Αχ αμάν αμάν, σεκερίμ αμάν… Αυτό το παθιάρικο, ερωτικό τραγούδι έρχεται στα χείλη μου καθώς η λεπίδα χαρακώνει το λαρύγγι μου. Το μαυριδερό, λιγδιασμένο χέρι του τσέτη που την κρατάει φέρνει τις τουρκικές λέξεις στον νου μου. Παντού γύρω μου νιώθω τον αχό της λυσσασμένης Τουρκιάς κι ακούω βλαστήμιες για τους γκιαούρηδες. Βάι βάι, ζαβαλίμ βάι… Το ερωτικό τραγούδι γίνεται σπαρακτικό μοιρολόι καθώς η τραχιά, σερνική φωνή πίσω μου με προστάζει να κάνω την προσευχή μου. Καταπώς λένε, η ζωή μου όλη διαβαίνει μπρος απ’ τα σφαλισμένα βλέφαρά μου. Το σπίτι μας στη Φώκαια, η σφαγή κι ο καταδιωγμός, το φραγκομονάστηρο και το σκλαβοπάζαρο, το καφέ σαντάν και το μπορντέλο της κιορ Ταρούς, το καφέ αμάν κι ο Νεντίμ πασάς, η σκλαβιά κι η λευτεριά, η Σμύρνη, η Κόνια, η Καππαδοκία, το Αϊβαλί, το Αϊδίνι. Κι ο Γιάννος μου που με κοιτά κατάβαθα, με μάτια βουρκωμένα. Εγώ όμως δε βουρκώνω τώρα, δεν προσεύχομαι, δεν ικετεύω. Στέκω απλώς και καρτεράω, καθώς το μαχαίρι του ματώνει το πετσί μου. Από φοβέρες έχω χορτάσει πια, λίγα τα χρόνια μου, αμά πολλές φορές ανταμώθηκα καρσί καρσί με τον χάρο. Εγώ, η Αννιώ, η Αννέτ, η Αϊνούρ, η Άννα Παπάζογλου.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δεκαέξι μυθιστορήματα ενηλίκων, τέσσερα μυθιστορήματα για παιδιά και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε τρεις συλλογές διηγημάτων.
Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Το μυθιστόρημά του Το αστρολούλουδο του Βοσπόρου τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας. Επίσης, το μυθιστόρημα Οι κόρες της λησμονιάς ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών – ΕΚΕΒΙ 2010, ενώ το Οι καιροί της μνήμης υποψήφιο για το ίδιο βραβείο το 2012, όπου και κατέλαβε τη δεύτερη θέση στις ψήφους των αναγνωστών και των Λεσχών Ανάγνωσης.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου έχει γράψει και τα πολιτικά θρίλερ Sφαγείο Sαλονίκης και Μαύρη αυγή με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης.
Μετά από καιρό έχουμε στα χέρια μας ένα αυτοτελές μυθιστόρημα από τον αγαπημένο συγγραφέα κ. Παπαθεοδώρου. Το νέο του βιβλίο με τον τίτλο "Μικρασία. Το τραγούδι του αποχωρισμού" διαδραματίζεται όπως εμφανώς δηλώνει ο τίτλος του στην Μικρά Ασία, στα χρόνια που προηγούνται της καταστροφής της Σμύρνης.
Το βιβλίο δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, ωστόσο το ιστορικό πλαίσιο αποδίδεται επαρκώς και οι αναφορές σε γεγονότα είναι όσες χρειάζεται για να καταλάβουμε τι συμβαίνει στην πολιτική και τη στρατιωτική σκηνή. Όλη η ένταση δίνεται στην πλοκή και η περιγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων της Άννας (της πρωταγωνίστριας) είναι εξαιρετική. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας νέας γυναίκας που μεγάλωσε σε δύσκολη εποχή, πήρε αποφάσεις που της κόστισαν πολύ, αγάπησε και αγαπήθηκε, πόνεσε για τις απώλειες αγαπημένων προσώπων. Χρειάστηκε να αρχίσει ξανά και ξανά από το μηδέν, κατάφερε όμως να επιβιώσει, δεν παραιτήθηκε, πάλεψε και αγωνίστηκε.
Η γραφή είναι όπως πάντα μαγευτική, ο χαρακτηριστικός τρόπος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για τη σύνταξη των προτάσεων (που προσωπικά αγαπώ πολύ) καθώς και η άψογη χρήση της ελληνικής γλώσσας του είναι φυσικά παρόντα και σε αυτό το βιβλίο και για άλλη μια φορά μεταφέρθηκα σε παλιότερες εποχές. Βρήκα επίσης πολύ ωραία και άψογα εκτελεσμένη ιδέα την χρήση της πρωτοπρόσωπης γραφής όποτε την αφήγηση αναλάμβανε η ίδια η Άννα, θεωρώ ότι έδωσε μεγάλη ένταση στην ιστορία σε κάθε σημείο που χρησιμοποιηθηκε.
Γενικά, πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα πολύ καλογραμμένο και προσεγμένο μυθιστόρημα που αποδίδει πλήρως την εποχή στην οποία αναφέρεται αλλά και μας γνωρίζει μια πρωταγωνίστρια που αγάπησα πολύ.
ο κ. Παπαθεοδώρου μας κάνει δώρο τα βιβλία του, εθίζοντάς μας τόσο στη γνώση όσο και στην απόλαυση ενός καλογραμμένου μυθιστορήματος. Δύσκολο, σκληρό και χωρίς να κρύβεται πίσω από επίπλαστες καταστάσεις η ιστορία. Η ηρωίδα είναι η Άννα Παπάζογλου και η οικογένειά της, Φωκαείς και ένθερμοι Έλληνες πατριώτες που αγαπούν τη ζωή και τη γη της Ιωνίας, όταν συμβαίνουν οι σφαγές των Τούρκων που ήθελαν να εξαλείψουν κάθε μη τουρκικό στοιχείο από την επικράτεια. Οι σκηνές που περιγράφει φρικαλέες αλλά αποδίδουν τον πόνο, τον ξεριζωμό, την προδοσία, το άδικο που έχουν ζήσει οι Έλληνες της Μικρασίας στα χέρια των Τούρκων και μας μεταδίδει το συναίσθημα που δεν μπορεί να σβήσει και τον πόνο για τις χαμένες πατρίδες. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί μου έφερε πάρα πολλές φορές στο νου την γιαγιά μου που είχε καταγωγή από το Βουρλά και είχαν ζήσει αντίστοιχες φρικαλεότητες κατά την εκκένωση της Σμύρνης το 1922. Όμως, πέρα από τα γεγονότα που μου θύμιζαν την γιαγιά μου, η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιεί ο κ. Παπαθεοδώρου στα βιβλία του είχε τη φωνή της και αντηχούσε το μυαλό μου. Πόσες από αυτές τις εκφράσεις δεν τις έχω άκουσμα από παιδί και πόσες αναμνήσεις δεν μου γέννησαν. Πέρα από την ιστορία που τη διηγείται με μεγάλη μαεστρία ο συγγραφέας, τα βιβλία του είναι πηγή γνώσης της ιστορίας μας και αποτελούν έναυσμα για να ψάξει κανείς παραπάνω και ενώνουν το παρόν με το παρελθόν. Εξαιρετικές και οι παραπομπές στο τέλος που ζωντανεύουν και βάζουν το σωστό πλαίσιο στα γεγονότα που ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου. Δεν έχω ούτε ένα πράγμα να ψέξω το βιβλίο και ήταν μια απόλαυση από το εξαιρετικής αισθητικής εξώφυλλο μέχρι το τέλος γραμμένο καλλιγραφικά.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου με αφορμή την συμπλήρωση των 100 χρόνων από την Μικρασιατική καταστροφή μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα που ξυπνά θλιβερές θύμησες.
Με αφορμή την καταστροφή της Φώκαιας το 1914 ξετυλίγεται η τραγική ιστορία της ηρωίδας μας Άννας Παπάζογλου. Η άτακτη φυγή από τον τόπο καταγωγής της και η ανακάλυψη της άλλης Σμύρνης του υποκόσμου οδηγεί την Άννα να γνωρίσει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και να έρθει αντιμέτωπη με καταστάσεις που θα την κάνουν δυνατή να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που θα της παρουσιαστούν.
Ο συγγραφέας με την χρήση των τοπικών ιδιωματισμών και τις γλαφυρές περιγραφές του καταφέρνει να ζωντανέψει στα μάτια μας το κλίμα της εποχής, την αρχοντιά που είχαν οι Σμυρνιοί όσον αφορά το ενδυματολογικό, γαστρονομικό και μορφωτικό τους επίπεδο. Η αναφορά του στα γεγονότα πριν την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 μας δίνει μία εικόνα για το τι κλίμα επικρατούσε από την πλευρά των ξένων δυνάμεων αλλά και το πως οι Έλληνες οδήγησαν κάποιες καταστάσεις στα άκρα με αφορμή τον διχασμό Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών.
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο εικόνες, μυρωδιές και αρώματα που ζωντάνεψαν από την μοναδική πένα του κύριου Παπαθεοδώρου.
Η Αννιώ γεννήθηκε στη Φώκαια της Μικράς Ασίας το 1899. Τι συνέβη και μεταμορφώθηκε από νιόβγαλτο κορίτσι σε μαντινούτα (μετρέσα); Αγάπησε; Πληγώθηκε; Ευχαριστήθηκε; Ωρίμασε; Επέζησε; Πώς άλλαξε η ψυχολογία της; Τι απέγινε η οικογένειά της και οι όμορφες αναμνήσεις από μιαν ανέμελη ζωή; Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου καταθέτει το δικό του στεφάνι στο ηρώο των νεκρών του 1922.
Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη σφαγή της Φώκαιας το 1914 και στο μυθιστόρημα βιώνουμε τα σημαντικότερα γεγονότα που οδήγησαν σ’ ένα από τα πρελούδια της μικρασιατικής καταστροφής μέσα από την καθημερινότητα του πλούσιου και ξακουστού εμπόρου Αριστείδη Παπάζογλου, λάτρη της αρχαιολογίας. Είναι ένας άντρας σεβαστικός και αγαπητός απ’ όλους κι ας «έχει καμηλιέρικο χούι, μήτε ψίχουλο άφηνε να πέσει κάτω μήτε το λησμονούσε» (σελ. 26). Παντρεύτηκε την Καλλιόπη και απέκτησαν την Αννιώ, τη Φροσούλα και τον Προκόπη. Το βιβλίο ξεκινάει με το πώς γνωρίστηκαν ο Αριστείδης και η Καλλιόπη στα τέλη του 19ου αιώνα, πώς παντρεύτηκαν, πώς ήταν η ζωή τους, πώς, πότε και γιατί άλλαξε και στη συνέχεια η ματιά μας στρέφεται στα παιδιά. Ο Προκόπης είναι ο μοναχογιός της οικογένειας και η αιτία που ο πατέρας αυξάνει την εργατικότητά του γιατί έχει όνειρα να τον σπουδάσει. Η Αννιώ είναι ανυπότακτη και ανυπάκουη, αγοροκόριτσο, «μοσχόμαγκας με φουστάνια», έχει τσαγανό, αντοχή, πεισμονή και θαρρεσιά, «αζάπικο χούι». Η μικρότερή της Φροσούλα γεννήθηκε κουσουρλή και μισερή, μ’ ένα πρόσωπο «σαν άτεχνη παιδική ζωγραφιά», «αμαστόρευτο και μπατάλικο». Οι δυο αδελφές μεγαλώνουν αγαπημένες, η Φροσούλα δε φθονεί την πιο όμορφή της Αννιώ κι η Αννιώ δεν κάνει χωρίς την αδερφή της. Έχουν έναν δεσμό ακατάλυτο κι όπως λέει η Αννιώ για τον εαυτό της: «από σίδερο καμωμένη η ίδια, από ζυμάρι η αδελφή της».
Το μυθιστόρημα, όπως όλα του συγγραφέα, είναι υπέροχο, φροντισμένο και προσεγμένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια. Ποικιλία λέξεων και ιδιωματισμών, καλολογικά στοιχεία που κοσμούν το κείμενο («πάσχισε να του καλαφατίσει το αγρίεμα», σελ. 93, «με τις λέξεις που έμοιαζαν πικάντικες σαν τα κονιαλίδικα σουτζούκια», σελ. 57, «κλώτσησε σαν μουλάρι που έχει βοσκήσει αφιόνι», σελ. 64), ολοζώντανοι χαρακτήρες, καθώς και παραστατικές περιγραφές της Φώκαιας, με τους δρόμους και τις εκκλησίες της, με το φυσικό της τοπίο και τη θάλασσά της, με τη νησίδα στην μπούκα του όρμου, «προικισμένος ο τόπος τους κι ευλογημένα τα χώματά τους» (σελ. 46), είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του κειμένου. Οι παρένθετες αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο της Αννιώς αφήνουν χώρο για ακόμη περισσότερο λυρισμό, για φωτισμό λεπτομερειών που μας φέρνουν πιο κοντά στους πρωταγωνιστές, για προοικονομία που μας ετοιμάζει για τη συνέχεια χωρίς ταυτόχρονα να μας αποκαλύπτει πολλά, κάτι που αυξάνει την αγωνία κι όλα αυτά συγκροτούν μια διαφορετική ματιά στη μικρασιατική καταστροφή. Αν και ξεκινάει όπως όλα τα μυθιστορήματα της σχετικής θεματολογίας με τις ευτυχισμένες μέρες της άνετης ζωής της οικογένειας Παπάζογλου, μετά την καταστροφή της Φώκαιας ακολουθούν ανατροπές που το διαφοροποιούν αρκετά από τα άλλα. Η περίληψη στο οπισθόφυλλο προϊδεάζει αρκετά για τις εξελίξεις, η γραφή όμως και ο σωστός χειρισμός της πλοκής με κράτησαν αιχμάλωτο ως την τελευταία σελίδα.
Η Αννιώ και η Φρουσούλα μαζί θα επιβιώσουν από τη σφαγή του 1914, μαζί θα τις πάρει στο σπίτι της στη Σμύρνη η κιορ Ταρούς, μια γυναίκα που έχει νταραβέρια με «ζαμπίτηδες, μπεηλερμπέηδες, αγάδες, τσιφλικάδες, μπανκέρηδες, σαράφηδες, σινιόρους και μουσιούδες, παραλήδες κάθε λογής, φυράματος, πίστης και νατσιόνας» (σελ. 143), ένας Φέιγκιν του 20ού αιώνα που «φροντίζει» με τον δικό της τρόπο τους Όλιβερ Τουίστ που δημιουργεί η σφαγή των τσέτηδων. Χάρη σ’ εκείνη, το μυθιστόρημα μας φέρνει στη Σμύρνη, την οποία όμως βλέπουμε από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, αυτήν του υποκόσμου και της νύχτας, των καφέ σαντάν, των Χιώτικων και του Άγιου Κωνσταντίνου τα περίφημα «σπίτια». Μες σ’ αυτόν τον βούρκο, με πληθώρα συναρπαστικών περιγραφών και διεισδυτικών ψυχογραφημάτων, προσπαθούν να παραμείνουν ακέραιες δύο αθώες ψυχές που γνωρίζουν την ταπείνωση και τους ευτελισμούς. Κι αργότερα παιχνιδιατόροι, βιολί και ούτι που αποζητούν μουζντέ και μεροδούλι, αμανέδες και καρσιλαμάδες που ξυπνούν τα σεκλέτια κι εγείρουν ραβαΐσι φέρνουν τον αναγνώστη, λες και του ζητάνε συγνώμη, απ’ τα σκοτεινά καταγώγια στις ολόφωτες βεγγέρες, στο Σπόρτινγκ Κλουμπ και στη Λέσχη Κυνηγών. Τι θα απογίνουν οι δύο αδερφές; Τι ρόλο θα παίξουν στη ζωή της Αννιώς άρχοντες και μουζικάντηδες, εμπνευσμένοι δάσκαλοι και ιερωμένοι-ήρωες;
Φώκαια, Σμύρνη, Καππαδοκία, ακόμη και Αλμυρά Έρημος μαζί με τους Έλληνες στρατιώτες που ήθελαν μιαν Άγκυρα να ξαποστάσουν, είναι οι τόποι που γνώρισα μέσα από την ευαίσθητη ματιά του συγγραφέα, ο οποίος αυτήν τη φορά δε βαραίνει το κείμενό του με πολλές ιστορικές αναφορές. Φυσικά και παρατίθενται τεκμηριωμένες και αναλυτικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, δε διακόπτουν όμως τον ειρμό της ανάγνωσης και δίνουν τα απαραίτητα πραγματολογικά στοιχεία που χαρίζουν ρεαλισμό και αληθοφάνεια στη ζωή των χαρακτήρων. Λίμαν φον Σάντερς και το κίνημα του «πανγερμανισμού», πανισλαμισμός και παντουρκισμός, Νεότουρκοι και τσέτες ποτίζουν με αίμα τις σελίδες όσο φωτισμένοι δάσκαλοι σαν τον Ιωάννη Καβακλή αγωνίζονται να κρατήσουν την ελευθερία του ελληνισμού, πρεσβεύοντας πως μυαλό, εμπόριο και παράς είναι τα ουσιαστικά όπλα των Ελλήνων για να πολεμήσουν τον Τούρκο. Τα λόγια του ξεσηκώνουν την Αννιώ, η οποία όμως αρνείται πεισματικά να δεχτεί πως οι Τούρκοι έχουν κακούς σκοπούς ή μισούν τους Έλληνες με τους οποίους γειτνιάζουν και μεγαλώνουν μαζί τόσα χρόνια τώρα κι όμως, αυτοί οι ελάχιστοι φίλοι και γνωστοί, «είναι τρυφερά χορταράκια μες σε άγριο δασοτόπι» κι αυτό θα το καταλάβει με τον πιο σκληρό τρόπο.
Το μυθιστόρημα «Μικρασία: το τραγούδι του αποχωρισμού» είναι ένα συναρπαστικό και ανατρεπτικό κείμενο για μια γυναίκα που, ακροβατώντας ανάμεσα στον χαρακτήρα του Όλιβερ Τουίστ και στις δεξιότητες της Μάτα Χάρι, αγωνίζεται να βρει τον έρωτα και τον πραγματικό της εαυτό σε μια εποχή και σε μια περιοχή που ετοιμαζόταν να παραδοθεί στο γιαγκίνι και στο λεπίδι. Σκαλί το σκαλί παρακολουθούμε τα βήματά της προς μια ανοδική, κι ας έπεφτε κάθε φορά πιο χαμηλά για το καλό της οικογένειάς της πρώτα και της Ελλάδας αργότερα, πορεία προς την αλήθεια και προς το φως. Αννιώ, Αννέτ και Αϊνούρ, τρεις προσωπικότητες, μία γυναίκα, τρεις χαρακτήρες, μία ηρωίδα. Χάρη στη φροντισμένη και τεκμηριωμένη πένα του Θοδωρή Παπαθεοδώρου ταξίδεψα σε μιαν άλλη Σμύρνη, κάτι που με πλήγωσε περισσότερο γνωρίζοντας πως σύντομα όλη αυτή η τρυφηλότητα, οι ανέσεις, η «ανέμελη» καθημερινότητα, οι κοινωνικές συναναστροφές, τα μέγαρα και τα δημόσια κτήρια, θα παραδίδονταν στη φωτιά και στο αίμα. Ένα διαφορετικό μυθιστόρημα για τη μικρασιατική καταστροφή που κλείνει το μάτι στα κλισέ και καταγράφει με τον δικό του τρόπο τις ζωές των Ελλήνων της Μικράς Ασίας πριν και μετά το 1922.
Ο συγγραφέας με τον δικό του γλαφυρό και παραστατικό τρόπο γραφής, χρησιμοποιώντας εκεί που πρέπει την μικρασιάτικη διάλεκτο, μεταφέρει τον αναγνώστη σε μέρη μιας άλλης εποχής. Φώκαια - Σμύρνη - Κόνια - Καππαδοκία - Αιβαλί - Αϊδίνι. Ένα ταξίδι στο χρόνο και σε τοποθεσίες όπου οι Έλληνες της Μικρασίας και ο αρμένικος πληθυσμός έτρεξαν, ποδοπατήθηκαν, δολοφονήθηκαν και σφαγιάστηκαν. Η διαδρομή αυτών και οι φρικαλεότητες που βίωσαν ζωντανεύει μέσα από τη ζωή της πρωταγωνίστριας, της Άννας Παπάζογλου. Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που παρουσιάζει τις ζωές των Ελλήνων της Μικρασίας, πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Μια ιστορία μυθοπλασίας που βρίθει από ιστορικές πληροφορίες, μικρασιάτικα τραγούδια, αμανέδες και σεβνταλίδικους χορούς.
Τρανό πράμα να μπορείς να νιώθεις λεύτερος, πιο πολύ για μας που ακόμη σκλάβοι είμαστε
Αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να μεταφερθεί στη μικρή οθόνη. Οι εξελίξεις διαδέχονται η μία την άλλη και είναι συνταρακτικές και, τις περισσότερες φορές, σπαρακτικές. Οι περιοχές της Μικράς Ασίας που περιγράφονται σε γεμίζουν με νοσταλγία χωρίς να τις έχεις επισκεφθεί. Οι ήρωες και, ιδίως η πρωταγωνίστρια με τα πολλά ονόματα, είναι ενεργοί χαρακτήρες που αγαπάς να ακολουθείς.
Μαγική η πρόζα του συγγραφέα η οποία, με τις ολοζόντανες περιγραφές αλλά και τη μικρασιατική ντοπιολαλιά, σε παγιδεύει στα δίχτυα της ιστορίας και σε κάνει να είσαι μέρος της δίχως να σε ρωτήσει.
Μαζί με την Άννα ένιωσα και εγώ τις χαρές, τις λύπες, τον πόνο, την πεθυμιά, το θρήνο. Πρόκειται για μια πρωταγωνίστρια που επιλέγει να ζήσει και για αυτό αντιμετωπίζει με όσα όπλα διαθέτει ό,τι έρχεται στο διάβα της.
Σαν μοναδικό μειονέκτημα, θα αναφέρω ότι υπήρχαν κάποια σημεία που θα μπορούσαν να παραληφθούν και το βιβλίο θα παρέμενε το ίδιο ωραίο.
Δεν πρόκειται για ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, ωστόσο, δεν μετάνιωσα στιγμή που το έπιασα. Είναι καλό να μην ξεχνάμε αυτά τα τόσο μελανά σημεία της ιστορίας μας.
Ωραίο βιβλίο, ωραία γραφή, σου δίνει πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό που θα έκανε το βιβλίο βαρετό. Ο αναγνώστης δένεται με την Άννα και θέλει να ακολουθήσει την πορεία της, θέλει να φτάσει μέχρι το τέλος ώστε να δει αν ξανανταμωνει κάποιον από τους δικούς της και πώς επιβιώνει από τις κακουχίες. Συγκλονιστικές οι πληροφορίες για τις δυσκολίες του ελληνισμού στη Μικρασία πριν από την μικρασιατική καταστροφή και η χρήση της ντοπιολαλιάς από τον συγγραφέα γίνεται με μεγάλη μαεστρία. Από τον τρόπο που τελειώνει, φαίνεται ότι θα υπάρχει και συνέχεια στο μυθιστόρημα, που θα ήταν ευτύχημα.
Ίσως όχι από τα καλύτερα βιβλία του συγγραφέως αλλά αναμφίβολα ένα πολύ καλό βιβλίο, καλογραμμένο και όπως πάντα με άρτια παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων. Για κάποιο λόγο δεν συμπάθησα ιδιαίτερα την Άννα, ούτε την αδελφή της τη Φρόσω. Νομίζω ότι το τέλος του βιβλίου υπόσχεται και συνέχεια και, αν όντως υπάρξει, εννοείται πως θα την διαβάσω αμέσως!