Τα πρόσωπα ήταν πάντα τα ίδια. Γύριζαν και ξαναγύριζαν μέσ' από διαφορετικές σιωπές και σχήματα στη ζωή μου, αλλά ήταν τα ίδια. Η ίδια αίσθηση, ο ίδιος πόνος. Γι' αυτό τα μισώ, τ' αγαπώ και τα στερούμαι με την ίδια ένταση απ' τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας.
Ανακυκλώνω τις μορφές τους, τους ήχους τους και το γέλιο τους εδώ και πολλά χρόνια. Κι όσο για τον έρωτα -μη γελάσετε- είχα από καταβολής μου εκείνο τον επώδυνο τίτλο "παιδί του έρωτα". Αυτή ήταν η καταστροφική μου καραμέλα που τώρα ψάχνω την ανάμνηση της γεύσης της στον κυκλοθυμικό μου ουρανίσκο.
Τα πρόσωπα, όμως, παρέμειναν τα ίδια. Ξαναγυρνώ στις σκιές τους κι αναγνωρίζω τον ωραίο τρόμο που μου χάρισαν κάποτε. Κι όσο περνά ο καιρός, τόσο πιστεύω ότι ήμουν, τελικά, ταγμένος να γίνω ο Ευαγγελιστής των αδυναμιών τους, όταν θα εξιστορούσα το αιρετικό μου Ευαγγέλιο. Ωστόσο, αν είναι κάτι που δεν ξέχασα, αυτό είναι το ροζ. Το χρώμα που αφήνουν οι ουλές πίσω τους όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν παραπλανούν το δέρμα τα καλοκαίρια κι οι απροσδόκητα ανοιξιάτικες μέρες του χειμώνα. Κι απ' το ροζ θ' αρχίσω... ό,τι αρχίσω.
Ο Γιάννης Ξανθούλης (English: Giannis Xanthoulis) είναι Έλληνας μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη από οικογένεια προσφύγων και σπούδασε δημοσιογραφία, σχέδιο και ενδυματολογία θεάτρου. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα, Μεγάλος Θανατικός, κυκλοφόρησε το 1981. Έγινε ευρύτερα γνωστός από τα χρονογραφήματά του στην Ελευθεροτυπία, καθώς και από τα σατιρικά του κείμενα και θεατρικά έργα, πολλά από τα οποία ανέβηκαν σε ελληνικές σκηνές. Έχει επίσης γράψει και εικονογραφήσει παιδικά βιβλία. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της ΕΣΗΕΑ.
Ενα απο τα βιβλια του Ξανθουλη που μου αρεσαν πολυ.διαφορετικο απο τα υπολοιπα δικα του που εχω διαβασει που ειχαν ως κυριο στοιχειο τους το χιουμορ .αυτο εδω εχει περισσοτερη μελαγχολια, νοσταλγια .επισης δεν ειχε τοσο εντονο το στοιχειο του εξωπραγματικου που συνηθως με χαλαει στα βιβλια του και γενικως το ευχαριστηθηκα πολυ.ο ξανθουλης γραφει με εναν τροπο που μου αρεσει πολυ παρόλο που σε ορισμενα σημεια το τραβαει αρκετα γιαυτο θα συνεχισω την αναγνωση των βιβλιων του.
Πρώτη μου γωνριμία με τον Ξανθούλη ήταν πριν χρόνια με το Πεθαμένο Λικέρ, το οποίο δεν με ενθουσίασε. Για την ακρίβεια το βρήκα λίγο awkward. Το ροζ που δεν ξέχασα ήταν μία εντελώς διαφορετική περίπτωση. Ο Ξανθούλης συνδύασε την νοσταλγία με την σκληρότητα με μοναδικό τρόπο. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και την εναλλαγή παρελθόντος-παρόντος, βλέπουμε το χρονικό της παιδικής κακοποίησης από τα μάτια του θύματος και τις επιπτώσεις που είχε αυτό το γεγονός σε όλη του την ζωή. Ωστόσο, παρόλο που πρόκειται για ένα τόσο σκληρό θέμα ο Ξανθούλης καταφέρνει να ισορροπήσει την κατάσταση χωρίς να φτάσει στο όριο του μελό ή να κάνει την ανάγνωση δυσβάσταχτη.
Παιδική κακοποίηση, απιστίες, μιζέρια, μικροαστισμός, μια απεγνωσμένη κραυγή για τρυφερότητα. Η γραφή σας γνώριμη, για πολλούς αγαπημένη, αλλά εγώ κύριε Ξανθούλη μου το συγκεκριμένο ροζ μάλλον θα το ξεχάσω γρήγορα.
1,5 *.Τελικά ο Γιάννης Ξανθούλης δε μου πάει ως συγγραφέας.Προσπαθώ να καταλάβω τον τρόπο γραφής του,να αφεθώ,να ταξιδέψω,να μου περάσει μηνύματα,αλλά όχι.Απλά δεν..
Μια σκληρή αφήγηση ενός ανθρώπου που περιτριγυρίζεται από ανθρώπους. Άνθρωποι Πολωνοί, άνθρωποι γιαγιάδες, άνθρωποι κορίτσια που καπνίζουν, άνθρωποι βίαιοι, άνθρωποι ροζ. Ροζ, όπως το ροζ των ρόδων. Ροζ, όπως το ροζ του αίματος ανακατεμένο με σάλιο. Αίμα, σάλιο και σπασμένα δόντια.
Δεν τρελάθηκα κιόλας. Θορυβώδες, χαοτικό. Όχι ότι δεν μου αρέσουν τα χαώδη βιβλία, αλλά αυτό ήταν σαν να μπήκα σε λαβύρινθου, από τον οποίο δεν κατάφερα να βγω.
Ένα πολύ ωραίο βιβλίο που μου άφηνε συνέχεια μια γλυκόπικρη αίσθηση μελαγχολίας.Με πήγαινε και εμένα συνεχώς πίσω,στα δικά μου παιδικά χρόνια κάνοντας με να ψάχνω για θύμησες που κάπου τις έχω θάψει.....Ο Ξανθούλης με κάνει να βουτάω στο παρελθόν αλλά και να βλέπω λίγο πιο καθαρά το παρόν...
Είναι το δεύτερο βιβλίο του που διαβάζω μετά από χρόνια. Το συγκεκριμένο δεν με απογοήτευσε αλλά σίγουρα δεν μου άρεσε ιδιαίτερα.. Συγκεκριμένα αν και μου αρέσει ο τρόπος γραφής του Ξανθούλη, σε αυτό το βιβλίο ένιωθα συχνά να χάνομαι και να μπερδεύομαι.. σαν να προσπαθούσε με τον λυρικό και αγαπημένο (για μένα) τρόπο γραφής του να συνδέσει καταστάσεις, ανθρώπους και σκέψεις ασύνδετες.. Στο επόμενο του ευελπιστώ σε καλύτερες εντυπώσεις..
Η πόλη να αδιαφορεί και η ζωή να φεύγει (κάποιες σκέψεις για ‘’Το ροζ που δεν ξέχασα’’ του Γιάννη Ξανθούλη)
Αισίως, τρίτο βιβλίο του Ξανθούλη που ολοκληρώνω (‘’Του φιδιού το γάλα’’ και ‘’Το πεθαμένο λικέρ’’ είχαν προηγηθεί) και ίσως αυτό που μέχρι στιγμής απόλαυσα το λιγότερο. Για του λόγου το αληθές, και από το ‘’λικέρ’’ μία δυο σκηνές είχα χαρεί πολύ. Ελπίζω η εργογραφία του να μην καταλήξει για εμένα μια ατέρμονη περιπλάνηση για το ‘’γάλα νούμερο δύο’’ –το οποίο είχα λατρέψει- μα κάτι στις θεματικές και στην γλώσσα του με έλκει κι επιστρέφω συνέχεια…
Τι έχουμε εδώ λοιπόν;
Ο ήρωας είναι γιος οδοντίατρου –η σημασία των δοντιών και το δέσιμο τους με αναμνήσεις σε όλο το βιβλίο μου θύμισε τον Γουίλι Γουόνκα και τον μπαμπά του στην ταινία του Μπάρτον- και μίας μητέρας με έντονη σεξουαλική ζωή. Όχι μόνο είναι παρών στις περισσότερες περιπτύξεις της μητέρας του, μα το λένε και ‘’παιδί του έρωτα’’ επειδή έχοντας την γνώση του τι κάνουν οι μεγάλοι, αν δεν αποκαλύψει ποτέ το μυστικό, θα παραμείνει για πάντα παιδί. Όταν οι γονείς του χωρίζουν, ο ίδιος μεγαλώνει με την γιαγιά του και τις φίλες της. Οι τραυματικές σκηνές της παιδικής ηλικίας καταγράφονται με μία αφέλεια, λες και ‘’έτσι είναι η ζωή’’, με δραματικό κρεσέντο την επίσκεψη του παιδιού στο νεκροτομείο και τον άβολο αποχαιρετισμό στην νεκρή μητέρα του.
Τρένα, μυρωδιές και φωνές είναι αυτά που χρωματίζουν το παρελθόν του ήρωα και μία παρέα τρελόγριες. Μια άγρια εφηβεία, γεμάτη μίσος με όσα τον τριγυρίζουν και το μόνο του καταφύγιο να γράφει γράμματα στον Βερν, τον αγαπημένο του συγγραφέα, λέγοντάς του για το φανταστικό νησί του που το περικυκλώνει μία ΡΟΖ θάλασσα.
Το βιβλίο, βέβαια, ξεκινά με τον ήρωα να έχει καταλήξει μόνος, ταξιτζής και με τα νέα ότι η γιαγιά του πέθανε… Τα άνωθεν μας αποκαλύπτονται με αναδρομές, μα μπορείτε να φανταστείτε τον αποπροσανατολισμό του. Πόσω μάλλον όταν η γιαγιά πέθανε τρώγοντας τριαντάφυλλα μαζί με τα αγκάθια! Τι να κάνει; Πού να βρει μια σανίδα σωτηρίας; Σαν φάρος, εμφανίζεται στον δρόμο του η λύση και αποφασίζει να ‘’σπιτώσει’’ μία Πολωνή μετανάστρια και το παιδί της, που τις βρίσκει στο δρόμο με τις βαλίτσες. Πολωνία, μια χώρα για την οποία δεν γνωρίζει τίποτε, παρά μόνο ότι είναι μία ΡΟΖ πατάτα στον χάρτη.
Η μητέρα, η Μάρτα, είναι μία γυναίκα σκληρή που η μάχη για την επιβίωση την έχει κάνει ακόμα σκληρότερη. Αποδέχεται το ‘’σπίτωμα’’, δίχως να γίνει δουλική προς τον ήρωα ή να σταματήσει να δουλεύει και να ψάχνει συνεχώς τρόπο να βρει μία χώρα καλύτερη της Ελλάδας. Όταν η λύση έρχεται μέσα από τον Αντρέι, με μία λίστα για τον Καναδά, η ίδια αποφασίζει να φύγει και να αφήσει την κόρη της στον ταξιτζή. Αυτό με έκανε να την μισήσω λίγο, καθώς δεν φαίνεται και τόσο πρόθυμη να επισκέπτεται ή να στέλνει χρήματα.
Η Μαλίνα από την άλλη, ήταν ο αγαπημένος μου χαρακτήρας από όλο το βιβλίο. Μία πιτσιρίκα, στις πρώτες τάξης του δημοτικού αν πήγαινε σχολείο, την οποία η ζωή την έχει γεράσει πριν την ώρα της. Δεν μιλάει σχεδόν καθόλου, μέχρι το τέλος του βιβλίου, ενώ είναι μανιώδης καπνίστρια. Αυτή η εικόνα, όσο με σόκαρε, άλλο τόσο με έθλιβε. Όταν στο τέλος του βιβλίου ο ήρωας γίνεται ο ‘’Καπνός’’ -ο φίλος της δηλαδή- της κόβει το κάπνισμα και την παίρνει μαζί του στην δουλειά, συγκινήθηκα τρομερά. Ειδικά όταν μια στο τόσο δεν παίρνουν πελάτες και απλά κάνουν βόλτες με την Μαλίνα να κοιτά έξω από το παράθυρο και να χαίρεται.
Αν δεν ήταν η Μαλίνα, το βιβλίο θα με άφηνε αδιάφορο. Εντάξει, η γλώσσα του είναι τρομερή, αυτό το περίμενα, μα μια τόσο αστική λογοτεχνία, ώρες-ώρες ζέχνει καυσαέριο και κενότητα…
υγ αν δεν ήταν το τέλος με την ''πατάτα'' και τον ''Καπνό'', το εξώφυλλο δεν θα έβγαζε κανένα νόημα, μα αυτά τα δύο... το απογείωσαν
Λοιπόν .... δεν είμαι σίγουρη από που να αρχίσω για αυτό το βιβλίο. Με πήγαινε συνεχώς πίσω, κάνοντας με να ψάχνω για οικογενειακές φωτογραφίες από τα παιδικά μου χρόνια, όπου κι αν τις έχω κρύψει... Αφηνε συνέχεια μια γλυκόπικρη αίσθηση.
Πρώτη μου γνωριμία με τον Ξανθούλη ήταν πριν πολλά χρόνια με το Πεθαμένο Λικέρ, το οποίο δεν με ενθουσίασε, εδώ εχει περισσότερη μελαγχολία, νοσταλγία και αλήθεια, και παρόλο που στις δέκα πρώτες σελίδες το φοβήθηκα ο κόσμος του ήρωα ήρθε και ταυτίστηκε απόλυτα με χαρακτήρες της ζωής μου σε σημείο που τα παράλληλα σύμπαντα και η σύνδεση που μπορεί να έχουμε με κάποιους (εν προκειμένου με το συγγραφέα) φαντάζει "μαγική". Δεν μπορώ να το εξηγήσω καθώς, η σχέση γιαγιάς - εγγονού, η Αιγυπτιώτησα, η ευρύτερη περιοχή του κέντρου, το παιδί που αναλαμβάνει να νοιαστεί ο ήρωας, ακόμα και η αναφορά στη Σαλαμίνα στην τελευταία σελίδα είναι κομμάτια της καθημερινότητας μου.
Ήρθε λοιπόν αυτή η ιστορία και κούμπωσε μέσα μου δίνοντας μου την ευκαιρία να δώ όλο το βιβλίο με άλλα μάτια. Διαφωνώ με κριτικές που είχα δεί προτού το διαβάσω αναφορικά με το τι αφορά, ο Ξανθούλης δίνει βάσει στην εποχή, τα ήθη της, τους ανθρώπους της, την δύναμη της αγάπης, την ανάγκη για ελευθερία ...
Η φράση "το ροζ που δεν ξέχασα" χαρακτηρίζει κάτι σκληρό με τον πιο βελούδινο τρόπο, σαν λουκουμάκι τριαντάφυλλο 🌹🌹🌹
Από τα πρώτα μου αγαπημένα βιβλία ήταν « Το πεθαμένο Λικέρ» τελείως διαφορετικό από το σημερινό μας βιβλίο. Κι όμως και το σημερινό μου άρεσε πολύ! Από τους ξεχωριστούς σύγχρονους συγγραφείς, συνδυάζει το χιούμορ με την κοινωνική γραφή και το κοινωνικό σχόλιο. Περιγραφικός και γλαφυρός, γράφει για τις μικρές ιστορίες καθημερινότητας. Το Ροζ που δεν ξέχασα είναι μια νοσταλγική ιστορία με χιούμορ και μελαγχολία με άξονα την παιδική ηλικία και τις μνήμες. Ο πρωταγωνιστής κάνει προσπάθεια να συνδεθεί με το παρελθόν του και όσα πέρασαν. Αναζητά μια χαμένη αθωότητα που δύσκολα έρχεται και μας δείχνει τη σχέση μας με το χρόνο. Με έντονο σαρκασμό και λεπτομέρεια, με πλούσια γλώσσα και πολλά συναισθήματα, εικόνες και περιγραφές. Ένα έργο βαθύ.
Μάγος της πένας ο Γιάννης Ξανθούλης ήρθε να μου θυμίσει τι σημαίνει καλό βιβλίο έπειτα από μία σειρά κακών, πολύ κακών, βιβλίων και συγγραφέων που προηγήθηκαν. Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω τίποτα από ένα βιβλίο το οποίο πρέπει να διαβαστεί θα πω πόσο απαλή είναι η φράση "το ροζ που δεν ξέχασα" για να χαρακτηρίσει κάτι τόσο σκληρό. Ευτυχώς έχουμε και τέτοιους συγραφείς.
Λατρεύω τη γραφή του Ξανθούλη, και πριν το τελειώσω απορούσα με τις αρνητικές κριτικές. Κι όμως, αν και το βιβλίο αυτό έχει όλα τα στοιχεία που ξεχωρίζουν τον συγγραφέα στα περισσότερα έργα του, εδώ κάπως σαν να το... παρακάνει. Ωραία τα λέει και πάλι, αλλά τι λέει; Μου έλειψε η πλοκή, η αλήθεια, το νόημα.
Ξανθουλαρος, τεράστιος γίγαντας παραμυθάς. Είναι ικανός να πάρει το σήμα ενός βενζινάδικου και να σε κάνει να κλάψεις. Το ταξίδι μέσα από τα μάτια του ταξιτζή ήταν βουτηγμένο σε ροζ δάκρυα.