 2000, σε μια εποχή που η Σώτη ήταν η ίδια ακόμα αριστερή.
I feel a deep connection with this book because it was the one who introduced me to Soti's literary world. The story was engaging and the prose was so real that really got me into the characters' world. With this book Soti managed to restore my faith to contemporary Greek literature and I will always be grateful for this.
Πολύ αγαπημένο βιβλίο, είναι η δεύτερη φορά που το διαβάζω και μου δίνει την ιδια και περισσότερη χαρά με τη πρώτη φορά. Νομίζω πια είναι και ένα κλασσικό μυθιστόρημα των καιρών μας.
Μια απόλυτη αναπαράσταση του να είσαι κομμουνιστής δίχως τον ενοχλητικό δογματισμό που σε μετατρέπει σε άβουλο και σχεδόν εγκληματικό ον. Κατάλληλο για ανοιχτά μυαλά και παρουσίαση προσώπων με διαφορετικές αντιδράσεις όταν έρχονται αντιμέτωπα με αριστερές αντιλήψεις και ιδεολογίες. Ο καθένας ελεύθερος να επιλέξει ποιος χαρακτήρας του ταιριάζει. (Για εμενα ο Βάγκαλης πραγματικός πρωταγωνιστής!)
θα έβαζα 3,5 αστεράκια, αλλά καθώς δεν υπάρχει η επιλογή βάζω 3.
ενώ έχει ενδιαφέρον, το πρόβλημά μου με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι ήταν άνισο. Το πρώτο μισό δεν είναι τόσο δυνατό, οι χαρακτήρες δεν σε τραβάνε και τα γεγονότα δεν είναι ακόμα συνταρακτικά, κάτι που - τουλάχιστον σε εμένα - δημιούργησε μια απροθυμία κατά την ανάγνωση του. Το δεύτερο μισό αντιθέτως το βρήκα πολύ ενδιαφέρον: η περιγραφή της ρωσικής επανάστασης (το πώς ξεκίνησε και την κατάληξη/αποτυχία της με τα εγκλήματα του σταλινικού καθεστώτος) μέσα από τα μάτια του Νίκου Βάγγαλη, η ζωή στο Κογκό και η αντιμετώπιση των σκλάβων από τα μάτια της Λουίζας, καθώς και η ελληνική κοινωνία την περίοδο που ανέρχεται στην εξουσία ο Μεταξάς ενώ παράλληλα στην Ευρώπη γίνονται οι ζυμώσεις που θα οδηγήσουν στη συνέχεια στο Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Όπως και στο Άλμπατρος, εκτίμησα την πιστή απόδοση της περιόδου που περιγράφει, που γίνεται αληθοφανής με την εισαγωγή πολλών χαρακτήρων (ιστορικών και μη), τη γνωριμία με την ποίηση και γενικότερα τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής και την περιγραφή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.