Μια καλοκαιρινή βαρκάδα και μια ερωτική επιστολή ήταν αρκετά για να αποκαλυφτούν τα καλά κρυμμένα από καιρό συναισθήματα που έτρεφαν μεταξύ τους η Στέλλα Βιολάντη και ο Χρηστάκης Ζαμάνος. Εκείνη όμορφη, περήφανη, ξεχωριστή προσωπικότητα από πλούσια οικογένεια. Εκείνος, γοητευτικός και περιζήτητος, εργαζόταν στο Αγγλικό Τυπογραφείο της περιοχής. Κανείς τους δε σκέφτηκε ότι η αγάπη τους έπρεπε να δοκιμαστεί. Έτσι όταν η Στέλλα Βιολάντη έγραφε τη φράση «Σ’ αγαπώ» πάνω σε μια κόλλα χαρτιού, με μια μαργαρίτα στην κόχη δεν μπορούσε να φανταστεί ότι χάραζε την αιώνια καταδίκη της. Μια καταδίκη που την όρισε ο ίδιος ο πατέρας της, ο Παναγής Βιολάντης. Ένα κοινωνικό κατεστημένο των αρχών του 20ού αιώνα έδωσε στον Ξενόπουλο την αφορμή να πλάσει μια ξεχωριστή ηρωίδα που εξυψώνεται στα όρια του ιδανικού, αποτελώντας πρότυπο μιας άλλης καλύτερης ζωής, διαφορετικής απ’ αυτή που ζούνε, την άπνοη και τετριμμένη, όλοι οι γύρω.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα. Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του. Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού. Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Ο Ξενόπουλος έγραψε με την ίδια επιτυχία και δράματα και κωμωδίες κυρίως με θέμα τον έρωτα. Τα έργα του είναι ηθογραφίες που αναδεικνύουν τη ζωή μιας εποχής η μιας τοπικής κοινωνίας, τοπικές και εποχικές ιδιαιτερότητες παίρνουν συχνά ισχύ άγραφων νόμων που επιβάλλονται μέσα από την κοινωνία. Τα έργα του ταξινομούνται είτε στη Ζάκυνθο είτε στην Αθήνα και ο Ξενόπουλος έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των δύο Σχολών, της Αθηναϊκής και της Επτανησιακής. Ο Ξενόπουλος πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1951 στην Αθήνα μακριά από το αγαπημένο του νησί.
Θεατρικό και ξεχωριστό με την υπερβολή που διακρίνει τον Ξενόπουλο μας ταξιδεύει με ρομαντισμό σε μια παλιότερη εποχή γεμάτη στεγανά αγκυλώσεις και ένα άγονο καθωσπρεπισμό, που οδήγησε στο τέλμα την πρωταγωνσίστρια.
Δύο ιστορίες, για δύο γυναίκες - τη Στέλλα Βιολάντη και την Ισαβέλλα - στη Ζάκυνθο στα τέλη του 19ου αιώνα, που αντιμετωπίζουν διαφορετικές - μα και ταυτόχρονα - παρόμοιες δυσκολίες.
Πόσο με συγκίνησε η ιστορία της Ισαβέλλας και ο πόνος της μοναξιάς της.
Η Στέλλα Βιολάντη βίωνε εμπειρίες που δεν με άγγιξαν τόσο, ίσως γιατί δεν πρόλαβα να την γνωρίσω όσο θα ήθελα.
Χωρίς να ρομαντικοποιούμε τις συνθήκες που βίωναν οι γυναίκες της περιόδου εκείνης, ανακινούμε τα ψήγματα της ζωής αυτών των δύο κοριτσιών και βρίσκουμε δύναμη και διαχρονικότητα στους χαρακτήρες τους.
Σκληρά μου φέρθηκε αυτό το βιβλίο πόνεσε η ψυχούλα μου αλλά δείχνει πραγματικά τα προβλημα εκείνης της εποχής τη θέση της γυναίκας πόσο ταπεινωτικα τους συμπεριφερονταν και σε πόσο μειονεκτική θέση ήταν Μέσω της πρωταγωνιστριας βλέπουμε πως πρέπει να υπάρχει ελευθερία και ατομικότητα Η γυναίκα Να παλέψει για τη θέση της και τα δικαιώματα της . Να κάνει αυτό που εκείνη θέλει να ερωτευτεί όποιον θέλει να σπουδάσει να δουλέψει να ταξιδέψει να ζήσει όπως θέλει εκείνηω
«Κι αν δεν ξαναγυρίσουμε εδώ ποτέ, ακόμα καλύτερα». «Ναι. Μαζί σου κι όπου θέλεις!»
Η Ισαβέλλα ανατρίχιασε. Τον ίδιο αυτό λόγο, χτες, τον είχε ακούσει κι από τον Έννερη. Είχαν κάνει οι δυο τους την ίδια ομιλία. Και τούτη δω, σήμερα, της φαινόταν σαν ένας αντίλαλος απατηλός, σα μια αντανάκλαση φλόγας σε γυαλί, σαν κάτι που έμοιαζε πολύ με την ευτυχία που είχε χάσει, μα που δεν ήταν αυτή, δεν ήταν».
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να συγκρίνει τα συναισθήματα της ηρωίδας και με τους δυο άντρες είναι δοσμένες με τον πιο μελαγχολικά όμορφο τρόπο.
Η γραφή του Ξενόπουλου με μαγνήτισε από την πρώτη φορά που τον διάβασα στον Κατήφορο. Συνέχισα με τους Μυστικούς Αρραβώνες και έπειτα με την Αναδυόμενη.
Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στο διήγημα Ισαβέλλα που κυκλοφορεί μαζί με τη Στέλλα Βιολάντη. Η Στέλλα Βιολάντη, αν και είναι από τις ιστορίες που έχουμε συνδέσει πιο στενά με τον Ξενόπουλο, δεν μου άρεσε. Η πλοκή ήταν πολύ βίαιη, πολύ σκοτεινή.
Η Ισαβέλλα ήταν μια ακόμη πιο σκοτεινή ιστορία, αλλά τόσο αριστουργηματικά γραμμένη, που με άγγιξε.
Δεν είναι ένα βιβλίο που θα σας προκαλέσει συναισθήματα χαράς, αλλά αν και εσείς αγαπάτε τον Ξενόπουλο εξίσου, δεν έχετε πάρα να το διαβάσετε…
Ξενόπουλος λοιπόν αυτή τη φορά. Αγαπημένος από παιδί με τον ποπολάρο να είναι η καψούρα μου η μεγάλη αν και νομίζω ότι περισσότερο τον αγάπησα λόγω της κινηματογραφικής μεταφοράς του, λάτρης αυτής της αναγνωστικής μυρωδιάς από έργα και εικόνες μιας άλλης εποχής, αποφάσισα να ξεκινήσω από εκείνον το προσωπικό τσάλεντζ που έθεσα στον εαυτό μου να διαβάσω ξανά ή για πρώτη φορά έργα παλαιότερα κυρίως ελλήνων συγγραφέων. Είναι λίγο τρομακτικό να βλέπεις ρε παιδί μου πόσο επίκαιροι ήταν κάποιοι και πόσο τα γραπτά τους παρά την υπερβολή του λόγου του Ξενόπουλου στέκονται ακόμα και σήμερα. Ηρωίδες στα πλαίσια της πατριαρχικής κοινωνίας και του δήθεν καθωσπρεπισμού που αγωνίζονται για να ζήσουν τη ζωή τους όπως εκείνες επιλέξουν και όχι όπως τη ζει ο περίγυρος τους. Πατεράδες, υποδείγματα ανδρών για την κοινωνία εκείνης της εποχής που θεωρούν ότι μπορούν να ορίζουν τα παιδιά τους, δέσμιοι απαρχαιωμένων αντιλήψεων περι υπολήψεως και ηθικής.
Αγαπώ πολύ τον Ξενόπουλο αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο κάπως δεν μου άρεσε. Οι δύο ιστορίες είναι λίγο μελοδραματικές αν και δεν τον χαρακτηρίζει αυτό, είναι γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και ειδικά της γυναικείας. Ίσως τα έγραψε για ένα συγκεκριμένο κοινό. Συνοψίζοντας λοιπόν αν και δεν είναι απο τα καλύτερα του είναι καλογραμμένο όπως πάντα. Διαβάζεται εύκολα.
Ο Ξενόπουλος έχει γράψει αρκετές ιστορίες με το ίδιο θέμα, τον έρωτα σε αντιπαραβολή με την κοινωνική τάξη των δύο πλευρών, αλλά το νόημα αυτής της ιστορίας συμπυκνώνεται στην τελευταία του σελίδα. Μια ιστορία που καταπιάνεται με μια όχι πολύ δημοφιλή πλευρά του έρωτα τον 19ο αιώνα.
Από τα πιο όμορφα και κατανοητά λογοτεχνικά βιβλία. Για μένα ήταν μια μύηση στη γραφή του Ξενοπούλου και σίγουρα θα διαβάσω κι άλλα βιβλία του μετά από αυτό.