Χρήστος Γιανναράς's Blog

February 4, 2024

Μικρονοϊκή ξιπασιά

Κάποτε, αν συνεχίσει να υπάρχει το ανθρώπινο είδος στον πλανήτη γη, οι νουνεχείς και γνωστικοί από τους ανθρώπους θα χαμογελούν, συγκαταβατικά και με οίκτο, για τον εκπεσμό της νοημοσύνης μας σήμερα. Μοιάζουν καθολικευμένα, σε πλανητική σχεδόν κλίμακα, τα φαινόμενα συλλογικής α-νοησίας και θριαμβικής παράνοιας – οι παραμικρές αντιγνωμίες, ασυμφωνίες ή ανικανοποίητες βουλιμικές ορέξεις, ακόμα και οι διαστροφές ζωτικών λειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού, θέλουν να κατασφαλίζονται σαν, νομικώς θωρακισμένα, «ατομικά δικαιώματα».

Ποιο Δίκαιο, με ποια αυθεντία, επενδυμένο σε ποια εξουσία, μπορεί να εξασφαλίσει το κύρος πανανθρώπινης παραδοχής; Σήμερα, η λέξη «δικαίωμα» παραπέμπει, αποκλειστικά και μόνο, στη νομική (με συμβατικές διατάξεις) αναγνώριση και προστασία ενεργημάτων του ατόμου, όπως και πεποιθήσεων, απόψεων, γνωμών, προτάσεων οργάνωσης του συλλογικού βίου – στο σύνολο των νόμων, κανόνων, θεσμών, που επιτρέπουν σε μια συλλογικότητα να λειτουργεί.

Ο άνθρωπος, από τη φύση του και προκειμένου για την αναπαραγωγή του, διακρίνεται (βιολογικά και ψυχολογικά) σε θηλυκές και αρσενικές υποστάσεις – υποστασιάζεται η διαφορά, αυτή καθορίζει όχι απλώς φαινόμενες ή χαρακτηρολογικές συντεταγμένες της ατομικής ύπαρξης, αλλά τρόπους της ύπαρξης. Το «αρσενικό» ή το «θηλυκό» παραπέμπουν σε δεδομένες διαφοροποιήσεις της φύσης του ανθρώπου, προϋποθέσεις του «γίγνεσθαι» της φύσης που κορυφώνεται στην ύπαρξη ως σχέση, στην αυθυπερβατική ολοκλήρωση της ατομικής ελευθερίας.

Η λέξη που συγκεφαλαιώνει την ασυναρτησία – σύγχυση – παραλυτική αδυναμία για ανθρώπινη συνεννόηση, είναι σήμερα η λέξη «δικαίωμα». Ονομάζουμε «δικαίωμα» την κατασφάλιση που προσφέρει σε πράξεις – ενέργειες του ατομικού εγώ ένα «Δίκαιο», δηλαδή μια συμφωνημένη από την πλειονότητα των μελών της συλλογικότητας «αυθεντία». Η αυθεντία (κοινά παραδεκτή ορθότητα) δεν έχει αξιώσεις μετα-φυσικού χαρακτήρα, απλώς υπηρετεί συμβατικά τις αναγκαίες συνθήκες λειτουργίας της κοινωνίας των αναγκών.

Η «κοινωνία των αναγκών» είναι γνώρισμα ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης συνύπαρξης, διαφοροποιεί την ανθρώπινη νοημοσύνη από την αλογία της κτηνώδους ορμής, τον ατομοκεντρισμό της αγέλης. Η αγέλη είναι προϊόν φυσικής αναγκαιότητας, ενώ η κοινωνία των σχέσεων, στην περίπτωση της ανθρώπινης συλλογικότητας, είναι προϊόν (κατόρθωμα) ελεύθερης αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς.

Σίγουρα υπάρχει, ως ενστικτώδες δεδομένο, και στον άνθρωπο, η μητρική προστασία και στοργή, η πατρική προστασία και φροντίδα. Είναι η πρωτογενής καταβολή, απρόσωπη και ενορμητική, που εξασφαλίζει τη διαιώνιση των ειδών λειτουργώντας ως βιολογική αναγκαιότητα, δυνάμει αυθυπερβατική, δηλαδή μοναδική, ανόμοια, ανεπανάληπτη, άλλως προσωπική.

Στην περίπτωση του ανθρώπου και κάθε έμβιου όντος, η συνέχεια της ύπαρξης χαρίζεται με την ορεκτική (ευφρόσυνη) λειτουργία της τροφής και τη διαιώνιση του είδους – την επίσης συναρπαστικής ηδονής λειτουργία της σεξουαλικής σχέσης. Και στις δύο περιπτώσεις, τροφής και αναπαραγωγής, πρωτεύουσα είναι η ηδονή και, νομοτελειακά παρεπόμενη, η επιβίωση και η διαιώνιση. Από καταβολής του ανθρώπινου είδους μοιάζει να πρωτεύει ορμέμφυτη η δίψα της ηδονής και να ακολουθεί «παρεμπιπτόντως» η βιολογική σκοπιμότητα. Η σοφία της ερωτικής ηδονής «πείθει» ότι το κυρίως ζητούμενο στη σεξουαλική σχέση είναι, ακριβώς, η βιωματική υπέρβαση της ετερότητας, η συνεύρεση ως υπαρκτικό γεγονός υπαρκτικής ενότητας «εις σάρκα μίαν».

Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν δίστασε, μέσα στους αιώνες, να εικονίσει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό ως σχέση ερωτική. Η ενανθρώπηση του Θεού αποκαλύπτει τον Θεό ως «εραστήν μανικώτατον» του ανθρώπου, και ο έρως αυτός επιτρέπει να ορίζεται ο Θεός ως ο «νυμφίος» της Εκκλησίας. Αλλη γλώσσα, άλλα σημαινόμενα, αχρηστευμένο το λεξιλόγιο από τον χυδαίο ολοκληρωτισμό του ατομοκεντρισμού – πολιτισμού των ατομικών δικαιωμάτων.

Για τον Ελληνα (όσο κι αν ελαχιστοποιείται το είδος) η ελευθερία της σχέσης (αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά) θα παραμένει ο έρωτας, όπως τον κατάλαβε και τον έζησε η ελληνική κοινωνία – κοινότητα – ενορία. Ο εισαγόμενος πουριτανισμός «της Αριστεράς ή Δεξιάς και της προόδου» μπορεί να σωθεί σαν γνησίως κοσμοπολίτικο νόσημα μικρονοϊκής ξιπασιάς.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 04, 2024 02:00

January 8, 2024

Ακοινώνητοι στα ουσιώδη

Δίχως Αρχαία Ελληνικά στο σχολείο, πώς να συνειδητοποιήσει, ο περίπου ελληνόφωνος σημερινός Έλληνας, την καισαρική διαφορά που χωρίζει την ατομική κατανόηση από την κοινωνούμενη εμπειρία; Δεν συν-εννοούμαστε οι άνθρωποι σήμερα, δεν θέλουμε να ομονοούμε, η γνώση γίνεται εργαλείο ή όπλο επιβολής, όχι θησαύρισμα και χαρά κοινωνίας.

Πάντοτε υπήρχαν πόλεμοι – ο ισχυρότερος να υποτάξει (δούλο του) τον ασθενέστερο. Όμως, ποτέ η υποταγή (δουλεία) δεν θεωρήθηκε προσόν και προτέρημα, που μεταμορφώνει την απανθρωπία σε αυτονόητη δικαιωματική κατάκτηση. Οι κατακτητικές φιλοδοξίες των ισχυρών πείθουν τη λογική ή τη φαντασία μας ότι αναχαιτίζονται, όταν τα θύματα συμφωνήσουμε να λέμε τον συμβιβασμό «αυτοάμυνα», την αδικία «πολιτικό ρεαλισμό», τη βάναυση απανθρωπία «στρατηγική ισχύος».

Κάποιοι ηγέτες υπερφίαλων εθνών συνοψίζουν στη φυσιογνωμία τους την παγερή αποφασιστικότητα του αδίστακτου μακελάρη. Με τέτοιους ηγέτες, η σύνολη ανθρωπότητα διολισθαίνει στη σύγχυση της αλογίας, στη φρίκη της διαστροφής, στον σαδισμό της ανωμαλίας. Πατριαρχεία χριστιανικών Εκκλησιών, Ακαδημίες «επιστημονικών» ερευνών, προσωπικότητες χαρισματικές στο πεδίο της μουσικής μεγαλουργίας και των εικαστικών τεχνών, συντηρούν τη βεβαιότητα ότι η ζωή είναι το ιλιγγιώδες προνόμιο (αποκλειστική μοναδικότητα) του ελάχιστου πλανήτη: της γης.

Δυσεξήγητο είναι το πώς και το γιατί: Να είναι νεκρή, άζωη ύλη το απεριόριστο χωρικά και αέναο χρονικά σύμπαν, να πραγματώνεται η ενσυνείδητη ζωή, μόνο και αποκλειστικά, πάνω στον ελάχιστο πλανήτη «γαία=γη» – το θάμβος της υπαρκτικής μοναδικότητας, η ελευθερία της αγαπητικής αυτοπροσφοράς. Η πορεία της ανθρωπότητας πάνω στον πλανήτη γη μοιάζει μια σχεδιασμένη φυγή από το ερώτημα για το «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας.

Μάλλον για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου είδους η «νόηση» και οι λειτουργίες της μοιάζει να έχουν αυτονομηθεί από στόχους αιτίας και σκοπού, από κάθε συνάρτηση «Αιτιώδους Αρχής» και «προσδοκώμενου τέλους». Η αλογία συνιστά τα κίνητρα και τις επιδιώξεις της ατομικής ύπαρξης και της οργανωμένης συνύπαρξης, κάθε Ηθική είναι μόνο ματαιοπονία και ψευδαπάτη.

Ο μηδενισμός της αλήθειας, η υποκατάστασή της από τις εγωτικές, ενστικτώδεις προτιμήσεις και επινοήσεις, είναι σημάδια παλιμβαρβαρισμού, ασύδοτης υπαλλαγής του κοινωνικού αθλήματος από την τυφλή εγωπάθεια. Εκούσια και πανηγυρικά ετοιμάζουμε καινούργιο είδος ανθρώπου, άγευστου μητρικής στοργής και πατρικής βοήθειας, εκ προοιμίου θύματος της εγωπάθειας και της ακοινωνησίας.

Απέναντι στον μηδενισμό και αμοραλισμό, η ελληνική αναζήτηση αιτίας και σκοπού επιμένει ότι η ύπαρξη έχει νόημα, ο βίος του ανθρώπου στέρεο υφάδι, αν και τραγικά ανεπίγνωστο. «Όσοι, με τα αποπλύματα του παλαιοκομματισμού, δεν πετάμε και την πολιτική, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η πολιτική παραμένει ο μόνος τρόπος που έχουμε για να ορίσουμε τις ζωές μας, να τους δώσουμε νόημα. Το επισημαίνω αυτό, γιατί συνήθως μπερδεύουμε την πολιτική με τη μασκαράτα της παρα-πολιτικής».

Αντιγράφω εδώ λόγια του κορυφαίου της πολιτικής γραφής στις μέρες μας, Θεόδωρου Παντούλα: «Στη Μεταπολίτευση κυριάρχησε η μασκαράτα, που υπηρετήθηκε από “οικογένειες”, “λόμπι” και παρατρεχάμενους. Το πελατειακό παρακράτος όμως δεν είναι πολιτική, είναι ευτελισμός της πολιτικής. Όσοι πάλι θεωρούν ότι οι παραγιοί ή τα εξώγαμα της κομματοκρατίας μπορούν να απαντήσουν στα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν, δεν αυταπατώνται απλώς, αλλά καταδικάζουν στην αναξιοπρέπεια του παρασιτισμού εαυτούς και αλλήλους».

Η πιο ρεαλιστική βεβαιότητα καμουφλάρεται μεθοδικά, το διαφημιστικό ψεύδος εξαλείφει τα προφανή για χάρη του φαντασιώδους, κανάλια, ραδιόφωνα και Τύπος ζουν από το αδιέξοδο, με ψευδαισθήσεις και ρητορικές πομφόλυγες. Για τη ζωή μας πρόκειται, που την υποκαθιστούμε με αφελείς ψευδαισθήσεις και ηδονικές παραπλανήσεις.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 08, 2024 09:33

June 4, 2023

Ρεαλισμός και ουτοπία στην πολιτική

Θέλω να μιλήσω για τις ουτοπίες εκείνες, που δεν έχουν σχέση με αφηρημένες ιδεολογικές προβολές ψυχολογικών επιθυμιών ούτε με ψευδαισθητικά υποκατάστατα της πραγματικότητας. Η «παγκόσμια ειρήνη», η «αταξική κοινωνία», η «αιωνία Ελλάς», η «επιστήμη» που θα λύσει όλα τα προβλήματα του ανθρώπου, είναι ασφαλώς, οράματα που εμψύχωσαν πολλούς ανθρώπους, ίσως και μέχρις αυτοθυσίας. Δεν παύουν ωστόσο να απηχούν τη φυγή στο πλασματικό και ανεδαφικό, την ανάγκη για τυφλή εμμονή σε έναν άλογο ντετερμινισμό αισιοδοξίας.

Με ενδιαφέρει η συναρπαστική ουτοπία (ου-τόπος) εκείνων των πτυχών της ανθρώπινης εμπειρίας που είναι ανυπότακτες σε εντοπισμό, ενώ παραμένουν προσιτές στην άμεση πιστοποίηση. Ανεδαφικά δεδομένα που συγκροτούν την πραγματικότητα της ζωής μας, επαληθεύονται από όλους μας, δίχως να μπορούν να τιθασευθούν σε πάγια οριστική κατάδειξη, σε αντικειμενική οριοθέτηση. Ρεαλισμός της ουτοπίας ή απροσδιοριστία του υπαρκτικού γίγνεσθαι.

Πρώτο παράδειγμα η γλώσσα: Πραγματικότητα εμπειρικής αμεσότητας και όμως εντελώς ουτοπική. Οι γενετικές καταβολές της και η δυναμική των εξελίξεών της απρόσιτες σε συνεπή εντοπισμό. Ποιος πλάθει τη γλώσσα, πού και πώς πλουτίζεται ή φτωχαίνει η γλωσσική μας εκφραστική. Γραμματική και συντακτικό; Γραμματική και συντακτικό δεν παγιώνουν τη γλώσσα σε σταθερές ορισμών, επιχειρούν μόνο να καταγράψουν και να συστηματοποιήσουν τη δεδομένη δυναμική της λειτουργίας της, να διευκολύνουν την αποδοτικότερη χρήση της.

Προτού η σύγχρονη Φυσική μάς βεβαιώσει ότι η σχέση παρατηρητή και παρατηρουμένων συγκροτεί την πραγματικότητα, αυτή την ουτοπική απροσδιοριστία, την απολύτως ρεαλιστική, την πιστοποιούσε η κοινωνική εμπειρία. Γι’ αυτό και θεμελιώδης «επιστημολογική» αρχή στην παράδοση των Ελλήνων ήταν ο «αποφατισμός»: η άρνηση να εξαντλήσουμε την αλήθεια στη διατύπωσή της. Αλήθεια είναι η εμπειρική αμεσότητα της σχέσης, που μόνο σημαίνεται, δεν υποκαθίσταται από την κατανόηση της γλωσσικής σημαντικής. Το κριτήριο επαλήθευσης της γλωσσικής σημαντικής είναι μόνο κοινωνικό, «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί» – όχι κριτήριο αυθεντίας ή μεθόδου.

Η ουτοπία των σχέσεων κοινωνίας γεννάει τη δυναμική των ιστορικών μεταλλαγών, τα θεσμικά μορφώματα του συλλογικού βίου. Οι παραγωγικές και ανταλλακτικές σχέσεις, παρά τις προσπάθειες να οργανωθούν μηχανιστικά, διατηρούν πάντα μιαν απροσδιοριστία ουτοπική, ατίθαση. Η ίδια η γένεση του λογικού υποκειμένου δεν είναι προϊόν της βιολογίας, αλλά προϊόν της σχέσης. Η σχέση βρέφους – μητέρας συγκροτεί το λογικό υποκείμενο. «Το υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Άλλου», εκεί που εμφανίζεται το πρώτο σημαίνον ανταπόκρισης στην πρωτογενή επιθυμία της σχέσης.

Τέταρτο ενδεικτικό παράδειγμα: η ουτοπία του προσώπου. Τι είναι αυτό που με κάνει να ξεχωρίζω αμέσως ένα ποίημα του Καβάφη από ένα ποίημα του Σεφέρη, τη μουσική του Μότσαρτ από τη μουσική του Μπετόβεν, τη ζωγραφική του Βαν Γκογκ από τη ζωγραφική του Σεζάν – όσες βιογραφίες αυτών των δημιουργών κι αν μελετήσουμε, είναι αδύνατο να αντικειμενοποιήσουμε την ανόμοια και ανεπανάληπτη μοναδικότητα της προσωπικής τους δημιουργίας. Αυτή η μοναδικότητα μας είναι εμπειρικά και άμεσα προσιτή, ενώ παραμένει αντικειμενικά απροσδιόριστη, ουτοπική.

Ό,τι μπορεί να σημαίνει η έκφραση «δυναμική της ζωής» είναι ο ρεαλισμός της ουτοπίας. Οι άνθρωποι παλεύουμε πεισματικά να τον υποκαταστήσουμε με χωροχρονικούς εντοπισμούς, νοηματικές αναλύσεις, μεθοδικούς ορισμούς, αυθαίρετες αντικειμενοποιήσεις. Και μάλλον καταλήγουμε σε ψευδαισθητικά αναπληρώματα του πραγματικού και υπαρκτού. Παγιδεύουμε την απροσδιοριστία της σχέσης σε νομικό φορμαλισμό. Αλλοτριώνουμε το πρόσωπο σε αδιαφοροποίητο άτομο.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 04, 2023 23:02

May 14, 2023

Η ιερότητα της πολιτικής: πώς μηδενίζεται

Είναι δυνατό να υπάρξει πολιτικός βίος (ευθύνη αρχόντων και πολιτών, άθλημα κοινωνικής συνοχής) δίχως «σέβας θεών»; Ο ρεαλισμός των Ελλήνων θα απαντούσε: Οχι – μάλλον και η πανανθρώπινη εμπειρία: Η άρθρωση και συγκρότηση του κοινωνικού γεγονότος, γύρω πάντοτε από έναν άξονα του «ιερού», ήταν το κοινό γνώρισμα της συλλογικής συμβίωσης των ανθρώπων, πάντοτε – ώς τη σύγχρονη εποχή, του πολιτισμού της «εκκοσμίκευσης».

Ο πολιτισμός μας σήμερα μοιάζει με την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να οργανώσει κοινωνίες και να ασκήσει πολιτική, παραιτημένος από κάθε μεταφυσική αναφορά. Και αυτή η παραίτηση πανηγυρίζεται σαν απελευθέρωση από δογματικές ιεροποιήσεις της εξουσίας, από θεοκρατικές τυραννίες, θρησκευτικούς εξωραϊσμούς της βίας. Ταυτίζεται η παραίτηση από τη μεταφυσική με την «πρόοδο» που πέτυχε ο άνθρωπος στους τελευταίους αιώνες, και συναρτάται με τις ιλιγγιώδεις κατακτήσεις του στην επιστήμη και στην τεχνολογία.

Ετσι, κάθε λόγος, έστω και άτολμο ψέλλισμα που επιχειρεί να θυμίσει ότι κανονιστικές αρχές συμβίωσης δεν είναι δυνατό να λειτουργήσουν όταν αντλούνται μόνο από ορθολογικές συμβάσεις, όπως δεν υπάρχει ήθος και ηθική δίχως οντολογικό θεμέλιο (κοινή βίωση νοήματος της ύπαρξης και του υπαρκτού), κάθε τέτοιος λόγος υποβλέπεται σαν σκοταδιστικός, ανασταλτικός της προόδου. Λόγος ύποπτος θεοκρατικών οραματισμών, θρησκόληπτης δουλοφροσύνης.

Ειδικά στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου ο κοινωνικός προβληματισμός είναι κυρίως συνθηματολογικό αναμάσημα εισαγόμενων ιδεολογημάτων, θέλει πολύ κουράγιο για να υπενθυμίσει κανείς έστω τα αυτονόητα. Αν οι Αρχαίοι Ελληνες άφησαν πίσω τους κυρίως ναούς και αγάλματα θεών, δεν το επέβαλε κάποιος Χομεϊνί της τότε εποχής. Και αν η ελληνικότητα, στο λεγόμενο «Βυζάντιο», σημάδεψε την Ιστορία πάλι με αρχιτεκτονήματα λατρείας και Εικόνες ιερές, δεν το υπαγόρευσαν οι φονταμενταλιστές εκείνων των καιρών – ο αυταρχισμός δεν γεννάει ποτέ θαύματα τέχνης και κορυφώματα πολιτισμού.

Ο άνθρωπος έχει μπροστά του το αίνιγμα του θανάτου, ακόμα και μέσα στην ίδια τη βιοδομή του, όπως έλεγε ο μαρκήσιος ντε Σαντ, τη θηριώδη ορμή προς το έγκλημα. μόνο αν υπερβεί την αλογία του θανάτου και το α-νόητο της θηριώδους ορμής, μόνο τότε εξουδετερώνει τη Σφίγγα και ψηλαφεί νόημα της ύπαρξής του και της ύπαρξης του κόσμου.

Η πανανθρώπινη εμπειρία θεμελίωνε πάντοτε το «κοινόν άθλημα» κοινωνίας και πολιτικής σε «νόημα» υπερβατικό. Ο Βίτγκενσταϊν συνόψισε μοναδικά:

«Το νόημα του κόσμου πρέπει να βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Στον κόσμο όλα είναι όπως είναι και όλα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν. μέσα στον κόσμο δεν υπάρχει καμιά αξία – και αν υπήρχε, δεν θα είχε καμιά αξία. Αν υπάρχει μια αξία που να έχει αξία, πρέπει να βρίσκεται έξω από όσα συμβαίνουν· και έχουν – έτσι. Γιατί όλα όσα συμβαίνουν και έχουν – έτσι είναι συμπτωματικά. Αυτό που τα κάνει να μην είναι συμπτωματικά δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στον κόσμο, γιατί τότε θα ήταν και αυτό συμπτωματικό. Πρέπει να βρίσκεται έξω από τον κόσμο».

Ερωτήματα απλά, στοιχειώδη: Αν το ανθρώπινο λογικό υποκείμενο είναι μόνο μια συμπτωματική εξέλιξη των προηγμένων θηλαστικών· αν από μόνη της η ύλη, κάτω από ορισμένες συνθήκες, παράγει «πνεύμα»· αν η ίδια η δημιουργία του σύμπαντος από τη «μεγάλη Εκρηξη» και ο ακριβέστατος συντονισμός των προϋποθέσεων για την εμφάνιση «έλλογης ζωής» είναι μόνο προϊόν ανερμήνευτης «τυχαιότητας», τότε, ποια ευθύνη «νοήματος» μπορεί να τιθασεύσει τα κτηνώδη ορμέμφυτα του ανθρώπου;

Πρέπει να είσαι ουτοπιστής για να δεχθείς ότι μπορεί να λειτουργήσει αρετή, αιδώς και δίκη, μόνο επειδή το επιτάσσει ο «ορθός λόγος» και το κοινό συμφέρον. μοιάζει παράδοξο, αλλά ο μέγιστος εχθρός του λογικού ανθρώπου, ο θάνατος, είναι και μέγιστη πρόκληση που παράγει ποιότητα ζωής, δηλαδή πολιτισμό. Το κάλλος, ο έρωτας, κάθε μεγάλη Τέχνη μέσα στην Ιστορία, είναι τα μέτρα της υπαρκτικής αναμέτρησης του ανθρώπου με το «όντως υπαρκτό»: την ελευθερία από τον χρόνο και τη φθορά.

Ακούμε τους πολιτικούς να αγορεύουν από το βάθρο των μεθυστικών απολαύσεων που τους προσφέρει η εξουσία και να υπόσχονται «συνέπεια», «τιμιότητα», «αξιοκρατία». Και όσοι από μας διατηρούν ακόμη στοιχειώδη κριτική εγρήγορση, διερωτώνται: με ποιο πρωτογενές κίνητρο θα ασκήσουν αυτές τις αρετές; Οταν δεν εμπιστεύονται καμιά ελπίδα ακατάλυτη από τον θάνατο, ποια αίσθηση ευθύνης θα τους υπαγορεύσει τη συνέπεια, την τιμιότητα, την αξιοκρατία;

Υστερόγραφο

με τη σημερινή επιφυλλίδα αλλάζει ο ρυθμός της επιφυλλιδογραφίας μου στην «Καθημερινή»: Από βδομαδιάτικη, θα γίνει μηνιαία. Επιβάλλει την αλλαγή η ηλικία, δηλαδή οι μειωμένες πια αντοχές μου. Η πρώτη μου επιφυλλίδα στην «Κ» δημοσιεύτηκε στις 25.6.1964 – πριν από πενήντα εννέα χρόνια. Θα είμαι πάντοτε ευγνώμων για την τιμή αυτής της πολύχρονης συνεργασίας, το δώρο να συμπορευτώ με μεγάλους μαστόρους της γλώσσας και του ήθους.

Χ. Γ.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 14, 2023 23:12

May 7, 2023

Εξ εθισμού αυτόχειρες

Υπάρχουν επαγγέλματα σήμερα, που μοιάζει να μην μπορούν να λειτουργήσουν δίχως σχηματική πλαστογράφηση της ζωής και των γεγονότων. Εμφατικό παράδειγμα η πολιτική ή και η δημοσιογραφία: Δεν είναι δυνατό σήμερα να επαγγέλλεσαι τον πολιτικό, αν δεν υποκαθιστάς, λ.χ., την άδικη ανισοκατανομή του «κοινωνικού προϊόντος» και την ανεργία, με μακροοικονομικούς δείκτες καθολικής ευμάρειας. Πείθεσαι και ο ίδιος, να μη βλέπεις την ανυπαρξία εθνικής στρατηγικής στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, γαντζώνεσαι στη λογική των περιστασιακών σχεδιασμών και των ευκαιριακών αντιδράσεων και τη λογαριάζεις σαν «υπερήφανη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική».

Η πλασματική σχηματοποίηση είναι εργαλείο του επαγγέλματος, αυτονόητη προϋπόθεση για να το ασκείς. «Δεν βλέπεις» τη διάλυση της Παιδείας, τη γελοιοποίηση των θεσμών, το ατελέσφορο των μεταρρυθμιστικών «βελτιώσεων». Συνεχίζεις απτόητος να μιλάς για «εκπαιδευτικό σύστημα», για «λειτουργούς της Παιδείας», για «μόρφωση των παιδιών». Δεν υπάρχει η αθλιότητα των φυλακών για τον αρμόδιο υπουργό, υπάρχει το πλασματικό ιδεόγραμμα του «σωφρονιστικού συστήματος». Δεν υπάρχει η ράθυμη και υπονομευτική κάθε παραγωγικού δυναμισμού δημοσιοϋπαλληλία, υπάρχει η «κρατική μηχανή». Αν σε κάθε τομέα δεν λειτουργεί έτσι ο επαγγελματίας πολιτικός, αν δεν υποκαθιστά την πραγματικότητα με εξωραϊσμένες εικόνες, απλούστατα δεν ξέρει τη δουλειά του, δεν πρόκειται να επανεκλεγεί, πρέπει να ζητήσει άλλη δυνατότητα βιοπορισμού.

Ανάλογες εμφανίζονται οι προδιαγραφές και του δημοσιογραφικού επαγγέλματος: Πολιτικά κόμματα και εσωκομματικές διεργασίες, προσωπικές απόψεις, δηλώσεις, αγορεύσεις, αλλά και ρεύματα ή τάσεις στη διανόηση, πρέπει όλα να αποκτήσουν προσδιοριστική ετικέτα, να ταξιθετηθούν σε προκαθορισμένα στεγανά. Αλλιώς δεν συγκροτείται δημοσιογραφική «είδηση», δεν μπορεί να λειτουργήσει «πληροφόρηση». Αν ξεμυτίσει πρωτότυπος πολιτικός λόγος ή λόγος ανένταχτης κοινωνικής κριτικής, καλλιτεχνικής καινοτομίας, φιλοσοφικής οξυδέρκειας, αυτονόητα θα παρακαμφθεί, θα αποσιωπηθεί ή θα αλλοτριωθεί βάναυσα, για να υπαχθεί σε εύπεπτες οριοθετήσεις. Δεν γίνεται αλλιώς, προτεραιότητα έχει η «εντύπωση», όχι η πραγματικότητα. Είσαι υποχρεωμένος να μεταποιήσεις την ενδιαφέρουσα πληροφορία σε «συναρπαστική είδηση», το θλιβερό συμβάν σε «συγκλονιστική τραγωδία».

Εμφατικά τα παραδείγματα της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, αλλά είναι πάμπολλοι οι άνθρωποι που ο βιοπορισμός τους εξαρτάται από παρόμοιες αναγκαιότητες – από το «χρέος» να υποκαθιστούν την πραγματικότητα με πλασματικές «εντυπώσεις», διαφημιστές, οργανωτές και παραγωγοί τηλεοπτικών προγραμμάτων, δικηγόροι, συντάκτες φορολογικών δηλώσεων, κοινωνιολόγοι στην «επιστημονική» τους έρευνα, ίσως και κάθε υπάλληλος στη σχέση με τον προϊστάμενό του. Ό,τι και να πουλάει κανείς, αγαθά, υπηρεσίες, πληροφόρηση, ψυχαγωγία, γνώση, εκπαίδευση, επιμόρφωση, προστασία, υπεράσπιση συμφερόντων, οτιδήποτε, πρέπει να το συσκευάσει με περιτύλιγμα περισσότερο ή λιγότερο παραπλανητικό, για να το καθιστά ευπρόσιτο, πειστικό, εξωραϊσμένο.

Αν επιμείνει κανείς να ξεχωρίζει το πραγματικό από το σχηματικό και πλασματικό, αν αρνείται να υποτάξει την ετερότητα και ιδιομορφία στη συμβατική ομοιομορφοποίηση, δεν θα του αναγνωριστεί ρεαλισμός – θα χαρακτηριστεί «ιδεαλιστής», «ουτοπικός», «εξωπραγματικός». Η κοινωνική μας συνεννόηση λειτουργεί με αντεστραμμένους τους όρους της πραγματικότητας: Το φαντασιώδες παίρνει τη θέση του πραγματικού και το πραγματικό του φαντασιώδους. Την οντολογία έχει υποκαταστήσει η ψυχολογία, η υποκειμενική ψυχολογική προτεραιότητα. Όλα κρίνονται και αξιολογούνται στο επίπεδο της αρέσκειας και της απαρέσκειας, της ωφέλειας και της ανωφέλειας, της συναισθηματικής προτίμησης, της ψυχολογικής βεβαιότητας, της ευφραντικής αισιοδοξίας ή της ενοχλητικής απαισιοδοξίας.

Ένας πολιτισμός εκπληκτικών ρεαλιστικών επιτευγμάτων, που μοιάζει να μπαίνουν όλα στη ζωή του δημιουργού τους ανθρώπου σαν φαντασιώδη δεδομένα μιας καθολικής παραίσθησης. Δεν είναι τυχαίο που ολόκληρο το οικοδόμημα της ευζωίας μας κρίνεται, κάθε λεπτό, από τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του τζόγου στα διεθνή χρηματιστήρια. Και αυτό το παιχνίδι των φαντασμάτων μπορεί, την οποιαδήποτε στιγμή, να τινάξει στον αέρα τη διεθνοποιημένη πια οικονομία, να βυθίσει σε πείνα και απόγνωση εκατομμύρια ανθρώπων πάνω στον πλανήτη.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 07, 2023 23:42

April 23, 2023

Μετα-πασχάλια εγρήγορση

Ο χρόνος είναι ένα άλλο όνομα, για να πούμε τον θάνατο. Κάθε συμβατική αρίθμηση του χρόνου μετράει την προσωπική μας εγγύτητα στο γήρας και στη φθορά, στα πρόθυρα του θανάτου. Όμως ο θάνατος δεν περιμένει πάντοτε τον γηρασμό. Είναι το πιο αιφνίδιο από τα αναπάντεχα της ροής του χρόνου.

Για τον θάνατο καθεαυτόν δεν μπορεί να μιλήσει κανείς – να τον σημάνει ως βιωματική αναμονή. Στη γλωσσική σημαντική, ο θάνατος είναι μόνο αντι-κείμενο γεγονός (φυσικό φαινόμενο) ή υποκειμενική εμπειρία βιωματικής αναμονής του γεγονότος.

Τα μετά τον θάνατο; Είναι καταρχήν μια νοητική σύλληψη, απρόσιτη σε εμπειρική βιωματική προσέγγιση. Στην ανάλυση του νοητικά συλλαμβανόμενου ενδεχομένου η γλωσσική σημαντική (κατά κανόνα ομιχλώδης και παραπλανητική) δύσκολα ξεχωρίζει τι είναι «προβολή» επιθυμιών και τι «σημείο» υπαρκτικής δυνατότητας – τι είναι εγκύστωση σε ψυχολογικές «βεβαιότητες» (επενδυμένες συνήθως στην αυθεντία θρησκευτικών «αποκαλύψεων») και τι επαληθεύσιμη μαρτυρία διεύρυνσης των προσωπικών δυνατοτήτων της σχέσης.

Σίγουρα, ο θάνατος (το τέλος της ύπαρξης) δημιουργεί στον άνθρωπο ερωτήματα για το υπαρκτικό γεγονός καθεαυτό: την ύπαρξή του, την αιτιώδη αρχή και το νόημά της, την ολοκληρωτική ή όχι εξάρτησή της από τις φυσικές αναγκαιότητες που τη διέπουν. Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι δυνατό να απαντηθούν (ούτε και να τεθούν) με τις μεθόδους, τα κριτήρια και τη γλώσσα της φυσιοκεντρικής φαινομενικότητας. Ανήκουν σε διαφορετικό γνωστικό χώρο (στον χώρο του «πονόδοντου» θα έλεγε ο Βιτγκενστάιν), προϋποθέτουν άλλην οπτική και βίωση της ύπαρξης και της ανυπαρξίας.

Ωστόσο, ακόμα και ως αντι-κείμενα φαινόμενα, ο άνθρωπος διαπιστώνει τις διαφορές που έχει η ύπαρξή του από την ύπαρξη κάθε άλλου έμβιου όντος. Σημαίνουμε τις διαφορές με τη λέξη λογικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης – ο άνθρωπος έχει νόηση, κρίση, φαντασία, γλώσσα, ενεργητική θέληση, πρόβλεψη. Αυτές τις μοναδικές ικανότητες τις θεώρησε ανέκαθεν ο άνθρωπος σαν ξεχωριστό «προικιό» («ψυχή» ή «σώμα») άλλης «ποιότητας» από τη φθαρτή και θνητή του φύση, στοιχείο της ύπαρξης ανυπότακτο στον θάνατο.

Ήρθε όμως η χριστιανική εμπειρία να αρνηθεί ρεαλιστικότατα τα φιλοσοφήματα «περί αθανασίας της ψυχής»: Να βεβαιώσει ότι η φύση του ανθρώπου είναι κτιστή και άρα αναπότρεπτα θνητή – ότι με τον θάνατο είναι η σύνολη ψυχοσωματική φύση του ανθρώπου που τελειώνει και «ουκέτι δύναται ενεργείν διά των μορίων του σώματος, ου λαλείν, ου μιμνήσκεσθαι, ου διακρίνειν, ουκ επιθυμείν, ου λογίζεσθαι, ου θυμούσθαι, ου καθοράν».

Η άλλη νοηματική ποιότητα, που φωτίζει την «επ’ ελπίδι» ελευθερία της ύπαρξης από τον θάνατο, είναι η καίρια διαφορά της λογικότητας του ανθρώπου από τις «λογικές» ικανότητες του άλογου ζώου. Το ζώο αναπτύσσει τις «λογικές» του ικανότητες, για να προσαρμοστεί στα φυσικά δεδομένα στα οποία ζει. Μόνο ο άνθρωπος πηγαίνει αντίθετα στη λογική της φυσικής προσαρμογής και χάρη σε αυτή την αντίθεση δημιουργεί πολιτισμό και Ιστορία. Μπορεί ακόμα και να καταστρέψει αυτόν τον κόσμο της δεδομένης φύσης δημιουργώντας τον δικό του κόσμο.

Η δυνατότητα ελευθερίας του ανθρώπου από τη φυσική αναγκαιότητα (από τη λογικότητα της φύσης του) βεβαιώνεται εμπειρικά ως ενεργητική υπαρκτική ετερότητα. Και το έτερον ως προς τη φύση, είναι η υπαρκτική δυνατότητα της αυθυπερβατικής σχέσης. Αν η γέννηση του βιολογικού υποκειμένου ανήκει στη λογική της φύσης, όμως η γέννηση του λογικού υποκειμένου είναι παράγωγο της σχέσης. «Το υποκείμενο γεννιέται, εφόσον στο πεδίο του Άλλου εμφανίζεται το σημαίνον – το υποκείμενο in initio αρχίζει στον τόπο του Αλλου (Λακάν).

Αυτό που είναι ο άνθρωπος, στην υπαρκτική του ιδιαιτερότητα, το συγκροτεί και το συνιστά η σχέση, όχι η φύση. Δεν είναι η φυσική λογικότητα που ιδρύει το υπαρκτικό γεγονός της σχέσης. Η σχέση συγκροτεί τον λόγο, όχι ο λόγος τη σχέση. Πριν από τη σχέση υποθέτουμε μόνο ένα υποστατικό «πυρήνα» (Kern, έλεγε ο Φρόυντ) από «μη-νόημα» (non-sens, έλεγε ο Λακάν), αφού υπάρχει μόνο εκδηλούμενος και αναφερόμενος με τον τρόπο της σχέσης, τον τρόπο του λόγου ή του νοήματος.

Η δυναμική της μεταφυσικής ελπίδας συγκροτεί τον κόσμο των ανθρώπων, την Ιστορία, τον πολιτισμό. Δυναμική που την οριοθετεί η πάλη όσων αντιστέκονται στην πίστη τους και όσων αντιστέκονται στην απιστία τους. Αν κυριαρχούσαν αποκλειστικά οι εγκυστωμένοι στις ψυχολογικές «βεβαιότητες» της απιστίας ή της πίστης τους, ο κόσμος των ανθρώπων θα ήταν προέκταση του φυτικού βασιλείου.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 23, 2023 11:12

April 17, 2023

Πασχάλιας δυναμικής αναγόμωση

Η λέξη «πάσχα», μεταμοσχευμένη από τον εβραϊκό στον ελληνικό ορίζοντα, σημαίνει το πέρασμα (διάβαση, μετάβαση) από έναν τρόπο ύπαρξης σε άλλον. Θα λέγαμε, όσο γίνεται πιο απλοϊκά, ότι ο ένας «τρόπος» υπηρετεί την αυτοτέλεια – αυτάρκεια – κολακεία τού εγώ, ο άλλος τρόπος παραιτείται από την προτεραιότητα των εγωτικών απαιτήσεων και ορέξεων, προκειμένου να ενθαρρυνθεί, με συνέπεια, η κοινωνία των αναγκών, η κοινωνία των σχέσεων, η χαρά της φιλαλληλίας και της αυταπάρνησης.

Για τον λαό των Εβραίων, πάσχα (πέρασμα) ήταν η γιορτή και πανήγυρις για την απελευθέρωσή τους από τον ζυγό της υποδούλωσης στους Αιγυπτίους, η θριαμβική επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη – η ελευθερία να συνεχίζουν την ιστορική τους ύπαρξη. Αντίστοιχα, για τους Χριστιανούς, «πάσχα» είναι το κορύφωμα των εορτών: εορτασμός και πανήγυρις ελευθερίας του ανθρώπινου γένους, ελευθερίας από τη θνητότητα, χάρη στην ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Ο θρίαμβος της χαράς ανθίζει, χάρη στην πίστη-εμπιστοσύνη, βεβαιότητα για την ελευθερία από τον θάνατο, την εμπειρική ψηλάφηση των ερεισμάτων αυτής της ελπίδας.

Η γλωσσική εικονολογία αντλείται από τη διαχρονικά αμετάβλητη εμπειρία της φυσικής σποράς: Ο σπείρων σπέρνει σπέρμα «επ’ ελπίδι». Δεν μπορεί να παρέμβει στη διαδικασία της βλάστησης και της καρποφορίας. Μόνο εμπιστεύεται τη ζωτική δύναμη του σπόρου. Και η ορατή διαδικασία (στην οποία ο σπορέας δεν μπορεί να επέμβει παρά μόνο με την πίστη-εμπιστοσύνη του) ξεκινάει από τη σήψη του σπόρου, την αποσύνθεσή του, τον θάνατο. Ο σπόρος θα σαπίσει και θα διαλυθεί μέσα στο χώμα, μεταθέτοντας τη ζωτική του δύναμη στο βλάστημα που προκύπτει από τον δικό του θάνατο και που είναι μια άλλη, καινούργια σάρκα φυτού, ικανού να καρποφορήσει «καρπόν εκατονταπλασίονα».

Η εικόνα λειτουργεί ανεξάρτητα από παραστάσεις επικαιρικού κοσμοειδώλου – ανεξάρτητα και από τις γνώσεις που έχουμε σήμερα για όσες βιοχημικές διεργασίες καθορίζουν το πέρασμα από τον σπόρο στο καινούργιο βλάστημα. Αποσπά τη μεταφυσική ερμηνεία από τη διανοητική περιέργεια, την επικεντρώνει στο άθλημα της πίστης-εμπιστοσύνης. Ο πιστός παραδίδεται στον θάνατο, όπως παραδίδει και τον σπόρο (την ελπίδα της τροφής-ζωής του) στην αγκαλιά της γης. Ή, όπως και ο ίδιος παραδίνεται στον ύπνο που θα τον απαλλάξει από τον κάματο, με τη βεβαιότητα της ελπίδας ότι θα εγερθεί και πάλι στην αμεσότητα των σχέσεων.

Είτε για τη σπορά πρόκειται είτε για τον ύπνο, μπορεί ο άνθρωπος να εμπιστεύεται αυτονόητα ή τη δεδομένη και ανερμήνευτη φύση ή τον Δημιουργό-Λόγο της φύσης. Πάντως, αυτή η εμπιστοσύνη της ελπίδας είναι εμπειρική-βιωματική βεβαιότητα: το είδος της «γνώσης» που μας επιτρέπει την πρόσβαση στη μεταφυσική. Αν είναι η αγάπη του Δημιουργού (και όχι η τυχαιότητα) που προνόησε να χαρίσει στη φύση του σπόρου τη βλαστική δύναμη και στη φύση του ανθρώπου την αναγεννητική ανάπαυση του ύπνου, στην ίδια αγάπη εμπιστεύεται ο πιστός την παράδοσή του στον θάνατο.

Το είδος της «γνώσης» που λειτουργεί ως πίστη-εμπιστοσύνη, δεν απαντάει στη διανοητική περιέργεια ούτε την εξαλείφει. Τα ερωτήματα παραμένουν: «Πώς εγείρονται οι νεκροί, ποίω δε σώματι έρχονται;» – «Πώς εκτός του εν ω το είναι εκομίσατο, ο άνθρωπος, συνίστασθαι πέφυκε;». Ερωτήματα αναπάντητα, αλλά, για τον πιστό, δίχως την αβεβαιότητα-ανασφάλεια της άσχετης ανελπιστίας. Η πίστη επιτρέπει να απορείς, ενώ γνωρίζεις ότι μπορείς να εμπιστεύεσαι. Την εμπιστοσύνη τη γνωρίζεις με την εμπειρική αμεσότητα του κατορθώματος της σχέσης. Ρωτάς για το άγνωστο προς το οποίο βαδίζεις, χωρίς την αγωνία του ενδεχόμενου υπαρκτικού κενού, της απειλής του μηδενισμού σου.

Η εκκλησιαστική εμπειρία δυσπιστεί στα υποκειμενικά βιώματα, ακόμα και στο βίωμα της καταφυγής στη θεία πρόνοια. Επιμένει στον ρεαλισμό της κοινωνούμενης και κοινωνικά επαληθευόμενης σχέσης. Ο Παύλος συνοδεύει την αναφορά του στην εικόνα της βλαστικής μεταλλαγής του σπόρου με την ιστορική πιστοποίηση της ανάστασης του Χριστού. Η γνώση της ανάστασης του Χριστού δεν εξαντλείται στην υποκειμενική (νοητική, ψυχολογική) αποδοχή της ιστορικής πληροφορίας. Είναι εμπειρία κοινωνούμενης και κοινωνικά επαληθευόμενης εμπιστοσύνης (πίστης) στην υπαρκτική δυνατότητα της ανάστασης – εμπειρία που συγκροτεί (και συνέχει διαχρονικά) την εκκλησιαστική κοινωνία των σχέσεων.

Μιλάμε για «σώμα» εκκλησιαστικό, για σχέσεις κοινωνίας ανάλογες με αυτές που συνδέουν μεταξύ τους τα μέλη του σάρκινου κορμιού μας σε οργανική ζωτική ενότητα. Είναι «τρόπος υπάρξεως» αυτή η ζωτική σχέση. Όχι να υπάρχεις και επιπλέον να αγαπάς, αλλά να υπάρχεις επειδή αγαπάς και στο ποσοστό που κοινωνείς αγαπητικά την ύπαρξή σου. Να αντλείς ύπαρξη όχι από την κτιστή φύση, αλλά και από την απεριόριστη σχέση: τη σταυρική-αγαπητική ανταπόκριση στην κλήση. Εκείνου που σε ανάστησε από το μηδέν και εξακολουθεί να σε καλεί «εκ του μη όντος εις το είναι».

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 17, 2023 06:38

April 3, 2023

Πολιτικά ασήμαντο το γλωσσικό

Το σύγχρονο ελλαδικό κράτος είναι πολιτειακό σχήμα με ιστορικό βίο μόλις διακοσίων ετών. Δημιουργήθηκε με την πρόθεση να μην είναι ελληνικό, να μιμείται «τα πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας γένη». Με δάνειους θεσμούς, μεταπρατικές λειτουργίες, εισαγόμενα ιδεολογήματα, πιθηκισμό των δυτικών αναγκών και προτύπων.

Ακόμα και η κατ’ όνομα «ελληνικότητα» του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους υπήρξε εισαγόμενο από τη Δύση προϊόν. Αντέγραφε άκριτα τη στρεβλή πρόσληψη της αρχαιοκλασικής κληρονομιάς από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, Ουμανισμό, Νεοκλασικισμό. Αυτή η «ελληνική» παράδοση, με αντεστραμμένους τους ελληνικούς της όρους, παραμένει ενεργό εθνικό ιδεολόγημα του Ελληνισμού, πάντοτε ως χρηστικό αντίτιμο για την εξαγορά της εκτίμησης ή της συμπόνιας των αλλογενών.

Στην «εκσυγχρονιστική» εκδοχή του το ιδεολόγημα ταύτισε την ελληνικότητα με τα τυπικά γεννήματα της δυτικοευρωπαϊκής νεωτερικότητας: τη νοησιαρχία, τον ατομοκεντρισμό, τη φυσιοκρατία. Και στην «ελληνοχριστιανική» εκδοχή του το ιδεολόγημα άντλησε από τον νεοκαντιανό ηθικισμό, τη «σχολή των αξιών» του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού. Δεν υπήρξε η παραμικρή υποψία, έστω, για την αβυσσαλέα διαφορά της σημασίας κρίσιμων λέξεων – για το χάσμα που χωρίζει το νόημα της δημοκρατίας από το νόημα της res publica, της κοινωνίας από τη societas, του λόγου από τη ratio, της αλήθειας από τη veritas, του νόμου από τη lex.

Η «αναπτυξιακή έκρηξη», μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (το μπετόν, το πλαστικό, το αλουμίνιο), και η μονότροπη διαχείρισή της από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήρθε να αφανίσει και κάθε συνέχεια λαϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα. Βύθισε τη χώρα σε έναν εφιάλτη εκβαρβαρισμού, σε ανήκεστη ομοιομορφία λατρείας της χρηστικότητας και χρησιμοθηρίας. Και μετά τη στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) η εισαγωγή της μονοτονικής γραφής και οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αποδιάρθρωσαν τελεσίδικα και τη γλωσσική συνέχεια του Ελληνισμού.

Έτσι, μια πορεία δύο περίπου αιώνων συνεχώς επιτεινόμενης έκπτωσης και αφελληνισμού, είχε προετοιμάσει την ελλαδική κοινωνία για τη δεύτερη μεγάλη μεταπολεμική καμπή: τον «κοινωνικό μετασχηματισμό», που προγραμματικά φιλοδόξησε και πέτυχε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι επιφάσεις και τα προσχήματα εξευρωπαϊσμού σαρώθηκαν, για να επιβληθούν (και θεσμικά) τα γνωρίσματα μιας τριτοκοσμικής κοινωνικής ισοπέδωσης: κατάλυση κάθε αξιοκρατικής και λειτουργικής ιεραρχίας, αμοραλιστικός λαϊκισμός, διαφθορά λαϊκών στρωμάτων με παροχές δίχως αντίτιμο κοινωνικών υποχρεώσεων, συνδικαλιστική ασυδοσία τυραννική για τη συλλογική συμβίωση, ριζικός αφελληνισμός της Παιδείας.

Ο παπανδρεϊκός αμοραλισμός αποϊέρωσε την ίδια την έννοια του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, αντέστρεψε το όραμα της Πολιτικής Αριστεράς. Τις κοινωνικές προτεραιότητες υποκατέστησε η υποταγή και του κράτους στον ατομοκεντρισμό της καταναλωτικής βουλιμίας των μαζών. Μετασχηματίστηκε το πολιτικό σκηνικό (νοο-τροπία, μέθοδοι, οργανωτικές δομές) – η άλλοτε «Δεξιά» και η άλλοτε «Αριστερά» ταυτίζονται σήμερα σε παιδαριώδη κέρδη «εντυπώσεων» ή διαπληκτίζονται για φανταστικές προνομίες που παρέχει η εξέλιξη της τεχνολογίας, δηλαδή η επιδεξιότητα «να μεταλλάσσωμεν τυράννους».

Η εξέλιξη των συνεπειών έχει τον χαρακτήρα και τη δυναμική αδυσώπητης συμφοράς – σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, η διαχείριση του πολιτισμού της απαιτεί αναστήματα εντελώς έκτακτων προσόντων και κατακτημένης αρετής. Αξίζει να καταγραφούν ανεξίτηλα τα ονόματα επαγγελματιών της πολιτικής, που επιλέχθηκαν (και δέχθηκαν) να υπουργεύσουν στο υπουργείο Παιδείας. Ποια τα τυπικά και ποια τα ουσιαστικά τους προσόντα, αν σε κάτι πέτυχαν και σε τι απέτυχαν, με ποια φυσικά και ποια επίκτητα προτερήματα δέχθηκαν να υπουργεύσουν;

Σε κάθε χρόνο που περνάει, η ελληνικότητα του ελληνώνυμου κρατιδίου της Βαλκανικής γίνεται και περισσότερο μακρινή και ανέφικτη. Όλο και λιγότεροι ριγούν από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, όλο και λιγότεροι ελληνώνυμοι αντιλαμβάνονται ποια λαμπερή ομορφιά στην προσωπική τους ζωή είναι κάποιοι στίχοι του Καβάφη, του Ελύτη, του Σικελιανού.

Από τον Ελευθέριο Βερυβάκη ώς και τη Νίκη Κεραμέως το έγκλημα γενοκτονίας στο Ελλαδιστάν λανσάρεται ως πολιτικά δευτερεύον.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 03, 2023 04:05

March 26, 2023

Εθνομηδενισμού πρωτεία

Υπάρχει συλλογική ενοχή; Ή ο νομικός καταλογισμός και η ψυχολογική βίωση της ενοχής είναι μόνο και πάντοτε ατομικό γεγονός; Μπορούμε να αποδώσουμε έγκλημα, πταίσμα ή παράπτωμα συνολικά σε μια κοινωνία, σε ένα έθνος, σε έναν θεσμό – μπορεί να εντοπισθεί συλλογικά η ενοχή;

Στην περίφημη Δίκη της Νυρεμβέργης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καταδικάστηκαν είκοσι τέσσερα άτομα, εγκληματίες πολέμου, αλλά και οκτώ θεσμοί (ένας από τους θεσμούς ήταν η Γκεστάπο). Τότε το δικαστήριο δέχθηκε ότι ένας θεσμός μπορεί να είναι ένοχος καθεαυτόν – η δομή, η λειτουργία και οι επιδιώξεις του να έχουν εγκληματικό χαρακτήρα.

Και όταν ο θεσμός είναι ένοχος, πόσην ευθύνη υπέχει το επιμέρους άτομο που μετέχει στην υπαλληλική στελέχωση του θεσμού; Αν στην Ελλάδα σήμερα ένα δημόσιο νοσοκομείο, ή εφορία ή και το ίδιο το κοινοβούλιο είναι θεσμοί που παράγουν ελάχιστη ωφέλεια και μείζονα βασανισμό του πολίτη, πόσο ένοχος πρέπει και μπορεί να αισθάνεται όποιος κερδίζει το ψωμί του υπηρετώντας τον ένοχο θεσμό;

Αλλά το ουσιωδέστερο ερώτημα είναι: Με ποιες προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει καταλογισμός και επίγνωση ενοχής; Η ενοχή έχει εξ ορισμού αναφορικό χαρακτήρα, είμαι ένοχος απέναντι σε κάποιον ή σε κάποιους – στην οικογένειά μου, στους συνεργάτες μου, στην τοπική κοινότητα, στην κοινωνία ευρύτερα. Όταν αυτή η αναφορά παύει να αντιπροσωπεύει πραγματικότητα σχέσεων, όταν γίνει αφηρημένη και θεωρητική, εκπίπτει και η ενοχή σε νομικό ρητόρευμα. Όταν απέναντι δεν υπάρχει κανείς, όταν ο «λαός», οι «συμπολίτες», η «πατρίδα» είναι λέξεις κενές, δίχως αντίκρισμα σχέσεων κοινωνίας, τότε και ο πιο σαδιστικός βασανισμός ανθρώπου από άνθρωπο, η αυθαιρεσία, η ακύρωση ανειλημμένων δεσμεύσεων δεν δημιουργούν ενοχές. Η λέξη λειτουργεί ως γυμνό και μόνο κέλυφος, δίχως επιπτώσεις ή συνέπειες.

Πριν από χρόνια, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Κλίντον αποδέχθηκε ευθαρσώς συγκεκριμένη ενοχή του, που πήρε και πλανητική δημοσιότητα. Αλλά αυτή η ενοχή (και η αίτηση συγγνώμης που τη συνόδευσε) δεν θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με το προεδρικό αξίωμα και την άσκηση της πλανηταρχικής εξουσίας του προέδρου των ΗΠΑ. Ανάλογα και ο άλλοτε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου είχε αποδεχθεί την «πολιτική ευθύνη του σκανδάλου Κοσκωτά», αλλά και αυτός δεν διανοήθηκε να υποστεί την παραμικρή συνέπεια της ομολογημένης ενοχής του.

Σήμερα πια, στην πολιτισμική μας πραγματικότητα και νοοτροπία, τίποτα δεν δεσμεύει κανέναν, έχει ίσως πάψει να λειτουργεί άξονας κοινωνικής αναφοράς της ευθύνης. Ίσως είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, που το αίσθημα της ευθύνης και η συνακόλουθη βίωση της ενοχής έχει τόσο ριζικά αμβλυνθεί. Από τον «πλανητάρχη» έως τον οδηγό ταξί και από τα «πνευματικά» καθιδρύματα έως τα συνδικαλιστικά σωματεία, όλοι δικαιούνται να ακυρώνουν τις δεσμεύσεις τους, αφού τα κριτήρια για τον καταλογισμό και την επίγνωση ενοχής συρρικνώνονται σε νομική κενολογία.

Αυτονόητο και το παιχνίδι της μεταφοράς των ευθυνών από τον κυρίως υπεύθυνο στον απλώς αυτουργό – ή το αντίστροφο, όταν ο αυτουργός καλύπτεται από απρόσωπο φορέα ευθύνης. Ο οδηγός της νταλίκας, που παίρνει εντολή να τρέχει τις περισσότερες και να κοιμάται τις λιγότερες κατά το δυνατόν ώρες, θεωρεί τον εαυτό του ανεύθυνο όταν προκαλέσει δυστύχημα, αλλά την ενοχή αποποιείται και ο εντολέας που εμπιστεύθηκε την ικανότητα ή την αντοχή του οδηγού. Ανεύθυνος είναι και κάθε υπάλληλος υπουργείου ή δημόσιου οργανισμού: βασανίζει δίχως ενοχές (συχνά και με φανερή ηδονή) τον πολίτη, αφού είναι «το σύστημα» που φταίει για όλα, ακόμα και για τη δική του βάναυση συμπεριφορά.

Οι εκτιμήσεις της αντικοινωνικής συμπεριφοράς υπακούουν σε ιδεολογικά προτάγματα, σε πολιτικές στρατηγικές ή σε διαπλεκόμενα συμφέροντα, δημιουργώντας κυκεώνα συγχύσεων, όπου χάνεται κάθε μέτρο ευθύνης και ενοχής. Η ελπίδα του Χέγκελ ότι η Ιστορία, ως συλλογική μνήμη και κρίση, είναι το υπέρτατο κοσμικό δικαστήριο, αποδεικνύεται, στον δικό μας κόσμο και πολιτισμό, ρομαντικό ιδεολόγημα. Στη σημερινή Ελλάδα, π.χ., εξακολουθούμε να συντηρούμε, με την ψήφο μας, στο ενεργό προσκήνιο κόμματα με εξόφθαλμη εγκληματική συμπεριφορά και ευθύνη για την οικολογική καταστροφή, την απάνθρωπη πολεοδομική χωροταξία, την αναπηρία εκπαιδευτικής κατάρτισης και καλλιέργειας χιλιάδων παιδιών, τον βασανισμό και εξευτελισμό ατέλειωτου αριθμού ανθρώπων στα δημόσια νοσοκομεία.

Υπήρξε ηθική και πολιτική ευθύνη της γερμανικής κοινωνίας του μεσοπολέμου για την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία και για τη φρίκη των εγκλημάτων του; Υπάρχει εθνική και πολιτική ευθύνη της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα για την ανήκεστη κρατική μας διάλυση; Αλλά και αν γίνει συνειδητή η συλλογική μας ενοχή, ποιο το όφελος; Η μετάνοια είναι μόνο ατομικό κατόρθωμα και ποτέ δεν εκβιάζεται. Ο συλλογικός μας βίος παραμένει μια πτήση στο τυχαίο.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 26, 2023 23:34

March 19, 2023

Εχθρός της κοινωνίας η μάζα

Ταυτότητα και περιεχόμενο της πολιτικής Αριστεράς είναι ο σοσιαλισμός – στα ελληνικά, κοινωνισμός. Σημαίνει την επιλογή και επιδίωξη κοινωνιοκεντρικών προτεραιοτήτων, την αντίθεση και αντίσταση στον ατομοκεντρικό ωφελισμό. Η πραγμάτωση κοινωνίας πολιτών, η ανάδειξη της δυναμικής των σχέσεων κοινωνίας της ζωής, η εναντίωση στις θωρακίσεις του εγωτικού συμφέροντος είναι η ταυτότητα της Αριστεράς. Οι στρατηγικές για την επιδίωξη των στόχων της μπορεί να μεταβάλλονται, όχι όμως και η ταυτότητα, ο καθοριστικός προσδιορισμός της.

Η μαρξιστική στρατηγική επέμεινε στον διεθνιστικό χαρακτήρα της Αριστεράς. Αυτό που πρωταρχικά την ενδιέφερε ήταν να ενωθούν οι προλετάριοι όλων των εθνών σε αγώνα για κοινωνικές κατακτήσεις, πέρα από σύνορα και πατρίδες. Η στρατηγική απέτυχε, γέννησε ιμπεριαλιστικούς ηγεμονισμούς και εφιαλτικά ολοκληρωτικά καθεστώτα, παραμόρφωσε το σοσιαλιστικό όραμα της κοινωνίας των αναγκών σε τυραννία κατεξουσιασμού, αστυνόμευσης και τρόμου, σε έσχατο εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και συνύπαρξης.

Ο διεθνισμός της μαρξιστικής Αριστεράς ήταν τυπικό προϊόν μιας ανθρωπολογίας θεμελιωμένης στον Ιστορικό Υλισμό. Δεν έβλεπε (μόνο ο Λούκατς το κατάγγειλε απερίφραστα) ότι ο Ιστορικός Υλισμός ήταν πρωτίστως η αυτοσυνειδησία του καπιταλισμού. Υιοθετώντας η Αριστερά τον Ιστορικό Υλισμό, υποχρεωνόταν να παίξει στο γήπεδο του αντιπάλου και με τους όρους που επέβαλε ο αντίπαλος. Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού επαλήθευσε την υπεροχή του πρώτου διδάξαντος. Ήταν το αποτέλεσμα της δυναμικής του καπιταλιστικού διεθνισμού και ο θρίαμβός του.

Σήμερα, η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας μοιάζει να είναι η πιο χειροπιαστή απειλή που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Οι κοινωνικοί θεσμοί, οι πολιτικές διαδικασίες, οι δημοκρατικές κατακτήσεις φαντάζουν ανίσχυρες σκιές μπροστά στην κυριαρχική εξουσία του διεθνοποιημένου τζόγου των χρηματιστηρίων. Οι σημαντικότερες πολιτικές επιλογές υποτάσσονται στα κελεύσματα της νομισματικής οικονομίας, που την πορεία τους καθορίζουν παντελώς ανεξέλεγκτοι παράγοντες. Πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και ιστορικές παραδόσεις, που συγκροτούν την προϋπόθεση της συνοχής των τοπικών κοινωνιών (την αφετηρία για το κατόρθωμα της πολιτικής κοινωνίας) σαρώνονται σήμερα από μια παγκοσμιοποιημένη υποκουλτούρα. Θάβονται στην ομοιομορφία, στον πιθηκισμό του «εκσυγχρονισμού», στον αισθητικό εκβαρβαρισμό.

Όμως, η ακόμα λεγόμενη «Αριστερά» δείχνει να μην καταλαβαίνει τίποτα από όσα συμβαίνουν στον πλανήτη μας, από τις καινούργιες ιστορικές απαιτήσεις που δημιουργούνται: Αν «Αριστερά» εξακολουθεί να σημαίνει κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες, κοινωνικό όραμα, ποιαν άλλη στρατηγική μπορεί να υιοθετήσει εκτός από την αντίσταση στον ισοπεδωτικό διεθνισμό του κυρίαρχου Ιστορικού Υλισμού; Και αντίσταση σημαίνει: καλλιέργεια της συνοχής κάθε τοπικής κοινωνίας, όπου συνοχή σημαίνει την ελευθερία αγαπητικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, καλλιέργεια των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, άρνηση της ομοιομορφίας που φτωχαίνει τη ζωή και την αναγκάζει να οπισθοδρομεί. Το πολιτικό πρόταγμα της Αριστεράς σήμερα απαιτεί την επαναθεμελίωση της στρατηγικής της με συνεπή άρνηση των ιστορικο-υλιστικών κριτηρίων. Απαιτεί ανθρωπολογική βάση, ικανή να αντιπαλέψει την απανθρωπία της καταναλωτικής «εξατομίκευσης»: την εκδοχή του ανθρώπου σαν αδιαφοροποίητης καταναλωτικής μονάδας.

Οι Έλληνες δεν είμαστε ένας χθεσινός λαός μέσα στην Ιστορία, ξέρουμε, από την πείρα αιώνων, ότι η συλλογική ιστορική παρουσία σώζεται, όταν η ζωή και η χαρά της ζωής κοινωνούνται, όχι όταν πρωτεύουσα συλλογική μέριμνα είναι ο θεσμικά θωρακισμένος ατομοκεντρισμός. Ο πολιτισμός (ποιότητα της ζωής) προϋποθέτει την προτεραιότητα του εμείς και όχι του εγώ, η πολιτική είναι άθλημα ατομικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, είναι κοινότητα και κοινοτικός βίος, γλωσσική καλλιέργεια, γιορτή και πανήγυρις.

Έστω και μόνο η πολιτισμική αυτή συνείδηση θεμελιώνει εγρήγορση ενεργού μετοχής στην Ιστορία. Όταν το παρελθόν βιώνεται ως αφορμή κενής καύχησης, χάνεται η ιστορική (κοινωνική) δυναμική της δεδομένης εμπειρίας. Είναι ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος των ιστορικών κοινωνιών: να εφησυχάζουν οι κληρονόμοι για τα κατορθώματα των προγόνων, να παραιτούνται ανέμελοι στην ένδοξη φήμη, να νεκρώνουν, χωρίς να το καταλαβαίνουν ποια πολύτιμη παρακαταθήκη εξουδετερώνει η επιπολαιότητα της καυχησιολογικής φλυαρίας τους.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 19, 2023 13:51

Χρήστος Γιανναράς's Blog

Χρήστος Γιανναράς
Χρήστος Γιανναράς isn't a Goodreads Author (yet), but they do have a blog, so here are some recent posts imported from their feed.
Follow Χρήστος Γιανναράς's blog with rss.