Οι γυναίκες των Θηβών εξαφανίζονται η μία μετά την άλλη, χτυπημένες από μια καινούργια ασθένεια που ονομάζεται «μαιναδισμός». Η φήμη θέλει έναν νέο θεό, το Διόνυσο, να βρίσκεται στη Θήβα, και κανείς δεν είναι ασφαλής. Πάνω απ’ όλους ανησυχεί ο βασιλιάς Πενθέας, ξάδελφος του Διόνυσου και υπέρμαχος του νόμου και της τάξης.
Όταν η Ιόλη, μια νεαρή πρώην δούλη παντρεμένη με το στρατιώτη Μένιππο, αισθάνεται τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας, αρχίζει να φοβάται το θηρίο που ελλοχεύει μέσα της. Αργά ή γρήγορα θα κληθεί να αφήσει πίσω το σπίτι και την πόλη της, για χάρη μιας ξέφρενης πορείας στα δάση του Κιθαιρώνα. Η επιλογή της θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της, μαζί με όλο τον κόσμο που την περιβάλλει.
Μια επαναπροσέγγιση του μύθου των Βακχών, όπου η μυθολογία, ο θρύλος και η Ιστορία συναντούν τη λογοτεχνία του φανταστικού, τον ακραίο ερωτισμό και τον σωματικό τρόμο. Ένα ψυχαναλυτικό παραμύθι, όπου ο φεμινισμός μπερδεύεται με τις αρχέγονες λατρείες, μέσα απ’ τα μάτια γυναικών που γίνονται ταυτόχρονα ηρωίδες, θεές και τέρατα. Ένα ταξίδι στα βάθη του παρελθόντος και του εαυτού μας.
Ο Νίκος Α. Μάντης γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με το θέατρο και την ποίηση. Το Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί είναι το τρίτο μυθιστόρημά του. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Ψευδώνυμο (διηγήματα, 2006), Το χιόνι του καλοκαιριού (μυθιστόρημα, 2010) και Άγρια Ακρόπολη (μυθιστόρημα, 2013), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης» (2014). Έχει τιμηθεί με το βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το βιβλίο του Οι τυφλοί.
Τον Μάντη τον γνώρισα με την Άγρια Ακρόπολη οπότε σε αυτό το βιβλίο "μπήκα" με τη σιγουριά του γνώριμου, έλα όμως που με ξάφνιασε για δεύτερη φορά ευχάριστα!
Από το εξώφυλλο μέχρι τη τελευταία σελίδα με κράτησε και σε πολλά σημεία με καθήλωσε, σε πολλά σημεία δίνει την εντύπωση πως γράφει με χειμαρρώδη τρόπο και το πάντρεμα της αρχαίας εποχής με τον φεμινισμό του σήμερα δεν το περίμενα να το πραγματοποιήσει με τόση τελειότητα.
Προβληματίστηκα στο αν θα βάλω 4 ή 5 αστέρια μόνο για έναν λόγο ενώ η χρήση της γλώσσας είναι εξαιρετική, βρίζει ασύστολα αλλά δεν άφησα, τελικά, αυτό το δεδομένο να χαλάσει το ολοστρόγγυλο 5αρι.
Μαιναδες, σατυροι, η αρχαια Θηβα, η θεση της γυναικας, επανασταση και η τραγωδια των Βακχων του Ευριπιδη. Εξαιρετικη αυτη η διαφορετικη προσεγγιση παρολη την εντονη σεξουαλικοτητα - αφου αυτο εκπροσωπουσε ο Διονυσος και η συνοδεια του.
Δυστυχώς, κάποιες φορές, ειδικά προς το τέλος, φαίνεται να μην ξέρει τι θέλει να πει. Επίσης, κάποια από τα ευρήματα για να προωθηθεί η πλοκή είναι μάλλον αμήχανα. Ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα είναι το γεγονός ότι το βιβλίο φαίνεται είτε να γράφτηκε αρχικά στα αγγλικά είτε να σε αγγλοπρεπή ελληνικά (υπήρχε και σε άλλα του βιβλία αυτό το μειονέκτημα αλλά εδώ παρεκτράπηκε). Κι αυτό και φαίνεται και κλωτσάει πολύ ακόμα και στην τελευταία σελίδα. Θα πρέπει κάποιος/-α να τον βοηθήσει σε αυτό γιατί είναι κρίμα.
Πάντως, όλα τα άλλα βιβλία του συγγραφέα, με την πιθανή εξαίρεση του "Σφάλμα Συστήματος", είναι πολύ καλά. Το "Οι Τυφλοί" είναι αριστουργηματικό βιβλίο, ενώ το "Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί", το "Χιόνι του Καλοκαιριού" και τα διηγήματά του είναι πραγματικά θαυμάσια. Από τους συγγραφείς που αξίζει να διαβαστούν. Και αγαπημένος μου προσωπικά - όσο κι αν με απογοήτευσε ο "Κιθαιρώνας".
Υπάρχει ένα εξαιρετικό «ανέκδοτο»· μας το μεταφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, για έναν διαγωνισμό ανάμεσα σε δύο διάσημους ζωγράφους της (κλασικής) αρχαιότητας: τον Ζεύξη και τον Παρράσιο. Ο Ζεύξης, που υποτίθεται ότι είχε τελειοποιήσει αυτό που αργότερα θα αποκαλούσαμε «νεκρή φύση», ήταν ικανός, λέει η ιστορία, να ζωγραφίζει σταφύλια με τέτοια αληθοφάνεια που έκαναν τα πουλιά να προσπαθούν να τα τσιμπήσουν προσκρούοντας στην αναπαράστασή του – κάποιοι θα σας πουν ότι ο Ζεύξης υπήρξε ο πατέρας της τεχνικής που αργότερα αποκαλέσαμε «trompe l'oeil», αλλά μην πιστεύετε πάντα ό,τι ακούτε. Ο Ζεύξης λοιπόν, σίγουρος για τη νίκη του, προκάλεσε τον Παρράσιο σε μια αναμέτρηση. Όταν εκείνος αποκάλυψε τα περίφημα σταφύλια του, και είπε στον Παρράσιο να τραβήξει το πανί που σκέπαζε τον δικό του πίνακα για να κριθεί το αποτέλεσμα, συνειδητοποίησε, έκπληκτος, ότι το πανί ήταν ο πίνακας. Μεγαλόψυχα, παραδέχτηκε την ήττα του με τη φράση: «Ο Ζεύξης ξεγέλασε τα πουλιά και ο Παρράσιος τον Ζεύξη» ή τέλος πάντων κάπως έτσι – μεταφέρω το ανέκδοτο από μνήμης. Το «ανέκδοτο», εκτός από την προφανή σημασία του, την απεικόνιση του πανιού που ξεγελάει το βλέμμα, προσφέρεται και για μια βαθύτερη ανάγνωση: τις περισσότερες φορές, στην τέχνη, υπερισχύει, ακόμη και τη ρεαλιστικότερη των αναπαραστάσεων, η δύναμη του υπαινιγμού που αφήνει το φαντασιακό του θεατή να οργιάσει. Κρατήστε αυτό το «οργιάσει», γιατί θα το χρειαστούμε παρακάτω.
Θα ήθελα να παραδεχτώ κάτι που με ταλαιπωρεί, καιρό τώρα, αλλά που το μυθιστόρημα του Νίκου Μάντη (Αθήνα, 1976) το έφερε στην επιφάνεια. Ο «αναγνώστης» που αναφέρω συχνά στα κείμενα που διαβάζετε εδώ, αυτός που υποτίθεται ότι συνιστά το κοινό των βιβλίων για τα οποία γράφω εγώ, δεν είμαι ακριβώς εγώ. Δυστυχώς, συνειδητοποιώ, ότι ένα από αυτά που θυσιάζει κανείς για να σταθεί κριτικά απέναντι σε ένα κείμενο, είναι και η απόλαυση της αδιαμεσολάβητης ανάγνωσης, ή τουλάχιστον μιας έννοιας αδιαμεσολάβητης ανάγνωσης, καθότι το «αθώο –αδιαμεσολάβητο– βλέμμα» δεν υφίσταται ακριβώς (το θέμα συνιστά τεράστια φιλοσοφική συζήτηση που ουδόλως μας ενδιαφέρει εδώ). Εγώ, δυστυχώς, δεν είμαι ο «αναγνώστης» των κειμένων που απορεί για το πώς πρέπει να σταθεί απέναντι σε κάποια σημεία –και ζορίζεται, και εντυπωσιάζεται καθώς διαβάζει τα βιβλία του εκάστοτε συγγραφέα– αλλά κάποιος που διαβάζει με το ένα μάτι στο κείμενο, ενώ με το άλλο αναζητά διαρκώς ραφές και ξέφτια που μπορεί να έχουν ξεφύγει ή που βρίσκονται σκόπιμα εκεί από τον συγγραφέα. Η αναζήτηση των ραφών είναι δουλειά του κριτικού και όχι τόσο του «αναγνώστη». Μην σας ξενίζει αυτό· είναι μια βαθιά αλήθεια της μυθοπλασίας που μας τη μεταφέρει με τον τρόπο του και ο Γιάννης Πάνου στην περίφημη «Remington»: «[...] [α]ν σηκώσεις την άκρη της κρεμασμένης πάνω από το κρεβάτι κεντητής μπάντας [...] τότε θα δεις την πίσω όψη του παραμυθιού, χαμένη τη μαγεία των χρωμάτων, την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές» (Από το στόμα της παλιάς Remington…, Καστανιώτης: 2000, σ. 341).
Διαβάζοντας το Κιθαιρώνας έχω την αίσθηση ότι ο συγγραφέας δεν κατάφερε να συντηρήσει την περίφημη αναστολή της δυσπιστίας, γιατί με κάποιο τρόπο «σήκωσε την άκρη της κεντητής μπάντας», και εμείς, μοιραία, είδαμε «την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές».
Διαβάζοντας τις πρώτες πενήντα σελίδες, είχε αρχίσει να μου δημιουργείται η αίσθηση ότι διάβαζα μια ιστορία που στεκόταν ως ιστορία. Πίστευα, μέχρι εκείνο το σημείο, ότι σε αντίθεση με το Η μεταμόρφωσή της, της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που αν δεν σκεφτείς αρκετά, το βιβλίο δεν αποκτά ενδιαφέρον, ο Νίκος Μάντης, θα μου πρόσφερε ένα ανάγνωσμα που θα στεκόταν σαν ένα πληθωρικό παραμύθι ενηλίκων. Διαψεύστηκα οικτρά.
Στη βιβλιοθήκη μου είχα δυο βιβλία του Νίκου Α. Μάντη που με περίμεναν και συνεχίζουν να με περιμένουν με υπομονή να τα διαβάσω ("Πέτρα-ψαλίδι-χαρτί" και "Άγρια Ακρόπολη"), αλλά να που ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του με το τρίτο βιβλίο που είναι μέρος της συλλογής μου, το "Κιθαιρώνας", που κυκλοφόρησε πριν από κάνα δυο βδομάδες. Οφείλω να πω ότι πήρα το βιβλίο σχεδόν αποκλειστικά λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης (πόσο υπέροχο είναι το εξώφυλλο!), αλλά και της θεματολογίας του: Θέλω να πω, δεν ήξερα πώς ήταν σαν συγγραφέας ο Μάντης, αν και υπάρχουν κάμποσες κριτικές για τα βιβλία του οπότε μια κάποια γενική εικόνα την είχα. Τώρα πάντως έμαθα πώς είναι: Σίγουρα καλός. Δεν ξέρω αν το συγκεκριμένο βιβλίο, που από άποψη θεματολογίας διαφέρει κατά πολύ από τα υπόλοιπα έργα του, είναι χαρακτηριστικό δείγμα γραφής και σκέψης του συγγραφέα, πάντως εμένα με τη γραφή και την ιστορία του με κέρδισε από τις πρώτες σελίδες και με κράτησε κυριολεκτικά καθηλωμένο μέχρι και την τελευταία. Το βρήκα γενικά πολύ δυνατό, πολύ έντονο, πολύ ιδιαίτερο σαν έργο, αν και ίσως όχι για όλα τα γούστα και όλες τις ορέξεις (όσο να 'ναι, υπάρχουν διάφορες σκληρές εικόνες και κάθε είδους σεξουαλικές προεκτάσεις, με τον συγγραφέα πού και πού να γίνεται αρκετά γλαφυρός και παραστατικός!). Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ καιρό να διαβάσω κάτι ελληνικό, κάτι που να έχει σχέση με τη μυθολογία και την ιστορία μας, και γι' αυτό ίσως ενθουσιάστηκα τόσο, από την άλλη όμως γιατί να μην ενθουσιαστώ αφού διάβασα μονορούφι το βιβλίο και μετά ήθελα κι άλλο; Αντικειμενικά, ίσως και να έχει τα θεματάκια του στον ρυθμό της πλοκής εδώ κι εκεί, ή στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, ή και στον τρόπο που κλείνει η ιστορία (θα μπορούσε, ίσως, το τέλος να είναι πιο... απλωμένο), και όπως είπα είναι μάλλον από τα βιβλία που θα δεχτεί αντικρουόμενες κριτικές, σίγουρα όμως με τις περιγραφές τοπίων και σκηνικών και με τις εικόνες που δημιούργησε, εμένα με συνάρπασε και έως έναν βαθμό με συντάραξε. Χάρηκα πολύ που εμπιστεύτηκα το ένστικτό μου και αγόρασα και διάβασα το βιβλίο. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι πλέον θα αγοράσω και τα δυο τούβλα του Μάντη ("Οι τυφλοί" και "Σφάλμα συστήματος"), που τα έχω στο περίμενε εδώ και καιρό. Υ.Γ. Είμαι πιο κοντά στα τέσσερα αστεράκια, αλλά τελικά θα του βάλω πέντε (αφού δεν υπάρχει δυνατότητα για τα τεσσεράμισι), μιας και ήταν μια έντονη αναγνωστική εμπειρία.
Οι πρώτες 50 σελίδες ενδιαφέρουσες, άφησαν υψηλές προσδοκίες για το υπόλοιπο. Διαψεύστηκαν. Σαν κόμικ horror porn ή σαν b-movie τριτοτέταρτης διαλογής. Απογοήτευση. 1,5/5