Η Μορφίνη στην πόλη: μια παρδαλή γάτα σαν πατσαβούρι κι ένας αλλιώτικος κόσμος μέσα στον κόσμο. Στους δρόμους, τις αυλές και τις ταράτσες του, πλάσματα της νύχτας, σχεδόν ανίδεα ή αδιάφορα για την πρωινή πραγματικότητα, επιβιώνουν με τους δικούς τους νόμους και την καταδικιά τους βέβηλη γλώσσα, παίζοντας πότε με σκληρότητα και αγριάδα, πότε με τρυφερότητα και σωτήριο χιούμορ.
Σ' αυτό το περιθώριο ανάμεσα στην παρανομία και την έκσταση, σ' αυτό τον κώδικα ανάμεσα στην απάθεια και την απόλυτη έκφραση ακροβατεί το κεντρικό πρόσωπο του μύθου. Μαζί του και η συγγραφέας της ιστορίας, που βάζει το πιο ριψοκίνδυνο στοίχημα: να κάνει λογοτεχνία μ' αυτή τη "γλώσσα" και να εμφανίσει, έστω για μια μόνο στιγμή, προτού καεί μπροστά στα μάτια μας, τούτο τον αρνητικό, αδιάφανο κόσμο.
Τούτο το μικρό μυθιστόρημα αρχίζει απότομα, με μια γλώσσα άγρια και υβριστική, που μπορεί να προκαλέσει ταραχή ή αγανάκτηση στον απροετοίμαστο αναγνώστη. Είναι η αργκό ενός ανοίκειου και κάποτε άναρχου κόσμου, που κατηγορείται από τους νέους γλωσσαμύντορες για "αφασία", "γλωσσική πενία" και "λεξιλόγιο των πενήντα λέξεων", ενώ διαθέτει αντίθετα πλήθος συμβόλων και τρόπων έκφρασης, τόσο ιδιαίτερων ώστε να μην κατανοούνται απ' όλους και να μεταλλάζουν αδιάκοπα χάρη στη χρήση τους. Μπορεί άραγε μια τέτοια γλώσσα, τόσο αμφισβητημένη στη ζωή, να περάσει στην αφήγηση και να στηρίξει μια νουβέλα, βρίσκοντας έτσι το δίκιο της στη λογοτεχνία;
Το κείμενο αντιστέκεται στις κλισαρισμένες εικόνες του περιθωριακού νεανικού κόσμου, που έχουν τροφοδοτήσει ώς τώρα το ρομαντικό εξωραϊσμό ή την κυνική απόρριψή του. Γραμμένο τόσο από τα μέσα όσο και με κάποια απόσταση, αναζητά κάτι από την αλήθεια αυτού του κόσμου, που διαλέγουμε συνήθως να μην ξέρουμε, στις περιγραφές, τις σιωπές και τις εκρήξεις της κεντρικής φιγούρας που αφηγείται την ιστορία, στις κοφτές κουβέντες και τις ελλειπτικές συναναστροφές των ηρώων, στην απροσδόκητη εμφάνιση κι εξαφάνιση μιας γάτας με τ' όνομα Μορφίνη, τέλος, σ' εκείνα τα μυστικά κομμάτια της πόλης, της νύχτας και του χάους που αστράφτουν κάποιες στιγμές στα όρια της συνείδησης.
"- Ξέρεις, το χειρότερο πράγμα που δεν βγαίνει απ'τον τοίχο είναι η σκιά σου, λέω. - Λές, ρε, να βγεί κάνα φάντασμα απ΄τον τοίχο; - Κι άμα; Το φάντασμα, μωρέ από μας θα βγάλει; Αυτό ζεί συνέχεια σ'ενα τρίπ. - Μπράβο, σωστά. - Εκτός κι αν έρθει ο ίδιος ο Σατανάς. - Τι θα κάνουμε χωρίς το Σατανά; Θα πεθαίναμε από βαρεμάρα."
ήθελε κιαλλο μου φαίνεται... Μου άφησε μια αίσθηση ανικανοποιητου και έλλειψης. Λάτρεψα την αφήγηση και τις περιγραφές, τον ιδιωματισμο της γλώσσας αλλά η υπόθεση δεν άγγιξε ουτε ελάχιστα τις προσδοκίες που είχα ,βάσει των όλων όσων είχα ακούσει Κ διαβάσει να λέγονται για αυτό το βιβλίο. Θα μπορούσε να είναι αριστούργημα με λίγο ακόμη προσπάθεια και επέκταση της ανάλυσης του σεναρίου. :(
Πολύ τρυφερό, πολύ πρωτοποριακό, πολύ πρωτότυπο. Η ανατροπή είναι ανατροπάρα, αφού το ξαναδιάβασα με νέο μάτι. Και ναι σα να αρχίζω να αγαπώ τις γάτες. Την έχω την ταινία και θα κάτσω να τη δω με την πρώτη ευκαιρία. Κι ένα τοπικιστικό σχόλιο: στη Σάμο ξέρουμε πολύ καλά τι ώρα είναι, τι μέρα είναι και ποια χρονιά, δεν είμαστε βλάχοι όπως θέλει να πιστεύει το πρεζόνι (και οχι η συγγραφέας, στο κάτω κάτω λογοτεχνία διαβαζουμε). Αλλά να, δεν άντεξα... :)
Can you produce literature with everyday slang and curses? That pretty much depends on your hero... And here the author has chosen the right (anti-)hero to do that and has done really well. And I must admit the finale was pretty... unexpected!
Morphine (Μορφίνη) as mentioned in the title, doesn't refer to the drug but to a stray cat. The narrator is a street-junkie.