Η Κάριν Στρουκ, γεννήθηκε στο Σλάγκτοφ, επαρχία Μέκλεμπουργκ της Ανατολικής Γερμανίας, και ζει σήμερα στο Άνσπαχ κοντά στη Φρανκφούρτη. Η "Ταξική Αγάπη", το πρώτο της βιβλίο, είναι από τα βιβλία εκείνα που αναπόφευκτα μεσουρανούν στο πνευματικό στερέωμα μιας χώρας και κάνουν τον μέχρι εκείνη τη στιγμή άγνωστο και ανύποπτο συγγραφέα τους αυτό που ονομάζουμε «μεγάλη αποκάλυψη».
Σε ένα είδος ημερολογίου η Κάριν Στρουκ διηγείται την ιστορία της καταγωγής της, τα νεανικά της χρόνια, τη δουλειά στο εργοστάσιο, τις καταπιεστικές κοινωνικές συνθήκες, τις δυσκολίες με τη διδακτορική διατριβή, το γάμο της κλπ. Με περικοπές από βιβλία, γράμματα και συζητήσεις δημιουργείται μια συλλογική διήγηση, συμπυκνωμένη στην αφάνταστα λεπτή και συγκινητική υποκειμενική εξομολόγηση μιας κοπέλας του καιρού μας, που συνθλίβεται στα γρανάζια της καπιταλιστικής ταξικής κοινωνίας κι απελπίζεται μέχρι αυτοκτονίας, αλλά και ελπίζει σε μια φυσικότερη φύση και σε μια ανθρωπινότερη κοινωνία.
Όσο κι αν έψαξα στο διαδίκτυο, δεν κατάφερα να βρω απολύτως τίποτα γι αυτή τη γυναίκα, εκτός από 4 άθλιες σειρές στη Wikipedia, στα αγγλικά. Μου έκανε τρομερή εντύπωση. Πίστευα ότι στο διαδίκτυο βρίσκει κανείς τα πάντα. Ο παρανοϊκός εαυτός μου λέει ότι για κάποιο λόγο αυτή η γυναίκα πέρασε και χάθηκε από αυτόν τον κόσμο σα διάττοντας αστέρας.
Χρειάστηκε να διαβάσω 24 σελίδες για να καταφέρω να ακολουθήσω αυτόν τον χείμαρρο που μου θύμισε την Κατερίνα Γώγου. Και σε ένα βιβλίο 176 σελίδων, οι 24 σελίδες είναι πάρα πολλές. Είναι από αυτά τα βιβλία που σου παίρνει μέρες να τελειώσεις και δεν μπορείς να διαβάσεις παραπάνω από 5-10 σελίδες τη φορά. Πυκνογραμμένο, με μικρή γραμματοσειρά, χωρίς παραγράφους, χωρίς σχεδόν τελείες, είναι από την αρχή ως το τέλος δύσκολο και βαρύ.
Πώς γίνεται να χωρέσουν τόσοι προβληματισμοί, τόσοι στοχασμοί, τόσα ερωτήματα, τόση αγανάκτηση, τόσος χλευασμός, τόση επανάσταση σε τόσο λίγες σελίδες? Είναι μοναδικό.
Οικογένεια, σχέσεις, γάμος, μητρότητα, εκπαίδευση, γηρατειά. Όλη η ανθρώπινη ύπαρξη με το τεράστιο λάθος που τη συνοδεύει. Το να θεωρείσαι κτήμα των γονιών σου από εκείνους, το να επιλέγεις τη ζωή που σε κάνει δυστυχισμένο για να είσαι κοινωνικά αποδεκτός, το να σαπίζεις σε μια άθλια δουλειά που δε χρειάζεται την παραμικρή δεξιοτεχνία, την παραμικρή πνευματική καλλιέργεια για να την κάνεις και το πόσο σα δηλητήριο σιγά σιγά σε καταστρέφει.
Το πώς η απόλυτα αγνή και αληθινή αγάπη της μητέρας προς το μωρό της αλλάζει μορφή όταν αυτό μεγαλώνει. Το να ανήκεις στη μέση μάζα του κόσμου, που δουλεύει πολύ, τρέχει πολύ, αγχώνεται πολύ, δυστυχεί πολύ και παρόλα αυτά οι απολαβές είναι τόσο ελάχιστες που δεν έχεις τη δυνατότητα ούτε να καλλιεργήσεις το νου, αλλά ούτε και να φροντίσεις το σώμα. Το πόσο φρικτό είναι να έχεις έναν υγιή νου σε ένα άρρωστο σώμα που σιγά σιγά σε εγκαταλείπει. Το πόσο τρελό είναι να είσαι ο μόνος λογικός ανάμεσα σε τρελούς που φυλακίζουν τους λογικούς στις κλινικές.
Δεν είναι μόνο το ότι σε κάθε φράση έχεις ένα ολόκληρο θέμα για να προβληματιστείς, είναι και τόσες πολλές οι αναφορές σε γνωστά έργα, που υπάρχει πολύ μεγάλο υλικό αν έχεις μερικά εξτρά εγκεφαλικά κύτταρα για κάψιμο και θέλεις να ψάξεις.
Ένα βιβλίο κίντερ έκπληξη που σε βάζει να διαβάσεις ένα σωρό ακόμα.
Μικρό αριστούργημα που τσίμπησα από παλαιοβιβλιοπωλείο με ένα μόλις ευρώ. Και μετά ρωτάνε ορισμένοι γιατί βρίζω θεούς και δαίμονες με κάτι αθλιότητες που κοστίζουν όσο ένα ολόκληρο μεροκάματο.
Karin Struck erzählt von ihrem Leben zwischen zwei Klassen, ihrem „Zwischenreich“, welchem sie entkommen will und von Ihrer Suche nach einem definierten Ich.
Ihr Aufwachsen in der Arbeiterklasse ist geprägt von Minderwertigkeitsgefühlen und Angst. Ihrem Gehirn vertraut sie nicht. Es fühlt sich leer und schwach an. Sie sammelt verzweifelt Bücher und Zitate und sehnt sich danach, als Schriftstellerin arbeiten zu können, um ihresgleichen in der Welt der Intellektuellen vertreten zu können.
“Ich verlange, dass die größte Realität, die Realität der Ausgebeuteten, auf dem höchsten Reflexionsniveau geschrieben wird.”
Das Buch lässt die Lesenden spüren, welche psychischen Schmerzen Struck, aufgrund ihrer Herkunft, durch ihr Leben begleiten. Das ständige Gefühl des Nicht-Lernen-Könnens und des Aufgefressen-Werdens von den Bürgerlichen und den Institutionen Schule und Universität. In germanistischen Seminaren wird sie belächelt, als sie versucht zu erklären, dass ArbeiterInnen ästhetische Bedürfnisse besitzen.
“Der Hauptgrund für einen Selbstmord wäre wohl, daß ich mit meiner Lage zwischen den Klassen nicht fertig werde.”
51 Jahre nach der Veröffentlichung des Romans funktioniert er als Aufruf die heutigen Klassengegensätze neu zu reflektieren und aufzudecken.
This brought me back to the discussions we had long, long ago at school, when I was about 18 or 19. If I had written them down, it would have looked somewhat similar, minus the chip on my shoulder for being working class (I am not really anyway). The whole book is just one long big diary-like diatribe about the impossibility to be working class and intellectual and in love. The reason I am giving two stars is that there are some interesting bits in there amongst the stream-of-consciousness, which turns more into a waffle as the book goes on and that it made me feel a bit nostalgic.
Το παράτησα στη σελίδα 90. Ο τρόπος γραφής της Στρουκ είναι ένα συνειρμικό ημερολόγιο που χωρά την τότε επικαιρότητα, λίγο η Ανατολική με τη Δυτική Γερμανία, λίγο η τρομοκρατία των Μπάαντερ Μάινχοφ, το hype από τα ξεχασμένα βιβλία του Τσβέρεντς και "ο θάνατος της οικογένειας" του Κούπερ. Υποτίθεται μιλά από φεμινιστική σκοπιά, αλλά είναι ένα χάος που εμένα τουλάχιστον μου φάνηκε πως ξεκάθαρα μιλά από συντηρητική σκοπιά, κατά των αμβλώσεων ας πούμε (αργότερα έγινε και φανατική καθολική). Αφήνω ένα σορό άθλιες σελίδες για γιατρούς και αρρώστιες και το πόσο άρρωστο είναι να είσαι συγγραφέας και άλλες μπούρδες.
Κανένας αναγνώστης δεν θα γίνει σοφότερος διαβάζοντας αυτόν τον αχταρμά. Νομίζω πως σήμερα γράφονται με το κιλό τέτοιες αηδίες, κατεβατά ανουσιοτήτων που δεν σχολιάζουν τίποτα, δεν μιλάνε για τίποτα και είναι ένα τέλειο χάσιμο χρόνου.