Ένας ύμνος στην αθώα αγάπη και τη φιλία. Μικρασιατική καταστροφή. Βερτεκόπι (Σκύδρα). Δύο αγόρια. Ο Μέλιος, Έλληνας πρόσφυγας από την "Σταμπούλ" και ο Σουκρής, Τούρκος που σε λίγο θα αναγκαστεί να φύγει από τον τόπο που γεννήθηκε. Ανταλλαγή πληθυσμών.
Το δράμα των ανθρώπων που αναγκάζονται ν ακολουθήσουν το δρόμο της ξενιτιάς. Και στη μέση μια παιδική φιλία που δε γνωρίζει από σύνορα, από πολιτική. Και η αγάπη, τόσο απλή, τόσο αγνή, τόσο δυνατή ιδωμένη μέσα από τα όμορφα παιδικά μάτια...
Menelaos Lountemis (Greek: Μενέλαος Λουντέμης) was the pen name one of the most important essayists in the Greek interwar period and post-World War II era. His pen name was inspired by his later homeland's river Loudias.
Ένα αγόρι μας μεταφέρει στα δύσκολα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα -Συννεφιάζει- είναι το πρώτο βιβλίο, της τετραλογίας του Μέλιου (Συννεφιάζει, Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα, Αγέλαστη άνοιξη, Κάτω απ΄τα κάστρα της ελπίδας). Περιγράφει τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Λουντέμη και τον διαρκή αγώνα για επιβίωση. Το βιβλίο, (παρά τα χρονάκια του) είναι επίκαιρο (δυστυχώς), με όμορφη γραφή και απίστευτα συγκινητικό. Το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Αν και πραγματεύεται ζητήματα επίκαιρα, συγκινητικά και πανανθρώπινα, καταφέρνει να μοιάζει απαρχαιωμένο και να αφήσει τον αναγνώστη ασυγκίνητο. Η πολύ όμορφη γραφή του Λουντέμη (όταν μιλάει ελληνικά) δεν είναι αρκετή για να κρατήσει το ενδιαφέρον γιατί, παρά τα προσωπικά βιώματα που είναι έκδηλα σε κάθε δεύτερη σελίδα, το βιβλίο δεν έχει πλοκή και συνοχή. Σκόρπιες σκέψεις, ιστορίες ειπωμένες σε κάποιο ιδιαίτερο γλωσσικό συνονθύλευμα που γρήγορα καταλήγει κουραστικό και κάποιες όμορφες στιγμές που, όμως, δε φτάνουν για να σώσουν τη Συννεφιά από τη μετριότητα. Προτείνεται αποκλειστικά για να ολοκληρωθεί η Τετραλογία του Μέλιου, λόγος όχι ικανός για να αντέξει ένα βιβλίο στη δοκιμή του χρόνου. Δεν είναι τυχαίο πως είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του συγγραφέα.
Όχι. Πρόπερσι διάβασα το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" κι ενθουσιάστηκα, οπότε είπα να διαβάσω και αυτό. Ουσιαστικά δεν είχε υπόθεση. Με κούρασε πάρα πολύ, τόσο που σκέφτηκα να το παρατήσω.
Το πρώτο μέρος της τετραλογίας του Μέλιου μου φάνηκε πολύ απλοϊκό. Πολύ συγκινητική η ιστορία του Σουκρή, τα υπόλοιπα δεν μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Ακόμα κι έτσι όμως, πάντα ευχαριστιέμαι την γραφή του Λουντέμη.
Υπήραν πολλά κάποια κεφάλαια που μου άρεσαν στο βιβλίο. Παρόλα αυτα πρεπει να πω οτι απογοητευτηκα. Περίμενα κάτι καλύτερο. Τα πρωτα κεφάλαια με το Σουκρή μου άρεσαν πολύ. Ηταν πολύ συγκινητικά. Στα επόμενα απλά βαρέθηκα. Επίσης με κούρασε πάρα πολύ η διάλεκτος. Από ένα σημείο και μετά μπερδεύτηκα πάρα πολύ. Εν ολίγοις δεν βρήκα νόημα σε αυτό που διάβαζα.. Αισθάνθηκα ότι δεν υπήρχε υπόθεση. Και αν υπήρχε ποια ήταν η υπόθεση τελικά? Θα προτιμούσα να είχα σταματήσει στο Θάνατο του Σουκρή.
Ωστόσο δεν μπορω να βαθμολογήσω αρνητικά το Λουντέμη που έγραψε το αριστούργημα "Ενα παιδι μετράει τ' άστρα".
Ο γέρο-Μήτρης ο τσομπάνης, που του πήρανε τα πρόματα ένα ένα κι αυτός παλάβωσε. Κάθε νύχτα φυλάει τα αστέρια για πρόματα πια. Από τα αγαπημένα μου σημεία ήταν: (παράθεση του διαλόγου για δική μου μελλοντική συγκίνηση και μη)
-Δίνουνε μπόλικο γάλα παππού; Δίνουνε; -Αμ τα φύλαγα α δε δίνανε; -Και ποίοι το πίνουνε, παππού, τόσο γάλα; -Ποιοί; Οι άγγελοι, ποιοίν' άλλοι; -Οι άγγελοι; -Αν δα ποιοίν'; Οι δαιμόνοι έλεες; Ναι, ναι, γιε μ'... Τα μωρουδέλια τ' αγγελούδια, αυτά το πίνουνε. Πρρτ!...Γκιόσα! Πίσου πάναθε...
-Παππού... -Τι 'ναι μπέη μου; -...Τίποτις. Καληνύχτα. -Έλα δω! Κατιτίς ήθελες να μ' αρωτήξεις. Αρώτα, μην αντρέπεσαι. Τον παππούλη σου τώρα ντρέπεσαι; Τι σόι καμώματα είν' αυτά! -Ήθελα να σε ρωτήξω, παππού... -Αρώτα... αρώτα... -Να. Ήθελα να σε ρωτήξω... Αν ανάμεσα στ' αγγελάκια είναι και κανένα άσκημο, κανένα ξενικό, που δεν ξέρει και τη γλώσσα... -Ε; -Του δίνουνε και κείνου να πιει γάλα; -Γιατί; Νοιάζεσαι για κάνα τέτοιο; -Ναι. Πες μου, του δίνουνε; -Αμ δα τι θάρρεψες;... Ατάιστο μαθές θα τ' άφηναν; Και... Πώς το λεν το φιλαράκι σου; -Σουκρή. Του δίνουνε; -Σουκρή;... Κι αμ πώς!... Τουρκάκι είναι; -Τουρκάκι... Του δίνουνε; -Να πας στο καλό, μπέη μου, και να μη χολοσκάς καγκαθόλου. Το σταυραδέρφι σου τρώει κει πάνου σα βεζυρόπουλο. Σ' το λέω γω. -Ευχαριστώ, παππού. Ευχαριστώ... Ευχαριστώ. Έφυγα σαν πουπουλένιο παιδί, χοροπηδούσα μιλώντας και γελοκλαίγοντας στις καλαμιές. Τ' αστέρια φέγγανε το χορό μου. Ο ουρανός γιομάτος γάλατα...γάλατα που έπιναν εκεί πάνου τ' αγγελούδια - ό,τι και να ήταν, τουρκάκια ή ελληνόπουλα.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Πολύ καλό, με απίστευτη γλαφυρότητα, συγκίνηση και ωμότητα, συνάμα με κάποιες πολύ δυνατές λυρικές εικόνες. Θα μου μείνει η σκηνή με τον "τρελό" γερο-τσοπάνη που βόσκει τα σύννεφα. Το μόνο εμπόδιο στη ροή αποτελεί η τοπολαλιά. Πάιντος;
Και τώρα περιμένει η συνέχεια της τετραλογίας του Μελιού... ;)
Πραγματικά δεν ξέρω τι ακριβώς να γράψω για αυτό το βιβλίο... Η γραφή του Λουντέμη μού άρεσε αρκετά, όπως και στο "Ένα παιδί μετράει τ'άστρα" το οποίο το είχα διαβάσει όταν ήμουν πολύ μικρή, αλλά η πλοκή μού φάνηκε κάπως ανακατεμένη και πρόχειρη. Δεν ξέρω αν έφταιγε το γεγονός οτι η γλώσσα σε αυτό το βιβλίο ήταν ελαφρώς περισσότερο χωριάτικη και δύσκολη απ'ότι στο "Ένα παιδί μετράει τ'άστρα"... Γενικά μού φάνηκε μέτριο. Είχε βέβαια κάποιες πανέμορφες εικόνες, όπως αυτήν με τον πρωταγωνιστή και τον βοσκό που φύλαγε τα αστέρια, καθισμένοι και οι δυό σε μια γέρικη ιτιά (νομίζω οτι το εξώφυλλο του βιβλίου είναι εμπνευσμένο από αυτήν ακριβώς τη σκηνή). 3 στα 5 αστέρια, γιατί δεν με ενθουσίασε όσο περίμενα. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα, όμως, σε όσους αγαπούν τον Λουντέμη, γιατί το μυαλό του και η γραφή του πραγματικά δεν παύουν ποτέ να ξεχωρίζουν.
"Νάτος ο τσοπάνης μου. Ακουμπισμένος σε μια κομμένη ρίζα που της έβαλε μαξιλάρι την κάπα του καμάρωνε το βιος του και το τραγουδούσε. Σαν με είδε να σιμώνω «σσς…» μου κάνει και χώνει το σουραύλι στο σελάχι του. «Σσς…» μου ξανακάνει και βάζει το δάχτυλό του στο στόμα. «Σσσς». -Τι παππού; -Σσσς… σιγαλά μην τα προγκήξεις! -Ποια παππού; -Τα’ αρνιά. Ποια άλλα… Έδειξε. Ναι, είδα. Αμέτρητα μπουλούκια απ’ αστράκια γυαλοκοπούσανε ξέγνοιαστα στο λιβάδι τ’ ουρανού. «Βοσκάνε» μου λέει με το δάχτυλο στο στόμα. -Έμαθα πως είσαι απ’ το Τέχοβο. Γιατί δεν τα φυλάς αποκεί πάνου μόν’ κάνεις τόσο δρόμο για να κατέβεις εδώ κάτου; -Α;… Με μποδάνε τα βουνά, γιε μου, για τ’ αυτό. Δεν το γλέπω ούλο το κοπάδι αποκεί."
Ο μικρός ήρωας του Λουντέμη, πρόσφυγας, πεντάρφανος, κουρελής και πεινασμένος βιώνει από την τρυφερή παιδική ηλικία την ανισότητα της κοινωνίας, τις πίκρες της ζωής και τη σκληρότητα της βιοπάλης. Παρηγοριά του ο κάμπος της Μακεδονίας, το τραγουδιστό ποτάμι της Έδεσσας και κάποιες λίγες στιγμές αν��ρώπινης σύνδεσης και ζεστασιάς που αυτή προσφέρει. Το βιβλίο μεταφέρει την ιδιαίτερη ντοπιολαλιά της περιοχής και αποτελεί μοναδική απόδειξη πως τα Βαλκάνια είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι λαών και ανθρώπων. Δεν είδα άμεσα τη σύνδεση με το επόμενο βιβλίο του Λουντέμη στη σειρά (είναι το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα"), θα μπορούσαν να στέκουν και τα δυο αυτούσια, χαίρομαι όμως που το διάβασα καθώς και αυτό καταφέρνει να σε μεταφέρει ακριβώς εκεί που βρίσκεται ο πρωταγωνιστής.
Είναι το πρώτο από τα τέσσερα βιβλία με ήρωα τον Μέλιο, έναν φτωχό νέο που αγωνίζεται να επιβιώσει σε ένα αφιλόξενο τοπίο. Λυρικό και συγκινητικό, σίγουρα αξίζει τον κόπο να διαβαστεί.
Μοναδικός ο τρόπος γραφής του βιβλίου. Η εναλλαγή από κεφ. σε κεφ. βοηθάει τον αναγνώστη να συνεχίσει ως το τέλος, ενώ σου προκαλεί το διάβασμα του ερωτήματα συνεχώς για τους ήρωες και τους Χαρακτήρες της υπόθεσης. Η περιγραφη με εικόνες από την φύση και την απλή ζωή των ανθρώπων σε κάνει ποιό επαναστάτη δίνοντας σου εναυσματα του προλεταριάτου. Δεν γράφτηκε μόνο απο συγγραφικό ενδιαφέρον το έργο, διότι είχε πολλά κίνητρα για να γράψει το βιβλίο του, πέρα από τι να γράψει ένα απλο βιβλίο
Ομορφο βιβλιο με αγαπημενες μου στιγμες, τα πρωτα κεφαλαια με τον Σουκρη και η σκηνη με τον βοσκο.... αληθινες στιγμες, ρεαλισμος και σοφα λογια βγαλμενα απο την απλοτητα. Ζηλευτη ικανοτητα. Μοναδικη δυσκολια η γλωσσα για αυτο και ο βαθμος. Δυσκολο για τον μεσο αναγνωστη και προσωπικα με ταλαιπωρησε γιατι σε πολλα σημεια ξαναδιαβαζα για να καταλαβω τη ντοπιολαλια.
Εκφραστικός με λαϊκή απλότητα ο Λουντέμης σε μεταφέρει σε έναν κόσμο με πληθώρα ήχων' από τη φλογέρα του βοσκού έως τα μικρά βήματα του γυφτακου που χάθηκε στη νύχτα.Οταν ο απλός λόγος εξυμνείται μέσα από την παιδική προσμονή και το παράπονο ...Φορτισμένο και δυνατό.
Είναι το πρώτο από τα τέσσερα βιβλία με ήρωα τον Μέλιο, έναν φτωχό νέο που αγωνίζεται να επιβιώσει σε ένα αφιλόξενο τοπίο. Έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του Λουντέμη. Λυρικό και συγκινητικό, σίγουρα αξίζει τον κόπο να διαβαστεί.
Διαβάζοντας τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, ενθουσιάστηκα. Με τη γραφή του Λουντέμη, την τρυφερότητα με την οποία προσέγγιζε τα θέματα, καθώς και με το πόσο μια τέτοιου είδους απλοϊκή γραφή μπορεί να προκαλέσει τόσο έντονα, βαθιά συναισθήματα. Η πλοκή, ωστόσο, έχασε το ενδιαφέρον της μετά το τέλος της ιστορίας του Σουκρή. Αντιλήφθηκα την επιθυμία του Λουντέμη να χρησιμοποιήσει την ιστορία του Σουκρή ως ένα κεντρικό γεγονός που επηρέασε κομβικά την ψυχοσύνθεση του μικρού πρωταγωνιστή, αλλά δεν θεωρώ ότι το πέτυχε. Πλην αυτού, τα κεφάλαια έμοιαζαν επαναλαμβανόμενα και σε πολλά σημεία βαρετά. Τόσο που σκέφτηκα πολλές φορές να αφήσω το βιβλίο, αλλά τελικά το τελείωσα επειδή ήταν πολύ σύντομο και ήθελα να γνωρίζω το backstory πριν συνεχίσω στο επόμενο βιβλίο της σειράς. Συνολικά, θα έλεγα ότι μόνο τα πρώτα κεφάλαια αξίζουν, καθώς τα επόμενα αποτελούν μια επανάληψη, χωρίς να έχουν ιδιαίτερη πλοκή. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε σίγουρα να είναι ακόμη πιο συμπυκνωμένο, ακόμη και 100 σελίδες μικρότερο.
Ο Λουντεμης είναι ο κατ εξοχήν εκπρόσωπος του εν Ελλάδι σοσιαλιστικού ρεαλισμού ως ρεύμα, τουλάχιστόν στα πρώτα έργα του, τέτοιο είναι και το Συννεφιάζει, γιατί η εθελούσια εμπειρία του στην ζωή του υπαρκτου σοσιαλισμού,ακόμα και ως προνομιούχος προοδευτικός λογοτεχνής, φαίνεται να τον αλλάζει στο ύστατο έργο του και να υπάρχει μια αποστασιοποίηση. Στον Λουντεμη πάντως μπορεί να συγχωρεθεί η στρατευση, αν και ενίοτε γραφική,αφού εν υπάρχει μαζί με μια πηγαία, για εμένα συγκινητική(και προβοκατόρικα ιδεαλιστική)ευαισθησία και ενα γνήσιο αφηγηματικό ταλέντο. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο Συννεφιάζει, το πιο αδύναμο τμήμα της 4λογιάς του Μέλιου. Υπόθεση μηδέν, πλοκή ούτε για δείγμα,μόνο γραφικότητα. Εχω την αίσθηση πως το έργο αυτό γράφηκε για να συμβαδίσει με την τότε γραμμή του Κόμματος του και να παρουσιαστεί η Μακεδονία ως αποκλειστικά κατοικούμενη από σλάβους("Μακεδόνες" τους ονομάζει),τουρκους,αθίγγανους,όλοι αξιαγάπητοι και καταπιεζόμενοι από τους Έλληνες. Η μόνη αξία του μάλλον, είναι ως ντοκουμέντο μιας θλιβερής κατηφόρας. Ας μην απογοητευτεί πάντως ο αναγνώστης αν αυτή είναι η πρώτη του επαφή με το έργο του Λουντέμη,ας μην τον απορρίψει ως σύνολο. Οι λοιποί τρεις τόμοι είναι από καλοί, ως υπέροχοι, όπως επίσης και κάποια άλλα έργα(Τρόπαια, Τότε που κυνηγούσα τους Ανέμους κ.λ.π.) αποτέλεσαν σημαντικές στιγμές της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας.
Η πένα, ο πολιτισμός και η αύρα του Μενέλαου Λουντέμη είναι μια ασίγαστη ευλογία για την τέχνη και τους ανθρώπους εκείνους του μόχθου και της αξιοπρέπειας, που γυρεύουν το δικό τους μονοπάτι στη χειραφέτηση αλλά και στη λογοτεχνία. Το "Συννεφιάζει", είναι η πρώτη μας γνωριμία με την εποχή του 1924, στη κεντρική Μακεδονία. Στον κόσμο της προσφυγιάς, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που η κατάρα του πολέμου, τους έφερε τον ξεριζωμό, τον αφανισμό των σπιτιών τους και την "ανταλλαγή". Στο βιβλίο θα γνωρίσουμε το μικρό "Κρήφ", το προσφυγάκι των σιδηροδρομικών σταθμών, που πουλάει στη "σπουδαία" του πραμάτεια στους επιβάτες της αποβάθρας. Και μαζί του το μικρό Σουκρή, το "Τουρκόπουλο", που κινάει το δρόμο του ξεριζωμού για να πάρει όμως το μονοπάτι προς τον ουρανό και τις θύμησες. Από εκεί και πέρα θα ανοίξει το δρόμος μιας υπέροχης αφήγησης, που ο Λουντέμης μας τη δίνει με τη γνησιότητα της καρδιάς και των βιωμάτων του. Θα τα ξιδέψουμε στα Βοδενα της εποχής, στα βαλτοτόπια, στις ρεματιές μαζί με τους ξωμάχους, τους χωριάτες, τους λασπάδες εργάτες. Ένα βιβλίο, που μοσχοβολάει όνειρα, καθάριο ιδρώτα των ανθρώπων του μόχθου και των ονείρων τους.
I suppose it was good but I didn't like it so much. I had it in my library for years and I never got to finish the story because the narration was so dull, I was bored.