Το ξέρω πως έχουμε καιρό να τα πούμε. Όχι, δε σε ξέχασα. Πώς να ξεχάσω, μωρέ, μόνο εσύ μου απόμεινες... Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;... Όχι, ούτε φοβάμαι μη μου κάνει "ψυχολογικό πορτρέτο" η ασφάλεια, άμα βρει τα χειρόγραφά μου σε καμιά έρευνα. Δεν είμαι πια στη φυλακή, κι απ’ ότι φαίνεται, θ’ αργήσουμε κάμποσο ακόμα να μπούμε... Μπα, γιατί άλλωστε η ασφάλεια ούτε παρεμπιπτόντως, που λένε, δεν ασχολείται πια με μας...
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Το πρώτο του βιβλίο ... καλά, ἐσύ σκοτώθηκες νωρίς (εκδόσεις Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; (εκδόσεις Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του.
Δεν μπορώ να γράψω κάτι. Δηλώνω συγκλονισμένος. Προσωπικά, δεν βρήκα ούτε ένα σημείο που να μ' έχασε. Άγγιξε τα πιο βαθειά μου πιστεύω. Ο Μίσσιος, με όσα έζησε, θα μπορούσε απλά να γράψει "άντε γαμήσου και πνίξου στα στρασαρισμένα σκατά σου αμόρφωτε, σύγχρονε μικροαστέ που νομίζεις πως λέγεσαι και άνθρωπος" και να ήταν μέσα. Όμως όχι. Με έντονο ρομαντισμό και συνδυάζοντας ωμότητα με λυρισμό, φτιάχνει ένα χειμαρρώδη μονόλογο που αν δεν σε αγγίξει, χρήζεις επείγουσας βοήθειας. Λέξεις πύρινες που μπορούν να γκρεμίσουν και πύργους. Έρωτας, επανάσταση, ποίηση και ρομαντισμός. Πολλά είπα. Όσοι δεν το έχετε διαβάσει, δεν ξέρετε πόσο κρίμα είναι, όπως δεν ήξερα κι εγώ.
Τι βιβλίο, τι άνθρωπος, τι εμπειρίες, τι ζωή, τι υπέροχη αληθινή γλώσσα... Μένεις άφωνος απ'την αντίληψη που έχει διαμορφώσει για τον έρωτα, τη φιλία, τη γυναίκα, τον άντρα, τις μεταξύ τους σχέσεις, την ομορφιά, τη ζωή, τον άνθρωπο, τα ζώα, τη φύση, την πολιτική, ένας άνθρωπος που εγκατέλειψε το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού και που έμαθε οικειοθελώς ανάγνωση και γραφή στις φυλακές και τις εξορίες. Ματαίωση ονείρων και προσδοκιών. Αποδόμηση της δεξιάς, της αριστεράς, του κέντρου και όλων των άλλων απρόσωπων κομμάτων και καθοδηγητών που μας βλέπουν σαν ζωύφια, σαν απλούς περιττούς αριθμούς, σαν εργαλεία για την επίτευξη στόχων ευνοϊκών για τα δικά τους συμφέροντα, που προδίδουν ιδέες και ανθρώπους χωρίς να διστάσουν δευτερόλεπτο και χωρίς ίχνος τύψεων ή μεταμέλειας. Από τα πιο όμορφα, αληθινά, σκληρά, πονεμένα και ανθρώπινα βιβλία!
Δεν εχω λογια γι'αυτο το βιβλιο..για τον τροπο γραφης, για τις εμπειριες και τη ζωη που εζησε αυτος ο ανθρωπος..μερικα βιβλια απλα ΠΡΕΠΕΙ να διαβαστουν, χωρις πολλα λογια και εξηγησεις.
Ο Μίσσιος με έπιασε απροετοίμαστη. Δεν περίμενα ότι ένα βιβλίο μπορεί να με αγγίξει τόσο γαμημένα πολύ.
Με λυρισμό που ταρακουνάει, μιλάει για την επανάσταση, τον έρωτα και μια κοινωνία διαλυμένη. Πάνω απ’ όλα, όμως, μιλάει για τους ανθρώπους εκείνους που τα όνειρά τους καταστράφηκαν, κυρίως από τους ομοϊδεάτες τους (τους λεγόμενους συντρόφους). Οι άνθρωποι αγαπούσαν τη ζωή, ονειρεύονταν να βοηθήσουν τους άλλους ανθρώπους, να γίνουν ένα μ’ αυτούς, δεν ήθελαν να απομακρυνθούν και να τους κοιτάνε αφ’ υψηλού.
Γιατί ρε δεν τους αφήσατε να ονειρεύονται; Γιατί ρε τους σβήσατε το χαμόγελο απ’ τα χείλη; Το μόνο που ήξεραν ήταν να αγαπάνε τη ζωή και τους διπλανούς τους. Ακόμα χειρότερα, γιατί συνεχίζετε να το κάνετε ακόμα και τώρα; Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Για κλείσιμο, θα μπορούσα να παραθέσω ολόκληρο το βιβλίο. Όμως, επειδή είναι λίγο δύσκολο, αφήνω αυτό εδώ:
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Πως να καταθέσω τα μάτια μου στην τράπεζα του πολιτισμού σας;.. Η οργανωμένη κοινωνία μας που επιθυμεί οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα πως να είναι οργανωμένες, αφού είναι σχέσεις;.. Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος. Πως να οργανωθεί το συναίσθημα… Σπρώχνουμε τις μέρες, τις ώρες, τις στιγμές σαν να μας είναι βάρος και ίσως να είναι βάρος αφού δεν τις ζούμε. Χωρίσαμε χρονικά τη ζωή μας σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, εκεί που γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, εκεί, μπαζώσαμε, με όλων των ειδών τα σκατά που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Το σώμα μας κατασκευάστηκε μέσα σε ένα ορθολογιστικό πλαίσιο, ως απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών. Πως να κατέβουμε γλυκά και τρυφερά μέσα μας, πως να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας. Δεν παίζουμε με τα παιδιά, δεν μιλάμε με τα ζώα, δεν ονειρευόμαστε με τα λουλούδια, τα δέντρα, δεν κάνουμε έρωτα, δεν απολαμβάνουμε τη φύση μας, τις ομορφιές του ανθρώπινου πνεύματος. Όλα περιμένουν το «αύριο», ένα αύριο που ίσως και να μην έρθει, ποτέ.
Χαμόγελα ρε, τι σου ζητάνε; Ξεπούλημα, σκύψιμο κεφαλής, συμμόρφωση, υπακοή, αφοσίωση, υπογραφή μετανοίας, βασανιστήρια, κελιά, τρελάδικα, πόνος, αίμα, πέτρες καυτές απο τον ήλιο πάνω σε πλάτες ξεσκισμένες απο τον βούρδουλα, νερό απο τη θάλασσα της εξορίας που χύνεται σε κάποια βουνοκορφή απλώς για το ανεκπλήρωτο, το επιθετικό, το σπασμένο εγκεφαλικό κύτταρο, το ματωμένο ουρλιαχτό της ψυχής, κοινοφελές και ανούσιο, βάρβαρο και αιμοβόρο. Χαμόγελα ρε, χαμόγελα για όσα πάλεψες, για τη ζωή που έχασες, για το θάνατο που ονειρεύτηκες, για τα κορμιά που έθαψες, για τις πληγές που κακοφόρμισαν και ξεδιψούσες το διπλανό σου με το πύον που έτρεχε απο τις τρύπες των τραυμάτων σου. Χαμόγελα ρε, τι σου ζητάνε ; Όλα τα άλλα στα πήρανε, τα σκότωσαν, τα έλιωσαν, τα γκρέμισαν, τα πάτησαν μέχρι να ποτίσει το χώμα απο τα υγρά υπολείμματα των ανθρώπινων εκκρίσεων, λίπασμα το Είναι σου, σκουπίδι σάπιο το κορμί σου, μαλακό υλικό πριν την καυτή πίσσα που θα ρίξουν απο πάνω για να φτιαχτούν οι καινούργιοι δρόμοι που θα περπατήσει η εξουσία. Χαμόγελα ρε, πες και ευχαριστώ, παρακαλώ, ορίστε, μάλιστα, ο,τι πείτε. Πάντως μην κλάψεις. Τα δάκρυα γίνονται όπλα στις δυνάμεις καταστολής και στις ξεπουλημένες πολιτικές πεποιθήσεις των θεσμών, και του κράτους δικαίου. Χαμόγελα ρε, κι αν δεν μπορείς, τότε καλύτερα να κρεμαστείς, σαν τον Ιούδα που κρέμασε την ενοχή του, αν δεν μπορείς, πέρασε τη θηλιά στο λαιμό σου και κρεμάσου, για εσένα, για να κρεμάσεις την ασυμμόρφωτη ψυχή σου, λίγο πριν ξημερώσει και σου χαριστεί ο ήλιος της ουτοπίας.
Προσπαθώ να διαλεξω το στοιχείο του βιβλίου αυτού που είναι το πιο χαρακτηριστικό, που εκφράζει καλύτερα την ουσία και το περιεχόμενο του. Δεν είναι η (όντως) εξαιρετική μυθοπλασία της ιδιας της πραγματικότητας, ούτε η (ομολογουμένως) επιδέξια αφήγηση μέσα στην αφήγηση την οποία χρησιμοποιει κατά κόρον ο Μίσσιος. Δεν ειναι καν τα συγκλονιστικά γεγονότα που αφηγείται και η συνειδητοποίηση ότι είναι πραγματικά, καθολικά και αιώνια, ότι συνέβησαν, συμβαίνουν και θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν.
Αυτό που πραγματικα σοκάρει σε αυτό το βιβλίο ειναι η ματαίωση, η απάνθρωπη προσγείωση του ιδεαλιστή που συνθλίβεται από τους ίδιους ανθρώπους που υποστηρίζει και τις αυταπάτες του(ς), που πνίγεται από τις ενοχές για τα λάθη που διέπραξε στο όνομα μιας ιδέας που ίσως δεν υπάρχει και που αν υπάρχει δεν εκπροσωπείται από τους αυτοαναγορευομενους ως φύλακες της, που τρελαίνεται από το στρουθοκαμηλισμο και την ελλειψη της αισθησης της ευθύνης από αυτούς που θεωρεί "συνενόχους" του. Η ματαίωση της ελπίδας ενός ανθρώπου που η μεγαλύτερη κατάρα του υπήρξε η ε��ιμονή του να σκέφτεται και η αγάπη του για τη ζωή.
Για κάποια βιβλία τα λόγια είναι φτωχά, κάποια βιβλία δεν είναι απλά βιβλία που διαβάζεις και ξεχνάς αλλά εγχειρίδια ζωής.
« Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, δυστυχώς, να καταλάβουν, τι σημαίνει ζωή. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, κι όταν φτάνει το ηλιοβασίλεμα, αντί να κλαίνε γιατί πέρασε άλλη μια μέρα, και συνεπώς άλλο ένα βήμα προς το θάνατο, χαίρονται. Χαίρονται! Γιατί η μέρα τους ήταν φορτωμένη με οδύνη, με άγχος, με κυνηγητό, με προβλήματα, με όλα αυτά.»
«Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κανουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας… Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ…» «Ρε συ,νομίζω πως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο επαναστάτης είναι πώς μέσα στη διαδρομή του δε θα χάσει την ανθρώπινη ουσία του,πώς θα διαφυλάξει την εσωτερική του πορεία,στην ολοκλήρωσή του σαν ανθρώπου,στο πώς δηλαδή αυτός ο μοναχικός και μοναδικός δρόμος δε θα μπει μέσα του,δε θα τον καταχτήσει,δε θα τον μετατρέψει από στοχαστικό σε πιστό,από ευαίσθητο ρομαντικό σε γραφειοκράτη,από ανθρωπιστή σε εχθρό του ανθρώπου και της κοινωνίας,από επαναστάτη σε πολιτικό.Πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τους βασανιστές σου χωρίς μίσος,πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τη χλεύη,την προσπάθεια εξευτελισμού σου,τη σαδιστική μανία και αλαζονεία της εξουσίας,χωρίς ψυχικά τραύματα,που λένε,πώς ν' αντιπαλέψεις για χρόνια ολόκληρα,αν όχι για όλη σου τη ζωή,τη σκόπιμη βία στο σώμα σου και στο μυαλό σου.Θαρρώ πως μονάχα μια βαθιά και μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου,γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μια πολιτική πράξη,αλλά μια βαθιά κοινωνική παιδεία,μια πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους,τη φύση και τα πράγματα,έτσι και ο επαναστάτης δε μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος,αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος...»
«Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστο μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ. Και μεις τι κάνουμε, ρε αντί να τη ζήσουμε? Τι την κάνουμε? Τη σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την»
«Έχετε μπεί ποτέ μέσα σε ένα ανθρώπινο βλέμμα, είσαστε ποτέ μάτια ερωτευμένου, φοβισμένου, συνεπαρμένου από μύθους και οράματα.Όσο μικρός και ταπεινός-κατά τα δικά σας πάντα κριτήρια-και αν είναι βρε καργιόληδες ένας άνθρωπος είναι πάντας ένας κόσμος ολόκληρος.»
Τι να γράψεις για αυτό το βιβλίο.. Αυτό δεν είναι βιβλίο, είναι η ιστορία του κόσμου. Του Μανώλη, της Μαρίας, του Παπαμαρσιπ, της Ρηνιως και όλων εκείνων που θυσιαστηκαν για ένα όνειρο, μια μάχη για να γίνει αληθινό και εκείνων που αντισταθηκαν με μανία να κρατήσουν τα κεκτημένα αλλά και εκείνων που μπερδευτηκαν και χάθηκαν στο πηγάδι της ιστορίας... Α, ρε Μισσιο τι απλό να θες οι άνθρωποι να ζουν αδελφωμενοι.. Αυτό ξεχωρίζω στον Μισσιο την αγάπη του για τον άνθρωπο και την ιστορία του καθενός. Γτ έτσι πρέπει να μαθαίνουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια χιλίων ανθρώπων ξεχωριστά. Τότε μόνο μπορείς να νιώσεις την δύναμη της ιστορίας μέσα σου. Δεν κινεί τον κόσμο η αδικία σαν ιδέα αλλά σαν βιωματικη εμπειρία. Δίκαιος μου φαίνεται και ρομαντικός μέσα στο κελί του.. τι να το κάνεις τουλάχιστον αυτός έζησε και πέθανε με το όνειρο του.. Εμείς μείναμε να διαβάζουμε τα βιβλία του και να ποθουμε η αγάπη του ανθρώπου για τον άνθρωπο να γίνει πραγματικότητα...
Μπορεί να είναι παραληρηματικο αλλά έχει μια γοητεία άλλο πράγμα. Ο Μισσιος συνδυάζει τη γλώσσα του μαχαλά με τη γλώσσα της φιλοσοφίας κ της υψηλής διανόησης. Σαν να το έγραφαν 2 διαφορετικοί άνθρωποι.
Τι βιβλίο και αυτό; Γύμνια,ωμότητα,λυρικότητα,καταιγισμός,συναίσθημα,ποίηση. Και όλα αυτά πραγματική ιστορία..Η ιστορία ενός επαναστάτη που βασανίστηκε από τους εχθρούς του και προδόθηκε από τους δικούς του. Ο Χρονης Μίσσιος μεγάλωσε στις φυλακές και στην εξορία,σεβάστηκε την διαδρομή του και έτσι γράφει και πραγματικά δε χρωστάει σε κανέναν. Άλλο ένα αριστούργημα μετά το εκπληκτικό Καλά εσυ σκοτώθηκε νωρίς..
Ένα βιβλίο που πρέπει όλοι να διαβάσουν,τουλάχιστον όσοι έχουν καθαρό μυαλό! Καλή ανάγνωση
Το ξέρω πως έχουμε καιρό να τα πούμε. Όχι, δε σε ξέχασα. Πώς να σε ξεχάσω, μωρέ, μόνο εσύ μου απόμεινες... Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;
Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μια μοναδική ευκαιρία. Και μεις τι την κάνουμε, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την... Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Είμαστε συνήθως μόνοι μας και φοβισμένοι, κι αν συναντήσουμε κανέναν "παράξενο" άνθρωπο, τον ονομάζουμε πούστη ή τρελό και τελείωσε η ιστορία, κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να δει τον άνθρωπο...
Να φανταστείς την κοινωνία που θέλεις να φκιάξεις, όχι σαν καμινάδες που ξερνάνε μαύρο καπνό, αλλά σαν πολύχρωμη παιδική χαρά όπου οι άνθρωποι παίζουν, αγαπιούνται, ερωτεύονται ...
Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος μόνο σε σχέση ελευθερίας και ευτυχίας με τους συνανθρώπους του, σε συναισθηματική αρμονία με τον εαυτό του....
Ό,τι και να πω για αυτό το βιβλίο είναι λίγο! Δεν "χορταινα" να το διαβάζω. Η γραφή του Μίσσιου είναι απλά μαγευτική. Μιλάει για τόσο δύσκολες καταστάσεις και εποχές αλλά μαζί με το δάκρυ για την κατάντια της ανθρώπινης κοινωνίας, σου δημιουργεί αυτόματα και ένα χαμόγελο (reference intented) για τις ανθρώπινες σχέσεις που δεν παραδίδονται ποτέ.
"Έλα όμως που υπάρχουν πάντα κάτι κουτσαβάκια που πότε λέγονται Θεσπιείς, πότε λέγονται χριστιανοί, πότε Ίωνες...πότε κομμουνιστές...που τους χαλάνε τη μανέστρα και κρατάνε ανοιχτό το δρόμο του ανθρώπου. Μη στα πολυλογώ, εφτακόσιοι Θεσπιείς πήραν το δισάκι τους, ρίξανε μέσα κάνα δυο κεφάλια σκόρδο, ψωμί κι ελιές, και χωρίς καμιά εντολή από κανέναν κερατά, αλλά επειδή πιστεύανε σε αξίες και κυρίως στο δικαίωμα να αρνούνται την υποταγή στον ισχυρότερο, πήγαν στις Θερμοπύλες, πολέμησαν γι'αυτά που πίστευαν και πέθαναν όλοι τους." Ντρέπομαι που το διάβασα στα τριανταφεύγα μου. ΥΓ. Μέχρι το 2000 που τελείωσα το σχολείο, στα κείμενα δεν υπήρχε πουθενά κάτι δικό του. Φαντάζομαι δεν έχει αλλάξει κάτι ε? Ποιο να είναι το πρόβλημα? Ότι είναι πολύ αθυρόστομος, ότι είναι πολύ κομμουνιστής ή ότι αγγίζει θέματα ταμπού για τα οποία, σαν κοινωνία, θα νιώσουμε άνετα να μιλήσουμε μετά από 2-3 αιώνες ακόμα?
... Η μοναξιά μας δεν γεννιέται από το ακαθόριστο αλλά από το καθορισμένο. Πόση μοναξιά έχει ένα γνωστό τοπίο... ... Θαρρώ πως μονάχα μια βαθιά κ μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου, γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μια πολιτική πράξη αλλά μια βαθιά κοινωνική παιδεία, μια πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους, τη φύση κ τα πράγματα, έτσι κ ο επαναστάτης δεν μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος. . .
Σίγουρα χρειάζεται πολλαπλές αναγνώσεις για να αντιληφθείς τις καταστάσεις, τις συνθήκες και τον αγώνα. Για πρώτη φορά, το σοκ είναι αρκετά μεγάλο, και η απογοήτευση για τον κόσμο που ζούμε ακόμα μεγαλύτερη.
Η ιστορία συνεχίζει από εκεί που μας άφησε το προηγούμενο βιβλίο, «καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», με τον Χρόνη Μίσσιο να συνεχίζει να διηγείται τα βιώματα του στον πεθαμένο σύντροφο. Ο Μίσσιος χρησιμοποιεί μία ανεξέλεγκτη γλώσσα για να αποτυπώσει βαθιές φιλοσοφικές σκέψεις περί έρωτος, σχέσεων, ελευθερίας. Τα βάζει με όλους και δυσκολεύεσαι να μη του δώσεις δίκιο. Τα βάζει με χουντικός και χαφιέδες, τα βάζει με τις κυβερνήσεις, αλλά τα βάζει και με δικούς του συντρόφους και το ίδιο το Κόμμα που πρόδωσε την εμπιστοσύνη του.
Ένας ονειροπόλος που φανταζόταν μία ουτοπία, γεμάτη από ανθρώπους ελεύθερους, μυαλά χωρίς κατευθυνόμενες σκέψεις, ερωτικές σχέσεις χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Ένας κόσμος πραγματικά ονειρικός. Ένα, όντως, άπιαστο όνειρο μιας και καμία κυβέρνηση ή καθεστώς, δε θα επιθυμούσε ελεύθερη σκέψη, έρωτα και ειρήνη χωρίς όρια. Πώς αλλιώς θα σκοτώσεις όταν έρθει η ώρα, αν δεν έχεις ποτιστεί με λίγο μίσος;
Δε μπορείς πάντως να μείνεις αμέτοχος συναισθηματικά σε όλα αυτά τράβηξαν εκδικητικά από τους νικητές, για να απαρνηθούν τα πιστεύω τους. Άνθρωποι που βασανίστηκαν από διεστραμμένα ανθρωπάκια που πλέον απολαμβάνουν τη σύνταξη τους και θεωρούν ότι έπραξαν το καθήκον τους ως «εθνικόφρονες».
Θα μπορούσα να ανοίξω μία οποιαδήποτε σελίδα και να παραθέσω μία ωραία φράση (από τις δεκάδες που έγραψε ο Μίσσιος), αλλά αυτό που μου άρεσε γιατί βρίθει ειρωνείας, είναι η στιγμή που ο συγγραφέας παραλληλίζει τα βάσανα του με αυτά του Χριστού ή του Ιωάννη του Πρόδρομου. Έτσι δεν έσυραν και το Χριστό μπροστά στον Πιλάτο που του είπε με απλά λόγια «σταμάτα να βασανίζεσαι πουλάκι μου! Βοήθησε με για να σε βοηθήσω. Δήλωσε αυτά που σου ζητάνε και θα σταματήσουν να σε βασανίζουν. Δε λυπάσαι τη μάνα σου που κάθεται εκεί έξω και σπαράζει; Είσαι νέο παιδί με όλη τη ζωή μπροστά σου! Άσε τις βλακείες, μη πεθάνεις για μία χαζομάρα! Να υπέγραψε εδώ ότι δεν είσαι ο Μεσσίας, αλλιώς και εγώ δε θα μπορώ να σε βοηθήσω παιδάκι μου. Νίπτω τας χείρας μου…»
Κι όποτε οι μπάτσοι ένα χαμόγελο ζητάνε, Τους λες «υπάρχει και ζεϊμπέκικο ρουφιάνε»
Λένε ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές, ωστόσο απλοί καθημερινοί άνθρωποι σαν το Μίσσιο, καθώς και άλλοι αφανείς, που δεν ανακηρύχθηκαν ήρωες από την καθοδήγα που λέει και ο Χρόνης, αλλά τόλμησαν το αδύνατο και ύψωσαν το ανάστημά τους ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας, άφησαν τεράστια παρακαταθήκη και μας αναγκάζουν να προχωράμε…Ναι, αυτό κερδίζει όποιος διαβάζει Μίσσιο, ίσως να μη γίνεται σοφότερος, γίνεται σίγουρα πιο ανθρώπινος…
Η ουτοπία φαινομενικά απομακρύνεται και όλο ξεγλιστράει, αλλά είναι οι μαρτυρίες όσων δεν φοβήθηκαν και δεν έζησαν μία «φρόνιμη» ζωή, που σε αναγκάζουν να βρίσκεσαι στο κατόπι της, να την κυνηγάς, να προσπαθείς να την αγγίξεις, έστω να την ονειρευτείς…
Ο Χρόνης δίνει μαθήματα ζωής αντιμετωπίζοντας τον άνθρωπο ως έναν ολόκληρο κόσμο, ως επιθυμία, φαντασία, όνειρο, συνείδηση, ομορφιά στέλνοντας ένα μεγάλο κατηγορώ σε όσους τον αντιμετωπίζουν ως κάτι μικρό και ταπεινό, ως απλό στοιχείο, υλικό, ως πιόνι του συστήματος…σε όσους του ασκούν περιορισμούς και του επιβάλλουν συγκεκριμένες αξίες, ανούσιες ανάγκες που δεν του επιτρέπουν να απολαύσει τη φύση, την ανθρώπινη τρυφερότητα , τα λουλούδια, τις απλές χαρές της ζωής, δολοφονώντας τις επιθυμίες και τις προσδοκίες του και τον απονεκρώνουν για να φαντάζει λύτρωση ο θάνατος..
Εναντιώνεται σε όσους προσπαθούν να νεκρώσουν την ανθρώπινη σκέψη και μέσα από τα βιώματά του αποδομεί την εξουσία, τις οργανωμένες σχέσεις, τον κομφορμισμό, την ομοιομορφία, τις κοινωνικές επιταγές και εξυμνεί τον έρωτα, τη διαφορετικότητα του ανθρώπου, την ελεύθερη, ουσιαστική και χωρίς σκοπιμότητα γνώση, αυτή που σε εξελίσσει, σε γοητεύει, σε εξυψώνει…
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών και χαιρόμαστε που κοιτάμε το ρολόι καθημερινά βλέποντας ότι φεύγει η μέρα, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα από τη ζωή μας..ανακουφιζόμαστε όταν τελειώνει η μέρα μας γιατί είναι φορτωμένη με οδύνη αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας..
Και το παράδοξο είναι ότι όλα αυτά τα έχει σκεφτεί και τα γράφει ένας άνθρωπος που σχεδόν δεν πήγε ούτε στο δημοτικό, αλλά ναι για το σύγχρονο κόσμο η παιδεία και η πνευματική καλλιέργεια πιστοποιείται με πτυχία αντί να απορρέει από τα ιδανικά μας και τα πιστεύω μας…
Κι όποτε οι μπάτσοι ένα χαμόγελο ζητάνε, Τους λες «υπάρχει και ζεϊμπέκικο ρουφιάνε»
Εχω πάνω από 20 χρόνια να διαβάσω Μισσιο.Μαθητης ήμουν αρχικά κι αργότερα φοιτητής,Πίστευα οτι δε θα εχει καμια σοβαρή επίδραση πάνω μου το γραπτό του κι όμως.Αυτά που γράφει ειναι ακόμα επίκαιρα,ακόμα σημαντικά.Και έγραφε όμορφα,αλητικα ο μπαγλαμας ο Χρονης.
"Ρε συ,νομίζω πως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο επαναστάτης είναι πώς μέσα στη διαδρομή του δε θα χάσει την ανθρώπινη ουσία του,πώς θα διαφυλάξει την εσωτερική του πορεία,στην ολοκλήρωσή του σαν ανθρώπου,στο πώς δηλαδή αυτός ο μοναχικός και μοναδικός δρόμος δε θα μπει μέσα του,δε θα τον καταχτήσει,δε θα τον μετατρέψει από στοχαστικό σε πιστό,από ευαίσθητο ρομαντικό σε γραφειοκράτη,από ανθρωπιστή σε εχθρό του ανθρώπου και της κοινωνίας,από επαναστάτη σε πολιτικό.Πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τους βασανιστές σου χωρίς μίσος,πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τη χλεύη,την προσπάθεια εξευτελισμού σου,τη σαδιστική μανία και αλαζονεία της εξουσίας,χωρίς ψυχικά τραύματα,που λένε,πώς ν' αντιπαλέψεις για χρόνια ολόκληρα,αν όχι για όλη σου τη ζωή,τη σκόπιμη βία στο σώμα σου και στο μυαλό σου.Θαρρώ πως μονάχα μια βαθιά και μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου,γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μια πολιτική πράξη,αλλά μια βαθιά κοινωνική παιδεία,μια πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους,τη φύση και τα πράγματα,έτσι και ο επαναστάτης δε μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος,αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος..."
Συγκλονιστικό... Ατόφια ιστορία, κομμάτια της οποίας δεν μαθαίνουμε δυστυχώς. Η σκέψη του Μίσσιου είναι αποτυπωμένη στο χαρτί σαν πίνακας του Πόλοκ... Σκόρπια κομμάτια που όμως αν τα δεις απομακρυσμένα έχουν μια συνοχή που είναι αποκαλυπτική. 100% δίκαιος ο συγγραφέας και απέναντι στις ιδέες του και στους αντιπάλους του. Κατανέμει την ελληνική πραγματικότητα εκεί που τις αξίζει και αποδίδει αυτά που αναλογούν στον καθένα. Ο τίτλος αν μη τι άλλο είναι ένα παράδειγμα καθώς αντικατοπτρίζει το παρόν πολύ εύστοχα λες και ο Μίσσιος το έβλεπε να έρχεται. Ένας ασυμβίβαστος περιγράφει την Ελλάδα του 2017,διηγούμενος τη ζωή του, και μας θλίβει με το πόσο δίκιο έχει. Το μόνο παρήγορο είναι οτι ακόμη και στα δύσκολα τότε χρόνια ο έρωτας και ως πράξη αλλά και ως κατάσταση έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο και ήταν αποκούμπι πολλές φορές,που μας κάνεις να ελπίζουμε για το μέλλον.
"όταν μάλιστα την ιστορία δεν την ζεις ακαδημαϊκά, που λένε, αλλά ερωτικά, δηλαδή ζεις κάθε μέρα με το θάνατο. Γιατί τι άλλο είναι και ο έρωτας παρά η γέννηση ενός θανάτου?"
Απαραίτητο συμπλήρωμα του '...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς', αναγκαίο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται για μαρτυρίες-βιώματα της σύγχρονης Ελλάδας.
'Τι να πεις τώρα πια είναι τόσο γνωστά αυτά τα πράγματα όσο και οι λαχανίδες, δηλαδή τι σόι σοσιαλισμό κάνανε και πόσα εγκλήματα γίνανε στο όνομά του... Η πίκρα μου από τούτο το ταξίδι μέσα στ'όνειρό μου ήτανε τόση και τέτοια, ώστε ήθελα να φύγω, να γυρίσω στην Ελλάδα. Μ'έπιασε τρόμος μην τυχόν και ξαναγίνει δικτατορία στην Ελλάδα και αποκλειστώ στη Σοβιετική Ένωση. Φαντάζεσαι τον πόνο που έτρωγε τα σωθικά μου,,,'
Δύσκολο να προσθέσει κανείς κάτι ουσίας σε όλες τις καλές κριτικές που υπάρχουν ήδη. Ένα συγκλονιστικό, καταιγιστικό βιβλίο με ωμή αλλά γλαφυρή γλώσσα, σε βαθμό που σε κάνει να απορείς τα περί αμόρφωτου ανθρώπου που ισχυρίζεται ο Μίσσιος για τον εαυτό του. Γραμμένο (και διαβασμένο) με μια αναπνοή, χωρίς κεφάλαια, ενότητες κλπ, όπως θα έβγαινε η κουβέντα σε μια βραδιά. Στο τέλος αισθάνεσαι ότι τον ξέρεις χρόνια. Σε αντίθεση με το ...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, οι ιστορίες έχουν μια μίξη πολιτικής, εξορίας αλλά και απλά προσωπικές στιγμές κυρίως των παιδικών χρόνων του μαχαλά που μεγάλωσε που δίνουν ένα μαγικό τόνο κάνοντας την εικόνα του πιο ανθρώπινη και κατ’ επέκταση πιο ανατριχιαστικά τα άσχημα σημεία.
Όλο το βιβλίο είναι μια μόνο ανάσα. Είναι σαν να κάθεσαι με τον παππού σου, να σου βάζει λίγο τσίπουρο, να βγάζει ίσως και 2-3 ελιές, τον παππού που αγαπάς πολύ και δεν βλέπεις με το ζόρι, και να αρχίζει να σου λέει μια ιστορία για τα νιάτα του. Τόσο ακαθοριστο και ρευστό είναι το βιβλίο, σαν νήμα μπλεγμένο που μπορείς να δεις μόνο τις δύο άκρες του, όχι το μήκος του. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου για εμένα και ίσως και το μεγαλύτερο, για κάποιους μειονέκτημα. Θέλει συγκέντρωση για να το διαβάσεις και αν καταλάβεις τι θέλει να περάσει ο χρονης, αν μπεις στον κόσμο του γίνεται μαγικό. Αν όμως δεν δώσεις την πρέπουσα προσοχή ίσως να φανεί ανιαρό, απλά διακεκομμένες ασυναρτησίες. Είναι από τα ωραιότερα βιωματικά βιβλία που έχω διαβάσει και θα το έβαζα πιο πάνω ακόμα και από το καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Το πιο ενδιαφέρον απ όλα όμως είναι πως ένας άνθρωπος στην ουσία αγράμματος και αναλφάβητος μέχρι τόσο μεγάλη ηλικία, κατάφερε να μεγαλουργήσει και να προσφέρει τόσο απλόχερα στις ελληνικές Τέχνες.
«Όμως το πρόβλημα είναι ότι φτιάξαμε ένα Τεχνοκρατικό πολιτισμό που αντί να υπηρετεί τον άνθρωπό έκανε τον άνθρωπο υπηρέτη του. Συγκροτήσαμε ένα σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης διανομής και υπηρεσιών που αντί να λειτουργεί προς όφελος της κοινωνίας και του ανθρώπου λειτουργεί πια σε βάρος του ένα σύστημα που ακολουθεί την δικιά του αυτόνομη εφιαλτική πορεία έξω από τον άνθρωπο και τις πραγματικές του ανάγκες».
« Της λέω κοίτα να δεις και τα δικαιώματα του θηλυκού ανθρώπου δεν μπορούμε να τα κατακτήσουμε παρά μονάχα μέσα από την καλλιέργεια της ανθρωπιά και των συναισθημάτων όχι με την κατάργηση τους γιατί τότε απλά…»
«Χαμογέλα ρε, τί σου ζητάνε;» Χρόνης Μίσσιος Κανένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής δε θα κατάφερνε ποτέ να οδηγήσει σε ένα βιβλίο τόσο συγκλονιστικό, τόσο μοναδικό, όσο κατάφερε η παραληρηματική και χωρίς ειρμό γραφή του Χρόνη Μίσσιου. Ένας επαναστάτης αυθεντικός και ειλικρινής, που μιλάει με τον αυθορμητισμό ενός μικρού παιδιού κι ύστερα το γυρνάει απότομα στην υψηλή λογοτεχνία και σε έναν λυρισμό δίχως προηγούμενο, που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Ακόμα, για σας που σας ενδιαφέρει η σύγχρονη ιστορία της χώρας, το βιβλίο αυτό έχει να πει πολλά για την περίοδο από τη Γερμανική Κατοχή μέχρι και μετά την πτώση της Χούντας, όταν δήθεν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία... Εγώ προσωπικά λατρεύω να διαβάζω ιστορία μέσα από λογοτεχνικά, βιωματικά βιβλία. Πόσο μάλλον όταν γράφονται από έναν άνθρωπο που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή ως εξόριστος και πολιτικός κρατούμενος, με αυταπάρνηση και αυτοθυσία κι ύστερα δε δίστασε να κάνει σκληρή κριτική σε όλο το κίνημα που εκπροσωπούσε αλλά και στον εαυτό του τον ίδιο. Πόσες αλήθειες μπορούν να χωρέσουν 220 σελίδες; Με το Μίσσιο πολλές...
[Έχετε μπει ποτέ μέσα σ’ένα ανθρώπινο βλέμμα, είδατε ποτέ μάτια ανθρώπου ερωτευμένου, φοβισμένου, συνεπαρμένου απο μύθους και οράματα; Όσο μικρός και ταπεινός - κατά τα δικά σας πάντα κριτήρια- κι αν είναι, βρε καργιόληδες, ένας άνθρωπος, είναι πάντα ένας κόσμος ολόκληρος…] Δεν μπορώ να διαβάσω Μίσσιο και μετά να μην νιώθω ικανοποίηση και ανακούφιση. Αυτό το συναίσθημα του βλέπω την ομορφιά στην ασχήμια των πραγμάτων… Όλα του τα βιβλία μπλεγμένα μεταξύ τους κι οι ιστορίες η μία μέσα στην άλλη αλλά οι αφηγήσεις του πάντα πανέμορφες. ΥΓ: το συγκεκριμένο είναι κάτι σαν sequel του Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς.
Ένα βιβλίο που μαθαίνεις κάποια πράγματα για την ιστορία της νεότερης Ελλάδας αλλά με γραφή τόσο άναρχη και χωρίς δομή που ήταν υπερβολικά κουραστικό. Έπρεπε να διαβάζεις 2 και 3 φορές κάποια κομμάτια ή να κανεις πολλά μπρος-πίσω...