Δεκέμβριος 1975 Η Λίζυ, μια νεαρή εκπαιδευτικός, φτάνει σε μια ορεινή περιοχή της ελληνικής επαρχίας, με στόχο να μετατρέψει ένα παλιό μοναστήρι σε πρότυπο σχολείο. Καθώς ο χειμώνας περικυκλώνει το βουνό, μια σειρά από ανεξήγητα, ανατριχιαστικά γεγονότα βάζουν την ίδια –αλλά και όλο το έργο– σε κίνδυνο, ενώ, καθώς περνούν οι μέρες, οι άνθρωποι γύρω της φαίνονται όλο και πιο ύποπτοι. Η Λίζυ πρέπει να προλάβει να ανακαλύψει την αλήθεια, πριν η ιστορία της γίνει τραγουδάκι, σαν αυτά που σιγοψιθυρίζουν τα παιδιά για να τρομάζουν… Αν ήξερε για πού κινούσε, να πετρωθεί θα προτιμούσε. Να πετρωθεί και να βουλιάξει, παρά εκεί μέσα να κοιτάξει.
Δεν μπορώ να πω ότι με τρόμαξε πολύ, σίγουρα όμως δεν θα ισχυριστώ ότι με άφησε αδιάφορη. Η συγγραφέας κατάφερε και δημιούργησε μια αγχωτική ατμόσφαιρα, είχα συνέχεια την αίσθηση ότι κάτι άσχημο θα συμβεί στην επόμενη σελίδα, και κάθε φορά που όντως συνέβαινε κάτι απρόοπτο ταραζόμουν. Σ' αυτό βοήθησε πολύ και η εξαιρετική περιγραφή των χώρων, με τις εικόνες να δημιουργούνται πανεύκολα στο μυαλό μου.
Η Λίζι, η πρωταγωνίστρια, είναι μια πολύ συμπαθητική και καθημερινή προσωπικότητα, θα μπορούσε να είναι η καθεμιά από εμάς. Μου άρεσε, βρίσκω ότι πολλά από όσα μας διηγείται για το παρελθόν της έχουν σοβαρά μηνύματα να μεταφέρουν. Επίσης, μου θύμισε λίγο τους πρωταγωνιστές των αμερικάνικων ταινιών θρίλερ που όταν είναι μόνοι τους σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι και ακούν έναν ήχο πηγαίνουν να δουν τι είναι αντί να κάτσουν μέσα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο και να μπουν κάτω από ένα πάπλωμα (που ως γνωστόν προσφέρει απόλυτη ασφάλεια και προστασία 😉 ) Δεν το λέω για κακό, αντίθετα μου άρεσαν οι εικόνες που μας περιγράφει η συγγραφέας όσο η Λίζι κινείται μέσα στο σκοτάδι και το κρύο.
Βρήκα πάρα πολύ δυνατή την ιστορία με τα πλάγια γράμματα, ήταν πολύ έξυπνη ιδέα και η άψογη εκτέλεσή της πρόσθεσε πολλά στο βιβλίο. Μου άρεσαν επίσης πολύ τα ποιηματάκια που υπάρχουν στην αρχή κάθε κεφαλαίου, ταιριάζουν με την πλοκή και την ατμόσφαιρα. Δεν είμαι σίγουρη αν μου άρεσε το τέλος, με ξάφνιασε λίγο...σίγουρα όμως ταίριαζε με την ιστορία.
Όσον αφορά τον τρόπο γραφής, ενώ στην αρχή με ξένισε μετά από λίγες σελίδες μου άρεσε πολύ. Περιστασιακά, στην ίδια πρόταση επαναλαμβάνει τις ίδιες λέξεις με λίγο διαφορετική σύνταξη, να, όπως στην ακόλουθη πρόταση:
Μόνο το χαμόγελο, εκείνο το χαμόγελο, το χαμόγελό του. Τι παράξενο. Να το πάλι εκείνο το χαμόγελο
Αφού το συνήθισα μου άρεσε πολύ, βρίσκω ότι έδινε με εξευγενισμένο τρόπο ένταση στο κείμενο, ενώ ταυτόχρονα μου θύμιζε λίγο από διήγηση παραμυθιού. Μπράβο της, το χάρηκα, έχει ένα δικό της, ολόδικό της ύφος να διηγείται. Μπράβο της, το χάρηκα, έχει ένα δικό της, ολόδικό της ύφος να διηγείται.
Ελπίζω να δούμε πολλά βιβλία ακόμη στο μέλλον από τη συγγραφέα, χάρηκα που την γνώρισα.
Ένα ατμοσφαιρικό και σκοτεινό μυθιστόρημα βασισμένο σε μια ιστορία που το 1950 είχε ταράξει το πανελλήνιο. Καλογραμμένο με όμορφες αλλά ανατριχιαστικές περιγραφές και εικόνες, το βιβλίο αυτό περιγράφει την προσπάθεια μιας νεαρής εκπαιδευτικού να μετατρέψει ένα παλιό μοναστήρι στην επαρχία, σε σχολείο σε μια περίοδο που η Ελλάδα είχε αποταξει το τέρας της Χούντας και προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της. Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες αλλά και τα τρομακτικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουν να σταθούν εμπόδιο στο εγχείρημα αυτό και η πρωταγωνίστρια θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους ανθρώπους του χωριού αλλά και με τους μεγαλύτερους της φόβους. Η γρήγορη πλοκή, οι σοκαριστικές σκηνές που σε κάνουν να θυμηθείς ξανά την αληθινή ιστορία που είναι βασισμένο το μυθιστόρημα, καθώς και το ανατρεπτικό του τέλος κάνουν το συγκεκριμένο βιβλίο ένα πολύ ωραίο θρίλερ με αρκετά στοιχεία τρόμου.
Αν σκέφτεστε να χαρίσετε το νέο βιβλίο της Μαρίας Ράπτη «Τα Παιδικά Τραγουδάκια» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Bell στο μικρό σας ανηψάκι καλύτερα να το ξανασκεφτείτε… Ο τίτλος δεν είναι αυτό που φαίνεται. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο θρίλερ, που εκτυλίσσεται στην ελληνική ύπαιθρο και είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
Πολύ ατμοσφαιρικό με σκληρές σκηνές και απρόσμενο φινάλε. Ωστόσο τα στοιχεία που αφορούσαν τη χούντα το έκαναν φλύαρο κάποιες φορές. Θεωρώ ότι έπρεπε να λείπουν γιατί αφαιρούν από την ιστορία , αν και η συγγραφέας κατέχει την τέχνη του γράφειν και η παράθεσή τους ήταν ενδιαφέρουσα . Απλά δεν ταιριάζουν σε ένα τέτοιο βιβλίο. Εξαιρετική όπως πάντα η αφήγηση στο jukebooks, προσθέτει πόντους στο βιβλίο.
«Αν ήξερε για πού κινούσε, Να πετρωθεί θα προτιμούσε. Να πετρωθεί και να βουλιάξει, παρά εκεί μέσα να κοιτάξει.»
Δεκέμβριος 1975
Η 25χρονη Λίζι Φωτίου φτάνει σε μια ορεινή περιοχή της ελληνικής επαρχίας. Έχει διοριστεί ως διευθύντρια και ο ρόλος της είναι να μετατρέψει ένα παλιό μοναστήρι σε σχολείο. Κάποτε, εκείνο το μοναστήρι ήταν αλλιώτικο από όσα έχεις γνωρίσει. Εκεί η προσευχή δεν είχε καμιά ισχύ, καμιά δύναμη. Κούφιες λέξεις σ’έναν άδειο ουρανό. Η προσευχή ήταν φόβος και η πίστη τρόμος. Ένα μοναστήρι όπου δεν πήγαινε κάποιος για να σωθεί, αλλά για να χαθεί.
Το χωριό ήταν απόμερο, απομακρυσμένο, χαμένο κάπου στα βουνά. Οι κάτοικοί του ήταν ιδιόρρυθμοι, κρυψίνους, κρατούσαν το στόμα τους κλειστό και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν στη λήθη ένα επτασφράγιστο μυστικό.
Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Το πυκνό χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα. Το παλιό μοναστήρι βρίσκεται αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο και το χωριό και οι μετακινήσεις από και προς αυτό καθίστανται αδύνατες. Απόλυτο σκοτάδι, απόλυτη ησυχία, την οποία διαταράσσουν παράξενοι και τρομαχτικοί ήχοι στην καρδιά της νύχτας. Μια σειρά από ανεξήγητα και ανατριχιαστικά γεγονότα βάζουν σε κίνδυνο τόσο την Λίζι όσο και το έργο της. Εκείνη όμως, όσο τρομοκρατημένη και αν είναι, δεν το βάζει στα πόδια. Πρέπει και θέλει να μάθει την αλήθεια, εκείνη την αλήθεια για την οποία κάποιοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να μην αποκαλυφθεί. Πρέπει να προλάβει πριν να είναι αργά. Πριν η ιστορία της γίνει τραγουδάκι, σαν αυτά που σιγοψιθυρίζουν τα παιδιά για να τρομάζουν…
📌Μια παλιά φωτογραφία σκισμένη στην άκρη της. 📌Ένα ημερολόγιο – αποκάλυψη. 📌Σκαλιστά τρομακτικά ανθρωπάκια πάνω σε ντουλάπια. 📌Λέξεις σε λευκό τοίχο γραμμένες με κόκκινη μπογιά, σαν αίμα που στάζει.
❓Πώς συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους;
❓Ποιον μπορεί να εμπιστευτεί η Λίζι; ❓Ποιος παίζει αρρωστημένα παιχνίδια μαζί της μέσα στη νύχτα; ❓Ποιος κάνει τα πάντα για να τρομοκρατήσει τη νεαρή δασκάλα και να την οδηγήσει στη φυγή; ❓Ποιος έχει το κίνητρο και την δυνατότητα να εισχωρεί ανενόχλητος μέσα στο κτίριο κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ αυτό είναι κλειδωμένο; ❓Ποιος θέλει με κάθε κόστος να αποτρέψει την μετατροπή του παλιού μοναστηριού σε σχολείο και γιατί; ❓Ποια θανάσιμα μυστικά κρύβονται στο παρελθόν, στα υπόγεια του κτιρίου;
«Παιδικά τραγουδάκια» είναι ένα εξαιρετικό θρίλερ, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα. Απ’ότι καταλάβατε, ο τίτλος του βιβλίου μάς ξεγελάει, είναι παραπλανητικός. Δεν κρύβει καμιά παιδικότητα, ούτε αθωότητα. Στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπάρχει ένα ποιηματάκι, παιδικό τραγουδάκι με ομοιοκαταληξία, το οποίο φανερώνει στοιχεία της πλοκής, τα οποία άλλοτε προειδοποιούν, ενώ άλλες φορές μοιάζουν σαν θρήνος.
Ιδιαίτερη γραφή και πλούσιο λεξιλόγιο, καλοδουλεμένη πλοκή, όμορφες, ολοζώντανες και παραστατικές περιγραφές της φύσης, των ήχων, των τοπίων και των ανθρώπων. Έχει σασπένς, ανατροπές, μυστήριο και ένταση. Γίνεσαι ένα με τους πρωταγωνιστές. Νιώθεις μαζί τους κάθε συναίσθημα, αγωνιάς, αφουγκράζεσαι, φοβάσαι. Όλες σου οι αισθήσεις είναι σε εγρήγορση. Δεν πρέπει να επαναπαυτείς, ούτε να ξεγελαστείς από την φαινομενική νηνεμία. Οι μεγαλύτερες απειλές βρίσκονται κρυμμένες στο σκοτάδι και την απόλυτη ησυχία.
Αλήθειες και ψέματα, φόβος και τρόμος, φαντασία, παραισθήσεις και πραγματικότητα εναλλάσ��ουν τους ρόλους τους διαρκώς. Εικόνες και καταστάσεις που παίζουν παιχνίδια με τα νεύρα, το μυαλό και την λογική σου. Κρατάς την αναπνοή σου. Η καρδιά σου χτυπάει ξέφρενα μέσα στο στήθος σου από την ένταση και την αγωνία. Τι συμβαίνει στ’αλήθεια; Διαβάστε το για να το ανακαλύψετε. 9 / 10
Το βιβλίο αυτό ήταν μια πολύ ωραία έκπληξη. Η υπόθεση με συνεπήρε από τις πρώτες κι όλας σελίδες και δε με απογοήτευσε μέχρι το τέλος. Το μικρό ταξίδι στο όχι τόσο μακρινό παρελθόν, ήταν γεμάτο μυρωδιές και εικόνες της φύσης, τόσο ζωντανές που ξυπνούσαν αναμνήσεις ή δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση πώς θα μπορούσαν να είναι και δικές μου. Πολύ καλοδεμένη πλοκή, με πραγματικά στοιχεία που οδηγούν τον αναγνώστη σε μια πολύ τρομακτική συνειδητοποίηση.
4,7 🌟 Μου φάνηκε αρκετά ενδιαφέρουσα η ιστορία. Από την αρχή μέχρι το τέλος μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον. Ήταν τρομερό ότι βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Δεν γνώριζα την συγγραφέα αλλά θα με ενδιέφερε να διαβάσω κι άλλα βιβλία της. Αξίζει σε όσους αρέσουν τα ατμοσφαιρικά μυστήρια και η εξιχνίαση περίεργων υποθέσεων.
Ενδιαφέρον βιβλίο, χωρίς αμφιβολία. Η κεντρική υπόθεση είναι το λιγότερο συγκλονιστική, ένα θρίλερ από μόνη της. Η ατμόσφαιρα που υφαίνει η συγγραφέας χρησιμοποιώντας φολκλόρ τραγουδάκια και ενδελεχείς περιγραφές ενός τοπίου τρομερού, ρίχνουν κι άλλο λάδι στην φωτιά της ιστορίας. Θεωρώ πως πετυχαίνει πολύ στο να βάλει τον αναγνώστη στο σωστό κλίμα. Δεν μου άρεσε τόσο το τέλος, όπως επίσης κάποιες υπερβολές στην πρόζα. Τα σημεία με τις επαναλήψεις λέξεων τα βρήκα ενδιαφέροντα. Στιγμές στιγμές ήταν κάπως σαν να διαβάζεις έναν θεατρικό μονόλογο. Τέλος, πιστεύω πως το ρομαντικό κομμάτι της πλοκής ήταν άτσαλο και μάλλον περιττό. Γενικά το πρόσημο είναι θετικό. 3,5/5
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι εξαιρετικό στο είδος του. Είχα καιρό να μην μπορώ να αφήσω βιβλίο από τα χέρια μου. Η συγγραφέας με μαεστρία δένει μια αληθινή ιστορία με μια αληθινά τρομακτική πλοκή σε συνδυασμό με αρκετά ελληνικά ιστορικά στοιχεία για την περίοδο της μεταπολίτευσης που καθιστά το βιβλίο αυτό ένα εξαιρετικό θρίλερ- ιδιαίτερα σημαντικό για τα ελληνικά δεδομένα μιας και δεν το συναντάμε συχνά. Το συστήνω ανεπιφύλακτα !
Ένα ερημωμένο από καιρό μοναστήρι μετασκευάζεται σε σχολείο και μια νεαρή κοπέλα έρχεται να το οργανώσει και να το λειτουργήσει για τα παιδιά των γύρω χωριών. Θα καταφέρει η Λίζι Φωτίου να κάνει το όνειρο πραγματικότητα; Ποιος είναι ο μυστηριώδης ρασοφόρος που την απειλεί και καταστρέφει τμήματα του πρώην μοναστηριού; Γιατί θεωρεί πως όλα όσα γίνονται στον Οίκο του Θεού είναι μίασμα και παραβαίνουν τις εντολές του Κυρίου; Μήπως πίσω από τον ιερέα κρύβεται κάτι άλλο; Γιατί κανείς απ’ όσους μένανε γύρω δεν αγαπούσε το μοναστήρι; Είχε ρεαλιστική βάση η φοβέρα στα παιδιά «κάτσε ήσυχα γιατί θα σε δώσω σ’ εκείνη» και ποια ήταν Αυτή; Ποιος έγραψε το μυστηριώδες ημερολόγιο που βρίσκει κρυμμένο η Λίζι και τι μυστικό κρύβει;
Τα «Παιδικά τραγουδάκια» της Μαρίας Ράπτη είναι ένα ανατριχιαστικό, ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που δεν μπορούσα να το διαβάσω νύχτα και αναμιγνύει σωστά τον τρόμο με τον ρεαλισμό. Μας μεταφέρει σ’ ένα απόκοσμο μέρος, ψηλά στα βουνά της Μακεδονίας, μακριά από το κοντινότερο χωριό, σ’ ένα σημείο γεμάτο με μια μυστηριώδη αύρα. Τι είναι οι θόρυβοι που ακούγονται σχεδόν κάθε βράδυ; Γιατί πέφτει το ρεύμα; Τι σημαίνει η λέξη «Τα παιδιά» που είναι γραμμένη με μπογιά στον τοίχο; Ποιος θέλει πάση θυσία να εμποδίσει τη λειτουργία του σχολείου και γιατί; Η νύχτα και η ομίχλη είναι οι χειρότεροι συνοδοιπόροι αλλά παραμένουν εκεί, πεισματικά, εμμονικά, όσο προχωράμε στην ανάγνωση. «Η νύχτα έβραζε, μουρμούριζε, θύμωνε και καταλάγιαζε αλλά η Λίζ, που δε γνώριζε τους μυστικούς της κώδικες, δεν μπορούσε να την καταλάβει» (σελ. 83). Μπορεί στην αρχή να μας υποδέχεται ένας όμορφος τόπος, με κτήρια που θυμίζουν ζαχαρόσπιτα, «λαχταριστά, ονειρεμένα και κρυφά επικίνδυνα» (σελ. 21) αλλά το κτήριο που θα μετατραπεί σε σχολείο έχει τον δικό του ρόλο στην υπόθεση. «Δω είναι ένα μοναστήρι όπου η προσευχή είναι φόβος και η πίστη τρόμος.. Ένα μοναστήρι όπου δεν έρχεσαι για να σωθείς αλλά για να χαθείς» (σελ. 242). Κι η ανατριχίλα μεγαλώνει: «Τούτο είναι ένα μέρος όπου έρχεσαι για να πεθάνεις. Αν θέλεις να καθυστερήσεις τον δικό σου λάκκο, πρέπει να μεταμορφωθείς σε τέρας» (σελ. 287).
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια ενδιαφέρουσα πρόταση που θα βελτιώσει τον τρόπο εκμάθησης των παιδιών από τα γύρω χωριά, αφού οι συνθήκες μετάβασης και επιστροφής σε ένα σχολείο, ειδικά τον χειμώνα, με τους μαθητές να διανύουν κάθε μέρα μεγάλες και δύσβατες αποστάσεις, κυρίως με τα πόδια, είναι απαγορευτικές. Τα παιδιά είτε δεν μπορούσαν να φτάσουν είτε δεν μπορούσαν να γυρίσουν κι αυτό κόστιζε σε εργατικά χέρια στους γονείς τους, έτσι λοιπόν ένα ίδρυμα ανέλαβε τη χρηματοδότηση ενός πρότυπου σχολείου για την αναβάθμιση της τοπικής περιφέρειας κι επέλεξε τη Λίζι για να το υλοποιήσει. Τριάντα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, σε χωριστούς κοιτώνες, που αντιμετωπίζουν προβλήματα μετακίνησης, θα έρθουν μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων που πλησιάζουν, οπότε τα κτήρια ανακαινίζονται πυρετωδώς και η νεαρή εκπαιδευτικός έχει πολλή δουλειά. Η Λίζι Φωτίου, ένα κορίτσι με ασυνήθιστο όνομα, σκούρα μαλλιά και μια βαλίτσα γεμάτη βιβλία, αρχίζει να κάνει τη δουλειά που της ανέθεσαν με αγάπη και λαχτάρα, σύντομα όμως μυστηριώδεις ήχοι, φώτα που αναβοσβήνουν, απειλητικά μηνύματα αρχίζουν να την τρομοκρατούν: «Το μέλλον δεν είναι παρά μια σειρά από ενδεχόμενα και η Λίζι… έτρεχε με ορμή καταπάνω του» (σελ. 11). Κάθε κεφάλαιο ξεκινάει και μ’ ένα ανατριχιαστικό παιδικό τραγουδάκι, κάτι που εντείνει την αγωνία και τον τρόμο: «Γραμμένο είν’ απ’ τσι διαβόλοι, Λίζι, να το δικό σου βόλι», «Τίποτε τότες δε σε σώνει. Νύχτα η βροχούλα σε σκοτώνει», «Τα διαβόλια είναι παιδάκια. Δεν προλάβαν παιχνιδάκια», με ενδιαφέρουσες εναλλαγές σε ρυθμό, καταλήξεις, μέτρο.
Είμαστε στα 1975, σε μια εποχή που πλέον μια γυναίκα μπορεί να σπουδάσει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και όρια στην «απελευθέρωσή» της. Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει αλλά με μέτρο και κυρίως να μην ξεπερνά τις επιτυχίες και τα επιτεύγματα του άντρα, με τον γάμο να αποτελεί πάντα όνειρο και στόχο της. Να όμως που η Λίζι δεν ταιριάζει με αυτό το πρότυπο και ακολουθεί τη δική της πορεία, αποφασισμένη να πετύχει και να ζήσει τα δικά της όνειρα, έχοντας κρυμμένο βαθιά μέσα της ένα μυστικό από τα χρόνια που ζούσε στα Νέα Υόρκη, όπου απέκτησε τραύματα και φοβίες ως αποτέλεσμα σωματικής και ψυχικής κακοποίησης. Το ιστορικό υπόβαθρο είναι εξίσου ενδιαφέρον και επηρεάζει ελάχιστα τις εξελίξεις, παίζει όμως ρόλο στην προσωπικότητα της νεαρής εκπαιδευτικού, αφού η Λίζι τελείωσε το γυμνάσιο λίγους μήνες μετά την επιβολή της Δικτατορίας του 1967 κι ο φόβος της Ασφάλειας, της τρομοκρατίας, της χούντας ακόμη τη στοιχειώνει: «Ήταν ωραίο το να μη φοβάσαι και να σε απασχολεί μόνο η ασφάλεια που γράφεται με μικρό γράμμα» (σελ. 13). Μέσα από της αναμνήσεις της Λίζι και τις σποραδικές αναφορές στα γεγονότα της Δικτατορίας δημιουργείται ανάγλυφα το αίσθημα ανασφάλειας, αβεβαιότητας και τρόμου που ζούσε ο μέσος άνθρωπος εκείνη την περίοδο. Η συγγραφέας επέλεξε τα σκληρά χρόνια της περιόδου 1967-1973 λόγω ενός ευρηματικού παραλληλισμού που θέλει να τονίσει: «Άνθρωποι που είχαν υποφέρει αναίτια, χωρίς να φταίνε για τίποτα και χωρίς να έχει αποδοθεί δικαιοσύνη» είναι όσοι βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν τότε αλλά και όσοι βίωσαν τις φρικαλεότητες και τα μαρτύρια στο μοναστήρι! Γεγονότα που καταγράφει μια αγνώστων στοιχείων αυτόπτης μάρτυρας, εντείνοντας την αγωνία για όσα διαδραματίζονται σήμερα στους ίδιους χώρους με στόχο να τρελάνουν ή να διώξουν τη Λίζι.
Η γραφή είναι στολισμένη με πλούσιο λεξιλόγιο, πολλά συνώνυμα που εντείνουν την παραστατικότητα και πρωτότυπα καλολογικά στοιχεία που ταιριάζουν με τη ροή του κειμένου και τα με τα όσα διαδραματίζονται. Από τη μια υπάρχει μια τρυφερότητα, με τα δάση, τα δέντρα, τα πουλιά και τα ζώα να εμφανίζονται απρόσμενα κάπου στο βάθος ή λίγο πιο πέρα και να σχηματίζουν αξέχαστες βουκολικές εικόνες κι από την άλλη μια ωμότητα στην ατμόσφαιρα τρόμου που τριγυρίζει τη Λίζι: «Το κρύο ήταν οπλισμένο με τα ξυράφια του» (σελ. 121) όσο «Η φύση έσφιγγε πάνω της τα σκεπάσματά της και περίμενε, περίμενε να φύγει ο χειμώνας» (σελ. 267). Πόσο παραστατικά δίνονται και τα χριστουγεννιάτικα έθιμα του χωριού της Λίζι στη Χαλκιδική όταν επισκέπτεται τη γιαγιά της για τις γιορτές! Εκείνο το σαραγλί, πώς ετοιμάστηκε, πώς ψήθηκε, πώς μοιράστηκε, είναι σα να το έχω φάει ο ίδιος! Ο όρθρος, οι ετοιμασίες, τα όργανα στη μοναδική ταβέρνα του χωριού, η γουρουνοχαρά (ποια χαρά, λέμε τώρα…: «σκληρό σκηνικό της θνητότητας, της αιματηρής αναγκαιότητας») και τόσα άλλα χαρίζουν τις νότες ξεγνοιασιάς που χρειαζόμαστε ως ανάπαυλα από το άφθονο σασπένς! Το ορεινό τοπίο με τον χειμωνιάτικο καιρό μπορεί να εμπνεύσει κάποιον πίνακα ζωγραφικής όσο μας περικυκλώνει μια σχεδόν ανάγλυφη ατμόσφαιρα απομόνωσης και απόκοσμης γαλήνης. Συρσίματα, τριξίματα, σκουξίματα έρχονται από το δάσος, αδιαπέραστη η ομίχλη, παχιά και απειλητική κι όμως η Λίζι, στην αρχή τουλάχιστον, καταφέρνει να δουλέψει πάνω στο όραμά της. Μετά; Χμ…. «Το πρωινό φως άργησε να έρθει. Ήρθε με τα πιο αργά βήματα που υπήρχαν, σέρνοντας τα πόδια του και ξεστρατίζοντας συνεχώς στο δρόμο. Ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές της, να δει τα όριά της» (σελ. 224).
«Είχαν οι τόποι άραγε ψυχή; Κι αν ναι, πώς γινόταν η ψυχή ενός μέρους κακή; Πώς ένα μέρος μάζευε τόσο μίσος; Πώς γινόταν; Έφταιγαν οι άνθρωποι άραγε; Μήπως το ξεχνούσαν; Μήπως δεν το αγαπούσαν» (σελ. 226-227); Ένα μοναστήρι θα μετατραπεί σε σχολείο και μια νέα κοπέλα θα αναλάβει τη δύσκολη αυτή δουλειά. Μόνο που σύντομα το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη, όταν απόκοσμοι θόρυβοι, ανεξήγητα φαινόμενα και μυστηριώδεις σκιές θα κάνουν τα πάντα για να τη διώξουν παίζοντας με το μυαλό και τις αντοχές της. Τα «Παιδικά τραγουδάκια» είναι ένα καλοδουλεμένο μυθιστόρημα τρόμου και αγωνίας, γεμάτο παραστατικές περιγραφές, καλοδουλεμένη ατμόσφαιρα και μια ικανοποιητική εξήγηση για όλα αυτά όταν έφτασα στο τέλος, έχοντας τα φώτα του σπιτιού μου ορθάνοιχτα. Απανωτές ανατροπές, παιχνίδια με το μυαλό του αναγνώστη, μια γερά δομημένη ιστορία με υποβλητική ατμόσφαιρα είναι στοιχεία που με ξενύχτησαν και με κράτησαν ως το τέλος, χαρίζοντάς μου αξέχαστες στιγμές.
Πλοκή: Ήταν ένα βιβλίο που ήθελα να διαβάσω από την πρώτη φορά που διάβασα στο οπισθόφυλλο αυτά τα λίγα λόγια παρουσίασης του. Αμέσως το μυαλό μου προσπάθησε να σχηματίσει την ιστορία ανατρέχοντας σε παλιές ταινίες και στίχους που μπορούσαν να σχετίζονται με αυτό. Μπορώ να πω ότι όλα όσα φαντάστηκα δεν είχαν καμία σχέση με την ιστορία στην "κορύφωση" της. Και αυτό για μένα είναι καλό, γιατί γνώρισα ένα παράλληλο σύμπαν που στην προκειμένη περίπτωση με εντυπωσίασε και με έχει βάλει στη διαδικασία επιστροφής της σκέψης σε αυτό ακόμη και είκοσι ώρες μετά την ολοκλήρωση ανάγνωσης του. Τρόμος: Ανέκαθεν ήμουν από εκείνους που τρομάζουν πολύ στις ταινίες και τις σειρές, αλλά αντέχουν να διαβάσουν μία ιστορία τρόμου. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα πραγματικά σε αρκετές σκηνές, όχι σε σημείο να κλείσω το βιβλίο, αλλά έχοντας αυτό το "βίτσιο" συνέχισης της περιήγησης στην ιστορία. Τρόπος γραφής: Με μία λέξη "άριστος". Σωστά δομημένη κορύφωση της πλοκής, άρτια περιγραφή τοπίων, προσώπων, καταστάσεων και συναισθημάτων, εξαιρετική επιλογή των λέξεων, πολλές εκ των οποίων "σπάνιες" στη χρήση και συνάμα καίριες, από τους θησαυρούς της ελληνικής γλώσσας. Συμπέρασμα: Μετά από ένα σχετικά μεγάλο διάστημα ανάγνωσης αρκετών μυθιστορημάτων, για τα οποία θα μπορούσα να δικαιολογήσω την κυκλοφορία τους μόνο μέσω της διαδικασίας της αυτοέκδοσης, βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα αριστούργημα, το οποίο εννοείται ότι συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον αρέσκεται στο είδος ή επιθυμεί να του δώσει μία ευκαιρία παραμερίζοντας κάθε φοβικό συναίσθημα. Αυτά τα ολίγα και καλά, με την εκούσια αποφυγή κάθε σπόϊλερ από σεβασμό στον δημιουργό και κάθε δυνητικό αναγνώστη.
"Βρήκα ένα τόπο, τόπο σερπετό. Και τη χείρα δίνω, δίνω στο χαμό."
Πρώτη μου γνωριμία με την πένα της Μαρίας Ράπτη και μπορώ να πω ότι τα τραγουδάκια της, μου άρεσαν πολύ. Πρόκειται για ένα πολύ γοητευτικό, ατμοσφαιρικό και πολυεπίπεδο θρίλερ, το οποίο έχει βασιστεί σε ένα πραγματικό συμβάν που αποκαλύφθηκε το 1950 και τότε είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο. Δεν θα σας γράψω κάτι περισσότερο για το συμβάν αυτό, υπό το φόβο των σπόιλερ, όποιος όμως θέλει να μάθει περισσότερα, μπορεί να κάνει αναζήτηση στο ίντερνετ για το παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι της Πευκοβουνογιάτρισσας στην Κερατέα. Ωστόσο, θα σας πρότεινα να μην το κάνετε αλλά να διαβάσετε πρώτα το βιβλίο και μετά. Υπάρχει λόγος σοβαρός ;-)
Στη δική της ιστορία, η Μαρία μας ταξιδεύει πίσω στο 1975, την εποχή της μεταπολίτευσης, σε ένα ορεινό χωριό της Ελλάδας. Εκεί η Ελισσάβετ Φωτίου, μια νεαρή δασκάλα έχει βάλει ένα μεγαλεπήβολο στόχο: Να μετατρέψει ένα παλιό μοναστήρι σε πρότυπο δευτεροβάθμιο σχολείο. Καθώς ο χειμώνας σφίγγει γύρω από τα βουνά και το βαρομετρικό πέφτει όλο και περισσότερο, αρχίζουν και συμβαίνουν διάφορα παράξενα γεγονότα, τα οποία βάζουν τόσο τη Λίζι όσο και το έργο της σε κίνδυνο. Τα πάντα και οι πάντες γύρω της μοιάζουν ύποπτοι. Ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός; Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα;
Αυτό το ερώτημα κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, αφού το μυστήριο πλανάται διάχυτο. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που με έκανε να ανατριχιάσω και να αφουγκραστώ το χώρο γύρω μου. Δεν είναι μόνο το θέμα που βοηθάει σε αυτή την σκοτεινή αίσθηση αλλά και το βουκολικό περιβάλλον κι ο χρόνος, στα πλαίσια των οποίων αναπτύσσεται η ιστορία. Είναι και η πολύ όμορφη και λυρική γραφή της Μαρίας, που την εμπλουτίζουν αρκετές λαογραφικές λεπτομέρειες. Οι εύσχημες και παραστατικές περιγραφές, όπως για παράδειγμα εκείνη της σελίδας 25, όπου μας περιγράφει με μοναδικό τρόπο ένα απλό φυσικό φαινόμενο όπως είναι η ομίχλη (https://rb.gy/qotxc), μας δημιουργούν ζωηρές εικόνες, ενώ η ζωντανή κι περιγραφική αφήγησή της στις σκηνές δράσης σοκάρει και συγκινεί.
Ακόμα και ο τρόπος που χειρίζεται τους χαρακτήρες της, που είναι όλοι πολύ ζωντανοί, διαθέτουν αληθοφάνεια και πλαστικότητα. Είναι άνθρωποι του χωριού, άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Θα μπορούσα να μιλήσω πολύ και για πολλούς από τους χαρακτήρες, όμως θα επικεντρωθώ στην κεντρική ηρωίδα, τη Λίζι. Ούσα λοιπόν μια πολύ νεαρή γυναίκα, επίμονη σε βαθμό κακουργήματος, κάποιες φορές μοιάζει να έχει άγνοια κινδύνου, αφού η ισχυρογνωμοσύνη και η ξεροκεφαλιά της, την οδηγούν σε πολύ επίπονα κι επικίνδυνα μονοπάτια. Η Λίζι είναι ένας χαρακτήρας που μου άρεσε πολύ και που ταυτίστηκα αρκετά, γιατί είδα στοιχεία του εαυτού μου σε εκείνη.
Η Μαρία ξετυλίγει την ιστορία της με γρήγορο ρυθμό, που σε κάποια σημεία γκαζώνει περισσότερο και σε κάποια κάνει κράττει. Κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο για μένα προσωπικά, γιατί μου άφηνε χρόνο για να ανασάνω. Και φτάνοντας στο περιβόητο φινάλε, το οποίο αν και θα έπρεπε να το περιμένω, δεν ήξερα από που μου ήρθε κυριολεκτικά, αφού με είχε απορροφήσει η ανάγνωση. Πολύ ανατριχιαστική η συνειδητοποίηση, η οποία ομολογουμένως δε μου προέκυψε αμέσως μόλις τέλειωσε το βιβλίο αλλά κάποιες στιγμές αργότερα.
Πέρα όμως από το μυστήριο και την αστυνομική πλοκή της ιστορίας, η Μαρία με το βιβλίο της θίγει και θέματα κοινωνικά, σε μια Ελλάδα που μέρα με τη μέρα όλα αλλάζουν. Ζητήματα όπως είναι η θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή και μάλιστα σε ένα ξεχασμένο χωριό της ορεινής Ελλάδας. Ενδεικτικά, βλέπουμε να γίνεται αναφορά στο θέμα αυτό, στη σελίδα 20 όπου γράφει: "Κι εννοείται πως, ότι κι αν έκανε η κάθε γυναίκα, σπουδές, ταξίδια, αθλητισμό, έπρεπε πάντα κάποια στιγμή να σκεφτεί το νοικοκύρεμα. Το γάμο και τα παιδιά. Τα είκοσι πέντε έτη ήταν μια κατάλληλη, ίσως ακόμη και οριακή ηλικία για να το κάνει κανείς αυτό. Γιατί, εντάξει, να σπουδάσεις μέχρι τα είκοσι-κάτι σου, άντε να κάνεις και μια μετακπαίδευση αφού το έχεις τόσο πολύ μεράκι, μέχρι εδώ σου το επιτρέπουμε. Όμως δεν πρέπει να ξεχάσεις πως είσαι γυναίκα και πως κάποια στιγμή πρέπει κι εσύ να πιάσεις τον τσελεμεντέ και να ονειρευτείς την ηλεκτρική σκούπα τάδε. Να διακοσμήσεις το σπιτικό σου και να συνοδεύσεις το σύζυγό σου στην εκκλησία ή σε καμιά χοροεσπερίδα του συλλόγου κυριών -αυτά πρέπει να κάνει μια γυναίκα, και ειδικά μετά τα είκοσι πέντε πρέπει να γίνεται γυναίκα κανονική, με γάμα κεφαλαίο που λένε. Όχι να παίρνει τα βουνά για ��α γίνεται διευθύντρια σε σχολεία στην άκρη του Θεού."
Φυσικά το απόσπασμα αυτό δεν είναι το μοναδικό στο οποίο διακρίνουμε ότι οι γυναίκες τα χρόνια εκείνα αποτελούσαν πολίτες Β' κατηγορίας. Συχνά πυκνά, άλλοτε μικρά κι άλλοτε μεγαλύτερα γεγονότα και περιγραφές, καταμαρτυρούν αλήθειες οι οποίες, δυστυχώς σε ένα μεγάλο βαθμό, εξακολουθούν και υφίστανται ακόμη και σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά!
Συνεχίζοντας δε θα μπορούσα να προσπεράσω την αντιπαράθεση στην οποία έρχονται, ο τίτλος του βιβλίου, το εξώφυλλο και τελικά, το περιεχόμενό του. Τι πιο αθώο από ένα παιδικό τραγούδι, θα σκεφτόταν ίσως κάποιος, ε; Κι όμως όλα τα παιδικά τραγούδια που περιλαμβάνονται στις σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου, δεν είναι αθώα. Δεν τα διακρίνει παιδικότητα. Αντίθετα, κάθε στιχάκι, κάθε στροφή κρύβει κάτι σκοτεινό μέσα του. Έτσι λοιπόν ο τίτλος ξάφνου παίρνει μιαν άλλη υπόσταση, ανεξιχνίαστη, που την επιτείνει το πολύ επιτυχημένο εξώφυλλο, που δημιούργησε η φανταστική Anna Stathopoulou.
Τα παιδικά τραγουδάκια σε δημώδη μορφή που συναντάμε στην αρχή κάθε κεφαλαίου, είναι σα να κρυφοκοιτάμε από την κλειδαρότρυπα. Μας δίνουν μικρά στοιχεία του τι μέλλει γενέσθαι. Α, επίσης να πω και για το δίστιχο στο εξώφυλλο ότι κι αυτό δίνει το δικό του στίγμα και προειδοποιεί για το τι πρόκειται να συναντήσουμε στις σελίδες του βιβλίου που κρατάμε στα χέρια μας.
Όλα αυτά μαζί λοιπόν, δίνουν ένα άρτιο και πολύ επιτυχημένο σύνολο. Μας προσφέρουν ένα εξαιρετικό θρίλερ με σαφή στοιχεία τρόμου και κοινωνικό υπόβαθρο, ένα βιβλίο που θέλοντας και μη, φέρνει στο μυαλό τη φρικιαστική εκείνη ιστορία του παρελθόντος. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όπως κάθε μυθιστόρημα αυτού του είδους, μας προσφέρει συνάμα πληθώρα συναισθημάτων και μεγάλη απόλαυση. Ένα βιβλίο που θα μπορούσε πολύ άνετα να σταθεί και σε μορφή τηλεοπτικής σειράς με σίγουρη την επιτυχία! Και ως τέτοιο λοιπόν, σας το προτείνω με όλη μου την καρδιά.
Λοιπόν, τι έχουμε εδω? Ένα μυθιστόρημα βασισμένο αληθινά γεγονότα. Πάμε παρακάτω. Πρώτη φορά διαβάζω έργο της κυρίας Ράπτη. Τα γεγονότα, όμως, στα οποια βασίστηκε μου είναι γνωστά, αλλά δεν θα επεκταθώ σε αυτά, ώστε να αποφύγω αποκαλύψεις για την πλοκή, στην οποια αναφέρθηκαν οι προλαλήσαντες. Μου άρεσε πολύ το βιβλίο. Ωραία γραφή, λυρική με έντονα στοιχεία φολκλόρ και λαογραφίας. Νομίζω πως τον υψηλότερο βαθμό παίρνει η ατμοσφαιρικόητα του βιβλίου. Η ροή πραγματικά πολύ καλή, ρέει σαν νερό. Αν κάτι δεν μου άρεσε ήταν η υπερβολική χρήση πρόζας, κάτι που θεωρώ πως, με την εμπειρία, θα φτιάξει. Είμαι πραγματικά πολύ περίεργος να διαβάσω τα επόμενα έργα της συγκεκριμένης συγγραφέως.
Οι αποκαλύψεις θα έρθουν σιγά-σιγά, σαν τις φλούδες του κρεμμυδιού που βγαίνουν μία-μία. Και μέσα τους η συγγραφέας θα συνθέσει πολύ περισσότερα στοιχεία από ό,τι θα έκανε μία «απλή» ιστορία φαντασμάτων: βία, γυναικεία κακοποίηση, γλώσσα, θρησκεία, φανατισμός, πολιτική… και παιδιά. Που σβήνουν πριν καν προλάβουν να υπάρξουν. Συνολικά, ένα πολύ θαρραλέο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που ξεχωρίζει.
Μια πολύ ωραία αφήγηση, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Τα πραγματικά γεγονότα είναι που φέρνουν τον τρόμο, διαφορετικά η αφήγηση θα έλεγα πως απέχει από τις σκληρές εικόνες ενός βιβλίου τρόμου. Η συγγραφέας ξέρει να χειρίζεται εξαίσια τη γλώσσα και οι περιγραφές είναι όμορφες. Το τέλος δυνατό αν και προσωπικά μου έλειψε το κάτι παραπάνω εκεί (δεν λέω για να μην προϊδεάσω). Σίγουρα αξίζει την προσοχή σας.
Ατμοσφαιρικότατο,αγχωτικό, σκοτεινό ,ανατριχιαστικό,αγωνιώδες και με δυνατό plot twist στο τέλος.Αλλά και τρομαχτικό γιατί όλα όσα συμβαίνουν στο βιβλίο βασίζονται δυστυχώς σε αληθινά γεγονότα . Επίσης το βρήκα και πολύ καλογραμμένο έστω κι αν το άκουσα (JukeBooks)….
Πολύ ατμοσφαιρικό και με αναπάντεχο τέλος, το οποίο δεν μου άρεσε ιδιαίτερα οφείλω να ομολογήσω. Θα μπορούσε να κλιμακωθεί ακόμα περισσότερο περαιτέρω. Το άκουσα στο Jukebooks. 3.5*
Δεν είναι άσχημη η γραφή, γι αυτό και τα 3 αστεράκια. Όσον αφορά στην ιστορία, μου δημιούργησε προσδοκίες στις οποίες δεν ανταποκριθηκε. Το τέλος απογοητευτικό.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Η μοίρα τρέχει στα περβόλια Κρατά στα χέρια έξι βόλια Ένα για τον γεννήτορά της Ένα για κείνη στα στερνά της Δυο έχει για την αλεχώνα Κι ένα για τ' άνθη του χειμώνα Έχει και για την αφεντιά σου Το βόλι που 'χει τ' όνομά σου γραμμένο είν' απ΄τσι διαβόλοι Λίζυ, να το δικό σου βόλι
Τα μικρά αυτά δημώδη τραγουδάκια που βρίσκονται στην αρχή σχεδόν κάθε κεφαλαίου, συμβάλουν τόσο πολύ στην ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου! Ενός βιβλίου που μπορεί να μην προκαλεί ρίγη από τρόμο, αλλά είναι αναμφίβολα γραμμένο με συναίσθημα και λυρισμό, με υπέροχες περιγραφές της φύσης, του χειμώνα, του χιονιού και του πάγου, των βουνών και της υπαίθρου, με πολλά λαογραφικά στοιχεία και με μία τρομερή ανατροπή στο τέλος, που κάνει τα πασίγνωστα μπεστ σέλερ του Φίτζεκ να μοιάζουν… παιδικά τραγουδάκια. Η Λίζυ, η κεντρική ηρωίδα, μια νέα γυναίκα που αναλαμβάνει ένα τολμηρό για την εποχή της εγχείρημα, βρίσκεται αντιμέτωπη όχι μόνο με τον αρχέγονο φόβο που γεννά η άγρια φύση και η απομόνωση, αλλά και με τα δικά της "φαντάσματα" του παρελθόντος, που καλείται τώρα να τα δει και να τα αντιμετωπίσει. Πολύ δυνατές και οι δύο «εγκιβωτισμένες» ιστορίες: Αυτήν που η Λίζυ βρήκε γραμμένη στο παλιό τετράδιο και που αναφέρεται στην εποχή που το Μοναστήρι λειτουργούσε ως αναρρωτήριο για παιδιά που έπασχαν από φυματίωση. Και αυτήν που της διηγήθηκε ο Νίκος για την αδερφή του, που αν και πολύ πιο σύντομη, για μένα ήταν συγκλονιστική. Όπως συγκλονιστικό ήταν βέβαια και το να μαθαίνεις ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο παρελθόν της Μονής (θάνατοι, βασανιστήρια, κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών, υφαρπαγή περιουσιών κλπ) όντως είχαν λάβει χώρα σε μια Μονή Παλαιοημερολογιτών, στην Κερατέα, την δεκαετία του ‘50. Η Μαρία Ράπτη, με την τολμηρή της πένα, τα αναμοχλεύει και τα φέρνει ξανά στο φως, σαν να αποτίει έναν φόρο τιμής και μνήμης στις βασανισμένες εκείνες υπάρξεις. Αφήνω για το τέλος, μια μικρή, τόση δα, ένσταση: Ο υπερβάλλον λυρισμός που χρησιμοποιήθηκε για την ιστορία του τετραδίου, ο λεκτικός και νοηματικός πλούτος, δεν πείθουν ότι όλα αυτά γράφτηκαν από μία αμόρφωτη, νεαρή κοπέλα, που ζούσε σε ένα απομονωμένο χωριό της υπαίθρου, την δεκαετία του ‘50, όσο κι αν είχε ταλέντο στο γράψιμο, όπως της έλεγε η μάνα της. Θα ήταν ίσως πιο ταιριαστή μια άμεση, απλοϊκή γραφή με στοιχεία ντοπιολαλιάς.
3,5 *
This entire review has been hidden because of spoilers.