“Το δάχτυλό της έδειξε το σκεπασμένο άγαλμα.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε.
Ο Αρταξέρξης αναστέναξε και το χέρι του τράβηξε απαλά το λεπτό ύφασμα. Το άφησε να πέσει στο πάτωμα, αποκαλύπτοντας το γυμνό, μαρμάρινο σώμα μιας γυναίκας. Στα μαλλιά της είχε ένα στεφάνι μυρτιάς και στο χέρι κρατούσε μια σφαίρα. Στα μάτια τους φάνηκε πάνω από τον δεξί ώμο του αγάλματος να αρχίζει τη νυχτερινή περιπλάνησή του ένας από τους τέσσερις βασιλικούς φρουρούς του ουρανού, η Καρδιά του Σκορπιού, ο αστέρας που έφερνε καλοτυχία.
«Πέρασαν πολλά χρόνια που κάποιος Έλληνας μου το έκανε δώρο για την τελετή ανάρρησής μου στον θρόνο, στην πρώτη πρωτεύουσα των Αχαιμενιδών, στην Πάθραγκαντα, στο αρχαίο Οχυρό των Περσών. Ήμουν πολύ νέος τότε, σχεδόν παιδί, αν και είχα σύζυγο και παιδιά».
Ο Αρταξέρξης κοίταξε με λατρεία τη μαρμάρινη γυναίκα. Το βλέμμα του ταξίδεψε στο στιλπνό λευκό δέρμα της.
«Το μόνο που φορά επάνω της είναι ένα στεφάνι από ηδονική μυρτιά. Η σφαίρα που κρατά με τα δάχτυλά της συμβολίζει τον κόσμο πάνω στον οποίο ηγεμονεύει και τον τυραννά με τον ευτράπελο έρωτα, αυτό το σκληρό, πονηρό παιδί που διαιωνίζει τη ζωή με την ανίκητη δύναμή του».
Λέγοντας αυτά τα λόγια, στράφηκε και κοίταξε την Δάειρα με βλέμμα που έλαμπε.
«Έχεις μπροστά σου το άγαλμα της Ουράνιας Αφροδίτης, εκείνης που σαν αυγό περιστεράς έπεσε από τον ουρανό στον ποταμό Ουφράτου και από τα κύματά του πρόβαλε στη γη. Είναι από λευκό μάρμαρο Πάρου κι αν την κοιτάξεις καλύτερα, θα δεις ότι είναι σαν να σμίλευσε το δικό σου πρόσωπο ο περίδοξος Φειδίας, επειδή αυτός είναι που τη δημιούργησε. Εξαίσιο κάλλος, δεν ξεχωρίζω το δικό σου πρόσωπο από το δικό της. Είστε ίδιες».
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρηγορότερα. Οι επόμενες λέξεις βγήκαν από μέσα του με αφάνταστη τρυφερότητα.
«Ήσουν πάντα ενωμένη με μένα. Σε ονειρευόμουν, προτού καν σε δω. Σε γνώριζα, προτού καν σε συναντήσω. Σε ερωτεύθηκα, προτού καν σε φιλήσω. Και σε περίμενα».”
―
Constance Lapsati,
Πάρσα