"Ο κ. Άγγελος Τερζάκης, γνωστός λογοτέχνης της νεωτέρας γενεάς, εξέδωκε το μυθιστόρημα "Η Μενεξεδένια Πολιτεία". Συμβολικός ο τίτλος. 0 Γιάννης Μαρούκης, ένας νέος δικηγόρος, έπειτα από πολλές ψυχικές δοκιμασίες, ηθικός πέρα ως πέρα, ιδεολόγος και άνδρας, με την ευρύτερη σημασία, κοιτάζει την Αθήνα "που ποτέ του δεν την είχε φαντασθεί τόσο πλατιά, τόσο μεγάλη". Και ονειροπολεί, και φιλοσοφεί δίπλα στην αγαπημένη του Σοφία, και "μ' ένα γνέψιμο σιωπηλό υψώνει το δάχτυλο και δείχνοντας αντίκρυ: Ή μενεξεδένια πολιτεία', λέει σιγανά, και στα χείλη του τρεμοπαίζει ένα γλυκόπικρο χαμόγελο. Η ηδονή της καρτερίας".
"Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος διαγράφονται αδρά και ουσιαστικά. Σκέψις και αίσθημα, μια πλατύτερη φιλοσοφία δίνει την σύνθεσι του νέου έργου που ικανοποιεί τον αληθινά διανοούμενο κόσμο".
Μιχ. Ρόδας "Η Πνευματική Κίνησις. Μεταφράσεις - Ποίησις - Μυθιστόρημα" "Ελεύθερον Βήμα" Δευτέρα 7 Ιουνίου 1937
Ένα γνήσιο αθηναϊκό μυθιστόρημα που άφησε εποχή. Ο ύμνος και το δράμα μιας Αθήνας που χάνει την όψη της ειδυλλιακής πόλης, ενόσω τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου αρχίζουν να συνθέτουν το νέο τοπίο από την παλαιότερη εκείνη εποχή η «Μενεξεδένια Πολιτεία» διατήρησε τη γοητεία των περασμένων καιρών, τη νοσταλγία, την αφέλεια, την αρχοντιά τους. Χαρακτηριστικά που προσωποποιούνται στον Μελέτη Μαλβή, παλιό δικηγόρο, που η γυναίκα του τον άφησε λίγο μετά το γάμο τους για να ακολουθήσει τον τυχοδιώκτη εραστή της. Η ευγενική μορφή της κόρης του Σοφίας, ο υπερευαίσθητος Γιάννης Μαρούκης, αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος, περιγράφονται όλα με την ιδιαίτερη διεισδυτικότητα του Τερζάκη και μένουν για πάντα στη μνήμη του αναγνώστη.
Ορισμένες σελίδες της «Μενεξεδένιας Πολιτείας», όπως η περιφορά του Επιταφίου της Μεγάλη Παρασκευή στην Πλάκα, η ερωτική σκηνή στο Δαφνί, η περιγραφή της Αθήνας ιδωμένης από εκείνο το δάσος, ο θάνατος του πατέρα, θεωρούνται κλασικές.
Greek writer of the "Generation of the '30s". He wrote short stories, novels and plays.
He was born in Nafplion in 1907 and lived there until 1915, when he moved to Athens, where he finished school and studied law at the University of Athens. He made his first appearance in Greek literature in 1925 with the short story collection The Forgotten. He took part in the war of 1940 and documented this experience in some of his short stories and especially in his book April. In 1969 he was awarded the prize of Literary Excellence (Αριστείο Γραμμάτων) of the Athens Academy.
He died on 3 August 1979 in Athens.
His son, Dimitri Terzakis, is a noted composer.
Novels Prisoners (Δεσμώτες, 1932) The Decay of the Tough Ones (Η παρακμή των Σκληρών, 1933) The Purple City (Η Μενεξεδένια Πολιτεία, 1937) Princess Isambo (Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, 1945) Journey with Esperus (Ταξίδι με τον Έσπερο, 1946) The Twilight of Men (Το λυκόφως των ανθρώπων, 1947) Without God (Δίχως Θεό, 1951) The Secret Life (Η μυστική ζωή, 1957) The Novel of the Four (Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, 1958) (written together with Karagatsis, Myrivilis and Venezis)
Short story collections The Forgotten (Ο ξεχασμένος, 1925) Automn SYmphony (Φθινοπωρινή συμφωνία, 1929) Of Love and of Death (Του έρωτα και του θανάτου, 1943) April (Απρίλης, 1946) Affection (Η στοργή, 1944)
Plays Emperor Michael (Αυτοκράτωρ Μιχαήλ, 1936) Wedding March (Γαμήλιο Εμβατήριο, 1937) The Cross and the Sword (Ο σταυρός και το σπαθί, 1939) Helots (Είλωτες, 1939) The Master (Ο εξουσιαστής, 1942) The Great Game (Το μεγάλο παιχνίδι, 1944) Pure (Αγνή, 1949) Theofano (Θεοφανώ, 1956) Night in the Mediterranean (Νύχτα στη Μεσόγειο, 1957) The Happiness Ransom (Τα λύτρα της ευτυχίας, 1959) Thomas the Two-Souled One (Θωμάς ο δίψυχος, 1962) The Ancestor (Ο πρόγονος, 1970)
Ποσο καιρό είχα να διαβάσω ελληνικό βιβλίο που να με κάνει να θέλω να διαβάσω περισσότερη ελληνική λογοτεχνία. Υπολογίζω απο το λύκειο και το αριστουργηματικό Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού.
Ο Τερζάκης συνδυάζει Ντοστογιέφσκι και Μπαλζάκ (και λίγο απο Χάμσουν) σε αυτό το μυθιστόρημα του, φέρνοντας το στα μέτρα της τότε ελληνικής κοινωνίας. Ο πατήρ Μελέτης Μαλβής έχει όλη την τραγικότητα και την συγκινητική αφέλεια του Πατέρα Γκοριό. Ο γιός του ο Ορέστης όλη την σκληρότητα, την περιφρόνηση και την φιλοδοξία αντίστοιχων μπαλζακικών ηρώων. Ο Γιάννης Μαρούκης απο τις πρώτες γραμμές θα σου θυμίσει ήρωα του Χάμσουν και του Ντοστογιέφσκι. Και όλα αυτά με τον πανέμορφο και γοητευτικό οσο και άμεσο λόγο του Τερζάκη. Βαθιά φιλοσοφημένο μα ποτέ κουραστικό.
Περισσότερη ελληνική λογοτεχνία για μένα σίγουρα απο δώ και στο εξής.
Είχα απογοητευτεί τελευταία, έχω διαβάσει αρκετά βιβλία αυτό τον καιρό, τα περισσότερα δεν υπάρχουν καν στο GR, μου άφησαν αίσθηση ματαιότητας, αδιαφορίας, σαν αυτό που εθίζεσαι να διαβάσεις όσο πιο πολλά μπας και πάρεις το ένα που θα σου έδινε ένα μεγάλο έργο. Όσο ευχάριστη έχει αποδειχτεί μέχρι στιγμής στο θέμα της Φιλοσοφίας, η χρονιά, τόσο αδιάφορη και βαρετή υπήρξε για τη Λογοτεχνία. Πίστευα πως τελικά το 2017 θα περάσει με μόνο θησαυρό τη Νύχτα της Λισαβώνας. Είναι λίγο; Όχι βέβαια. Αρκεί. Αλλά εγώ δε μπορώ να μείνω χωρίς κάτι να διαβάζω και δε μπορούσα να διαβάσω κι άλλη ανοησία, ψευτοφιλοσοφημένες διαθέσεις και όλα αυτά που κάνουν μια καλή ιδέα, κακή στην εφαρμογή της.
Δεν έχω τις γνώσεις και τις εμπειρίες των περισσοτέρων από ‘σας και για να είμαι ειλικρινής γενικά τη σνομπάρω την ελληνική λογοτεχνία, διότι πλασάρει φόρα παρτίδα την ξενόφερτη επιρροή της και υιοθετεί εν γένει στοιχεία που δεν ταιριάζουν με τη ζωή του Έλληνα, κάποτε και τώρα. Ωστόσο ο Τερζάκης είναι μια ειδική περίπτωση. Δε θέλω να επαναλαμβάνομαι και να γράφω διαρκώς τα ίδια πράγματα. Συνοπτικά λοιπόν, πρόκειται για συγγραφέα που έγραφε τη δεκαετία του 30 και άρα κατά το μεσοπόλεμο. Αυτό παρουσιάζει μια γιγαντιαία διαφορά απ’ το να ανήκει σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις ομάδες, διότι δεν υπαγόταν. Το μπέρδεμα προκύπτει επειδή έγραφε την ίδια χρονική περίοδο και λόγω της προσωπικής φιλίας του με αρκετούς απ’ τους συγγραφείς αυτούς. Έχει σημασία αν ανήκε ή όχι; Έχει! Ο Τερζάκης διάβασε πάρα πολύ Φιλοσοφία και δη τους χαρακτηρισμένους ως πεσιμιστές: Σοπενάουερ και Νίτσε ( δε θα εκφράσω την προσωπική μου αντίθεση για το χαρακτηρισμό της φιλοσοφίας του πρώτου ως πεσιμιστική, διότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή ). Δεν είναι οι μόνοι τους οποίους διάβασε αλλά αυτοί κατά βάση τον επηρέασαν, μαζί με το Ντοστογιέφσκι και το Μπαλζάκ. Το αποτέλεσμα είναι πως τα έργα του χαρακτηρίζονται από νιχιλιστική ατμόσφαιρα , χαρακτήρες που δομούνται και αναπτύσσονται απ’ την αρχή ως το τέλος, ενότητα στο Φιλοσοφικό σύστημα του το οποίο διαφέρει απ’ όλων των προαναφερθέντων, βαθιά πεποίθηση πως ο Έρωτας υπερβαίνει τόσο το δαιμόνιο που περιγράφει ο Σοπενάουερ στη Μεταφυσική του έρωτα ( αναφορές γίνονται σε όλα του τα έργα, άμεσες όμως στη Μυστική Ζωή, στη Μενεξεδένια Πολιτεία και στα Προσωπικά Ημερολόγια ), όσο και ότι έχει πνευματική χροιά και λογισμό.
Παράλληλα με όλα αυτά οι άνθρωποι του Τερζάκη υποκινούνται από απωθημένα τα οποία είναι απτά τόσο σ’ εκείνους, όσο και σ’ εμάς αλλά αρνούνται να τα θεραπεύσουν ριζικά. Βλέπουν μεγαλύτερη απλότητα στη ζωή ακολουθώντας τις ορμές του αιτίου και όχι ψάχνοντας για τη λύση στην αιτία. Με αποτέλεσμα ακόμα και η χαρά με την παροδικότητα της να μην έχει μπρίο αλλά να ασπάζεται την άπνοια της επιπεδότητας.
Θεωρώ τον εαυτό μου πλούσιο που έχω διαβάσει τη Μενεξεδένια Πολιτεία με διπλή συνεπαγωγή επειδή έχω διαβάσει και έχω λατρέψει τη Μυστική Ζωή. Πρόκειται για έργα απόλυτα συνδεδεμένα. Στο πρώτο δεν έχει αποτάξει ακόμα αυτά που δεν ασπάζεται απ’ τη Φιλοσοφία, αλλά εξακολουθεί να εξετάζει παραλλαγές τους σε μορφή παραβολών και ιστοριών ( όπως στα διηγήματα του Έρωτα και του Θανάτου ), ενώ στο δεύτερο συντρίβει πλέον απερίφραστα και αμείλικτα ό,τι περισσεύει απ’ τη λογική του και απ’ την εμπειρία του πάνω στον εαυτό του, στους ανθρώπους και στην κοινωνία.
Υπάρχουν κι άλλες συγγένειες ανάμεσα στα δυο έργα, περισσότερο εμφανείς. Είναι συγγένειες παιδιού με γονέα, όσο και παππού με εγγόνι, ή ακόμη και της εμπαθούς πρώτης ξαδέρφης που ψυχανεμίζεται σε σένα, μια ανωτερότητα και γι’ αυτό όταν παίζετε στην αυλή φτιάχνοντας κοτσιδάκια η μια στην άλλη, σου τραβάει τα μαλλιά με μια επιφατική στοργικότητα και τελειομανία για το αποτέλεσμα. Δυο έργα παράλληλα και αντίθετα. Είναι όμως η Μυστική Ζωή τόσο μεγάλο έργο που γι’ αυτό το λόγο και μόνο η βαθμολογία της Μενεξεδένιας Πολιτείας είναι 4 αστέρια.
Τι μπορώ να σας πω για τη Μενεξεδένια Πολιτεία;
Κατ’ αρχήν, δεν είμαι γονιός, πιθανότατα δε θα γίνω, παρότι μου αρέσουν τα παιδιά. Ωστόσο δεν έχω ποτέ νιώσει και ούτε μπορώ να το ισχυριστώ το πως αισθάνεται ένας πατέρας. Υπάρχει κάποια σκηνή νομίζω κοντά στη σελίδα 134 όπου το ένιωσα αληθινά, πόσο θαυμάσιο και εφιαλτικό πρέπει να είναι εφ’ όρου ζωής να είσαι πατέρας. Αυτή λοιπόν είναι η μια συχνότητα του βιβλίου και αδιαφορώντας πλήρως για οποιονδήποτε εκφράζει την αντίθεση του, θεωρώ το έργο στον τρόπο που δημιουργεί τον Πατέρα, με τις λέξεις και τα ‘’άλεκτα’’ ισάξιο του Πατήρ Γκοριό και ακόμη πιο μεγαλειώδες.
Οι κόρες του Γκοριό είναι λιγότερο άγριες απ’ το γιο του Μαλβή, αλλά το ίδιο ανάλγητες. Είναι πολύ λίγα όσα μπορώ να γράψω. Θα επικαλεστώ όμως την ενοχή που ξέρω ότι έχετε όλοι μέσα σας όσο κι εγώ για τις φορές που πικράναμε τους γονείς μας. Ο γιός του Μαλβή ψηλαφίζει τον πόνο που προκαλεί και εισπράττει μια άγρια χαρά απ’ την ταπείνωση και την οδύνη που προκαλεί, θέλοντας να ξεπληρώσει τον πόνο του ως παιδιού για τον πατέρα που θεωρεί υπεύθυνο για την εγκατάλειψη απ’ τη μάνα επειδή δεν αποδέχτηκε τον άπιαστο χαρακτήρα της, μιας μάνας κομμένης και ραμμένης στα πρότυπα της βαρώνης Νύσινγκεν ( κόρης του Πατήρ Γκοριό ), μάνα που είναι περισσότερο αδερφή και φιλήδονο πνεύμα και γίνεται μάνα μόνο όταν κινδυνέψει να απομείνει με τη σιωπή ενός εαυτού που η πλήξη μιας ολόκληρης ζωής θα τον τρελάνει.
Για το ερωτικό ζευγάρι Μαρούκη και Σοφίας δε θα γράψω περισσότερα απ’ τα γενικά που έγραψα παραπάνω για τον Έρωτα του Τερζάκη, παρά μόνο πως ο Έρωτας του Τερζάκη είναι μοντέρνος, δε δέχεται τον εγκλεισμό του σε οποιοδήποτε κατεστημένο, πρόκειται για έναν Επαναστάτη που γι’ αυτό το λόγο δε μπορεί να εκφράζει αποκλειστικά και μόνο το δαιμόνιο του Έρωτα. Σε κάποιο σημείο συναντάμε ακόμη και τη γέννηση της Αγάπης, στο τέλος του βιβλίου, την υπέρβαση, τη μεταστοιχείωση του Έρωτα, εκεί που πια υπάρχει το συναίσθημα όσο και η αξιολόγηση που θα οδηγήσουν το Μαρούκη να θέλει και όχι απλά να έχει την υποχρέωση. Αν γράφω αινιγματικά είναι γιατί αλλιώς θα έπρεπε να γράψω περιστατικά του βιβλίου και αυτό θα ήταν άδικο για όσους δεν το έχουν διαβάσει. Αλλά είμαι πολύ χαρούμενος που το διάβασα.
Και τελικά η ίδια η Μενεξεδένια Πολιτεία, με το πλάτος της, την καθαρότητα και τη μη καθαριότητα της τι είναι αν όχι ένας τόπος που περιμένει τις επόμενες θυσίες του Πρωτομάστορα και του Αγαμέμνωνος, με τις θυσίες πρόθυμες να ανέβουν μόνες τους στο βωμό, ή στα θεμέλια, αρκεί να συνεχίσει να πλαταίνει και να υπάρχει, αποδεχόμενη όσους δέχονται τις χαλκομανίες – απολαύσεις και κατακεραυνώνοντας όσους τολμούν να ονειρεύονται πως υπάρχει κάτι περισσότερο από όμοιες κοπές.
Θεωρώ πως γράφω πολύ λίγα για το βιβλίο. Το αγαπώ, είναι στα φαβορί του 2017.
Παρ’ότι σαν λογοτέχνης μου είναι γνωστός σαν όνομα,είχα ένα μεγάλο κενό βλέποντας τα βιβλία του στο ράφι της βιβλιοθήκης,μέχρι να έρθει η σειρά τους.Εδώ μου έκανε εντύπωση η εξαιρετική περιγραφή και απεικόνιση της εποχής,πολύ όμορφες εικόνες και πολλές φορές ένιωθες το συναίσθημα των πρωταγωνιστών,είσαι σχεδόν πεπεισμένος ότι αυτό που διάβασες είναι πολύ κοντά στη πραγματικότητα.
"Όλα σ’αυτό τον κόσμο κάνουν κύκλο,όπου το τέλος εκεί κα�� η αρχή"
Μια μενεξεδενια πολιτεία που βυθίζεται στην καταχνιά, που χάνει την αίγλη της. Άνθρωποι δέσμιοι των επιλογών τους και των συνθηκών. Ένα μυθιστόρημα αστικού ρεαλισμού, εσωτερικού χώρου, που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί!!!
αστικός εκπρόσωπος της «γενιάς του '30», που έφερε τον αέρα της ανανέωσης στα ελληνικά γράμματα υπήρξε ο πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος Άγγελος Τερζάκης. Το 1937 καταξιώνεται με το μυθιστόρημά «Η Μενεξεδένια» Πολιτεία», που καταγράφει τις καθοριστικές εξελίξεις της μεσοπολεμικής Αθήνας και της κοινωνίας της «κατά την κρίσιμον φάσιν της μεταβολής της σε μεγαλούπολιν», όπως έγραφε σε μια παρουσίαση του βιβλίου στην Ακαδημία Αθηνών. Αναλυτικά τα βιωραφικά του συγγραφέα μπορείτε να τα δείτε εδώ και για το έργο του μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο εδώ. Το μυθιστόρημα ανήκει στο λεγόμενο αστικό ρεαλισμό. Η αφήγηση γίνεται σε γ΄ενικό πρόσωπο και είναι πολυεπίπεδη. Υπάρχει ένα σύνολο ηρώων που άλλοι διακρίνονται για την ηθική ευαισθησία και την καλοσύνη τους (όπως ο Μελέτης Μαλβής, η αγννή Σοφία, ο ευαίσθητος Γιάννης Μαρούκης) και άλλοι εκφράζουν την αρνηιτκή πλευρά της ζωής λειτουργούν τυχοδιωκτικά και μακιαβελικά όπως: η ΄Ολγα Βέλμερη, ο Ορέστης Μαλβής, ο Χεντρίτης. Χαρακτηριστικό απόσπασμα που παρουσιάζει το χαρακτήρα του Ορέστη είναι στη σελίδα 31 "Γιατί είχε ιδέες δικές του ο Ορέστης ο Μαλβής. Ιδέες για τη διάκριση των ανθρώπων σε κοινωνικές ποιότητες, άνωθεν κανονισμένες...όλα θα τα θυσίαζε, όλα, αν το καλούσε η ανάγκη"¨. Πράγματι ο Ορέστης αργότερα όντας πλέον απόφοιτος της Νομικής Σχολής θα απαρνηθεί την οικογένειά του και τον πατέρα του προτιμώντας να προσεγγίσει την εξαφανισμένη μητέρα του που του υπόσχεται μια άλλη κοινωνική ζωή, μια άλλη αισθητική και επαγγελματική καταξίωση. Προδίδει τον πατέρα του χωρίς αιδώ, χωρίς τύψεις. Η οίηση, η περιφρόνιση ανέκαθεν τον χαρακτήριζαν ως άνθρωπο ενώ πάντα η αδιαφορία και η αποξένωση των χαρακτήριζε. Απεναντίας η Σοφία, η αδερφή του είναι τρυφερή, ευγενική, πρόσχαρη, απλή και καταδεκτική. Στερείται μόρφωσης και παιδείας, αλλά διαθέτει ήθος και διέπεται από ηθικές αξίες και αλτρουισμό. Στο τέλος του βιβλίου απορρίπτει δυναμικά την απούσα μητέρα της και δε δέχεται τη συναλλαγή που της προσφέρει. Επομένως, παρατηρείται μια ισορροπία, αφενός από τη μια υπάρχει το υγιές, το ηθικά ακέραιο και θετικό κομμάτι της οικογένειας και της Αθήνας, που εκπροσωπείται από τον πατέρα και την κόρη, και αφετέρου το νοσηρό, το σάπιο, το κακό κομμάτι της οικογένειας και της πόλης που αντιπροσωπεύεται από τη μητέρα και το γιο.
Ένα γνήσιο αθηναϊκό μυθιστόρημα που άφησε εποχή. Ο ύμνος και το δράμα μιας Αθήνας που χάνει την όψη της ειδυλλιακής πόλης, ενόσω τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου αρχίζουν να συνθέτουν το νέο τοπίο από την παλαιότερη εκείνη εποχή η «Μενεξεδένια Πολιτεία» διατήρησε τη γοητεία των περασμένων καιρών, τη νοσταλγία, την αφέλεια, την αρχοντιά τους. Χαρακτηριστικά που προσωποποιούνται στον Μελέτη Μαλβή, παλιό δικηγόρο, που η γυναίκα του τον άφησε λίγο μετά το γάμο τους για να ακολουθήσει τον τυχοδιώκτη εραστή της. Η ευγενική μορφή της κόρης του Σοφίας, ο υπερευαίσθητος Γιάννης Μαρούκης, αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος, περιγράφονται όλα με την ιδιαίτερη διεισδυτικότητα του Τερζάκη και μένουν για πάντα στη μνήμη του αναγνώστη.
Μία πολύ αξιόλογη εκδοχή του λεγόμενου Αθηναϊκού Μυθιστορήματος, που μαζί με την δίτομη Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά, ιχνογραφεί την Αθήνα της δεκαετίας του '30 ζουμάροντας στην Πλάκα. Καμιά διάθεση εξωραϊσμού και νοσταλγίας από τη μεριά του συγγραφέα, παρά μόνο η αγωνία των κεντρικών ηρώων να διαχειριστούν με αξιοπρέπεια τη μοίρα τους "μέσα στον αναβρασμό της μεγάλης πολιτείας που περιμένει, ξένη και ασυγκίνητη". Παρά την τραβηγμένη δημοτική της εποχής (σε κάποια σημεία) το βιβλίο με κέρδισε και με συγκίνησε.
Το αγόρασα κατά λάθος (το μπέρδεψα με την "Μεθυσμένη Πολιτεία" της οποίας την τηλεοπτική μεταφορά θυμάμαι αμυδρά). Πρόκειται για ενδιαφέρον δείγμα του είδους του μυθιστορήματος που ονομάστηκε "αθηναϊκό". Αν σας αρέσει ο Ξενόπουλος και δε θα σας πείραζε μια πιο "σκοτεινή", πεσιμιστική εκδοχή των βιβλίων του, δοκιμάστε το.
Την γραφή του Τερζάκη την γνωρίζω, όσο μπορώ, περισσότερο από δοκιμιακά κείμενά του. Επειδή μου άρεσε, και επειδή δεν έχω διαβάσει όση ελληνική λογοτεχνία θα ήθελα, αποφάσισα να διαβάσω την Μενεξεδένια Πολιτεία, που μόνο και μόνο ο τίτλος μου έβγαζε κάτι νοσταλγικό, περασμένο.
Όντως, ένα μέρος του βιβλίου καταπιάνεται με την αλλαγή, το πως η πόλη (η Αθήνα εν προκειμένω) μεγαλώνει, αποξενώνει, φαίνεται να καταπίνει ζωές και συνήθειες. Μέσα σε οικογενειακά δράματα, όπου μπόρεσα να αναγνωρίσω, όπως έχουν γράψει κάποιοι, κάποια Μπαλζακικά και Ντοστογιεφσκικά στοιχεία, ο Τερζάκης μιλά για ανθρώπους δίχως σκοπό, από τους οποίους κάποιοι αναλαμβάνουν μια παθητική στάση μπροστά στη ζωή και γεμίζουν αγωνία, ενώ άλλοι αποφασίζουν να πατήσουν πάνω σε άλλους για να ανέβουν κοινωνικά.
Εκτός αυτού, οι περιγραφές της «παλιάς» Αθήνας και Ελλάδας σίγουρα έχουν κάτι ταξιδιάρικο και λαογραφικό, ωστόσο δεν είναι τόσες όσες θα περίμενε κάποιος.
Γιατί δύο αστεράκια; Επειδή ως κείμενο μου φάνηκε λίγο χαοτικό. Όσο κι αν φαίνεται ότι ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη σκέψη πάνω στο συναίσθημα, οι περιγραφές του μου φάνηκαν στο μεγαλύτερο μέρος συγκεχυμένες.
Ολόκληρη η εργογραφία του Τερζάκη, επηρεασμένη από τον Dostoyevsky, τον Hamsun και τον Βουτυρά, περιστρέφεται γύρω από εξαθλιωμένους ανθρώπους. Ανθρώπους πνευματικά και ιδεολογικά χαμένους, χωρίς φιλοδοξίες, χωρίς δυναμισμό, έρμαια των αποφάσεων που παίρνουν άλλοι. Το συγκεκριμένο κείμενο δεν ξεφεύγει απ' τον κανόνα. Η μενεξεδένια πολιτεία είναι η Αθήνα, μια πόλη που αχνοφαίνεται στο παρασκήνιο, ενώ περισσότερο μας ενδιαφέρουν οι ανθρώπινες ιστορίες, και συγκεκριμένα η ιστορία της οικογένειας του Μελέτη Μαλβή. Μια κοινωνική τοιχογραφία που θλίβει και που αποτελείται από διαχρονική αξία, μια οικογένεια που χωρίζεται στους συναισθηματικά ευαίσθητους-θύματα(Μελέτης και Σοφία) και στους σκληρούς-θύτες(Όλγα και Ορέστης). Αργά, ανεπαίσθητα, κι όμως σταθερά, η ζωή αλλάζει όψη. Στάλα τη στάλα το κάθε περιστατικό έρχεται να αλλοιώσει τη μορφή της, κι ακόμα οι πιο ήρεμες, οι πιο ασάλευτες στιγμές, δουλεύουνε αργά για το ξανάπλασμά της.
Ο Τερζάκης είναι ο αδιαφιλονίκητος μαιτρ της περιγραφής. Χειρίζεται την ελληνική γλώσσα με απίστευτη άνεση και μαεστρία, ζωγραφίζοντας εικόνες τόσο ζωντανές ώστε να νομίζεις ότι διαδραματίζονται μπροστά σου.
"Εκεί, χαμηλά, σ' έναν κάμπο στρωτό κι απέραντο, σαν πάνω σ' ασημένιο δίσκο, μια πολιτεία απέραντη προβάλλει, μαγική. Πλήθος μιλιούνια τα σπιτάκια ξεχύνονται κατά τη θάλασσα που ασημίζει δεξιά, σαν άσπρα βότσαλα απλωμένα ανάμεσα σε απαλούς μενεξεδένιους λόφους. Είναι ένα όραμα λευκό κι ευαίσθητο που γεμίζει ολάκερο τον ορίζοντα από τη μια στην άλλη του άκρη, τόσο αναπάντεχο, τόσο ελαφρό, σαν απατηλό αντικαθρέφτισμα ενός παραμυθένιου κόσμου. Κι η πολιτεία τούτη που τεντώνεται ανάερη, με χαμόγελο απλοϊκής ηδυπάθειας, μοιάζει αφαιρεμένη, σιωπηλή, μέσα στο δειλινό όνειρο της παρθενικής της ρέμβης. Η Αθήνα! Ποτέ του δεν την είχε φανταστεί τόσο πλατιά, τόσο μεγάλη."
Ο Άγγελος Τερζάκης είναι ένας σημαντικός εκπρόσωπος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε τύχει ποτέ να διαβάσω ολοκληρωμένα (όχι σε αποσπάσματα) κάποιο έργο συγγραφέα της γενιάς του '30 και φυσικά δεν είχε τύχει να διαβάσω πιο πριν έργα του. Οπότε "Η Μενεξεδένια Πολιτεία" αποτέλεσε την πρώτη μου επαφή με τον Τερζάκη και το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που διαβάζω από εκπρόσωπο της γενιάς του '30.
Όσον αφορά το βιβλίο, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε πολύ, ούτε το αγάπησα, ούτε το λάτρεψα. Δεν νομίζω ότι από μόνη μου θα το ξαναδι��βαζα. Ήταν ένα βιβλίο που με πλάκωσε λίγο ψυχικά και με εκνεύρισε σε αρκετά σημεία.
Η υπόθεση αφορά μια οικογένεια διαλυμένη στη δεκαετία του '30 (;)*. Ένας πατέρας άβουλος, αθώος, αφελής, θύμα. Μια μητέρα που πέρα βρέχει, κοιτώντας το συμφέρον της και την δόξα. Ένας γιος πάνω κάτω τα ίδια με τη μάνα με περισσότερη κακία, κόμπλεξ και σκοτάδι στο μυαλό και τη καρδιά του. Και τέλος μια κόρη που ήξερε τι ήθελε, πώς το ήθελε, είχε το θάρρος της γνώμης της και ανέλαβε τον ρόλο και την φροντίδα του διαλυμένου αυτού σπιτικού σαν μητέρα.
Γύρω από αυτά τα 4 κεντρικά πρόσωπα είναι και άλλα πρόσωπα που παίζουν ρόλο στην ιστορία όπως ο κερατάς Ποντικενάς και η σύζυγός του, ο Γιάννης Μαρούκης, ο βοηθός που αναγκάζεται να ωριμάσει απότομα κ.ά.
Μερικά στοιχεία που έκαναν το βιβλίο πιο ενδιαφέρον ήταν: - Η Σοφία (ο μόνος χαρακτήρας που μπόρεσα να συμπαθήσω) -*Μας μιλάει ο συγγραφέας για την Αθήνα του Μεσοπολέμου (νομίζω τότε γιατί δεν το τοποθετεί χρονικά ακριβώς το έργο αυτό, οπότε υποθέτω τότε με βάση και τη χρονιά που εκδόθηκε αυτό το βιβλίο το 1937). - Ο τρόπος γραφής (λαϊκός, απλός, χωρίς φιοριτούρες αλλά με κάποιες δόσεις φιλοσοφίας). -Τα μικρά κεφάλαια και οι λίγες σελίδες που το έκαναν ευκολοδιάβαστο. - Τα αναλυτικά ψυχογραφήματα των ηρώων.
Αλήθεια τώρα; Ξέρω πως πρέπει να εντάσσουμε το κάθε λογοτεχνικό κείμενο στην εποχή του. Καλώς ή κακώς μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τον συγγραφέα και την ιστορία. Αλλά αυτό δεν δικαιολογείται εδώ. Και ο Νοστογιέφσκι και ο Στάινμπεκ που έγραψαν στην εποχή τους έγραψαν πολύ καλά έργα. Η Μενεξεδένια Πολιτεία είναι άκρως απογοητευτική μέσα στο πλαίσιο που δουλεύει. Υποτίθεται πως η Αθήνα ευθύνεται για όλα τα κακά και στραβά της οικογένειας. Όχι φίλε! Δεν μπορείς να μας το πεις αυτό με κάτι τύπους ότι να ναι και όλη τη δράση να διαδραματίζεται σε ένα κωλόσπιτο! Αν δεν δείξεις την Αθήνα δεν μπορείς να μας πείσεις! Δεν μπορείς να μας λες για έναν τύπο που απογοητεύτηκε και πέθανε επειδή τον παράτησε ο γιός του λες και είμαστε σε έργο του φώσκολου και για μια μάνα που εμφανίζεται απο το πουθενά για να πάρει πίσω τα παιδιά της, επειδή της κάπνισε και θυμήθηκε πως είναι μόνη. Το χτίζεις αυτό το πράγμα και ας πάρει 500 σελίδες. Με υπόνοιες και κακές μεταβάσεις δεν πείστηκε κανείς. Τερζάκη, πάγκο σε βλέπω μέχρι να γίνει ο ήλιος, κόκκινος γίγαντας.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Δεν ενθουσιάστηκα, δεν απογοητεύτηκα. Είχε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, πολύ όμορφη γλώσσα αλλά δεν είναι από τα βιβλία που με ξενύχτησαν ή που θα θυμάμαι χρόνια μετά.
Παρωχημένης αισθητικής, δομής και θεματολογίας (παρά το ότι μπορεί να φανεί μοντέρνο στο οπισθόφυλλο, η πικρή πραγματικότητα του περιεχομένου είναι διαφορετική), με γλώσσα "αφύσικη" μέσα από την επιτηδευμένη ατημελησία της, δεν έχει θέση στα αναγνώσματα του 21ου αιώνα και μοιραία θα περάσει αργά ή γρήγορα στη λήθη (γρήγορα, αν σταματήσουν και οι εφημερίδες τις φτηνές ανατυπώσεις). Κρίμα, γιατί το ξεκίνησα με υψηλές προσδοκίες και προσγειώθηκα απότομα στην άνευρη και αδιάφορη αμηχανία της (μικρο)αστικής Αθηναϊκής πλοκής που δεν καθηλώνει, δε συγκινεί, δε βοηθάει να ταυτιστείς ή να "νιώσεις" τα πρόσωπα. Ολοκληρώθηκε σαν αγγαρεία (ποινήν εκτίων, κατά Πολύδωρα).
Δεν υπάρχουν λέξεις που μπορούν με ακρίβεια να περιγράψουν πόσο λάτρεψα αυτό το βιβλίο. Αν και αποτελεί έργο που συμπεριλαμβάνεται στο όλο κύμα της «Γενιάς του ‘30» (που συνήθως με αφήνει αδιάφορο) αυτό το περίπου 300 σελίδων βιβλίο είναι το διαμάντι της γενιάς του. Για τι να πρωτομιλήσω; Για την άριστη χρήση της ελληνικής γλώσσας; Για τις μαγικές περιγραφές όχι μόνο του setting αλλά και του εσωτερικού κόσμου των χαρακτήρων; Τους ίδιους τους χαρακτήρες; Το πορτρέτο της Αθήνας που ζωγραφίζει ο Τερζάκης, αν και γραμμένο κάπου 90 χρόνια πριν, νιώθει επίκαιρο, σύγχρονο και ως άτομο που τρέφει απίστευτη αγάπη για την πρωτεύουσα (παρα τις άπειρες ατέλειές της) ένιωσα πως μου μίλησε ιδιαίτερα. Επιπλέον, οι χαρακτήρες. Απλά φανταστικοί. Ο Τερζάκης καταφέρνει να δώσει ξεχωριστή φωνή στον κάθε χαρακτήρα που πέρνει τη σκυτάλη ως αφηγητής και να τους αναπτύξει έτσι ώστε όλοι τους να έχουν ολοκληρωμένη και ρεαλιστική προσωπικότητα/ κίνητρα/ ανησυχίες κλπ. Μίλησα για τις περιγραφές; Γιατί αν το έκανα θα το ξανακάνω. Δεν έχω ξαναδιαβάσει ένα βιβλίο με τόσο πλούσιες παρομοιώσεις και περιγραφές. Κάθε φορά που τύχαινε να διαβάσω κάτι όπως «Η φωνή του σιγότρεμε σε γέρου θεατρίνου που ζητάει ακόμα και στο κρεβάτι της αγωνίας του ν’απαγγείλει στίχους» έμενα σαστισμένο από την ομορφιά της πρότασης. Γενικά μπορώ να συνεχίσω επ’άπειρον απλά να μιλάω για αυτό το αριστούργημα της ελληνικής κλασικής λογοτεχνίας αλλά στέρεψαν τα λόγια μου για σήμερα🙏
Παρότι ο Τερζάκης ρίχνει με την πολυδύναμη αισθητικά γραφή του άπλετο φώς από το ωραίο αττικό τοπίο στο μυθιστόρημα, η βαριά σκιά της μοίρας των ηρώων του, δεν επιτρέπει την ανάταση από τη θέαση της φυσικής ομορφιάς του... Οι ήρωές του παραμένουν βυθισμένοι στην ρουτίνα της καθημερινότητας, έχοντας παρατήσει κάθε προσπάθεια για την ευτυχία και την λύτρωση παρουσιάζονται σαν μαριονέτες της πολιτείας. Μιας πολιτείας που αναδεικνύει την μικροαστική αθλιότητα και επιβάλλεται σιωπηλά στην ζωή των κατοίκων της, εξουσιάζοντάς την.
«Μέσα από το δέρμα των ανθρώπων του Τερζάκη υπάρχει ένα πηχτό στρώμα στεναχώριας :σπασμένα φτερά ανικανοποίητοι πόθοι, περιστατικά που μαραίνουν την ύπαρξη». Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
Οι ιδέες του συγγραφέα δεν παρουσιάζονται σαν σύμβολα ούτε διακηρύττονται επιβλητικά, αλλά η ίδια η γλώσσα του τους δίνει μορφή και τις στήνει μπροστά στον αναγνώστη δίνοντάς του την δυνατότητα να τις δει με τα ίδια σου τα μάτια, να τις ακούσει με τα ίδια σου αυτιά. Οι μεταφορές και οι προσωποποιήσεις του κειμένου μπορούν να συνδέσουν την πιο αφηρημένη έννοια με τα πιο καθημερινά και απτά πράγματα χωρίς κανένα ίχνος λυρισμού, αλλά με μια έντονη αίσθηση κυριολεξίας.
"(...) κάποιες αντιφεγγιές περνούσαν φλόγινες, όπως όταν ο ήλιος βασιλεύει κι ο εσπερινός ορίζοντας γυρίζει σε δροσερό, ρεμβαστικό μενεξελί..."
Σε κάνουν να τα χάνεις οι περιγραφές της Μενεξεδένιας Πολιτείας. Ίσως κάποτε τη δω και εγώ κάτω από το μενεξελί της πέπλο... Ίσως αν μισοκλείσω τα μάτια μου...
Έχοντας καιρό να διαβάσω ελληνική λογοτεχνία, διάλεξα πριν λίγα χρόνια αυτό το βιβλίο από το ράφι της γιαγιάς μου (Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", έκδοση Ε'), για να πάρω μαζί μου στην χώρα που πλέον μένω. Επιτέλους το διάβασα.
Δεν έχω να πω πολλά για αυτό το βιβλίο. Δεν μπορώ να πω ότι με συγκίνησε ιδιαίτερα αλλά δεν έχω και τις λογοτεχνικές γνώσεις για να αναλύσω εις βάθος έναν Έλληνα συγγραφέα του μεσοπολέμου. Τα θέματα που πιάνει ο συγγραφέας αντανακλούν, αν καταλαβαίνω καλά, τα ήθη μιας νέας εποχής που βρίσκονται σε σύγκρουση με τα γνώριμα ήθη του παρελθόντος. Κεντρικό ρόλο σε αυτή την ηθική αναταραχή παίζει μια αποξενωτική και απρόσωπη πόλη που διογκώνεται, εξαφανίζοντας μέσα της την ανθρώπινη διάσταση της μέχρι τότε μικρής αστικής κοινωνίας. Είχε ενδιαφέρον να διαβάζω για επιταφίους που οι χαρακτήρες συναντιούνταν με γνώριμους γείτονες, και για εφημερίδες όπου στα "κοινωνικά" οι γιατροί μπορεί να ανακοίνωναν ότι παίρνουν άδεια, για να ενημερώσουν τους πελάτες. Το άγχος για μια κοινωνία που αλλάζει κάτω από την εξέλιξη μιας έντονης αστικοποίησης, είναι κεντρικό στοιχείο αυτού του μυθιστορήματος.
Μου φάνηκε όμως πολύ ενδιαφέρον, ως άντρας, τριαντάρης αναγνώστης του 2025, ότι δυσκολευόμουν να καταλάβω τον ψυχισμό και τα ηθικά διλήμματα των χαρακτήρων. Όπως γιατί ο Γιάννης ερχόταν σε εσωτερική σύγκρουση στην προοπτική να παντρευτεί τη Σοφία. Γιατί φοβόταν τόσο πολύ ότι προσπαθούσε να τον παγιδέψει; Γιατί έβλεπε τον εαυτό του ως θύμα, τη στιγμή που ήταν ο χαρακτήρας με την μεγαλύτερη δύναμη να πάρει αποφάσεις από όλους τους άλλους; Γιατί η μητέρα του θεωρούνταν δεδομένο ότι ανταγωνίζεται τη Σοφία, ενώ δεν είχαν καν έρθει σε επαφή; Μου πήρε χρόνο να ξεδιαλύνω τα πράγματα που θεωρούνταν αυτονόητα για τις αρχές και τις αξίες της εποχής, ενώ με σημερινά μάτια με παραξένευαν. Αυτό, προφανώς, δεν είναι πρόβλημα του βιβλίου, απλά κάτι που μου παρακίνησε το ενδιαφέρον καθώς το διάβαζα.
Με άγγιξε επίσης η έλλειψη νοήματος που ένιωθε ο Γιάννης. Είναι ένα συναίσθημα που, μπορώ να πω, είναι διαχρονικό και γνώριμο ακόμα και σε μια εποχή τελείως διαφορετική. Ο χαρακτήρας -και ο ψυχισμός- του πικραμένου και εκδικητικού Ορέστη ήταν επίσης ενδιαφέρων. Ωραίος χαρακτήρας ήταν και η φίλη της Σοφίας.
Κατά τα άλλα δεν μπορώ να πω ότι απόλαυσα πολύ την ανάγνωση. Μου φάνηκε απλά ενδιαφέρον, και κάπως μονότονο. Περισσότερο με κράτησε η επιθυμία μου να κατανοήσω την ηθική της εποχής. Μπόνους πόντοι για τη νοσταλγία μιας Αθήνας που δεν γνώρισα ποτέ. Δεν είναι κακό βιβλίο, απλώς δεν ένιωσα να με αγγίζει πολύ.
Διαβάζοντας κριτικές άλλων χρηστών εδώ για το πόσο το έργο του Τερζάκη είναι επηρρεασμένο από Μπαλζάκ, Κνουτ Χάμσουν και Ντοστογιέφσκυ ντράπηκα που δεν τους έχω διαβάσει ακόμα σοβαρά - μόνο από ένα έργο τους - και δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη. Αυτό που μπορώ να γράψω είναι πως λατρεύω τα βιβλία που είναι τοποθετημένα στην παλιά προπολεμική Αθήνα ή Θεσσαλονίκη και πως αυτό είναι ένα κατ΄εξοχήν Αθηναϊκό μυθιστόρημα, όχι απλά τοποθετημένο στον Μεσοπόλεμο μα και γραμμένο τότε από ένα νεαρό τριαντάρη που ζούσε στην Αθήνα που περιγράφει. Μεγάλη αξία η αυθεντικότητα.
Φυσικά το αγάπησα, φυσικά με ταξίδεψε. Η γλαφυρότατη γλώσσα κι η ορθογραφία που προσπαθούσε απεγνωσμένα τότε να φανεί «καινούρια» μου φάνηκε σήμερα λίγο επιτηδευμένη μα ήταν απόλυτα δική του και μια ωραία αλλαγή από τα σημερινά βιβλία που είναι όλα γραμμένα καρμπόν το ένα τού άλλου. Περίμενα την ηθογραφία, τις περιγραφές της Πλάκας και του επιταφίου που είναι διάσημες να με εντυπωσιάσουν περισσότερο μα τελικά ήσαν οι χαρακτήρες που με καθήλωσαν. Απίστευτη σκιαγράφηση των τριών συμπαθέστατων πρωταγωνιστών, νοιώθω σαν να τους ξέρω προσωπικά μετά από τρεις μέρες ανάγνωσης!
Πόσο συμπαθέστατος ο νεαρός Μαρούκης μέσα στις αντιθέσεις του, την προσπάθειά του να είναι σύγχρονος και να πετύχει να ελιχθεί μα και τις ηθικές αρχές του, ταυτίστηκα. Δεν περίμενα να τον «shipάρω» τόσο απόλυτα με τη Σοφία, δεν περίμενα να βρω σε ένα τόσο παλιό βιβλίο μια τόσο υπέροχη ρομαντική ιστορία αγάπης που να φουντώνει βασανιστικά αργά κι ανομολόγητα και αληθοφανώς κάθε μέρα επί δυο χρόνια. Πέντε αστεράκια και μόνο για αυτό.
Εκπληκτική οικονομία επίσης: ένας ολόκληρος κόσμος μέσα σε 210 μικρού μεγέθους σελίδες (αχ αυτά τα μικρά κλασσικά σκληρόδετα της Εστίας!). Ας πάρουν επιτέλους μάθημα οι σημερινοί συγγραφείς που θα το τραβούσαν σε τετραλογία βιβλίων, καταστρέφοντας την εσωτερική συνοχή. Ουκ εν τω πολλώ...
Το βιβλίο μου το πρότεινε ένας φίλος και διάβασα ότι το δυνατό σημείο του βιβλίου είναι οι ιδιαίτερες εικόνες που δημιουργεί στον αναγνώστη χρησιμοποιώντας περίτεχνα τη γλώσσα. Σε συνδιασμό με το ότι δεν είμαι μεγάλος φαν της ελληνικής λογοτεχνίας, περίμενα το βιβλίο να μην είναι τόσο του γούστου μου (my cup of tea που λένε και οι Άγγλοι)
Μπορώ να πω ότι εξεπλάγην ευχάριστα. Ισχύει ότι είχε χαρακτηριστικές περιγραφές αλλά δε θεωρώ αυτό το δυνατότερο σημείο του βιβλίου. Και εξηγώ..
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αθήνα γύρω στο 1930. Πρόκειται για ένα περιβάλλον εξωτερικά όμορφο και γεμάτο φιλοδοξίες και όνειρα ενώ μέσα του κρύβει ένα άλλο πρόσωπο, μιζέριας και λύπης. Οι περισσότεροι χαρακτήρες (κυρίως οι πρωταγωνιστές που επενδύεις συναισθηματικά σε αυτούς) είναι ιδιαίτεροι αλλά και ρεαλιστικά γραμμένοι, δημιουργώντας έτσι ενδιαφέρουσες αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Το κλίμα είναι επί το πλείστον βαρύ και άχαρο με έναν αληθινό τρόπο. Κατα διαστήματα έχει μικρά διαλείμματα ανακούφισης για να ελαφρύνει λίγο τον αναγνώστη με σκοπό να τον ξαναριξει στα βαθιά. Η ιστορία κυλάει με ωραίο ρυθμό χωρίς να κουράζει ούτε αυτή ούτε οι περιγραφές του συγγραφέα. Το τέλος, χωρίς να πω πολλά, έκλεισε όπως έπρεπε την ιστορία χωρίς υπερβολές και διατηρεί το ύφος του υπόλοιπου βιβλίου, επιβεβαιώνοντας ότι άξιζε η επιμονή που έδειξε ο αναγνώστης. Το βιβλίο είχε αρκετά διδάγματα που εξυπηρετούν την άρτια γραμμένη ιστορία και όχι το ανάποδο.
Διαβάζοντας ότι δεν είναι καν από τα καλύτερα βιβλία του συγγραφέα, είμαι περίεργος να διαβάσω κι άλλα έργα του.
"Ο ερχομός της άνοιξης είναι τώρα χυμένος στον αέρα. Αν κλείσεις τα μάτια, θ' ακούσεις στ' αυτιά σου το κοντοζύγωμά της, τάγμα από πεταλούδες αόρατες που παφλάζουν μυστικά φτεροκοπώντας και το χνότο τους μυρίζει πασχαλιά. Σκόρπιες, μελωτές, σταλάζουν οι νότες από τις καμπάνες. Είναι ανεξήγητα μελαγχολικές οι καμπάνες μέσα στην τόση γιορτή του ήλιου, και μοιάζουνε σαν τον ήρεμο ρεμβασμό της καρδιάς που κουράστηκε πολύ από ευτυχία." Μια αφήγηση που εξυμνεί την άνοιξη και την Αθήνα (πίστευα ότι μεταφέροντας με εκεί νοητικά θα μου περνούσε, αλλά τώρα μου λείπει ακόμα πιο πολύ αυτή η μενεξεδένια πολιτεία).
Υ.Γ: Ξέρω ότι δεν πρέπει να κρίνουμε παλαιότερα έργα μέσω της σύγχρονης σκέψης και οπτικής, αλλά σε πολλά σημεία της περιγραφής των γυναικείων χαρακτήρων της ιστορίας ένιωθα άβολα. Φαίνεται έντονα οτι επρόκειτο για κατασκευάσματα ενός άνδρα συγγραφέα από τον τρόπο που περιγράφονται και δρουν.
Η μενεξεδένια πολιτεία είναι μια πολιτεία παρακμιακή, μια πολιτεία που χάνει την αίγλη της, μια πολιτεία που απομυζά σαν αδηφάγο τέρας το σφρίγος των κατοίκων της. Είναι η Αθήνα. Ο Μελέτης Μαλβής, ένας απόκληρος δικηγόρος ζει σ΄ αυτή την πολιτεία. Η κοκέτα γυναίκα του, η Όλγα Βέλμερη τον παράτησε νωρίς με δύο παιδιά, τον Ορέστη, σκληρό, γεμάτο μίσος για όλους, και τη Σοφία, ένα καλοκάγαθο κορίτσι. Ο Γιάννης Μαρούκης, μπλέκει στα πλοκάμια μιας συγκυρίας, και βρίσκεται να ζει σε αυτή την οικογένεια, ως βοηθός δικηγόρου.
Ο Τερζάκης γράφει παραστατικά. Οι περιγραφές είναι τουλάχιστον υπέροχες. Ο ψυχισμός των ηρώων παρατίθεται ατόφιος, χωρίς δισταγμούς. Η γλώσσα πλούσια, συχνά ποιητική, με αρκετούς ναυπλιώτικους ιδιωματισμούς.
Ένα όμορφο μυθιστόρημα, χαρακτηριστικό του ύφους των συγγραφέων στην Ελλάδα των αρχών του περασμένου αιώνα.