Το Τότε που ζούσαμε εκτός από ένα μαγευτικό βιβλίο αναμνήσεων, εκτός από ένα βιβλίο με συγκλονιστικές μαρτυρίες, με γοητευτική ατμόσφαιρα και με ιδέες τολμηρές και ανατρεπτικές, μας βοηθά σήμερα να θυμόμαστε πως τίποτε στη ζωή δεν μας χαρίζεται -ούτε στους ανθρώπους ούτε στους λαούς- αν δεν πολεμήσουμε και αν δεν αντισταθούμε.
Τέλειωσα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου με τίτλο «Τότε που ζούσαμε». Δεν είναι από τα βιβλία που λάτρεψα αλλά δεν το μίσησα κιόλας. Μου άφησε μια γλυκόπικρη αίσθηση στο τέλος και όσο το διάβαζα είχα ένα αίσθημα καχυποψίας. Σα να ήθελε να στρογγυλέψει τα πράγματα για τον εαυτό του, ενώ με τους άλλους δεν είχε πρόβλημα να τα λέει όλα έξω από τα δόντια. Στα συν του έργου, το πλούσιο, ακόμα και σκαμπρόζικο χιούμορ του και η ικανότητα να ζωντανεύει το παρελθόν με τρόπο κινηματογραφικό, ολοζώντανο, να σε βάζει στην καρδιά των γεγονότων. Καλύτερα μάλιστα να βάφτιζε ο Πανσέληνος το έργο του «Όπως τα έζησα, τότε» και όχι «Τότε που ζούσαμε».
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, κάνει αναφορά για τα νεανικά του χρόνια στην Μυτιλήνη, όπου γεννήθηκε στα 1903. Για το σχολείο, τους πρώτους έρωτες, την ένωση του νησιού με την Ελλάδα (και τους Παλαιοελλαδίτες), τους οίκους ανοχής, τους πρόσφυγες της Μικρασίας (τότε που γνωρίστηκε και με τον Βενέζη) τις καλλιτεχνικές ομάδες της επαρχίας και τις πολιτικές ζυμώσεις, την επίσκεψη που έκανε ο Ψυχάρης στο νησί (γι’ αυτόν λέει πολλά που ποτέ δεν διάβασα σε καμιά επίσημη βιογραφία), για το ξύλο που έφαγε ο Γεώργιος Παπανδρέου κα.
Μετά, στο δεύτερο μέρος μιλάει για τη ζωή στην Αθήνα και τις σπουδές του στη Νομική. Εκεί δεν κατάλαβα καλά, δεν θέλει να εξηγήσει ο ίδιος, την σχέση του με την Αριστερά και το κομμουνιστικό κόμμα, ούτε μπόρεσα να ξεκαθαρίσω το είδος του σοσιαλισμού που πρέσβευε, σε άλλα ωστόσο θέματα είναι πιο διαφωτιστικός, αναφέρεται στην επίσκεψη του Παναΐτ Ιστράτι στην Αθήνα το 1928, που προκάλεσε σκάνδαλο και μια δίκη (παρωδία). Και για τον Πέτρο Πικρό μιλάει, αλλά πάλι κι εκεί αρχίζει τα μισόλογα. Ωστόσο τον Στρατή Μυριβήλη, τον συμπατριώτη του, τον κατακεραυνώνει αλύπητα, ο Μυριβήλης ήταν μεταξικός, δηλαδή χουντικός παρόλο που η χούντα απαγόρευσε τα έργα του (αυτό πως γίνεται, δεν κατάλαβα). Λέει κι άλλα για το ιδιώνυμο και την παρακμή του Βενιζέλου και τους δικαστές που καταπατούν τα συνταγματικά δικαιώματα (ούτε αυτό κατάλαβα πως γίνεται).
Στο τέλος μιλάει για τις περιπέτειές του κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι εκεί λέει πολλά για τα μαύρα εκείνα χρόνια. Πως πέρα από τον όποιο πατριωτισμό επικρατούσε σύγχυση. Λέει και διάφορα για τον Καραγάτση. Του βγάζει κι αυτουνού κάμποσα άπλυτα στη φόρα. Μιλάει και για το θέατρο του Κουν. Αλλά ειδικά εκεί που έρχονται οι ταγματασφαλίτες να τον πιάσουν, εκεί πια… καρδιοχτύπησα από την αγωνία…
Αναρωτιέμαι, τέτοια βιβλία, γιατί δεν μας τα έδιναν να τα διαβάζουμε από το δημοτικό; Ήταν ανάγκη να μεγαλώσω με μια ενοχή για την μηδαμινότητά μου και την ανεπάρκειά μου μπροστά σε όλα αυτά τα ιερά τέρατα, την ώρα που απογυμνωμένοι από το λούστρο τους αποδεικνύονται, μέσα από τις αδυναμίες του, τόσο μα τόσο ανθρώπινοι; Και πως περιμένει κάποιος, τα παιδιά μας να καταλάβουν την ιστορία μας αν δεν τους πούμε αλήθειες; Και γιατί η ιστορία να είναι «ένδοξη»; Από την άλλη και η αποδόμηση που επιχειρείται σήμερα είναι άγαρμπη. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να ιστορούμε τα πράγματα βλέποντας τα καλά και τα κακά μέσα από ένα φίλτρο ψυχραιμίας και σωφροσύνης, για να μάθουμε επιτέλους πώς να γινόμαστε καλύτεροι. Πάντως προσωπικά μετά από αυτά που έμαθα για τον Μυριβήλη, σα να τον συμπάθησα λίγο. Η γενιά του τριάντα δεν αποτελούταν από τίποτε πέτρινους γίγαντες, αλλά από ανθρώπους, που η ανάγκη τους έκανε κι αυτούς ανθρωπάκια. Ανθρωπάκια όπως είμαι κι εγώ και ο κάθε ταλαίπωρος κι αυτός ο συμβιβασμός, που δεν έχει κανένα ηρωικό μεγαλείο, είναι τελικά τόσο, μα τόσο πολύ ανθρώπινος. Τελικά η αλήθεια, μετά το πρώτο σοκ λειτουργεί απολυτρωτικά. Σαν το φως που μετά το σκοτάδι, πονάει τα μάτια, ύστερα όμως αποκαλύπτει τις ομορφιές της όρασης.
Στην αλλοτριωμενη ψυχή μας τώρα όλα φτηνεψαν- πέθαναν τα πνεύματα που τύλιγαν τη ζωή με μαγεία. Η ζωή και ο θάνατος φαίνονται να ναι συμβατικά σα διπλωματικές δεξιώσεις. Στην κοινωνία που η ανθρώπινη φύση θα ξαναβρεί τα δικαιώματα της, θα κυβερνήσει πάλι τη ζωή μας η φαντασία
Είναι ένα από τα ωραιότερα βίβλία που έχω διαβάσει ποτέ. Το αυτοβιογραφικό "Τότε που ζούσαμε" του μυτιληνιού Ασημάκη Πανσέληνου (γράφτηκε το 1973 και εκδόθηκε πρώτη φορά το 1974) είναι πολλά πράγματα ταύτοχρονα: είναι εισαγωγή στην νεοελληνική ιστορία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα• είναι εισαγωγή στην νεοελληνική λογοτεχνία της ίδιας περιόδου• είναι εν μέρει και λαογραφία• είναι, τέλος, λαϊκή σοφία και λαϊκή γλώσσα (φανατικός δημοτικιστής γαρ ο συγγραφέας). Τότε που ζούσανε λοιπόν, ο πολιτισμός, μαζί κι ο φορέας του, ο ελληνικός λαός, πάσχιζαν να βγουν από την καταχνιά και να στρώσουν ένα παρόν κι ένα μέλλον. Αυτό γράφει ουσιαστικά ο Πανσέληνος.
Αριστούργημα!Πριν τον υιό Αλέξη Πανσέληνο ας διαβάσουμε αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο,μια βιογραφία της χώρας μας των αρχών του 20ου αιώνα με μια μοναδική γλαφυρότητα,το οποίο δεν θα κρύψω ότι συναγωνίζεται τα αντίστοιχα ιστορικά πονήματα...
Απεικονίζει την εποχή του, και, προπαντός, τις αντιλήψεις του συγγραφέα και του κύκλου του με τρόπο πιστό και χρήσιμο. Κι αυτό είναι το επίτευγμά του. Όμως οι δημοτικιστές εκείνων των εποχών, σήμερα μάλλον κουράζουν. Η γλώσσα τους ακούγεται τόσο επιτηδευμένη όσο κι η καθαρεύουσα που αντιπαλεύαν, μερικές φορές και περισσότερο. Ταυτόχρονα, υπάρχει και μία εμμονή του συγγραφέα, πολύ συχνή σε ανθρώπους αυτής της εποχής, να αφηγηθεί αδιάφορες ερωτικές λεπτομέρειες με έναν τρόπο που σήμερα θεωρείται ξεκάθαρα σεξιστικός. Εξίσου ενοχλητική είναι η απέχθεια που ο συγγραφέας νοιώθει για τους παλιοελλαδίτες
"Είταν και κάτι παράξενο που γενόταν τις μέρες εκείνες. Κάτω από τον ίσκιο του θανάτου που παραμόνευε σε κάθε γωνιά, ο έρωτας, όπου μπόρειε, αποτίναζε κάθε σύμβαση και ξανάβρισκε εκείνη την αρχέγονη αγνότητά του. Κυνηγημένοι, σαν τα θηρία οι άνθρωποι, αλλάζαν κάθε βράδυ κρυψώνα. Κι όταν δυο αλλόφυλα πλάσματα βρισκόταν στο ίδιο κρησφύγετο, η διαπίστωση πως δεν είχαν πεθάνει (που εκείνες τις μέρες έπρεπε να γενόταν λεφτό με το λεφτό) ξυπνούσε βίαια το ένστιχτο κι έπεφτε ο ένας στην αγκαλιά του αλλουνού, με δύναμη πληγωμένης ζωής..." (Σελ 436-437)
Ο Ασημάκης Πανσέληνος, γράφει ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, ένα ημερολόγιο στις στράτες της ιστορίας του λαού μας από πριν το 1920 στη γενέτειρά του, Μυτιλήνη ως το μαρτυρικό 1944, όπου ο λαός της Αθήνας (και όχι μόνο), βίωνε την κορύφωση της θηριωδίας των Γερμανών Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους, μετέπειτα "νικητών" και στελεχών του κρατικού μηχανισμού. Και παρά το ότι στο συγκλονιστικό αυτό ημερολόγιο, αποτυπώνεται έντονα και δικαιωματικά η προσωπική του άποψη για τα πολιτικά, ιδεολογικά, κοινωνικά δρώμενα, δεν χάνει στο ελάχιστο την ιστορική του δύναμη και αφήγηση. Μια αφήγηση, που έχει απόλυτο το χαρακτήρα ενός υπέροχου λυρικού κειμένου, που σε ρουφάει ασταμάτητα στις σελίδες του, χωρίς ίχνος κούρασης ή βαρυγκόμιας.
"Η γενιά μας, (γράφει), αναμετρήθηκε σύσσωμη με το θάνατο, ήπιε σταλιά σταλιά το φαρμάκι του, μα υπήρξε προνομιούχα. Έζησε με ένταση κι ενθουσιασμό μια μια τις στιγμές ενός πολυτάραχου αιώνα και φεύγει τώρα πιστεύοντας πως έκανε κάτι, για να νιώσουν οι άνθρωποι σ' όλες της γης τις γωνιές, πως η ανθρώπινη ιδιότητα καθαφτή είναι έννοια σύμφυτη με δικαιοσύνη και λευτεριά"
«Πολλούς ανθρώπους τους τρομάζουν οι λέξεις· και σήμερα, όπως πάντα, ιδιαίτερα σα να μιλούν για την αρρώστια, το σεξ και το διάβολο. Κι όμως ποτέ δε θα μπορέσει ν' αποχτήσει πνευματική και ηθική αρτιότητα ως άνθρωπος, α δεν συνηθίσει να μεταχειρίζεται απροκατάλυπτα όλες τις λέξεις της γλώσσας και να αντικρίζει με τον πρεπούμενο σεβασμό τις ερωτικές λειτουργίες του σώματος του».
«Πριν όμως από την οικονομική εξυγίανση, στα άτομα είναι η τιμή. Και η τιμή μια χώρας είναι η ελευθερία. Κι όταν ένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί στους πολίτες του την ελευθερία, δεν έχει λόγο να υπάρχει. Πάντα είχα την εντύπωση πως μια χώρα που χάνει την ελευθερία της για να εξυγιανθεί οικονομικά, μοιάζει με μία γυναίκα που πορνεύεται για να φτιάξει προίκα. Όσοι οικονομολόγοι πιστεύουν το αντίθετο είναι γομάρια. Τώρα κι εμείς χάσαμε την ηθική μας υπόσταση και μαζεύουμε κατοστάρικα».
«Όταν οι αξίες που ξεχωρίζουν το ανθρώπινο γένος κιντυνεύουν να αφανιστούν, βρίσκονται πάντα κάποιοι άξιοι, ή και ανάξιοι, να τις στηλώσουν».