Με τον τίτλο αυτό - "Το τέλος της μικρής μας πόλης" - πρωτοεκδόθηκε συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή στη Ρουμανία το 1953, από τον εκδοτικό οίκο "Νέα Ελλάδα". Περιείχε πέντε από τα επτά διηγήματα, δηλαδή τα εξής: "Ο Σιούλας ο ταμπάκος", "Σαμπεθάι Καμπιλής", "Η θεία μας η Αγγελική", "Η διαθήκη του καθηγητή", "Μαργαρίτα Περδικάρη". Τον Οκτώβριο του 1959 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην "Επιθεώρηση Τέχνης" το διήγημα "Ο τάφος" και τον Φεβρουάριο του 1962, στο ίδιο περιοδικό, το διήγημα "Ο ντέτεκτιβ". Το 1963 και ενώ ο Χατζής βρίσκεται στην Ουγγαρία κυκλοφορεί η πρώτη πλήρης έκδοση της συλλογής, τυπωμένη στο τυπογραφείο Α. Κουλουφάκου, για λογαριασμό της "Επιθεώρησης Τέχνης". Το 1971 γίνεται η τρίτη έκδοση με επίμετρο το κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου "Το νεοελληνικό μάθημα του Δημήτρη Χατζή" (εκδ. "Διογένης"). Από τότε ως σήμερα έχουν γίνει άλλες τρεις εκδόσεις: "Πλειάς", 1974, "Κείμενα", 1979 (οριστική έκδοση, διορθωμένη από τον συγγραφέα) και "Ζώδιο", 1989.
Ο παππούς και ο πατέρας του Δημήτρη Χατζή ήταν τυπογράφοι· προς τιμήν τους το βιβλίο στοιχειοθετήθηκε το 1999, για την έκδοση αυτή, στη μονοτυπία των Αδελφών Παληβογιάννη, σελιδοποιήθηκε και τυπώθηκε στο κλασικό τυπογραφείο "Μανούτιος" του Χρίστου Μανουσαρίδη.
Dimitrios Hatzis (Greek: Δημήτρης Χατζής, 1913–1981) was a Greek novelist and journalist.
Hatzis was born in Ioannina (Epirus) northwestern Greece, the son of the author and journalist, Georgios Hatzis. He graduated from the Zosimaia school in his home land. In 1930, after the dead of his father, he succeeded him as director of the newspaper Epirus. In 1932-1934 he was influenced by marxist ideologies and joined the Communist Party of Greece. In 1936 he was arrested by the regime of Ioannis Metaxas for communist activity.
Hatzis got involved in the Greek Civil War (1946-1949), where he joined the left-wing guerrillas. As a result, following the Left's defeat, he went into exile and until the legalization of the Greek Communist Party in 1975, he lived in various socialist countries in Eastern Europe.
Δεν υπάρχουν λόγια για την ηθογραφική πυκνότητα και την ανθρωπιά αυτής της συλλογής διηγημάτων. Πρόκειται για ένα σπουδαίο μάθημα που μας δίνει απλόχερα ο Δημήτρης Χατζής που ξεκινάει από τις αρχές του 20ου αιώνα και τον Μεσοπόλεμο για να καταλήξει στην περίοδο της κατοχής και πραγματεύεται, μεταξύ πολλών άλλων, τη σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας, υπαίθρου και κεντρικής εξουσίας, των αδύναμων με τους δυνατούς, του περιθωρίου με τον κόσμο των ευπρεπών. Ανυπομονώ να διαβάσω και ό,τι άλλο έχει γράψει.
Τι ωραίο το συναίσθημα που νιώθεις όταν έχεις μόλις συναντηθεί με ένα σπουδαίο έργο της ελληνικής λογοτεχνίας! Ο Δημήτρης Χατζής μάς παρουσιάζει με τις ιστορίες του σαν μέσα από καλειδοσκόπιο το τέλος της μικρής του πόλης από το διάστημα του Μεσοπολέμου μέχρι τα χρόνια της κατοχής. Η πόλη λογικά είναι τα Γιάννενα, μιας και ο συγγραφέας μεγάλωσε και έζησε μέρος της ζωής του εκεί (ποια άλλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας είχε κάστρο, λίμνη και κοινότητα 4.000 Εβραίων; Με μπέρδεψε ωστόσο που προς το τέλος γράφει ότι τα φιλανθρωπικά καταστήματα της πόλης δεν είναι τόσο σπουδαία όσο των Γιαννίνων ή της Μυτιλήνης - ίσως το κάνει για ξεκάρφωμα :p).
Η μικρή πόλη είναι εσωστρεφής, χαρακτηρίζεται από περιχαράκωση σε κλειστά σινάφια ή θρησκευτικά δόγματα και από τα χρηστά ήθη και τη σαπίλα της πατροπαράδοτης τάξης. Επιφανειακά οι περισσότεροι πολίτες είναι ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας αλλά στο παρασκήνιο ύποπτες δοσοληψίες, μεθοδεύσεις, χάρες και ανταλλαγές δίνουν και παίρνουν. Αυτή η κοινωνία που νοιάζεται μόνο για την εικόνα της και το συμφέρον της φαίνεται να πνέει τα λοίσθια - ή τουλάχιστον έτσι οραματίζεται ο συγγραφέας. Τα καινούρια ιδανικά εκπροσωπούνται από ανθρώπους όπως ο καθηγητής Ραλλίδης και η νεαρή Μαργαρίτα Περδικάρη, ανθρώπους διαφορετικούς, που έχουν μέσα τους την αγάπη και την προσφορά αλλά περιφρονούνται και υποφέρουν από την καθεστηκυία τάξη.
Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1913 και κατά τη δεκαετία του 1930 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και έζησε για μεγάλα διαστήματα της ζωής του ως πολιτικός εξόριστος. Υπό αυτό το πρίσμα των πολιτικών του πεποιθήσεων κατανοούμε καλύτερα το σπουδαίο αυτό ηθογραφικό έργο. Τα αγαπημένα μου από τα εφτά διηγήματα ήταν "Ο Σιούλας ο ταμπάκος", "Ο τάφος" και "Ο ντέτεκτιβ".
Γραμμένο το 1953, με αυτή τη νοσταλγική χροιά της γλώσσας μας, ο Δημήτρης Χατζής σου δείχνει πως γίνεται να γράφεις σαν να βρίσκεσαι στη δεκαετία του 50 και αυτό που γράφεις να είναι ακόμα τόσο ζωντανό το 2025, να γράφεις για κοινωνίες και ανθρώπους τόσο μακρινής εποχής να τους ζωντανεύει τόσο έντονα μέσα σου που δεν έχεις παρά να παραδεχθείς το τεράστιο ταλέντο του. Οι σκηνές του καθηγητή Ραλλιδη στο σπίτι του συμβολαιογράφου και η ιστορία της Μαργαρίτας Περδικάρη αυτού του κοριτσιού που έζησε καθαρή ανάμεσα σε όλες τις παθογένειες μιας οικογένειας μικρογραφίας της κοινωνίας και βρήκε λόγο ύπαρξης μέσα απ'την αντίσταση είναι μόνο δύο απ'τις πολλές κι έντονες εικόνες αυτού του υπέροχου βιβλίου.
Προς το παρόν εξαντλημένο. Ελπίζω να βρει ξανά το δρόμο του προς τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Είναι μάλλον άδικο να λείπουν τέτοια βιβλία από τις επιλογές μας.
Δεν υπάρχουν και πολλά να πει κάποιος, μια από τις καλύτερες ελληνικές συλλογές διηγημάτων. Στο σχολείο, όπως πολλοί έτυχε να διδαχθώ το διήγημα για τον Σιούλα τον ταμπάκο και μπορώ να πω με σημάδεψε, αφού θυμόμουν χρόνια αυτό το γκρέμισμα της συντεχνιακής ξιπασιάς και την ένωση σε κοινωνία με τους ανθρώπους της πόλης, τους άλλους φουκαράδες. Όταν κατάλαβα πως αποτελούσε τμήμα συλλογής ενθουσιάστηκα και έκανα τη νοητή σημείωση να την διαβάσω. Ο καιρός έφτασε πολλά χρόνια μετά. Δεν περίμενα λοιπόν να είναι όλα τα διηγήματα της συλλογής τέτοιου βεληνεκούς, γεμάτα με βαθιά ανθρωπιά, εικόνες μιας υπαίθρου που έχει φύγει αλλά και με τον πλούτο ανθρώπων και λαών που χάθηκαν στην ομοιογένεια του εκσυγχρονισμού. Αν είχα να προτείνω ένα μονάχα βιβλίο της ελληνικής πεζογραφίας θα ήταν αυτό.
Ειναι τοσο ομορφο να ερχεσαι κάπου κάπου αντιμετωπος με κατι δικο σου, ενα κομμάτι ξεχασμένο, αλλά αληθινο. Γιατι τοτε ησουν παρόν ολόκληρος. Ήσουν ο εαυτός σου και αγαπούσες τους ανθρωπους δίχως γιατι και πως.
Από τοτε, η ζωή έγινε ένας καθρέφτης που ραγίζει. Τοσα σπασίματα όσες κι οι γραμμές στην παλαμη σου. Κι ετσι, καλο μου, γεμισε ο τοπος της μικρής μας πόλης με γλυκόπικρες αληθειες ατόφιου χρυσάφιου.
Οι συλλογές διηγημάτων είναι ένα είδος το οποίο τελευταία μου αρέσει πολύ, θεωρώ το διήγημα πολύ δυνατό όχημα για να πει κάποιος μια ιστορία. Στη συγκεκριμένη συλλογή, ο συγγραφέας ξέρει να χειρίζεται τις λίγες σελίδες του διηγήματος με μαεστρία και το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό. Το γενικό θέμα της συλλογής είναι μια μικρή κοινωνία που παίρνει την κατιούσα και το συναίσθημα που σου αφήνουν τα διηγήματα ένα-ένα σαν επίγευση αποτυπώνει αυτήν την κατάσταση όπως ακριβώς πρέπει. Αργά, ανεπαίσθητα στην αρχή, διαβρωτικά στη συνέχεια, διαπλεκόμενα και εξευτελιστικά προς το τέλος. Δε μπορώ να αναφερθώ με πλήρη αντικειμενικότητα στα διηγήματα, γιατί ιδίως στα πρώτα αναγνώριζα τα Γιάννενα (στα οποία έζησα και ως φοιτήτρια, γνώρισα ανθρώπους και ρίζωσα -κι ας έφυγα) τόσο έντονα που με συγκινούσαν απίστευτα, σίγουρα όμως ακόμη και κάποιος που δεν τα έχει επισκεφτεί ποτέ μπορεί να τα αγαπήσει μέσα από αυτό το βιβλίο. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποια, θα ήταν ο Σιούλας ο ταμπάκος, ο Τάφος, Σαμπεθάι Καμπιλής και ο Ντετέκτιβ. Εν ολίγοις, νέο αγαπημένο.
Εξαιρετική συλλογή διηγημάτων: συγκίνηση -χωρίς να γίνεται μελό- νοσταλγία για μια εποχή που πέρασε και χάθηκε. Αναγνώρισα τα Γιάννενα, μια πόλη που αγαπώ ιδιαίτερα κι ας μην κατάγομαι από αυτή, και εκτίμησα τις πληροφορίες που δίνει για το πρόσφατο παρελθόν της. Από τα βιβλία που μίλησαν στην καρδιά μου. Ξεχώρισα το "Σιούλας ο Ταμπάκος" και το "Σαμπεθάι Καμπιλής".
Κάπου πήρε το μάτι μου μία λίστα με τα εκατό καλύτερα ελληνικά βιβλία όλων των εποχών και σε αυτή τη λίστα υπήρχε και «το τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή. Δυσκολεύτηκα να το βρω αφού αυτή τη στιγμή δε κυκλοφορεί επίσημα από κάποιον εκδοτικό οίκο, το ανακάλυψα όμως μεταχειρισμένο και φανερά ταλαιπωρημένο σε μία έκδοση του 1983 που στο οπισθόφυλλο δεν αναγράφεται καν περίληψη. Μόνο «πουλιέται 400 δραχμές».
Το τέλος της μικρής μας πόλης αποτελούμενο από επτά ιστορίες που διαδραματίζονται κοντά στα Γιάννενα πριν και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είναι ένα βιβλίο νοσταλγικό, τρυφερό, βαθιά ανθρώπινο που αν είχε soundtrack θα ήταν σίγουρα το «οδός ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκη. Η γραφή του είναι στρωτή, ζεστή, ακριβής και οι πρωταγωνιστές του, απλοί άνθρωποι της φτώχειας που αδυνατώντας να κατανοήσουν το νέο επερχόμενο κόσμο και τις κοινωνικές αλλαγές του, απομονώνονται στο περιθώριο, συνθλίβονται και πεθαίνουν.
Το τέλος της μικρής μας πόλης είναι ένα αριστούργημα που πραγματεύεται με σεβασμό το τέλος των ταμπάκων βυρσοδεψών, των βαρελάδων, των σιδηρουργών, των Οβραϊκών μαχαλάδων, το τέλος ουσιαστικά μιας άλλης κάποτε Ελλάδας που από την παραδοσιακή οικονομία του «χωριού» εμβαπτίζεται μάλλον επώδυνα στο «κρύο» μοντέρνο του νεωτερισμού.
Μια συλλογή διηγημάτων με κοινό άξονα, μια μικρή πόλη και τo τέλος των χαρακτήρων της, είτε αυτό συνιστά ψυχικό τέλμα, είτε αφορά την κοινωνική τους αποξένωση.
Το τέλος της μικρής μας πόλης είναι μία μικρή συλλογή επτά διηγημάτων - μικρών αριστουργημάτων. Όλα εκτυλίσσονται στα Ιωάννινα (όπως όλα δείχνουν), γύρω από τη λίμνη, πιο πέρα στην αγορά, κάτω από την ομίχλη, στο κρύο του χειμώνα ή και την άνοιξη. Οι ιστορίες μπαίνουν δειλά δειλά στην ψυχή σου, με έναν πολύ "ευγενικό" τρόπο και φεύγοντας σου αφήνουν μία γλυκιά θλίψη.. Σαν μία επίσκεψη στα Ιωάννινα τον Οκτώβριο δηλαδή. Αυτό που πιο πολύ με γοήτευσε, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Δημήτρης Χατζής έχει στήσει τους χαρακτήρες του. Είναι όλοι τόσο ολοκληρωμένοι, τόσο άρτιοι σε κάθε επίπεδο και εξαιρετικά αληθοφανείς. Και αυτό σε προκαλεί να τους ενσυναισθανθείς, να τους συμπονέσεις, να τους μισήσεις,να τους αγαπήσεις, να τους συγχωρέσεις. Κατά τη γνώμη μου και τα επτά διηγήματα ξεχωρίζουν, το κάθε ένα για δικούς του λόγους. Ίσως λίγο λιγότερο το"Σαμπεθάι Καμπιλής", που λίγο με κούρασε.
Στα χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους διηγήματα αυτής της συλλογής, ο Δημήτρης Χατζής αφηγείται διάφορες πλευρές αυτού που οραματίστηκε σαν το τέλος της μικρής μας πόλης. Μιας πόλης που είναι και δεν είναι τα Γιάννενα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Διηγήματα που θυμίζουν ηθογραφία, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν την άλλη της όψη, με την έμφαση να δίνεται συχνά σε εκείνα τα πρόσωπα και τις συμπεριφορές που συμπυκνώνουν το ασφυκτικά πνιγηρό κλίμα της ελληνικής επαρχίας. Και όλα αυτά με μια γοητευτική γραφή που ισορροπεί ανάμεσα στον κυνισμό και τον λυρισμό, στην ποιητικότητα και τη σάτιρα. Σπουδαίο έργο.
Από τα κορυφαία έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, μιας κοινωνίας που χάθηκε, γραμμένο με τρυφερότητα, νοσταλγία κι αγάπη για τα χιλιοτραγουδισμένα και πολυαγαπημένα Ιωάννινα. Προσωπικα, το αγαπώ πολύ!!!
Το αριστούργημα αυτό του Δημήτρη Χατζή, περιλαμβάνει 7 διηγήματα, που όλα τους έχουν σαν κύριο θέμα τις συνταρακτικές αλλαγές που επέφερε στην προπολεμική κοινωνία της «μικρής του πόλης»- και, κατ’επέκταση, και σε όλη την ελληνική κοινωνία-ο πόλεμος, και η διαφαινόμενη αναπόφευκτη εξέλιξη στα ήθη, στα πιστεύω, και τις συνήθειές της. Και υποδόρια, διαχέει το μήνυμα πως η δογματική περιχαράκωση «σ’αυτά που ξέραμε», στα «έτσι είναι» «έτσι πρέπει», η αδιαμφισβήτητη προσήλωση στην παράδοση, που ζηλότυπα και με ιδιοτέλεια καλλιεργούσαν, επέβαλλαν και περιφρουρούσαν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ταγοί, οδηγούν νομοτελειακά στην απώλεια, την καταστροφή, στο τέλος... Κάθε μία ιστορία και κάθε χαρακτήρας περιγράφονται με απλοϊκότητα, αλλά με εντυπωσιακή ενάργεια και διεισδυτική ακρίβεια. Χωρίς λεξιλαγνείες και λεκτικούς εντυπωσιασμούς, με όπλο την ντοπιολαλιά «της μικρής του πόλης» ο Δ.Χ. μας κάνει κοινωνούς της ζωής των κατοίκων της και των προβλημάτων της. Και βέβαια, η «μικρή του πόλη» περιλαμβάνει τόσο τους μεροκαματιάρηδες βιοπαλαιστές, όσο και τους «αρχόντους» που διαφέντευαν. Θα σταθώ ιδιαίτερα στο διήγημα «Σαμπεθάι Καμπιλής», στο οποίο ο Δ.Χ., με το λιτό του ύφος, περιγράφει διεισδυτικά τη δομή και τη ζωή της κοινωνίας των Εβραίων που είχε φυτρώσει στην «μικρή του πόλη», τα Γιάννενα, πριν από ανυπολόγιστα χρόνια (από τη Ρωμαιοκρατία; από την εποχή του Φερδινάρδου και της Ισαβέλλας;) και που επιβίωνε στον εβραϊκό μαχαλά. Φτωχοί βιοπαλαιστές οι πιο πολλοί, με σεβασμό στην θρησκεία τους και τα έθιμά τους, συμβιώνοντας αρμονικά με τους -λίγους- χριστιανούς της γειτονιάς. Ο ήρωας του διηγήματος, ο Σαμπεθάι Καμπιλής, πιστός στην Γραφή και τα προστάγματά της, παρόλο που επίσημα δεν κατέχει κάποια θρησκευτική ή πολιτική θέση, κινεί άτυπα τα νήματα της κοινότητας. Διακατέχεται από ιερό πόθο η κοινότητα να κρατήσει άσβεστη την Εβραϊκή πίστη και τις διδαχές του Ταλμούθ, και να παραμείνει για πάντα συσπειρωμένη γύρω από την «κλώσσα», την εβραϊκή γειτονιά (και την εξουσία του...). Μέντορας και χορηγός ενός χαρισματικού και πολλά υποσχόμενου παιδιού, το οποίο υποσυνείδητα και ανομολόγητα προορίζει για διάδοχό του στην κοινότητα, και το οποίο εκτιμά περισσότερο από τα φυσικά του τέκνα. Όταν διαπιστώνει ότι το παιδί αυτό, ο αγαπημένος του μαθητής, στον οποίο είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες για τη συνέχιση της εβραϊκής παράδοσης και την επιβίωση της κοινότητας σύμφωνα με τους εβραϊκούς νόμους, έχει προσχωρήσει αμετάπειστα στο στρατόπεδο των διεθνιστών, ο Σαμπεθάι Καμπιλής, επικαλούμενος τον Αβραάμ, το προσφέρει θυσία για τη «σωτηρία» της εβραϊκής οικογένειας. Τα μηνύματα για το κυνήγι των Εβραίων από τους ναζί φτάνουν μέχρι «την μικρή πόλη», παρόλα αυτά ο Σαμπεθάι Καμπιλής αποτρέπει κάθε φοβισμένο να ξεφύγει από την αγκαλιά της «κλώσσας», να εγκαταλείψει την πόλη, να κρυφτεί και να σωθεί. Όπως γράφει ο Δ.Χ. « δεμένους με τα χίλια σκοινιά του, δίβουλους και τρομαγμένους, ο Σαμπεθάι Καμπιλής τους κράτησε κει, με χίλιους τρόπους, με μηχανές κ’ ελπίδες και με φοβερίσματα..... Και τους προφτάσαν εκεί. Και τους πήραν όλους.... και χαθήκαν όλοι-τέσσερις χιλιάδες ψυχές, έξω από κείνους τους λιγοστούς, μετρημένους στα δάχτυλα - που δεν θέλησαν ν’ ακούσουν τον Σαμπεθάι Καμπιλή και σπάσανε τα σκοινιά του και φύγανε...
Εξαιρετικό βιβλίο επτά διηγημάτων, το ένα καλύτερο από το άλλο. Δεν έχει την ωριμότητα και πυκνότητα ούτε είναι τόσο κατασταλαγμένο όσο το "Διπλό Βιβλίο" (λογικό άλλωστε μια και το τελευταίο γράφτηκε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα) αλλά δεν παύει να μας συναρπάζει και να μας συγκινεί μέχρι σήμερα. Ζωντανές ιστορίες, ζωντανοί χαρακτήρες μερικά από τα διηγήματα (τα περισσότερα;) αναφέρονται σε αληθινά γεγονότα όπως ο χαμός της εβραϊκής κοινότητας στο "Σαμπεθάι Καμπιλής". Δικαίως θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας.
Νοσταλγικό και λυρικό ανάγνωσμα , το έργο του Δημήτρη Χατζή , ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί λιγότερο ή περισσότερο με κάποιο από τα διηγήματα . Προσωπικά μου άρεσε πολύ ο Σιούλας Ταμπάκος και ο Τάφος . Όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται στα Ιωάννινα , όμως στην ουσία όλες θα μπορούσαν να έχουν σαν βάση την οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη της Ελλάδας .
Πήρα αυτό το βιβλίο τυχαία. Για το εξώφυλλο,για την λίμνη,για τα Γιάννενα. Και νομίζω ότι είναι από τα βιβλία που θα θυμάμαι μέχρι την τελευταία μου ανασα.λυρικο, γραμμένο με λίγο την ηπειρωτική ντοπιολαλιά,με νότες νοσταλγίας, ένα μικρό θαύμα της λογοτεχνίας. Αν μπορούσα να βάλω παραπάνω θα έβαζα σίγουρα
Από τα πιο σημαντικά έργα που έχουν γραφτεί στην Ελλάδα. Θλίβομαι για τα χρόνια που πέρασα πριν το διαβάσω. Απαραίτητο ανάγνωσμα για όλους τους νέους και νέες, για να μαθαίνουμε την ιστορία των τόπων και των ανθρώπων...
Δεν ξέρω τι έπαθα και του έβαλα τέσσερα αστέρια την πρώτη φορά που το διάβασα, μάλλον δεν ήμουν καλά. Εδώ μιλάμε ίσως για την καλύτερη συλλογή ελληνικών διηγημάτων που γράφτηκε ποτέ. Ο Χατζής έχει την καταπληκτική ικανότητα να είναι ταυτόχρονα πολύ απλός στη γραφή του και να μπορεί με δυόμιση αράδες να σου κάνει την καρδιά χίλια κομμάτια. Τα δε διηγήματα είναι μια εύστοχη και ακριβέστατη αναπαράσταση της ελληνικής πραγματικότητας, της κουτοπονηριάς, της απονιάς, της μικρότητας, του εγωισμού, της ματαιότητας και του στιγμιαίου μεγαλείου που χαρακτηρίζει τους Έλληνες. Δυστυχώς, πάνω από μισό αιώνα μετά, το βιβλίο παραμένει αντιπροσωπευτικότατο δείγμα του είδους μας. Τουλάχιστον έχουμε και καλούς συγγραφείς!
Δεν τρελάθηκα, περίμενα κάτι παραπάνω και δεν το βρήκα. Δεν ξέρω ακριβώς τι περίμενα και τι δε μου ταίριαξε, δε με ενθουσίασε ούτε με απογοήτευσε. Κάπου στη μέση...
"Ο τάφος" εξεικονίζει τις διαμετρικά αντίθετες στάσεις ζωής όταν η τραγική μοίρα χτυπά ανηλεώς την πόρτα. Από τη μια η παθητική αποδοχή, από την άλλη η επιθυμία κατασπάραξης του διπλανού... Συνταρακτικό.
Ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο. Μια κοινωνία που αλλάζει, ένας κόσμος που αλλάζει. Μαζί του και οι άνθρωποι που καλούνται να αλλάξουν τις συνήθειες και τα ήθη τους. Ακόμα ένα αριστούργημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που συλλαμβάνει τον παλμό της.