Η Σοφία, το κοριτσάκι απ΄ το νησί που μπήκε στο σπίτι της οικογένειας Πολυχρονιάδη για να δουλέψει, ήταν ένα παιδί χαρισματικό. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό μονάχα που έκανε τα πράγματα να πάρουν μια τροπή διαφορετική από τη συνηθισμένη, ή «ευθύνονταν» λίγο και τα μέλη της οικογένειας, ο Γιάννης, η Αγγελική, τα τρία κοριτσάκια τους, ακόμη και το καινούριο μωρό, που δεν μπόρεσαν να δούν σ΄ ένα επτάχρονο κοριτσάκι το «δουλάκι».
Η Ζωρζ Σαρή (English: George Sari), λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Γεωργίας Σαρηβαξεβάνη, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, αλλά και ταυτόχρονα μια ηθοποιός που έζησε με πάθος τις μεγάλες στιγμές του 20ού αιώνα. Με μητέρα από τη Γαλλική Σενεγάλη και πατέρα από το Αϊβαλί, έφερε μέσα της την πολυπολιτισμικότητα και το άνοιγμα στον κόσμο, στοιχεία που σφράγισαν την προσωπικότητά της και αργότερα τα έργα της. Στην Κατοχή, ενώ σπούδαζε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη, συμμετείχε στην Αντίσταση και εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, βιώνοντας εμπειρίες που αργότερα τροφοδότησαν τη γραφή της με αλήθεια και δύναμη. Τραυματίστηκε στα Δεκεμβριανά και, το 1947, βρέθηκε εξόριστη στο Παρίσι, όπου σπούδασε στη σχολή του Σαρλ Ντιλέν και ήρθε σε επαφή με σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης, από τον Κώστα Αξελό έως τον Μαρσέλ Μαρσώ, ενώ εκεί δημιούργησε οικογένεια με τον γιατρό Μαρσέλ Καρακώστα. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και εμφανίστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο δίπλα σε μεγάλους ηθοποιούς, κερδίζοντας μάλιστα βραβεία για τις ερμηνείες της. Όταν όμως επιβλήθηκε η Δικτατορία, αποφάσισε μαζί με φίλους της να μη συμμετάσχει πια στο θέατρο, επιλέγοντας τη σιωπηλή αντίσταση. Τότε ανακάλυψε τη συγγραφή, ξεκινώντας σχεδόν σαν παιχνίδι με τα παιδιά γύρω της να δημιουργεί τον «Θησαυρό της Βαγίας» (1969), ένα βιβλίο που γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία και μεταφέρθηκε στην τηλεόραση, ανοίγοντας τον δρόμο για μια καινούρια καριέρα που θα την καθιέρωνε στη λογοτεχνία. Από τότε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο γράψιμο, τονίζοντας πως εκεί βρήκε την ελευθερία που δεν μπορούσε να έχει στη σκηνή, και μέσα από τα βιβλία της μπόρεσε να πει τις ιστορίες της με τον δικό της τρόπο, αναλαμβάνοντας η ίδια την ευθύνη των λέξεων και των ηρώων της. Στο έργο της συνυπάρχουν η προσωπική μνήμη, η Ιστορία και η κοινωνική πραγματικότητα: μυθιστορήματα όπως το «Όταν ο ήλιος…», η «Κόκκινη κλωστή δεμένη…», «Οι νικητές», «Τα γενέθλια» και «Τα χέγια» έφεραν στην παιδική και νεανική λογοτεχνία ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, μιλώντας για την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τις πληγές της σύγχρονης Ελλάδας με τρόπο που κανείς δεν είχε τολμήσει ως τότε. Με άλλα έργα της, όπως «Το ψέμα», «Κρίμα κι άδικο», «Νινέτ», «Ζουμ» ή «Μια αγάπη για δύο», έθιξε ζητήματα κοινωνικά, οικογενειακά, αλλά και προσωπικά, ενώ μέσα από τη φιλία της με την Άλκη Ζέη και την κοινή τους πορεία χάρισε στη λογοτεχνία αυτοβιογραφικές αφηγήσεις που μιλούν για την αξία των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν περιορίστηκε όμως στα βιβλία· επισκεπτόταν σχολεία σε όλη την Ελλάδα, μιλούσε με παιδιά και εφήβους, συμμετείχε σε συζητήσεις για τη λογοτεχνία και τον ρόλο της γυναίκας, ενώ με την ίδια ζέση υπερασπιζόταν τη θέση του παιδικού βιβλίου στην κοινωνία. Η συμβολή της αναγνωρίστηκε με σημαντικά βραβεία, όπως το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το «Νινέτ», διακρίσεις από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, προτάσεις για διεθνή βραβεία όπως το Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, αλλά και τιμές για την καλλιτεχνική της πορεία στον κινηματογράφο. Ως συγγραφέας αγαπήθηκε γιατί μίλησε με αμεσότητα, με ζεστασιά και με ειλικρίνεια, δίνοντας φωνή σε μια ολόκληρη γενιά που έζησε τον πόλεμο, την εξορία, την αντίσταση και τον αγώνα για ελευθερία, αλλά και μεταφέροντας στα παιδιά την πίστη της στη ζωή, στη φιλία και στην αγάπη. Όπως έλεγε η ίδια, κάθε βιβλίο της κουβαλούσε κομμάτια της προσωπικότητάς της, κρυφά ή φανερά, γιατί «ο συγγραφέας πάντα βρίσκεται κάπου μέσα στις ιστορίες του». Η Ζωρζ Σαρή, είτε με τις σελίδες της είτε με τις ερμηνείες της, άφησε μια παρακαταθήκη γεμάτη πάθος, αλήθεια και ανθρωπιά, και μέχρι σήμερα τα βιβλία της διαβάζονται με την ίδια συγκίνηση, αποδεικνύοντας ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι ταυτόχρονα προσωπική μαρτυρία, ιστορική μνήμη και παγκόσμια φωνή.
Γλυκόπικρο παιδικό βιβλίο, το πρώτο που διαβάζω από Σαρή. Πιάνει ένα δύσκολο θέμα και το απλοποιεί στα μάτια ενός παιδιού χωρίς να το ευτελίζει και να του κλέβει την σοβαρότητα. Υπάρχουν στιγμές που ενώ το κλίμα έχει γίνει αισιόδοξο και αναπτερώνει τις ελπίδες του αναγνώστη για ευτυχή κατάληξη, έρχεται σαν σφαλιάρα και σε προσγειώνει στην πραγματικότητα.
Προτείνεται για όλους τους μικρούς αλλά και για αρκετούς μεγάλους.
"...η κυρά της τώρα τελευταία, από τότε που ανακάλυψε τη Σοφία, είχε ξεθωριάσει. Η Σοφία της είχε μάθει να κρίνει. Η κρίση είναι καλό και κακό. Κακό γιατί πέφτεις από τα σύννεφα, καλό γιατί στέκεσαι στα πόδια σου. Στηρίζεσαι πάνω τους."
"Τα πιο ευάλωτα στην εκμετάλλευση παιδιά - και πιο δύσκολο να προστατευτούν - είναι αυτά που απασχολούνται ως οικιακοί βοηθοί. Συχνά κακοπληρώνονται ή δεν αμείβονται καθόλου. Οι συνθήκες και όροι διαβίωσής τους εξαρτώνται απόλυτα από τους εργοδότες τους, χωρίς να λογαριάζεται το παραμικρό δικαίωμα που μπορεί να έχουν. Δεν πάνε σχολείο, δεν παίζουν, ζουν τελείως απομονωμένα, χωρίς την παραμικρή συναισθηματική υποστήριξη από κανέναν και είναι περισσότερο ευάλωτα στη φυσική και σεξουαλική κακοποίηση. Η απομόνωση αυτών των παιδιών μέσα στο σπίτι καθιστά επίσης αδύνατες τις εκτιμήσεις για τον αριθμό τους σε παγκόσμιο επίπεδο. "
Επίσης ένα από τα αγαπημένα μου παιδικά βιβλία, θέτει πολύ ξεκάθαρα τον προβληματισμό του φαινομένου της "δουλειας", με κατανοητό τρόπο για τα μάτια των παιδιών.
My 5th grade teacher with whom we were discussing the books we were reading, gifted it (one personalized book for each student) to me when the school year ended..he was the best teacher I ever had, and next year we had the worst teacher I've ever had.
Ένα βιβλίο φωτιά. Θίγει το θέμα της παιδικής εργασίας και δικαιωμάτων των παιδιών. Περιγράφοντας την καλή Αθηναϊκή κοινωνία 50 χρόνια πριν, η Ζωρζ Σαρή, σκιαγραφεί το καθεστώς δουλείας των παιδιών που έφταναν από την επαρχιακή Ελλάδα λόγω αδυναμίας των γονιών τους να τα θρέψουν και κατέληγαν σε σπίτια ευκατάστατων σχετικά οικογενειών που τα χρησιμοποιούσαν σαν δουλάκια. Εκεί παιδιά 6-8 ετών έχαναν την ανθρώπινη υπόσταση τους και γίνονταν ¨δουλάκια¨ που στερούνταν όχι μόνο την οικογένεια τους αλλά και το δικαίωμα στην εκπαίδευση και φυσικά το δικαίωμα να είσαι παιδί΄ να παίζεις και να κάνεις παρέα με άλλα παιδιά. Σε αυτή την κατάσταση έχαναν την ικανότητα τους να σκέφτονται για το συμφέρον τους, το σωστό και το δίκαιο, έχαναν την ικανότητα να καθορίζουν τη ζωή τους. Μέσα από πολλά παραδείγματα όλες αυτές οι καταστάσεις γίνονται προσιτές και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με καταστάσεις οι οποίες σε πολλά μέρη του κόσμου είναι ακόμη πραγματικότητα. Ο κόσμος αυτός όμως αλλάζει με τον ερχομό της Σοφίας, ενός πλάσματος χαρισματικού, στο σπίτι των Καρυωτάκη, μιας οικογένειας που καλύτερη της δεν θα μπορούσε να βρεθεί για τη Σοφία. Εκεί, αυτή με το ταπεραμέντο της, τη δυναμικότητα της αλλά και τις ευαισθησίες της και με το γόνιμο έδαφος που της προσέφερε η οικογένεια Καρυωτάκη ανθίζει μία σχέση που αλλάζει σταδιακά την κατάσταση δουλείας που επικρατεί στην περιοχή. Ένα βιβλίο που θα πρότεινα να το διαβάσουν με βοήθεια από τους ενήλικες, για να καταλάβουν τη σημασία του, όλα τα παιδάκια.
Ένα πολύ έξυπνο βιβλίο για την εφηβεία και την γνωριμία των σημερινών παιδιών με την Ελλάδα του όχι τόσο μακρινού χθές.
Σε μια Ελλάδα που η διαφορά μεταξύ πρωτεύουσας και επαρχίας ήταν σημαντική. Η πρόσβαση στο σχολείο, σε εξωσχολικές δραστηριότητες δεν ήταν δεδομένη. Ούτε καν η πρόσβαση στην παιδική ηλικία και στο παιχνίδι δεν ήταν κοινή μοίρα όλων των παιδιών.
"Δουλάκια" ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο σύνηθες! Το βλέπουμε και στις ελληνικές ταινίες. Το δουλάκι συνήθως ήταν ορφανή, πάμπτωχη κόρη ετών 6 και πάνω, που είτε η οικογένεια την έστειλνε ως υπηρέτρια στην Αθήνα και μάθαινε κοντά στην νοικοκυρά την νοικοκυροσύνη είτε ήταν η συνήθης μοίρα όσων είχαν την κηδεμονία της.
Στη νέα οικογένεια μάθαινε από μικρή τη νοικοκυροσύνη και δεν εμπλεκόταν στα οικογενειακά. Συνήθως, οι οικογένεια που έφερε την κηδεμονία, φρόντιζε για ένα χαρτζιλίκι που της έβαζε σ'ενα τραπεζικο λογαριασμό, το οποίο θα το έπαιρνε εφαπαξ όταν θα εφτιαχνε δική της οικογενεια. Συνήθως έιχαν άδεια γιια κάποιες ώρες την Κυριακή, για να επισκεφθούν τυγχόν συγγενείς ή να βγαίνουν έξω με όσες γνώριζαν και είχαν την ίδια τύχη μ'αυτές!
Το αστείο με μένα κι αυτό το βιβλίο είναι ότι μπορεί να μην θυμάμαι την πλοκή του(έχουν περάσει περίπου 8 χρόνια από τότε που το διάβασα) αλλά θυμάμαι ότι μου είχε αρέσει πολύ!Σίγουρα θα το ξαναδιαβασω σύντομα!
Τι να πω γι αυτό το βιβλίο. Μου το είχε κάνει δώρο μια φίλη μου όταν ήμασταν μικρές και εξακολουθεί να είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλια. Τόσο τρυφερό και συγκινητικό.