Φραντζεσκα Μανγγελ's Blog
July 27, 2018
Κάτι που δεν έπρεπε να γραφτεί για κάτι που δεν έπρεπε να γίνει
[image error]Η τηλεόραση ανοιχτή. Ο υπολογιστής ανοιχτός. Θέλω να βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Προσπαθώ να ‘ρθω στα συγκαλά μου. Με ποιο δικαίωμα; Με ποιο δικαίωμα μιλώ εγώ για θλίψη; Με ποιο δικαίωμα γράφω για αυτό;
Ναι, αυτό είναι ένα κείμενο που δεν έπρεπε να γραφτεί. Τα λόγια εκφυλίζουν το μέγεθος της συμφοράς. Δεν έχουν νόημα. Δεν έχουν αξία. Το μυαλό σκαλώνει σε κάθε συλλαβή. Τι να τις κάνει κανείς τούτες τις λέξεις, τα «λυπάμαι», τα «θρηνώ» όταν η ζωή έχει ήδη χαθεί; Τι να τις κάνουν εκείνοι που έφυγαν, εκείνοι που είδαν τους δικούς τους να φεύγουν; Τι να την κάνουν τη δική μας θλίψη, το δικό μας τρόμο, το δικό μας σταυροκόπημα. Το “Θεέ μου, θα μπορούσαν να ‘ναι τα δικά μας παιδιά…”
Τι να τα κάνουν.
Το ξέρεις και το ξέρω. Αύριο, μεθαύριο, σε δυο μήνες, σε δυο καλοκαίρια, σιγά σιγά τούτος ο εφιάλτης θα ξεθωριάσει μες στο μυαλό μας. Θα πάρει προβάδισμα η ζωή. Όπως πάντα συμβαίνει. Όπως τ’ ορίζει ο χρόνος.
Όχι για όλους. Για κάποιους ο χρόνος σταμάτησε. Για κάποιους ο χρόνος τους στέρησε ότι δεν πρέπει να στερείται άνθρωπος. Για αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν αυτές τις στιγμές ας κρατήσουμε σιγή. Πολλών λεπτών σιγή. Ας σκύψουμε το κεφάλι από σεβασμό, ας μη μιλήσουμε άλλο, ας σιωπήσουμε. Κι όταν έρθει η ώρα, όταν αυτοί οι άνθρωποι είναι πλέον σε θέση να μοιραστούν τον πόνο τους, ας τους ακούσουμε. Δίχως να μιλάμε. Δίχως να σχολιάζουμε. Ας μάθουμε λίγη απ’ την αξία της ζωής από εκείνους που λίγο έλειψε να τη χάσουν. Ας μάθουμε λίγη απ’ την αξία της αυτοθυσίας από εκείνους που ρίσκαραν τους εαυτούς τους για να σώσουν τους άλλους. Ας μάθουμε λίγη από την αξία της προσφοράς από εκείνους που προσφέρουν ανώνυμα και αθόρυβα αυτά που δεν τους περισσεύουν. Ας μάθουμε ότι μπορούμε. Κι όταν έρθει η ώρα να μιλήσουμε, ας μιλήσουμε στα δικά μας τα παιδιά. Ας τους πούμε για το σεβασμό που πρέπει να δείχνουν στη φύση. Για το σεβασμό που πρέπει να δείχνουν στο διπλανό τους. Για το σεβασμό που οφείλουν στον εαυτό τους, στις επιλογές τους, στις πολιτικές πεποιθήσεις, στις αξίες τους. Η δική μας γενιά έχει φθαρεί. Όπου κι αν γυρίσουμε το κεφάλι το βλέπουμε, το νιώθουμε. Τα θεμέλια για τις επόμενες όμως τώρα μπαίνουν. Όσο μπορούμε, όσο μας επιτρέπει η ζωή, ας τα ορίσουμε.
Όμως δεν είναι τώρα αυτή η στιγμή. Δεν είναι τούτη η ώρα να μιλήσουμε για όλα αυτά. Αυτή η στιγμή, αυτό το καλοκαίρι ανήκει αλλού. Και αυτό το κείμενο δεν έπρεπε εξαρχής να ‘χει γραφτεί.
Συγνώμη. Αναπαυτείτε. Θα σας θυμόμαστε.
October 26, 2017
Για κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή να μιλάς για την πατρίδα σου. Για την πατρίδα έτσι όπως θα θέλαμε να τη ζούμε και να την καμαρώνουμε. Την πατρίδα των αγώνων, της παλικαριάς, της αυτοθυσίας. Την πατρίδα της αλήθειας και της τιμής. Αυτήν την πατρίδα που βλέπουμε σε κάθε πόλη, κωμόπολη, νησί και χωριό μέσα από τα αγάλματα και τα μνημεία πεσόντων. Άντρες, γυναίκες, παιδιά… 14, 15, 16 χρονών. Κάθε ένα κι από μια ιστορία. Κάθε ένα και δέος, περηφάνια, ανατριχίλα. Τα κοιτάζω, τα διαβάζω και γνωρίζω τη συντριβή. Όχι για εκείνους που πέσαν, για εκείνους που θυσιάστηκαν αλλά για τους άλλους. Αυτούς που δεν δικαίωσαν, δεν δικαιώνουν κείνες τις θυσίες. Αυτούς που λοβοτομούν κάθε στιγμή τη χώρα μου. Γιατί το κακό από ξένο χέρι, πολεμιέται. Με μάχες, πράξεις ηρωισμού, μνημεία και τραγούδια, πολεμιέται. Το ντόπιο όμως; Το ελληνικό; Αυτό το χέρι που όπλισε τα Δεκεμβριανά και τους εμφυλίους, το ίδιο χέρι που προωθεί το ξεπούλημα της πατρίδας μας όλα αυτά τα χρόνια… πως το πολεμάς; Πως νικιέται; Πως θα ξεπλύνουμε τούτη τη ντροπή; Την προδοσία σε κείνους που «φύγαν» για εμάς; Εκείνους που τιμώνται μέσα από αφιερώματα, στεφάνια και βαρύγδουπες δηλώσεις στα κανάλια την ίδια στιγμή που τουφεκίζονται ξανά και ξανά πισώπλατα. Πισώπλατα. Να μια λέξη του σήμερα. Χτυπήθηκε η Ελλάδα πισώπλατα. Πήγαν χαράμι οι θυσίες. Και ποιος τις λογαριάζει πλέον τις τιμές….
Αύριο δεν θα υψώσω σημαία. Μόνο θα αφήσω με το νου μια μαργαρίτα σε όλα τα αγόρια, κορίτσια, άντρες και γυναίκες που χάρισαν τα χρόνια τους στην ελευθερία της πατρίδας μας. Κι έπειτα θα ζητήσω συγνώμη. Που δεν σταθήκαμε αντάξιοι. Που είμαστε κι εμείς προδότες. Και στεκόμαστε αμέτοχοι να βλέπουμε τους μεγάλους καθώς ξεπουλούν τη χώρα μας.
Φ.Μ
Στις 27 Απρίλη του 1944, στους Μολάους της Λακωνίας, στήθηκε ενέδρα από τους αντάρτες του ΕΑΜ σε μια πομπή 4 γερμανικών αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Γερμανός στρατηγός με τους επιτελείς του και μεγάλο μέρος της φρουράς του. Τα αντίποινα γι αυτή την ενέργεια ήταν η εκτέλεση 200 πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44. 20 χρόνια αργότερα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε τους στίχους του τραγουδιού “Σαββατόβραδο στην Καισαριανή”, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και ερμηνεία από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Οι λογοκριτές αφαίρεσαν από το τραγούδι τη δεύτερη στροφή από τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου…
“Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
Kάθ’ απομεσήμερο στο κρυφό μας στέκι πίσω απ’ το μαγέρικο του Δεληβοριά.
Όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο
Όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό, γλυκό ψωμί.
Tάχα τι να ζήλεψαν στα χλωμά σου μάτια που ’γιωμαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή,
κι ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια κάποιο Σαββατόβραδο στην Kαισαριανή.
Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα
Κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό, πικρό ψωμί.
Γνώριζες τα βήματα, ξέκρινα τους ήχους
και μπογιές ‘τοιμάζαμε με σβηστή φωνή.
Τις βραδυές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους πέφταμε και κράζαμε “κάτω οι Γερμανοί”.
Κι όλα ήταν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο.
Κι όλα ήταν ουρανός και γλυκό ψωμί.
Σου ’δινα τα χρώματα, μου ’δινες τους τόνους και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή
κάθε απομεσήμερο τρέχαμε στους δρόμους, τρέχαμε και γράφαμε “Έξω οι Γερμανοί”.”
Τα γεγονότα πριν την Πρωτομαγιά του ’44 αφηγείται η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Το τελευταίο σημείωμα”, η οποία κυκλοφόρησε χθες στις 26/10/2017 σε σενάριο Ιωάννας Καρυστιάνη.


August 18, 2017
Βλέπω παιδιά στον ύπνο μου
photo by Kak Photography
Είναι παιδιά που τρέχουν, κλαίνε, πνίγονται. Παιδιά πληγωμένα, θαμμένα σε συντρίμμια, παιδιά νεκρά. Αυτά τα παιδιά πάνε ανάποδα απ’ τις ειδήσεις, ξεφεύγουν με χέρια και πόδια απ’ τις οθόνες, περπατούν ως το ταβάνι, κρέμονται πάνω απ’ το κεφάλι σου κι έπειτα χάνονται μέσα σε μια στιγμή. Την περσινή, τη χτεσινή, αυτήν τώρα εδώ. Καθώς διαβάζεις, πίνεις καφέ, τρως, φιλιέσαι κι αγαπάς. Την ίδια αυτή στιγμή ψυχορραγούν. Μέσα σε μια βάρκα στη Μεσόγειο. Μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο. Σε ένα ταξίδι. Μια εκδρομή. Μια βόλτα. Μια αγορά. Πάνω σε ένα τραγούδι. Ένα χορό… Στο Παρίσι. Στο Λονδίνο. Στο Σινά. Στο Μπαμάκο. Στη Βηρυτό. Στις Βρυξέλλες. Στην Κωνσταντινούπολη. Στη Μόσχα. Στη Νίκαια. Στο Βερολίνο. Στο Μάντσεστερ. Στη Βαρκελώνη. Στα χέρια ενός κοριτσιού απ’ το Κομπάνε που της γλίστρησε τ’ όπλο. Ξεχνώ κάποιο; Συνέβη κάτι ακόμη; Κάποια στιγμή, πριν μήνες, όταν ξεκίνησα τούτο το η ημιτελές κείμενο, μπορούσα ακόμα και να τα μετράω. Πλέον χάθηκε το μέτρημα και δεν τα προλαβαίνω. Έχουν συμβεί πολλά. Πάρα πολλά. Τόσα που πλέον η ζωή κραδαίνει μπρος στα μάτια το χειρότερο:
Τότε, τώρα. Εδώ εκεί. Έχει διαφορά; Απλή γεωγραφία όλα.
Κλείνεις τα μάτια τρομαγμένος. Ποιος θα βρεθεί να τα δικάσει όλα αυτά; Αυτούς που ξεπουλούν ανθρώπους για να γεμίζουν τις τρύπιες τσέπες τους; Αυτούς που αλλοιώνουν τα σύμβολα αγάπης σε σύμβολα θανάτου για να ‘χουνε λόγο οι βρωμιές τους; Που γυρνούν τη δημιουργία σε βία και τη ζωή σε σκοτάδι. Και λυπάσαι, οργίζεσαι, σταυροκοπιέσαι στα κρυφά. Όχι στα δικά μας. Ευτυχώς όχι στα δικά μας παιδιά. Τούτη η γεωγραφία σ’ ευνοεί. Είσαι στον καναπέ σου. Μπορείς ακόμη να αποφύγεις αυτά που σε φοβίζουν. Μπορείς να κλείσεις τα μάτια τη χειρότερη στιγμή.
Μπορείς;
Απόψε δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πίσω απ’ τα βλέφαρα τα ‘βλεπα μπροστά μου. Έβλεπα αυτές τις στιγμές, τις λιγοστές, τις τελευταίες τους, να παίζονται καρέ καρέ καθώς πάλευε να με πάρει ο ύπνος. Βαρύ το στρώμα, η ασφάλεια του σπιτιού. Η σκιά μου με στήνει στον τοίχο. Κρατά στα χέρια όπλο και πυροβολεί.
Γράφω και ντρέπομαι για το γένος μου. Τίποτα πια δε ξέρω, ούτε τον εαυτό μου. Ο χρόνος πάγωσε κι όλα όσα πιστεύαμε αποδείχθηκαν αλλιώς. Κάτι άγριο και βαρύ σκιάζει τις ζωές όλων. Μέσα στον εφιάλτη μιας αλήθειας που δε θέλουμε να δεχτούμε. Που για χρόνια την ακούγαμε ως ιστορίες, ταινίες, βιβλία και θλιμμένη ποίηση περασμένων γενιών. Τώρα οι ιστορίες έγιναν εικόνες στον απέναντι δρόμο. Οι ταινίες ρεπορτάζ των 8. Κι η θλίψη, πόνος που καμιά ποίηση δεν μπορεί να απαλύνει. Το βρωμερό τέρας στέκεται μπροστά σου. Έχει τα αυτιά και τα νύχια πλασμάτων που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι, μα δεν είναι αυτό. Όχι δεν είναι αυτό. Άνθρωποι είναι εκείνοι που υποφέρουν. Άνθρωποι είναι εκείνοι που βοηθούν. Που νοιάζονται και ρισκάρουν. Όλοι οι υπόλοιποι, όλα τα υπόλοιπα, ζωύφια που τρέφονται εις βάρος τους. Παράσιτα που απειλούν, βασανίζουν και σκοτώνουν. Και κάθε μέρα, κάθε στιγμή, αποδεικνύουν πώς χειρότερη φύση απ’ την ανθρώπινη δεν υπάρχει.
Γράφω για να παρηγορηθώ. Πώς να παρηγορηθώ; Πώς να σας παρηγορήσω; Λίγες, ασήμαντες οι λέξεις μπρος στη θεομηνία. Πότε θα τελειώσει όλο αυτό; Πότε θα τιμωρηθούν τα τέρατα; Πότε θα γίνει ένα θαύμα και το λόγο θα πάρει η ζωή; Πότε θα γυρίσει ο δείκτης αλλιώτικα και θα πάρει σειρά η ελπίδα;
Σε μια γωνία του μυαλού κραυγάζει η ανάγκη για χαρά και δημιουργία μα ποδοπατιέται άγρια μαζί με τις ψυχές αυτών που φύγανε. Ο Θεός ας τις αναπαύσει.
Δεν σας ξεχνάμε.


July 15, 2017
The Sea of Love?
«Κάτσε να φυλάς τη βάρκα», την πρόσταξε και έπειτα βούτηξε με τους μαθητευόμενους για να τους δείξει τον ύφαλο με τα κοράλλια. Εκείνη τα ‘χε δει πολλές φορές στο παρελθόν μαζί του. Ειδικά τότε, στην αρχή του φλερτ τους, την ξεμονάχιαζε με κάθε ευκαιρία σε υφαλοκρηπίδες, μυστικές παραλίες και θαλάσσιες σπηλιές. Απ’ όταν ανέλαβε βοηθός του στη σχολή καταδύσεων, κόπηκαν οι πολλές «εξορμήσεις». Είχαν περάσει και δυο χρόνια, είχαν κοπάσει κι οι ορμές, ξέμεινε να φυλάει μόνη της τη βάρκα με τον εξοπλισμό και τις περίσσιες μπουκάλες οξυγόνου, όσο εκείνος αλώνιζε τους βυθούς.
Σήμερα όμως ήταν αλλιώς. Είχε λαδιά κι ήταν απάνεμο το αγκυροβόλι. Κανένα ρεύμα δεν απειλούσε να ξεσύρει την άγκυρα και κανένα κύμα να αναποδογυρίσει την βάρκα. Το γκρουπ κατάδυσης θα έλειπε τουλάχιστον για δύο ώρες, μπορούσε να κάνει μια γρήγορη βουτιά ως τον απέναντι όρμο, δίχως να την πάρει εκείνος χαμπάρι.
Φόρεσε μάσκα, βατραχοπέδιλα, ζώστηκε και το μαχαίρι για τις πεταλίδες και έπεσε στα παγωμένα νερά. Ο βυθός πεντακάθαρος, θαλασσινός καθρέπτης να λάμπουν πάνω του κοχύλια, βότσαλα και οι λευκοί, επίπεδοι ογκόλιθοι που ΄ταν αραδιασμένοι μαρμάρινο πάτωμα, ως το γειτονικό λιμάνι.
Κολυμπούσε αργά, απολαμβάνοντας την αίσθηση ελευθερίας που της προσέφερε η θάλασσα, όταν διέκρινε μία μαύρη φιγούρα κοντά στα βράχια. Δύτης ή ψαροντουφεκάς, ήταν η πρώτη σκέψη της, μα πλησιάζοντας, ξεχώρισε τη μπουκάλα οξυγόνου. Κι εκείνη τη μπλε ρίγα στα πλάγια της στολής. Έντονο μπλε, φωσφοριζέ, το σήμα κατατεθέν του. Την έπιασε πανικός. Έτσι και την έβλεπε, σίγουρα θα της έριχνε καμιά κατσάδα. «Μα τι δουλειά είχε τόσο νωρίς στον όρμο; Που ήταν οι υπόλοιποι;», ψιθύρισαν στ’ αυτί της οι «διαβόλοι».
Κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο και παίρνοντας βαθιά ανάσα, έμεινε να τον παρακολουθεί μέσα απ’ το νερό.
Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα όταν μια δεύτερη φιγούρα εμφανίστηκε. Γυναικεία φιγούρα, να μαρτυρά τη φύση της απ’ τις νωχελικές κινήσεις, απ’ τις καμπύλες τους στήθους και των γλουτών, που ασφυκτιούσαν μες στη στολή. Είδε το σώμα του να γυρίζει προς το μέρος της. Είδε το νεύμα του να την καλεί. Γνώριμο νεύμα, οικείο κάλεσμα, η αρχή κάτι νέου, κάτι του οποίου είχε υπάρξει παραλήπτρια κι η ίδια.
Η γυναίκα τον πλησίασε κουνώντας αισθησιακά τα βατραχοπέδιλα της. Ήταν μισός μες στο κοίλωμα του βράχου και ψαχούλευε ανάμεσα στα φύκια.
«Αστερίες… κοίτα πόσο όμορφοι είναι…», άστραψαν τα περασμένα λόγια του μες στο μυαλό της. Και η σκηνή ξετυλιγόταν πάλι ίδια. Με κείνη για κομπάρσο αντί πρωταγωνίστρια.
Το χέρι του άγγιξε τον άγνωστο γυναικείο καρπό, γύρισε την παλάμη και εναπόθεσε πάνω το αστεροειδές. Συνεπαρμένη η κοπέλα, κούνησε με τα δάχτυλά της τα κατακόκκινα πόδια του, λες και ‘παιζε πιάνο. Εκείνος την κοιτούσε. Δεν έβλεπε τα μάτια του πίσω από τη μάσκα, δεν ξεχώριζε την ένταση του βλέμματος, όμως ήξερε πως ήταν εκεί. Έτοιμο να τις κατασπαράξει. Και τις δύο.
Έτρεμε. Η ακινησία μετέτρεπε τα άκρα της σε εύκολη λεία για το παγωμένο νερό. Τα δόντια της χτυπούσαν νευρικά, τα πόδια της μούδιαζαν.
Το σώμα του πλησίασε το ξένο σώμα. Το χέρι του πέρασε γύρω από τη λεπτή μέση. Η γυναίκα αιφνιδιάστηκε για μια στιγμή, σήκωσε απότομα το κεφάλι, τινάχτηκαν τα χέρια της, γλίστρησε ο αστερίας προς τα βάθη. Τα πορφυρά μαλλιά της απλώθηκαν ολόγυρα σαν πύρινα φύκια. Οι άκρες τους έφταναν ως το πρόσωπό του, του χάιδευαν κροτάφους και λαιμό. Με μία απαλή κίνηση της έβγαλε τον ρυθμιστή αναπνοής. Στέρησε το οξυγόνο απ’ τα φιλήδονα χείλη για να το δώσει ευθύς πίσω μέσα από τα δικά του.
Η μάσκα της θόλωσε. Ο αέρας σωζόταν. Και τότε το κατάλαβε. Το οξυγόνο που αντάλλαζαν τούτα τα στόματα δεν προερχόταν απ’ τις φιάλες. Ήτανε το δικό της που κλέβανε! Το δικό της οξυγόνο που ολοένα και λιγόστευε μες στα πνευμόνια καθώς έβλεπε αυτό το σώμα, τα χείλη, τα χέρια του, σιχαμένα πλοκάμια, τυλιγμένα γύρω από τη ξένη με τα κόκκινα μαλλιά.
Πνιγόταν. Λίγο ακόμη να έμενε κάτω από το νερό, λίγο ακόμη να κοίταζε τούτο το φιλί, η ανάσα της θα την πρόδιδε, όπως την πρόδωσε η καρδιά του. Ορθώθηκε κύμα η αυτοσυντήρηση και αναδύθηκε στην επιφάνεια παίρνοντας σωτήρια εισπνοή.
Ανόητη… Η θάλασσα, από αθώα αγαπημένη, είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα σκοτεινή και επικίνδυνη, έτοιμη να διακορεύσει κάθε ψυχή, να ενθαρρύνει κάθε ορμή, να εξαλείψει κάθε τύψη.
Ανόητη! Την έδειχνε με το δάχτυλο. Τι περιμένεις λοιπόν;
Κι εκείνη, η ανόητη, η ασήμαντη, δεν περίμενε να δει κάτι άλλο. Πυρακτωμένο το χέρι της, τράβηξε το μαχαίρι απ’ τη θήκη. Το άφησε να την οδηγήσει. Εκεί, στο σημείο όπου έπρεπε από ώρα να βρίσκεται.
Κολύμπησε γρήγορα. Μια τελευταία κατάδυση, μια τελευταία ανάσα και η αιχμηρή λεπίδα βρήκε στόχο. Απ’ άκρη σ’ άκρη κόπηκε το σχοινί. Έμεινε η βάρκα μετέωρη στην επιφάνεια κι έπειτα παρασύρθηκε ελεύθερη στ’ ανοιχτά. Στον πάτο της θάλασσας, κείτονταν μαζί με την άγκυρα και τα λυμένα δεσμά της.


July 6, 2017
Summer Reading
Photo by Kak
Διαχρονικά και Αγαπημένα… για το Join Radio!
Σε πείσμα του καιρού, της ξαπλώστρας και των φετινών bestseller, κάνω στροφή 180 μοιρών και επιλέγω διαχρονικά βιβλία που θα δώσουν άλλη διάσταση στις κενές ώρες της αυγουστιάτικης ρέκλας.
Καταδικασμένοι εραστές στη Γαλλική Ινδοκίνα του Μεσοπολέμου, Σπετσιώτες Μάγοι και στοιχειωμένες βίλες, κρυφά πάθη με φόντο τα καλντερίμια της Άνδρου, παρτίδες σκακιού που οδηγούν στην τρέλα και μια επιστροφή που τίποτα δεν είναι όπως δείχνει, παρασέρνουν νησιά και ηλιοβασιλέματα, οδηγώντας μας ακριβώς εκεί: Μες στις σελίδες ενός βιβλίου χωμένου στην άμμο. Μέσα σε ιστορίες που θα χρωματίσουν το φετινό καλοκαίρι με το παλιό αγαπημένο παράδοξο…
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ


June 17, 2017
Συνέντευξη στην εκπομπή “Πάμε Αλλιώς”
Photo by Kak
Πριν ακριβώς 12 μήνες περίμενα εναγωνίως τις απαντήσεις απο τους εκδοτικούς οίκους. Έναν χρόνο μετά κατευθύνομαι στο στούντιο 4 του ραδιομεγαρου της Ερτ με μία μόνο σκέψη καρφωμένη στο μυαλό (κ τα πόδια μου): Υπάρχει ωραιότερο πράγμα από την επίτευξη ενός ονείρου έπειτα από σκληρή δουλειά; Πάντα να ακολουθείτε τα όνειρά σας -όποια κ αν είναι αυτά, όσο άπιαστα κ αν μοιάζουν! Πάντα να επιλέγετε ανθρώπους δίπλα σας που να τα ασπάζονται κ να σας εμψυχώνουν! Πάντα να προσπαθείτε να εμπνεέτε με τη σειρά σας τους αγαπημένους σας να ακολουθήσουν τα δικά τους! Γιατί τα όνειρα και η πραγμάτωσή τους είναι από τα λίγα πολύτιμα που μας κάνουν να νιώθουμε τόσο ζωντανοί! #speakingofmydream #ert #pame_allios#bell_books #η_νυχτα_του_σαουιν
[image error]
Photo by Kak
Δείτε τη συνέντευξη:


June 13, 2017
Το χρονικό μιας γραφομηχανής που φτούρησε. Ή μήπως όχι;
Photo by Kak
Το γράψιμο είναι ξεγύμνωμα. Ντε φάκτο. Κι ανάλογα την εποχή, την ηλικία και τις συνθήκες, είτε το κρύβεις κάτω από τόνους ρούχα, φοβίες και ενοχές, είτε το περιφέρεις ξεδιάντροπα δίχως την παραμικρή συστολή και ανασφάλεια.
Όπως τα πιτσιρίκια που κυκλοφορούν στις παραλίες τσίτσιδα, κατουράνε στην ακτή χαρίζοντας κουτσοδόντικα χαμόγελα σε γονείς και λουόμενους και κάνουν τούμπες σε ξένα σπίτια δίχως να τους νοιάζει αν θα φανεί το βρακί τους. Ξετσιπωσιά κανονική για την ενήλικη κοινωνία που μέσα στη ντροπή και την ενδόμυχη ζήλια της, βιάζεται να τα δικαιολογήσει «Μα είναι παιδιά ακόμα».
Μα ήμουν παιδί ακόμα… Καμία συναίσθηση, κόμπλα, φόβος κριτικής, καμία ανασφάλεια. Άνοιγα τα τετράδια, τα γέμιζα μικρές ασυναρτησίες, παιδικές ιστορίες και αυτοσχέδια ποιήματα, ότι πέρναγε εκείνη την εποχή από το λιλιπούτειο κεφάλι μου κι έπειτα έψαχνα για κοινό. Άλλα πιτσιρίκια, εξίσου αθώα και ανίδεα, που δεν ήξεραν, δεν είχανε μάθει ακόμα την έννοια του «κρίνω» και «σχολιάζω».
Το κοινό μου… ένα μάτσο μπόμπιρες των πρώτων τάξεων του δημοτικού που στρίμωχνα σε μια γωνία του προαυλίου στα διαλείμματα, για να ‘χουν τα γραπτά μου ακροατήριο. Δέκα σειρές κάθε μέρα που τις άκουγαν άλλοτε με το στόμα ανοιχτό κι άλλοτε βιαστικά, μηχανικά και αδιάφορα, με το ένα πόδι έτοιμο να την κοπανήσει για να επιδοθεί στο κρυφτό, στους κλέφτες κι αστυνόμους και στα περιβόητα σαλαμάκια που κάναν τα πισινά μας μπλαβί από το χτύπημα και τα μούτρα των δασκάλων κόκκινα από θυμό. Δεν πτοήθηκα ποτέ. Άκουγαν δεν άκουγαν, τη δουλειά μου την είχα κάνει. Είχα βγάλει τις παιδικές εμμονές που μου σφηνώνονταν στο μυαλό κι όλες εκείνες τις κουτουράδες με τις οποίες βασάνιζα τα τετράδια μου τις απογευματινές ώρες που οι συμμαθητές μου χάραζαν γόνατα και αγκώνες πέφτοντας απ’ το ποδήλατο. Με το πέρασμα των καιρών οι χάρτινοι «θησαυροί» χάθηκαν. Τους κατάπιε το χρονοντούλαπο. Άλλοι ξεχάστηκαν μέσα σε μητρικά συρτάρια, άλλοι φαγώθηκαν απ’ τους κάδους σκουπιδιών. Παρέμειναν τα γόνατα και οι αγκώνες δίχως παιδικά σημάδια και εγώ δεν έμαθα ποτέ μου ποδήλατο της προκοπής.
Κι έπειτα ήρθαν τα κόμικς. Φρενίτιδα κανονική. Αγορίστικα, κοριτσίστικα και στο ενδιάμεσο περιοδικά μεγάλων, σχεδόν πάντα στη ζούλα. Τζίφος όμως. Άλλο να διαβάζεις κι άλλο να τα γράφεις. Κοίταζα με ζήλια τα ονόματα στα περιεχόμενα και φανταζόμουν κοκκινοτρίχικα παιδιά, με γυαλιά και φακίδες της Κάντυ Κάντυ να κάθονται πίσω από ενήλικα γραφεία με μια γραφομηχανή μπροστά τους και την αναγκαστική κούπα με το Hemo παραδίπλα. Είδαν κι απόειδαν οι γονείς μου, μου την αγόρασαν τελικά τη γραφομηχανή.
Έπεσα με τα μούτρα πάνω από τα ασπρόμαυρα πλήκτρα με πάθος πρωτοεμφανιζόμενου πιανίστα. Ένα πωρωμένο μικρομέγαλο που καταπιανόταν με ακατάλληλες δια ανηλίκους ιστορίες τρόμου σαν κι αυτές που πρόβαλλε η τηλεόραση μετά τις 10. Οι περισσότερες ‘μέναν ημιτελή. Ο σχιζοφρενής με το δολοφονικό τηλέφωνο του ντους έφτασε με το ζόρι μέχρι το δεύτερο κεφάλαιο. Πέντε δακτυλογραφημένα φύλλα με αναρίθμητα ορθογραφικά λάθη που κοβόταν απότομα όχι από έλλειψη φαντασίας, αλλά από βαρεμάρα. Κι οι εικόνες; Όλα αυτά τα πολύχρωμα σκίτσα που έντυναν τα κόμικς, δίναν κίνηση, γκριμάτσες και ζωή, που τα βρίσκει κανείς; Ότι κι αν έγραφα, δίχως αυτά, ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένο. Ανάθεμα την ώρα που έπιασα εκείνο το ψαλίδι… Φύλλο και φτερό έγιναν όλες οι συλλογές μου, που αν τις είχα τώρα θα έκανα γερή μπάζα στο μοναστηράκι. Πρώτα έκοβα ολόσωμες φιγούρες, σπίτια και διαφόρων ειδών σκηνικά, μέχρι που εξασκήθηκε το χέρι και γέμισα ολόκληρες σακούλες σούπερ μάρκετ με χάρτινες καρέκλες, ποτήρια, ζώα, δέντρα και λουλούδια, ένα φουστάνι, ένα πόδι, ένα χέρι, ακέφαλα σώματα, ξέχωρα μάτια και διαφόρων χρωμάτων μαλλιά. Όλα μονά, όλα λειψά, όπως τα καταδικασμένα πλάσματα που διχοτομήστηκαν από θεϊκό χέρι, στην ιστορία του Αριστοφάνη από το Συμπόσιο. Κι εγώ, ένας μικρός θεός, μια τα ‘κοβα, μια τα ένωνα φτιάχνοντας συνθέσεις του παραλόγου. Ένα περίτεχνο παζλ πασαλειμμένο με μπόλικη UHU που περιέγραφε την ολόδική μου ιστορία. Με τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις, τη ζωή που αναζητούσα. Γέμισε ένα ολόκληρο 200φυλλο τετράδιο από το παραμύθι. Ένα ολοκληρωμένο παραμύθι, με αρχή, μέση και τέλος. Έγραφα στο χοντρό εξώφυλλο με καλλιγραφικά το τίτλο και έκλεινα τα 13.
Τι δουλειά έχει το γράψιμο με την εφηβεία; Όταν φασκιώνεσαι με φούτερ και πουλόβερ τεσσάρων νούμερων μεγαλύτερα, φαρδιά τζιν που στερεώνονται με χοντρές άκαμπτες ζώνες, μαύρα άρβυλα που βαραίνουν τα βήματα και κρύβουν τις προσφάτως σχηματισμένες γάμπες με το αμυδρό χνούδι; Ταμπούρωμα κανονικό μη φανεί η αγαρμποσύνη.
Τι θέση έχει; Τη θέση της μπανιέρας. Όταν μακριά από παρείσακτα βλέματα κοιτάς απροετοίμαστος και φοβισμένος στον καθρέπτη τις αλλαγές. Βιαστικά, αγχωμένα, ρίχνωντας κλεφτές ματιές στο χερούλι της πόρτας μη τύχει και σε πιάσουν στα πράσα.
Μη με πιάσουν στα πράσα…
Κι έτσι βρέθηκα να γράφω πάλι. Με τη ψυχή στο στόμα και τα δάχτυλα να σχηματίζουν σπασμωδικά λέξεις από ορνιθοσκαλίσματα, επί τούτου δυσανάγνωστα σε περίπτωση παραβίασης. Το συρτάρι του γραφείο πάντα σε επιφυλακή με το κλειδί ετοιμοπόλεμο μέσα στην κλειδαρότρυπα. Ένας πρώτης τάξεως μυστικός πράκτορας που σε καιρούς πολέμου θα έκανε λαμπρή καριέρα. Ή μάλλον όχι….
Όταν ξεκλείδωσα μια μέρα το συρτάρι και βρήκα όλα τα χαρτιά προσεκτικά στοιβαγμένα, μαζί και καθαρό το τασάκι από τις γόπες, ο κύβος ερρίφθη. Πέταξα τα τετράδια με τις γραμμές και έπιασα τα άλλα, τα σκέτα, άδεια φύλλα για να τα γεμίσω με σχέδια, ζωγραφιές και ότι άλλο ξέβραζε το μυαλό μου δίχως το φόβο του ξεκουκουλώματος. Δύσκολο πράμα η αποκρυπτογράφηση κι εγώ ήμουν ασφαλής. Όσο για εκείνες που δεν έβρισκαν σχήματα, τις λέξεις και φράσεις που κανένα σκίτσο δεν μπορούσε να τις περιγράψει, ε αυτές κατείχαν περίοπτη θέση τις βραδινές ώρες, στοκάροντας αδιάκοπα τις άδειες τρύπες του μυαλού που άφηνε η αποστήθιση της φυσικής και της ιστορίας.
Και έπειτα ήρθε το πανεπιστήμιο. Το φοιτητικό δωμάτιο, καταφύγιο, κρυψώνα και συνεργός μαζί. Ο επιμελής φοιτητής που «μάζευε» τα διάσπαρτα Α4 από τις μισοτελειωμένες εργασίες μου, ο ηδονοβλεψίας που κρυφοκοίταζε τα πάντα, από τα πρώτα ερωτικά αγκαλιάσματα μέχρι τις πυκνογραμμένες σελίδες που με κρατούσαν ξάγρυπνη ως την αυγή. Αυτό το συρφετό λέξεων που γραφόταν μέσα σε κείνο το μικρό ημερολόγιο με το μπορντό εξώφυλλο και ισορροπούσε μεταξύ των συγκινήσεων που χάριζε η νέα χώρα και των αγαπημένων που ‘χαν μείνει πίσω στην πατρίδα. Η πατρίδα, η έννοια της και ο επαναπροσδιορισμός της. Καθώς περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, βρήκα την πραγματική ουσία της στα ξένα χώματα. Ότι πρωτίστως θεωρούσα δεδομένο, με την απουσία, την έλλειψη του, γιγαντώθηκε μες στο μυαλό και η αξία του. Όπως γιγαντώθηκαν τα ποιήματα του Οδυσσέα και οι θαλασσοϊστορίες του Καρκαβίτσα. Γέμιζαν οι μουντές μέρες από το φως των «Σποράδων», ζέσταινε το δωμάτιο από τη «Θητεία του Καλοκαιριού», γυρνούσαν πίσω τα νησιά, ο ήλιος και η χαμένη παιδικότητα από την «Ηλικία της Γλαυκής Θύμησης» και όταν πλέον έπιασα τον Καζαντζάκη, είχα πεισθεί. Η Ελλάδα από τα μακρυά φάνταζε ομορφότερη κι εγώ, πέρα από αερολογίες, δεν θα κατάφερνα ποτέ να γράψω τίποτα της προκοπής. Ούτε για την Ελλάδα, ούτε για μένα.
Η πένα είναι για τους σοφούς, τους καλλιεργημένους, τους κοσμογυρισμένους. Εκείνους που αφιερώνουν τις μέρες και τις νύχτες τους πάνω στο χαρτί αντί να αναλώνονται σε μονοήμερες εκδρομές και φοιτητικά ξενύχτια. Εκείνους που ταϊζουν την ακόρεστη πείνα τους για δημιουργία, συναναστρεφόμενοι άλλους καλλιτέχνες, μποέμ και φιλοσόφους, αντί να ξοδεύουν τις ώρες τους συζητώντας για deadlines και παραδόσεις πάνω από ξέχειλα pints.
Η πένα θέλει αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία. Θέλει χρόνο, θυσίες και συνεχή τροφή.
Ήταν πολύ για μένα. Μεγάλο κι ασήκωτο. Δεν είχα τη δύναμη να το υποστηρίξω, τα μάτια να το ξεχωρίσω, τα χέρια για να το αγγίξω. Η ζωή μου έγνεφε από τη γωνία και που μυαλό να σου μείνει. Ζώστηκα τις τύψεις μου στη μέση και ξεκίνησα το ταξίδι προς το άγνωστο. Ήταν βαριές όμως οι άτιμες! Κάθε τόσο μου τραβούσαν τα πόδια προς τα κάτω, υπενθυμίζοντας με τον πιο άγαρμπο τρόπο ότι άφηνα τα μοναδικά μου στην άκρη για πρόσκαιρες στιγμές και απολαύσεις. Τρεκλίζοντας από τα «θέλω» και τα «θέλω» διέσχισα ολόκληρο το χρονοτόπο των φοιτητικών μου χρόνων αμφιρρεπής και ενοχική. Γυρνώντας τώρα πίσω, αναμασώντας τις αλλοτινές μνήμες, το βλέπω καθαρά. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν όλα αν γνώριζα εκ’ των προτέρων πως στο τέλος της διαδρομής με περίμενε η κάθαρση. Δεν ήταν το θριαμβευτικά υπογεγραμμένο πτυχίο αλλά μία φτωχή φράση σε ένα βιβλίο αυτοβοήθειας της σειράς. «Για να γράψεις πρέπει πρώτα να ζεις.» Την καθαρόγραψα μες στη ψυχή μου και στρογγυλοκάθισα πάνω της. Οι τύψεις και οι ενοχές πολυφορεμένο ρούχο που δεν είχε θέση πια στη ντουλάπα μου.
Κι ύστερα τα εικοσικάτι. Με την ορμή φαλαινοθηρικού, την αλαζονεία παντογνώστη, τη θηριώδη δύναμη πολεμιστή που πρωτορίχθηκε στη μάχη. Όλοι και όλα δικά μου. Όλα τα μπορώ, όλα μου επιτρέπονται κι όλα μου υποκλίνονται. Μόλις δε μπήκαν και τα πρώτα χρήματα στη τσέπη, ζεστά λαχταριστά σα φουρνισμένα παξιμάδια στη χούφτα λιμασμένου πιτσιρικά, παράγινε το κακό κι άρχισαν να γράφονται οι μεγαλύτερες μπαρούφες. Η σκέψη γοητευόταν από την ίδια τη φωνή καθώς πιπίλιζε στη γλώσσα αμπελοφιλοσοφίες με στόμφο πολυξερίδη. Απ΄ όλες τις εποχές της γραφής τα εικοσικάτι ήταν τα χειρότερα. Να τη βράσω την ορθογραφία και το βελτιωμένο συντακτικό. Κείνα τα κείμενα μοιάζανε με φωτογραφίες που ήθελα να κρύψω από τους γύρω γιατί δεν άντεχα να τις βλέπω εγώ η ίδια. Και δεν ήξερα αν έπρεπε να τα κάψω από ντροπή ή να βγάλω τα μάτια μου για να μη τα κοιτάζω. Τελικά δεν έκανα ούτε ένα, ούτε τ’ άλλο. Μόνο τα ‘θαψα σε έναν παλιό υπολογιστή κι ούτε κηδεία, ούτε μνημόσυνο.
Μέχρι που ΄ρθαν τα πρώτα -άντα.
Η δεκαετία που η αλαζονεία δίνει τη θέση της στην ανασφάλεια. Που από το «ξέρω τα πάντα» βρίσκεσαι στο «δε ξέρω τίποτα». Βάλθηκα να τα μάθω όλα από την αρχή. Να διαβάζω ότι πέφτει στα χέρια μου. Από τους κλασσικούς μέχρι συνταγές μαγειρικής. Να γράφω πάλι δειλά, σαν πρωτάρα μαθήτρια. Να ξεγυμνώνω τα κείμενα, -κολιέ-επίθετα-στολίδια- όλα στον κάδο να δούμε τι θα βρούμε από κάτω. Βρήκαμε; Το βρήκα; Μια υποψία… Μια εικασία… Μια σιγουριά. Όσο ζω μαθαίνω. Όσο ζω θα γράφω. Αυτό. Κομμένες οι φανφάρες.


June 1, 2017
Νύχτα του Σάουιν, η Παρουσίαση
[image error]Ένα 24ωρο μετά (και αφού έχει επιστρέψει η καρδιά στη θέση της) η χθεσινή εμπειρία μου έμαθε τα εξής:
α. Ότι μια παρουσίαση βιβλίου μπορεί να κρατήσει 6 ώρες με ομιλίες 40 λεπτών max!
β. Ότι το πάτωμα της gallery του Taf είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και μας άντεξε όλους!
γ. Ότι δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να βρίσκεσαι ανάμεσα σε παλιούς φίλους και να γνωρίζεις καινούργιους.
δ. Ότι το πιο σημαντικό σε μια παρουσίαση είναι τα χαμόγελα, οι ευχές και η αγάπη που εισπράτεις.
Σας ευχαριστώ πολύ όλους!!!! Η παρουσία σας τιμή μου… #bell_books #η_νυχτα_του_σαουιν
*Δείτε περισσότερο φωτογραφικό υλικό από την παρουσίαση εδώ
Για τους φίλους που ταξίδευαν ή έχασαν αεροπλάνα, για τους φίλους που δούλευαν μέχρι αργά και δεν μπορούσαν να φύγουν από το γραφείο, για τους φίλους που έχουν μικρά παιδιά και δεν βρήκαν κάποιον να τους τα κρατήσει, για εκείνους που ζουν μακρυά, για όλους όσους δεν ήταν προχθές το βράδυ μαζί μας, αλλά θα το ήθελαν πολύ, θέλω να τους στείλω την αγάπη και την εκτίμησή μου και να τους πω ότι η πρόθεση μετράει όσο και η παρουσία! Ελπίζω το παρακάτω βίντεο να σας δώσει μία μικρή γεύση από τη βραδιά της παρουσίασης. Ήταν σαν να ήσασταν όλοι εκεί! #η_νυχτα_του_σαουιν#bell_books #θαταξαναπουμε


May 28, 2017
Παρουσίαση της Νύχτας του Σάουιν
Η συγγραφή είναι μία μοναχική διαδρομή. Ο συγγραφέας περνάει μέρες, μήνες, ακόμη και χρόνια κλεισμένος στο σκοτάδι του μέχρι την ημέρα που θα ξεμυτίσει στο φως. Μέχρι τη στιγμή που θα σταθεί απέναντι από τον αναγνώστη, θα του απλώσει το χέρι, θα τον ζητήσει σε χορό. Είναι όμως χορός με κλειστά τα μάτια, ημίτυφλος μιας και κανείς από τους δύο δεν ξέρει ποιος είναι πραγματικά ποιος. Ένας σύντομος χορός… Κρατά όσο μία αφιέρωση στην πρώτη σελίδα, διαρκεί ωσότου να αναγραφεί η λέξη «τέλος» στην τελευταία σελίδα. Όλα γρήγορα, φευγαλέα, ίσως και θλιβερά.
Πάτησα πάνω σ’αυτή τη θλίψη και μου καρφώθηκε η ιδέα. Τη μια στιγμή υπογράφαμε με τις Εκδόσεις BELL και την αμέσως επόμενη μιλούσαμε για κάτι άλλο. Κάτι διαφορετικό από αυτό το σύντομο, το ατομικό. Κάτι αντίθετο από τούτη τη μοναξιά. Να ‘ταν λέει, όλα αλλιώς. Να μην ήτανε μοναχική η διαδρομή, αλλά μια ευκαιρία να ξεφύγουμε από τα στερεότυπα, από το γνώριμο «γράφω-διαβάζεις». Να έδινε λέει, βήμα σε περισσότερους ανθρώπους να εκφραστούν μέσα από την τέχνη τους. Να γινόταν μία γιορτή λόγου, εικόνας, κινήσεων και δημιουργίας…
Η αρχή έγινε με τον πίνακα που φιλοτέχνησε η Anastasia, με το τρέιλερ που σκηνοθέτησε ο Yannis, με το εξώφυλλο που φωτογράφησαν ο Alexandros και η Kika. Κι έπειτα προστέθηκαν κι άλλοι. Μία μικρή στρατιά από επαγγελματίες, ερασιτέχνες και χομπίστες. Εραστές της φωτογραφίας, του χορού και των τεχνών. Η Aleka, η Αρετή, η Valia, ο Vasilis, ο Dimitris, η Eleni, ο Evagelos, ο Costas, ο Michalis, η Rozita.. Δίχως διαχωρισμούς. Δίχως διακρίσεις. Όλοι ένα. Όλο το ίδιο.
Και το «εγώ», γίνηκε «εμείς». Και γέμισαν τα λόγια μου εικόνες. Και έγινε το βιβλίο τόσο αληθινό που μπορώ πια να το αγγίξω. Να το αγγίξουμε, μιας και το «εμείς» θα μεγαλώσει κι άλλο. Θα γίνει ΕΜΕΙΣ με τη δική σας παρουσία. Αυτήν την Τετάρτη. Σε μία έκθεση που μιλάει για μία ιστορία. Έτσι όπως την είχα -έτσι όπως την είχατε φανταστεί. Σας ευχαριστώ. Σας περιμένω…
#η_νυχτα_του_σαουιν #bell_books #photoexhibition#tafmetamatic


May 24, 2017
Κυκλοφορήσαμε!
[image error]Πριν πολλά (πάρα πολλά όμως ) χρόνια, εκεί στην ξένοιαστη πρώτη δεκαετία, περνούσα τον ελεύθερο μου χρόνο γράφοντας αυτοσχέδια ποιηματάκια, πρόχειρα κόμικ και ιστοριούλες της μιας σελίδας. Μια μέρα στο σχολείο, μόλις είχε χτυπήσει το κουδούνι για το διάλειμμα, σταμάτησα τη δασκάλα της έκθεσης στην έξοδο για να τη ρωτήσω γιατί δεν πήρα καλύτερο βαθμό και πως θα μπορούσα να βελτιώσω τα γραπτά μου. Εκείνη τότε μου είπε αυτή τη φοβερή λέξη που θα με κυνηγούσε στο μέλλον… Ήταν η λέξη “άσ’ το”.
Χρόνια μετά, και έχοντας διανύσει χιλιόμετρα στη σύνταξη και την κειμενογράφηση, έφτασε η στιγμή να παρουσιάσω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το αφιερώνω λοιπόν σε αυτή τη λέξη των παιδικών μου χρόνων. Στη λέξη που άκουσα, που άκουσες, που ακούσαμε, που θα ακούσεις. Στη λέξη που μας έκανε να σταματήσουμε για μια στιγμή και να σκύψουμε το κεφάλι. Όχι από κλονισμό και απώλεια θάρρους. Όχι από αποκαρδίωση. Αλλά για να σκεφτούμε την επόμενη κίνηση και να πάρουμε φόρα. Για να προσπαθήσουμε πιο σκληρά, να μάθουμε πιο πολλά, να δουλέψουμε περισσότερο και να κάνουμε εντέλει το όνειρό μας πραγματικότητα. Το δικό μου το κράτησα σήμερα για πρώτη φορά στα χέρια μου. Απ’ αύριο σας το παραδίδω… Εύχομαι σύντομα να πραγματοποιήσει ο καθένας από εσάς το δικό του…

