L’album s’ouvre sur la mort d’un riche patron qui a fait fortune en exploitant ses ouvriers. Confronté à la grève des employés, son unique héritière, en collaboration avec les leaders syndicaux, débute alors la création d’une ville “idéale”. Mais un univers sans lutte des classes est-il vraiment emprunt de liberté ?
This was a bit of an odd duck. The cover, the premise, and the first couple pages promised me some strange sort of urban fantasy thing... only to immediately flip gears into depression and labor unions and strikes and such things, a business mogul having died and his granddaughter replacing him... and then once it had fully convinced me that this is all it was and that the fantasy city was just a metaphor - or nothing at all - the whole thing suddenly slammed right back in basically out of nowhere. It left me feel a little surreal.
I don't think I liked it all that much. It has some good art, writing's solid enough, but it didn't do much for me.
Οι Pierre Christin και Enki Bilal είναι μεγάλα ονόματα στον χώρο του Ευρωπαϊκού κόμικ, αυτό όμως είναι μόλις το πρώτο τους κόμικ που διαβάζω. Το πέτυχα σήμερα στο Μοναστηράκι σε καλούτσικη κατάσταση και το τσίμπησα με πέντε ευρώ. Απ'όσο ξέρω είναι αρκετά σπάνιο στα ελληνικά και δεν το βρίσκει κανείς πολύ εύκολα. Το λοιπόν, μπορώ να πω ότι μου άρεσε. Σίγουρα δεν ξετρελάθηκα από την ιστορία αυτή καθαυτή, όμως μου άρεσε πολύ το νόημα που έκρυβε. Ας πούμε δεν δέθηκα με κάποιον χαρακτήρα, δεν απορροφήθηκα από την πλοκή, όμως το διάβασα μονορούφι και ταξίδεψα για λίγο σε μια άλλη εποχή. Όσον αφορά το σχέδιο, μου φάνηκε πολύ καλό και ιδιαίτερο, με τα περισσότερα σκίτσα των κτιρίων και των τοπίων να είναι ό,τι πρέπει για κορνιζάρισμα. Επίσης ο χρωματισμός ταίριαξε απόλυτα με το σχέδιο και έδωσε μια κάπως μελαγχολική και μουντή ατμόσφαιρα στην όλη ιστορία. Συμπερασματικά, έμεινα αρκετά ικανοποιημένος από το κόμικ αυτό και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα αναζητήσω και άλλα των δυο αυτών δημιουργών.
Pequeña vuelta de tuerca al capitalismo paternalista que cierra la trilogía de álbumes con un cierto pesimismo. Desde el punto de partida contemporáneo la utopía es prácticamente entre inalcanzable e insostenible.
A bit of an odd one really, third book of a triad of loosely of connected stories, I do not have access to the first two but I doubt it would matter.
The art is very bleak, maussade is the French word that would describe it; like a endless rainy day perhaps, or an abandoned factory with broken windows, or anything that has seen better days. Factories are either closed on on strike, so no one is working and no one seems to have prospects. The rich old geezer who owns everything dies, oddly leaving the running of the entire operation to a distant family member (I think it was his niece or something, I can't recall...) Anyways, she shows up, takes stocks of the gloominess of it all, and decide to make some changes, tricking everybody to do her bidding. She aims to create the perfect city, self-sufficient, folded on itself... Is it going to work? Well telling you here would spoil it, but I supposed you can guess...
Ohh, what the heck, who is gonna read this old obscure bande-dessinée anyway? There:
Αυτό το σπουδαίο κόμικ ήταν η πρώτη από τις συνεργασίες των Pierre Christin και Enki Bilal. από τις τρεις που κυκλοφόρησαν αυτόνομα στα ελληνικά, αλλά η τελευταία που εκδόθηκε στη γλώσσα μας. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι: “Η Πόλη που δεν Υπήρχε” (La ville qui n’existait pas) (παρατατικός και όχι Αόριστος)
Σε έναν απροσδιόριστο χρόνο. που λογικά πρέπει να ταυτίζεται με το χρόνο συγγραφής του έργου (1977) και κάπου στη Γαλλία, πιθανόν στον μουντό και βιομηχανοποιημένο Βορρά, στην πόλη του Ζαντανκούρ, οι εργάτες στα χυτήρια απεργούν εδώ και 27 μέρες. Το εργοστάσιο αυτό, όπως και το άλλο εργοστάσιο της πόλης, το οποίο κατασκευάζει ενδύματα, ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο, τον Hannard (Ανάρ), ο οποίος πρακτικά αντιμετωπίζει την πόλη σαν φέουδό του, αφού ακόμη και το σχολείο φέρει το όνομά του. Ο Ανάρ πεθαίνει, εξαιτίας της απεργίας, όπως διατείνονται ορισμένοι και οι συνεργάτες (= υποτακτικοί) του αναρωτιούνται για το μέλλον της επιχείρησης, όπως φυσικά και οι εργάτες, που αγωνιούν για τις δουλειές τους. Κληρονόμος του Ανάρ είναι η καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο εγγονή του, η οποία – προς έκπληξη όλων και οργή ορισμένων – αποδεικνύεται ιδιαιτέρως ικανή στη χειραγώγηση των συνεργατών του παππού της με σκοπό να πραγματοποιήσει ένα τρελό σχέδιο: να κατασκευαστεί μια αυτάρκης πόλη, απομονωμένη με θόλο από τον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος θα περιβάλλει το Ζαντανκούρ και θα επιτρέψει στους κατοίκους της πόλης να ζουν ανέμελοι και ευτυχισμένοι, έχοντας στη διάθεσή τους ό,τι χρειαστούν. Μετά την κατασκευή της πόλης όμως, κάποιοι δεν αισθανθούν ικανοποιημένοι και θα αποχωρήσουν.
Αν και η παραπάνω σύνοψη αποκαλύπτει σχεδόν ολόκληρη την πλοκή, δεν αρκεί για να αποδώσει το ζοφερό κλίμα, που κυριαρχεί στο κόμικ, το οποίο κινείται με μεγάλη επιτυχία μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ενδεικτικά, η ιστορία ξεκινά με μια ονειρική σκηνή, η οποία στη συνέχεια του βιβλίου γίνεται σχεδόν πραγματικότητα. Αντιθέτως, η ζοφερή πραγματικότητα της αρχής, επαναλαμβάνεται ως όνειρο ακριβώς στο ίδιο σημείο. Αυτή η σεναριακή επιλογή μας οδηγεί στην πιθανή ερμηνεία του έργου, που είναι η αναζήτηση της ουτοπίας και το τίμημα της άνετης ζωής. Όλοι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου ψάχνουν κάτι άλλο: οι εργάτες μια καλύτερη ζωή η κληρονόμος την εποχή που μπορούσε να περπατά, οι συνεργάτες του βιομηχάνου περισσότερα χρήματα, τα παιδιά μια ανέμελη ζωή.
Οι ερμηνείες μπορεί να είναι ψυχαναλυτικές ή πολιτικές ή και τα δύο: οι ταξικές διαφορές είναι αμείλικτες και εμφανίζονται διαρκώς στο κόμικ. Το Ζαντανκούρ βυθισμένο στην ομίχλη, τη βρόμα και την υγρασία, μοιάζει με μια πόλη, η οποία σιγά σιγά εξαφανίζεται, αλλά παρόλα αυτά, υφίσταται ακόμη μέσα στον κόσμο. Αντιθέτως, η νέα, προστατευμένη πόλη, γεωμετρικά κατασκευασμένη, μοιάζει εξωπραγματική, αφιλόξενη. Οι εργάτες έχουν ανταλλάξει μια επισφαλή, αλλά δραστήρια ζωή με μια άνετη, αλλά κενή ύπαρξη, την γεμάτη αγωνία ελευθερία με μια ανέμελη φυλακή. Η ανησυχία έχει αντικατασταθεί από την αδράνεια και όσοι διαφωνούν, θέλουν να ξαναρχίσουν από την αρχή, να αναλάβουν δράση, για να αισθανθούν ξανά ζωντανοί., αλλά και να βοηθήσουν και άλλους εργάτες αλλού, επειδή ο αγώνας συνεχίζεται. Αυτοί είναι οι δύο εργάτες, που έχουμε γνωρίσει στην αρχή της ιστορίας και ο περίεργος, ανώνυμος τύπος, που συνοδεύει και βοηθά την κληρονόμο από την αρχή της ιστορίας, αλλά αποφασίζει να φύγει, δηλαδή να αποδράσει από την πόλη, όταν αυτή κατασκευαστεί. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να ισχυριστεί, ότι αυτός συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο τη συνείδηση της κληρονόμου, η οποία, αφού κατασκεύασε, πιθανότατα πλήρης καλών προθέσεων, ένα τεράστιο παιχνίδι, εν μέρει για να θυμηθεί την παιδική της ηλικία, εν μέρει για να εξιλεώσει τα ταξικά αμαρτήματα της οικογένειάς της (“Αντίο, δεν με χρειάζεσαι πια, τώρα έχεις την πόλη”, της λέει λίγο πριν αναχωρήσει, σελ. 58).
Παράλληλα, όλοι οι μηχανισμοί της εξουσίας έχουν συνωμοτήσει για να κατασκευαστεί η πόλη: βλέπουμε αρχιτέκτονες, δικηγόρους, ιερείς να συμμετέχουν στη φιέστα, που σκοπό έχει να διαβρώσει, να εξαγοράσει τις συνειδήσεις. Δείγματα αυτής της διαβρωμένης συνείδησης, ο γλοιώδης υπηρέτης, που απεχθάνεται τους εργάτες, και η επιστάτρια στο εργοστάσιο υφαντουργίας, που απειλεί τις εργάτριες, αν και ταξικά ανήκουν στην ίδια κατηγορία με αυτούς και αυτές. Οι συνεργάτες του βιομηχάνου αποδεικνύονται ανθρωπάκια, γλοιώδη υποκείμενα, υποκινούμενα από προσωπικές φιλοδοξίες και αδυναμίες, έτοιμοι να υποκύψουν σε κάποια σαρκική επιθυμία.
Όσο για τον κεντρικό χαρακτήρα του κόμικ, τη Δεσποινίδα Αννάρ, αυτή εμφανίζεται καλοπροαίρετη μεν, αλλά αποδεικνύεται αδίστακτη στις διαπραγματεύσεις. Επιλέγει να χτιστεί η νέα πόλη στο βαλτότοπο, όπου ήταν το πρώτο εργοστάσιο της οικογένειάς της, ίσως σαν φόρο τιμής στον παππού της, που σημαίνει, ότι επιχειρεί κατά κάποιον τρόπο να ταριχεύσει τους εργάτες, στο μέρος, όπου ξεκίνησε η εργασία, να δημιουργήσει μια αταξική πόλη καταργώντας την εργασία, Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο μέσω του εγκλεισμού και της απομόνωσης, γιατί έξω, στον κόσμο, οι άνθρωποι εξακολουθούν να εργάζονται και αυτό εξ ορισμού σημαίνει τη διαιώνιση της ταξικής πάλης.
Δεν έχει νόημα να απεραντολογήσω κι άλλο, ούτε φυσικά να σχολιάσω το σχέδιο του Μπιλάλ, το οποίο βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το σενάριο. Το καδράρισμά του, οι σκιάσεις του, όλα αναδεικνύουν τις πτυχές του σεναρίου, που δεν λέγονται με τα λόγια. Η συνεργασία μεταξύ των δύο υπήρξε υποδειγματική, σε σημείο, που δεν μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει αν είναι ιδέα του Κριστέν ή του Μπιλάλ (ενδεικτικά αναφέρω την αντανάκλαση στον καθρέφτη στη σελίδα 17 και την πολύχρωμη ομπρέλα στην κηδεία στις σελίδες 35-36). Όλα αυτά έχουν καταστήσει το κόμικ αυτό κλασικό και απαραίτητο.
Το κόμικ κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα Γαλλικά από την Dargaud το 1977. Στα ελληνικά ξεκίνησε να δημοσιεύεται στο περιοδικό “Η Επόμενη Μέρα” στα τεύχη 8 και 9 το 1986 και μετά κυκλοφόρησε σε αυτόνομο άλμπουμ από την Ars Longa το 1988 σε μετάφραση Λίλης Ιωαννίδου με μια σύντομη εισαγωγή και μια εκτενή συνέντευξη του Μπιλάλ. Η έκδοση είναι πολύ ωραία, με dust cover, αλλά δυστυχώς εξαντλημένη εδώ και πολλά χρόνια και δύσκολο να βρεθεί πλέον. Κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1989 από την Titan σε έκδοση με μαλακό εξώφυλλο και από την Humanoids το 2003 σε μεγάλου μεγέθους έκδοση με σκληρό εξώφυλλο και με τίτλο και των δύο εκδόσεων “The Town that didn’t exist”. Δεν γνωρίζω εάν υπάρχουν κι άλλες εκδόσεις στα αγγλικά. Οι σελίδες, όπου κάνω παραπομπή ανήκουν φυσικά στην ελληνική έκδοση.
although i don't like this still of illustration by Bilal but the novel shades light on the eternal pursue of the ideal city and the conflict between leisure and work in a post-industrial context. reminds me of Inventing the Future: Postcapitalism and a World Without Work by Nick Srnicek.
Bilal en Christin schilderen een vale en continu verregende stad. Vanaf pagina 1 druipt de depressie van de pagina's en het verhaal zelf is ook van een tamelijk deprimerend niveau. Het is een modern sprookje in een trilogie van sprookjes die als rode draad een voorbijganger heeft die wel aanwezig is in het verhaal maar niet actief deelneemt aan de actie. Over actie gesproken, de plot is dunner dan het papier waarop het getekend is. Gedurende een recessie wordt er gestaakt in de enige fabriek en de enige werkgever sterft dan op hoge leeftijd. Hij laat zijn concern na aan zijn deels verlamde nicht die besluit de fondsen van het nagelaten concern aan te wenden om de stad om te vormen in een Utopia. Daar kan niets goeds van komen in zo'n deprimerend verhaal. Zou je denken... Na de laatste pagina ben ik eerlijk gezegd ook nog zoekende naar de porté van het verhaal. De voorbijganger gaat er weer vandoor, waarom, waarvoor, waarheen?
Nu ja het zijn Christin (Valerian/Ravian) en Bilal (Kermis der onsterfelijken) wiens creaties jaren in mijn verbeelding met mij zijn meegereisd. Niet hun beste werk, wel verteerbaar. En natuurlijk vreselijk Frans, dus per definitie onnavolgbaar. Mysterieus en ondoorgrondelijk.
The Town That Didn’t Exist is one of those rare graphic novels that sneaks up on you with the quiet confidence of a dream — and then refuses to leave your mind once you’ve turned the last page. Pierre Christin and Enki Bilal construct a modern fairy tale around the idea of an ideal city imagined to cure the wounds of a very real one, born from the vision (and the ghost) of an industrial dynasty’s patriarch. What begins almost as a utopian experiment gradually reveals itself as something far more unsettling and poetic. Christin’s storytelling is lean, sharp, and laced with irony; Bilal’s artwork is, as always, extraordinary — that unmistakable blend of grit, melancholy, and cold beauty that makes every panel feel like an artifact from another world. The book works both as social commentary and as a dreamlike parable about ambition, legacy, and the shadows cast by power. The “surprising effects” of the founder’s death unfold with a slow, hypnotic inevitability that kept me turning pages long after I thought I had grasped what the story was doing. Short, atmospheric, and strangely moving, The Town That Didn’t Exist is a perfect entry point to Christin & Bilal’s collaborations — and a reminder of just how much depth the graphic novel form can contain.
Bence üçlemenin zayıf halkası ve en az fantastik öğe içereni. Genel olarak, 1975-1977 yıllarında yayımlanan bu üçlemede Pierre Christin'in sağlam sistem eleştirisi yaptığını ama bulduğu çözümlerin, eleştiri gücüyle orantılı olmadığını görüyoruz. Üçüncü hikayede bu iyice ayyuka çıkıyor. Yine de, sondaki rüya sekansındaki ironi hoşuma gitti. (Üçlemenin tümünde de, Enki Bilal'in enfes sanatının okunabilirliği arttırdığını vurgulamakta fayda var. )
Une idée intéressante et joyeuse dans un univers gris... Un paradoxe, une utopie... Mais jusqu'à quel point cela peut fonctionner ? À lire pour avoir lu une BD utopique.