Στο βιβλίο αυτό περιέχονται μαι σειρά από σειρά διηγημάτων του συγγραφέα.Το περιεχόμενό του είναι χωρισμένο σε δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονται όλα τα διηγήματά του, τα οποία κρίνονται κατάλληλα για παιδιά, και στο δεύτερο μέρος τα κυριότερα θέματα από το έργο του "Πεζοί Ρυθμοί".
Τα περισσότερα διηγήματα είναι μια σειρά περιηγητικών εντυπώσεων του ίδιου. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και το ιστορικό δοκίμιο το "Αγιον Όρος" και ένα μικρό θεατρικό "Το ξανθό προσάναμα".
Όλα τα διηγήματα διακρίνονται για το απλό ύφος τους και τη λιτότητα στην έκφρασή τους. Ο συγγραφέας αποφεύγει την κούφια ορολογία και την επιτήδευση του λόγου. Το χιούμορ του είναι πολιτισμένο.
Οι περιγραφές και οι διηγήσεις του είναι δοσμένες με λογοτεχνική χάρη και αντικειμενικότητα. Καλύπτει όλο τον κύκλο των θεμάτων: Κοινωνικά, θρησκευτικά, ιστορικά.
Τα θέματα τα οποία προέρχονται από τους "Πεζούς ρυθμούς" είναι σωστά πεζοτράγουδα. Ο συγγραφέας χειρίζεται άριστα τη γλώσσα και κάνει παιχνιδίσματα με αυτή. Έτσι, και συγκινεί και τέρπει τον αναγνώστη.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα "Ψηλά Βουνά", έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή "Τα χελιδόνια", αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο "Παιδικά τραγούδια". Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα "Ψηλά Βουνά". Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του "Πεζοί ρυθμοί" και τους τρεις τόμους των "Νεοελληνικών αναγνωσμάτων" για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Διηγήματα", ενώ από το 1929 και ως το
Θέλω σύντομες ιστορίες, με αναπάντεχες συμπεριφορές, σε κομψή γλώσσα.
Τα βρήκα.
Σε αυτό το βιβλίο συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των διηγημάτων του Ζαχαρία Παπαντωνίου τα οποία προέρχονται από τρεις διαφορετικές συλλογές. Τα ομώνυμα "Διηγήματα" που εκδόθηκαν το 1927, "Βυζαντινός όρθρος" (1936), και "Η θυσία" (1937). Ο συγγραφέας είναι γνωστός για τα "Ψηλά Βουνά", που πρωτοκυκλοφόρησε ως αναγνωστικό του δημοτικού σχολείου το 1918, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ελευθερίου Βενιζέλου, και αποτέλεσε το πρώτο σχολικό αναγνωστικό στη δημοτική γλώσσα. Δεν είναι βεβαίως συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν ποιητής, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης.
Τοπ τιπ: μη διαβάσετε την εισαγωγή του «γιωτα μι» Παναγιωτόπουλου. Δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική για τον συγγραφέα ή το έργο του. Παράξενο. Γενικά τις εισαγωγές στα βιβλία της Σειράς Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Εστίας τις διαβάζω ως επίλογο παρά σαν εισαγωγή. Συχνά έχουν spoilers, αλλιώς προϊδεάζουν.
Παρόλο που τα διηγήματα γράφτηκαν συγκεκριμένη εποχή (1927-1937) και για συγκεκριμένες εποχές (1890-1930) ο συγγραφέας ξεφεύγει από τα κοινότοπα θέματα. Δεν είναι ηθογραφικά διηγήματα. Δεν έχουμε σε πρώτο πλάνο την ζωή στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού Έλληνα. Κάποια λαμβάνουν χώρα στην ύπαιθρο, αλλά σε αυτά η ύπαιθρος λειτουργεί ως χώρος στο παρασκήνιο παρά ως προμετωπίδα. Κάποια είναι αστικά, κάποια ονειρεύονται τα ένδοξα Παρίσια. Ποικίλα και ευφάνταστα θέματα, ενδιαφέρουσες αφορμές και προφάσεις και χαρακτήρες. Δεν καταγράφει απλώς περιστατικά και χαρακτήρες. Στοχεύει κάπου πιο ψηλά και γενικά. Κάνει αισθητικές, ψυχολογικές, φιλοσοφικές, πολιτικές, κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, και αντανακλά απόψεις για πολυειδή ζητήματα: η τέχνη και η κριτική της, η γραφειοκρατία, οι αστικές τάξεις και ο γάμος, ο ρόλος μέσων ενημέρωσης, η θέση της γυναίκας, η έκτρωση, η ετεροφυλία, η χειραφέτηση.
Παρατηρεί και επενδύει τα διηγήματα με το ευρύτερο μήνυμα που θέλει να υπονοήσει. Δεν επιβάλλει. Αφήνει να νοηθεί. Το ύφος και ο λόγος του συγγραφέα είναι επίσης κύριο συστατικό των διηγημάτων του. Καθαρή δημοτική, κοντά στην σημερινή καθομιλουμένη. Αλλά και απόλυτα προσεγμένη.
...Κάποια υπερβολή στο ύφος, ή κάποιο χαλάρωμα στη φωνή, ένα ημιτόνιο περισσότερο ή λιγότερο θα ‘φερνε την καταστροφή...
Φροντισμένα, συγυρισμένα, νοικοκυρεμένα. Χωρίς εξάρσεις και αχρείαστους ενθουσιασμούς λυρισμού. Α, και το χιούμορ. Και η σάτιρα. Μερικές φορές φαντάζει υπεροπτική, αλλά την θεωρώ στα πλαίσια της προσεγμένης συγγραφικής αποτύπωσης.
Τα διηγήματα αυτά μου άρεσαν. Είναι 100 χρονων αλλά δεν είναι γερασμένα.
Η απόφασή μου να διαβάσω τα Διηγήματα του Παπαντωνίου προήλθε από την επιθυμία μου να εξερευνήσω την κλασική ελληνική πεζογραφία και το έργο ενός συγγραφέα που άφησε εποχή, κυρίως με τα Ψηλά βουνά. Αυτή η συλλογή με εξέπληξε ευχάριστα, καθώς τα διηγήματα στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε πραγματικές εμπειρίες του συγγραφέα, βιωμένες τόσο στον αστικό χώρο της Αθήνας όσο και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Αυτό που με κέρδισε αμέσως ήταν η ζωντανή γλώσσα, η οποία είναι γραμμένη σε λογοτεχνική δημοτική, κάτι που δείχνει το ταλέντο του Παπαντωνίου ως τεχνίτη του λόγου. Η αφήγηση είναι απλή αλλά προσεγμένη. Τα θέματα ποικίλλουν, συχνά εστιάζοντας στην ελληνική φύση, στους ανθρώπους της υπαίθρου και σε μια αίσθηση ηθογραφίας που είναι ταυτόχρονα νοσταλγική και ρεαλιστική. Ορισμένα διηγήματα, όπως "Το φουστάνι της Λελούδας" ή "Ο Ρολογάς κι ο Δάσκαλος", έχουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και βάθος. Ωστόσο, ένιωσα ότι ορισμένες φορές το ύφος του, αν και αριστοτεχνικό, επαναλαμβάνει κάποια μοτίβα ή η δομή του είναι λιγότερο σφιχτή από ό,τι θα προτιμούσα σε σύγχρονα διηγήματα. Παρά τις μικρές αυτές ενστάσεις, η συνολική εμπειρία ήταν εξαιρετική. Ο Παπαντωνίου καταφέρνει να σε τραβήξει μέσα στον κόσμο του με έναν τρόπο που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τις αξίες μιας άλλης εποχής. Συνολική Εμπειρία:Μια βαθιά, αυθεντική ματιά στην ελληνική επαρχία και αστική ζωή, με αριστοτεχνική χρήση της γλώσσας.