... Το ταραγμένο καλοκαίρι του 1974, η μεταπολίτευση κι εμείς. Εμείς ολομόναχοι στον έρωτα, στη ζωή, στο θάνατο και στους μεγάλους αποχαιρετισμούς. Τότε που ήμασταν ακόμα νέοι, αλλά έπρεπε να αποκτήσουμε γρήγορα τη σοφία των δοκιμασμένων -και περισσότερο εγώ που, όπως έλεγε και η Φανή, κυνηγούσα τα φαντάσματα της αγάπης μέσα στα παραμύθια μιας ένοχης αθωότητας... Μα δε γινόταν ν' απαρνηθώ τη ζωή μου στο άψε σβήσε, τόσο γρήγορα, με το πρόσχημα της ενηλικίωσης. Κι εξάλλου ήθελα να ζήσω το δράμα αυτής της περίφημης "ενηλικίωσης" σ' όλη του την έκταση, για να μάθω επιτέλους, ποιο ήταν το άλλοθι για τόσα "συναισθηματικά τιμήματα". Κάποτε, όμως άρχισα να μεγαλώνω πραγματικά και μόνο τότε ταξινόμησα εκείνες τις σκόρπιες μέρες του "Χάρτινου Σεπτέμβρη", που πέρασε κι έφυγε μέσα απ' τα πιο λαμπερά καλοκαίρια μας, λογαριάζοντάς τον σαν μήνα του φθινοπώρου από συνήθεια ημερολογιακή...
Ο Γιάννης Ξανθούλης (English: Giannis Xanthoulis) είναι Έλληνας μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη από οικογένεια προσφύγων και σπούδασε δημοσιογραφία, σχέδιο και ενδυματολογία θεάτρου. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα, Μεγάλος Θανατικός, κυκλοφόρησε το 1981. Έγινε ευρύτερα γνωστός από τα χρονογραφήματά του στην Ελευθεροτυπία, καθώς και από τα σατιρικά του κείμενα και θεατρικά έργα, πολλά από τα οποία ανέβηκαν σε ελληνικές σκηνές. Έχει επίσης γράψει και εικονογραφήσει παιδικά βιβλία. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της ΕΣΗΕΑ.
Γύρω από την τραγική απώλεια ενός κοριτσιού 2 ετών, καρπού μιας έτσι κι αλλιώς ιδιότυπης και προβληματικής σχέσης, στήνει ο Ξανθούλης ένα από τα πρώτα του μυθιστορήματα. Η εκ γενετής αδύναμη καρδούλα του παιδιού έκρυβε τις αδυναμίες των γονιών και τις εγγενείς ανωμαλίες μιας γαμήλιας ένωσης με μυστικά και ανείπωτα μίση.
Ερωτικά τρίγωνα, αμφιλεγόμενες φιλίες και συγγένειες, ξετυλίγονται σαν κοχλίας γύρω από την απώλεια. Η ξεχωριστή πένα του Ξανθούλη αμβλύνει τις γωνίες του πόνου, με συμβολισμούς και πλούσιο μεταφορικό λόγο, καταφέρνοντας όμως να αναδείξει ακόμη πιο πολύ την τραγικότητά τους. Στο πως βιώνει ο πατέρας τις επάλληλες απώλειες και προδοσίες κρύβονται τα πρώτα ψήγματα σουρεαλισμού που θα τελειοποιήσει χρόνια αργότερα στον «Τούρκο στον κήπο». Η τριαδική ερωτική/φιλική σχέση του ζευγαριού με τον κοινό τους φίλο Αντώνη, αναδεικνύει την αέναη επιστροφή του συγγραφέα στη μνήμη και στο φόβο που προκαλεί ακόμη και η σκέψη της απώλειάς της.
Όλα τα ανωτέρω εξυφαίνονται κατά τη μεταπολίτευση, με εφαλτήριο εκείνο τον Σεπτέμβρη του 74’ μετά από την εκκωφαντική κατακρήμνιση της Χούντας. Χάρτινος λοιπόν ο Σεπτέμβρης των κιτρινισμένων και μη πολιτικών φυλλάδων και των ξεθωριασμένων φωτογραφιών που εσωκλείουν οδύνη και αμφισβήτηση. Οι εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες και οι πρώτες εμφανίσεις των αρχετυπικών λαϊκών ηγετών που θα πρωτοστατήσουν στη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας, αποτελούν μια πρωτότυπη επιλογή για ιστορικό περικείμενο της συγκεκριμένης μυθοπλασίας. Βέβαια, θα έλεγα ότι τα γεγονότα και οι χαρακτήρες δεν εγγράφονται πάντα με πειστικότητα και στιβαρότητα στους θεματικούς άξονες του (σύντομου) μυθιστορήματος.
Σίγουρα, δεν πρόκειται για την κορυφαία του στιγμή, αλλά ο Ξανθούλης είναι γεννημένος λογοτέχνης. Δεν παράγει έργο καθ’ υπόδειξη κάποιου εκδότη, ούτε βγάζει απλώς από μέσα του αυτά που τον πνίγουν. Είναι ένας λογογράφος με πένα που ξεχωρίζει, με φοβερή εικονοποιητική δύναμη και γλαφυρότητα, που ακόμη και στα λιγότερο δυνατά έργα του, θυμίζει σκληρό ποτό που σε ξενίζει, σε αποτρέπει με την αψιά του αίσθηση, αλλά που η επίγευση ξεπερνά το κυρίως σώμα.
Το τελείωσα μέσα σε δύο ημέρες παρ' όλες τις υποχρεώσεις και την κούραση της καθημερινότητας. Ένα βιβλίο στα πενήντα σε κρατάει έτσι καθηλωμένο. Πραγματεύεται το πιο δύσκολο θέμα του κόσμου, την απώλεια ενός παιδιού, και το κάνει με αξιοπρέπεια και ποίηση όσο και με ωμότητα.
Η πανσέληνος είναι το τελευταίο φεγγάρι και πρέπει να σβηστεί παίρνοντας μαζί της τις περισσότερες αναμνήσεις από τη γη. Καλές και κακές. Μόνο που τα φεγγάρια δεν κρίνουν με τα ανθρώπινα κριτήρια τα γεγονότα. Αγνοούν το φόβο, δεν πτοούνται από τα σκοτάδια γιατί τα φωτίζουν,μαγνητίζονται από τις θάλασσες γιατί τις κάνουν καθρέφτη, διαστέλλουν τις κόρες στα μάτια των λύκων στα δάση και τους κάνουν να ουρλιάζουν από νοσταλγία για άγνωστους πόθους, και εγώ την κοιτάζω φάτσα και ξέρω πως μόνο ένα στρογγυλό φεγγάρι μπορεί να ρουφήξει λαίμαργα τις ευχές μου. Γιατί γνώριζα, σαν μάγος που ήμουν, πως το φεγγάρι είναι ο καλύτερος σύμμαχος στην επιθυμία, γιατί συμπίπτει πάντα με τις ώρες των προσευχών και των παρακλήσεων.
3,5* Από τα καλύτερα του Ξανθούλη από όσα έχω διαβάσει. Το θέμα δύσκολο και βαρύ. Ωραίο λεξιλόγιο. Ευτυχώς λείπει ο σουρεαλισμός που συνηθίζει στα βιβλία του. Υπάρχει έντονο το αίσθημα της μελαγχολίας. Ένα παιδί που πεθαίνει, ένας γάμος που διαλύεται, ένας παθιασμένος και απελπισμένος έρωτας που βουλιάζει στην ζήλια και στο θάνατο.
Άλλο ένα από τα καλά βιβλία του Ξανθούλη. Με τον δικό του, αναγνωρίσιμο και προσωπικό τρόπο αφήγησης και γραφής, μας συστήνει έναν άντρα που βλέπει τον γάμο του να διαλύεται μετά το θάνατο της μικρής τους κόρης από αρρώστια. Αιτία κατ' εκείνον ο παράλληλος έρωτάς της με τον καλύτερό του φίλο. Με αφορμή αυτό το τραγικό γεγονός ο αφηγητής μας γνωρίζει τη γυναίκα του και την εξέλιξη της σχέσης τους από την Αλεξανδρούπολη της δεκαετίας του 1950 ως την Αθήνα των πρώτων ημερών μετά τη δικτατορία (εισβολή στην Κύπρο, επιστράτευση, ελπίδες μετά τη δικτατορία κλπ.). Τα γνωστά μοτίβα του συγγραφέα κι εδώ: Αλεξανδρούπολη, δεκαετία του 1950, οικογενειακές ιστορίες, λανθάνουσα ομοφυλοφιλία (μπορώ να πω η καλύτερη απόδοση ενός κρυφίου χωρίς απόδοση και ολοκλήρωση έρωτα μεταξύ αντρών σε λογοτεχνικό κείμενο) κι αν δεν υπήρχαν οι μεταφυσικές κορόνες και κάπου κάπου η άνευ νοήματος σειρά των λέξεων θα το χαρακτήριζα από τα καλύτερα και τρυφερότερα κείμενά του.
Ενώ θα ήθελα να βρω τον Γιαννη Ξανθούλη εξαιρετικό συγγραφέα,ωστόσο κάτι συμβαίνει πάντα,δε μου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και δεν καταφέρνει να με συγκινήσει και να με κάνει να ''ταξιδέψω''ή να προβληματιστώ.
Αγαπημένος συγγραφέας, αγαπημένο βιβλίο των νεανικών μου διαβασμάτων. Θεατρικός πλούσιος λόγος, κυρίως μελαγχολικός το διαβάζεις και λες "Ξανθούλης". Ιδιαίτερο χιούμορ γλυκόπικρη . Όπως όλα τα έργα του αναδύουν αρώματα, γεύσεις, ήχους.
Το σαλόνι της θείας Ευτέρπης ήταν γεμάτο από πίνακες, είχε και δυο Βικάτους κι ένα μικρό Παρθένη με μολύβι, αλλά και θαλασσογραφίες αγνώστων και πορτρέτα με παστέλ ξαδελφάδων και φίλων που πέθαναν και κανείς δεν ήξερε ποτέ τα ονόματά τους. Ήταν η μικρή συλλογή του μακαρίτη του θείου Φοίβου, που ήταν παλιός υφασματέμπορος στην Αιόλου και παντρεύτηκε τη θεία όταν θα ήταν πια εξηνταπεντάρης κι αυτή κατά πολύ νεότερη. Έσβησα το φως να μη με βλέπουν όλα αυτά τα ωραία πεθαμένα μάτια απ’ τα κάδρα και βυθίστηκα σ’ έναν ύπνο γεμάτο παιδικές φωνές και σκόνη απ’ τους καιρούς που στο μάθημα της ωδικής τραγουδούσα στη χορωδία δεύτερη φωνή: «Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας» και ο τενόρος συμπλήρωνε σόλο: «του φθινοπώρου μήνας, χελιδονάκι, γεια»…
Τι είναι άραγε αυτό που μας βυθίζει τόσο σε κάποια βιβλία; Τι είναι αυτό που μας κάνει να γυρνάμε την τελευταία του σελίδα ανατριχιάζοντας, λες και ψάχνουμε από που ξεπήδησε άξαφνα όλη αυτή η αλήθεια κι από τι υλικό να ναι φτιαγμένη; Τελευταία μόνο με Έλληνες συγγραφείς που σνόμπαρα μπορώ να συνδεθώ αναγνωστικά και το βιβλίο του Ξανθούλη χάρηκα τόσο που έπεσε στα χέρια μου τυχαία. Ζεστό, υγρό, αληθινό, αθηναϊκό, σκληρό και τρυφερό δεν ξέρω γιατί μα το λάτρεψα. Φοβάμαι μόνο μη με απογοητεύσουν τα άλλα του.
2-3 φορές έχει πέσει στα χέρια μου βιβλίο του Ξανθούλη και η αλήθεια είναι ότι τον διαβάσα ευχάριστα κάθε φορά. Έχει έναν πολύ ωραίο τρόπο γραφής, ποιητικό εκεί που πρεπει αλλά παράλληλα διανθισμένο με χιούμορ και πολύ συναίσθημα.
Κλασικός Ξανθούλης· ελαφρύ ανάγνωσμα που κερδίζει τον αναγνώστη με την καθημερινή γλώσσα και το σύγχρονο σκηνικό του, το ρεαλιστικό περίβλημα και τους προβληματισμούς ενός εμφατικά μεταπολεμικού υποκειμένου.
Μνήμη, έρωτας, μελαγχολία. Ο Ξανθούλης είναι ειδικός στο να σε κάνει να νοσταλγείς ακόμα και πράγματα που δεν έζησες. Στο συγκεκριμένο όμως περίμενα και κάτι παραπάνω από άποψη πλοκής.