Μιχάλης Πιτένης
Goodreads Author
Born
in Kozani, Greece
Member Since
August 2017
Μιχάλης’s Recent Updates
|
Μιχάλης Πιτένης
wrote a new blog post
|
|
“...Κανείς δεν έμαθε γιατί σηκώθηκε κι έφυγε έτσι ξαφνικά η κυρία Άννα. Μέσα σε μια νύχτα λένε πήρε την απόφαση. Το πρωί πούλησε στην Αναστασία το Σπίτι και μέχρι το μεσημέρι, μη την είδατε…
Λένε πως είχε δύο παιδιά και τα σπούδαζε στην Αθήνα και πήγε να τα βρει..
Η Έφη δεν έμαθε ποτέ αν το μεγάλο νεοκλασικό Σπίτι, με την απαλή ροζ απόχρωση στους εξωτερικούς του τοίχους που το γνώρισε σαν Σπίτι της Αναστασίας, το είχε χτίσει ή το αγόρασε έτσι η κυρία Άννα.
Κάποιος, κάποτε της είχε πει πως πριν το παραλάβει η Άννα, λίγο μετά την Κατοχή, λειτούργησε ως αποφθειραντήριο και νοσοκομείο λοιμωδών νόσων.
Εκείνη το συμμόρφωσε όμως, το φρεσκάρισε, το ζωντάνεψε. Πώς και γιατί πέρασε στην ιδιοκτησία της Άννας, δεν της το είπε ποτέ κανείς.
Έμαθε απλώς πως κάποτε της ανήκε. Όπως έμαθε και πως η Άννα κατάφερε, να γίνει ένα σημαντικό κομμάτι της μικρής κλειστής κοινωνίας της πόλης, σε τέτοιο βαθμό που οι περισσότεροι ξεχνούσαν ποιο ήταν το επάγγελμα της και πως διεύθυνε έναν οίκο Ανοχής.
Όμορφη, επιβλητική και ντυμένη πάντα σαν αρχόντισσα, περιδιάβαινε την πόλη σε κάθε έξοδο της, καθισμένη στο ιππήλατο αμαξάκι που χρησιμοποιούσε πάντα.
Οι μαγαζάτορες της άνοιγαν ευχαρίστως την πόρτα τους, ξέροντας πως στις συναλλαγές της ήταν πάντα ανοιχτοχέρα και γαλαντόμα, πληρώνοντας αμέσως και τοις μετρητοίς, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη, λίγο μετά το χάραμα της δεκαετίας του ’50. Το τεφτέρι και ο βερεσές ήταν η συνηθισμένη πρακτική της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων.
Τα βαφτιστήρια της θα πρέπει να σχημάτιζαν λόχο ολόκληρο και δεν ήταν εκείνη που το επιδίωκε, αλλά ήταν αυτή που δεν αρνιόταν να χαλάσει το χατίρι σε όποιον της το ζητούσε. Και της το ζητούσαν πολλοί γνωρίζοντας τη γενναιοδωρία της και πως το παιδί θα είχε εξασφαλισμένα απ΄ τη νονά του, πλούσια δώρα, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, αλλά και στα γενέθλια και τη γιορτή τους.
Μπορεί κανένας να μην ήξερε πόσα ακριβώς ήταν τα βαφτιστήρια της Άννας, αλλά όχι κι εκείνη. Σ΄ ένα μικρό σημειωματάριο, που κρατούσε πάντα στο συρτάρι του δεξιού της κομοδίνου, είχε σημειωμένα όλα τα ονόματα, με ημερομηνία γεννήσεως δίπλα και την ημερομηνία της ονομαστικής τους γιορτής.
Έτσι το μικρό ιππήλατο αμάξι γέμιζε συχνά από τα δώρα των βαφτιστηριών της που ο αμαξάς, ο κυρ Μανώλης, αναλάμβανε έπειτα να μοιράσει στους αποδέκτες τους.
Τα βαφτιστήρια θα πρέπει να ήταν αυτά που το ξεκίνησαν και ύστερα το υιοθέτησαν και όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς και κάθε παραμονή Χριστουγέννων σχημάτιζαν ουρά έξω απ΄ το Σπίτι της Άννας, για να της τραγουδήσουν τα κάλαντα και να εισπράξουν ένα γερό φιλοδώρημα, που αναλογούσε σε κάτι περισσότερο απ΄ το μεροκάματο που έφερναν στα σπίτια τους οι πατεράδες τους.
Τη συνήθεια αυτή τη διατήρησε και η κυρία Αναστασία καθώς ούτε εκείνη αρνήθηκε ποτέ ένα γερό χαρτζιλίκι, αν και κάπως μικρότερο απ΄ αυτό που έδινε η Άννα, σε οποιοδήποτε πιτσιρίκο χτύπησε την πόρτα της για τα κάλαντα.
Οι πιτσιρικάδες, έφταναν μπροστά στην πόρτα λαχανιασμένοι απ΄ το βαρύ σάκο που κουβαλούσαν στον ώμο, γεμάτο με πορτοκάλια, μανταρίνια, κάστανα και φιρίκια, με τα οποία τους είχαν ανταμείψει στα άλλα σπίτια απ΄ όπου πέρασαν, και περίμεναν υπομονετικά στη σειρά, μέχρι να τα πουν και να εισπράξουν το χαρτονόμισμα απ΄ τις κοπέλες που εκείνη τη μέρα εμφανιζόταν μπροστά τους ντυμένες με ό,τι πιο σεμνό διέθεταν.
Μόλις παρέλαβε τα κλειδιά του Σπιτιού της Άννας, η Αναστασία στάθηκε για λίγο μπροστά στη μεγάλη αυλόπορτα μέχρι να ξεμακρύνει το λαντό που τη μετέφερε και ύστερα άρπαξε τη σκούπα στο χέρι και με τη βοήθεια των κοριτσιών της Άννας και των δικών της, όσων την ακολούθησαν απ΄ το προηγούμενο Σπίτι της στα γκάζια, βάλθηκε να βάλει τη δική της σειρά.
Όχι πως δεν ήταν όλα τακτοποιημένα και καθαρά. Μα πίστευε πως κάθε νοικοκυρά, πρέπει να βάζει τη δική της σειρά. Κι αυτό έκανε...”
―
Λένε πως είχε δύο παιδιά και τα σπούδαζε στην Αθήνα και πήγε να τα βρει..
Η Έφη δεν έμαθε ποτέ αν το μεγάλο νεοκλασικό Σπίτι, με την απαλή ροζ απόχρωση στους εξωτερικούς του τοίχους που το γνώρισε σαν Σπίτι της Αναστασίας, το είχε χτίσει ή το αγόρασε έτσι η κυρία Άννα.
Κάποιος, κάποτε της είχε πει πως πριν το παραλάβει η Άννα, λίγο μετά την Κατοχή, λειτούργησε ως αποφθειραντήριο και νοσοκομείο λοιμωδών νόσων.
Εκείνη το συμμόρφωσε όμως, το φρεσκάρισε, το ζωντάνεψε. Πώς και γιατί πέρασε στην ιδιοκτησία της Άννας, δεν της το είπε ποτέ κανείς.
Έμαθε απλώς πως κάποτε της ανήκε. Όπως έμαθε και πως η Άννα κατάφερε, να γίνει ένα σημαντικό κομμάτι της μικρής κλειστής κοινωνίας της πόλης, σε τέτοιο βαθμό που οι περισσότεροι ξεχνούσαν ποιο ήταν το επάγγελμα της και πως διεύθυνε έναν οίκο Ανοχής.
Όμορφη, επιβλητική και ντυμένη πάντα σαν αρχόντισσα, περιδιάβαινε την πόλη σε κάθε έξοδο της, καθισμένη στο ιππήλατο αμαξάκι που χρησιμοποιούσε πάντα.
Οι μαγαζάτορες της άνοιγαν ευχαρίστως την πόρτα τους, ξέροντας πως στις συναλλαγές της ήταν πάντα ανοιχτοχέρα και γαλαντόμα, πληρώνοντας αμέσως και τοις μετρητοίς, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη, λίγο μετά το χάραμα της δεκαετίας του ’50. Το τεφτέρι και ο βερεσές ήταν η συνηθισμένη πρακτική της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων.
Τα βαφτιστήρια της θα πρέπει να σχημάτιζαν λόχο ολόκληρο και δεν ήταν εκείνη που το επιδίωκε, αλλά ήταν αυτή που δεν αρνιόταν να χαλάσει το χατίρι σε όποιον της το ζητούσε. Και της το ζητούσαν πολλοί γνωρίζοντας τη γενναιοδωρία της και πως το παιδί θα είχε εξασφαλισμένα απ΄ τη νονά του, πλούσια δώρα, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, αλλά και στα γενέθλια και τη γιορτή τους.
Μπορεί κανένας να μην ήξερε πόσα ακριβώς ήταν τα βαφτιστήρια της Άννας, αλλά όχι κι εκείνη. Σ΄ ένα μικρό σημειωματάριο, που κρατούσε πάντα στο συρτάρι του δεξιού της κομοδίνου, είχε σημειωμένα όλα τα ονόματα, με ημερομηνία γεννήσεως δίπλα και την ημερομηνία της ονομαστικής τους γιορτής.
Έτσι το μικρό ιππήλατο αμάξι γέμιζε συχνά από τα δώρα των βαφτιστηριών της που ο αμαξάς, ο κυρ Μανώλης, αναλάμβανε έπειτα να μοιράσει στους αποδέκτες τους.
Τα βαφτιστήρια θα πρέπει να ήταν αυτά που το ξεκίνησαν και ύστερα το υιοθέτησαν και όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς και κάθε παραμονή Χριστουγέννων σχημάτιζαν ουρά έξω απ΄ το Σπίτι της Άννας, για να της τραγουδήσουν τα κάλαντα και να εισπράξουν ένα γερό φιλοδώρημα, που αναλογούσε σε κάτι περισσότερο απ΄ το μεροκάματο που έφερναν στα σπίτια τους οι πατεράδες τους.
Τη συνήθεια αυτή τη διατήρησε και η κυρία Αναστασία καθώς ούτε εκείνη αρνήθηκε ποτέ ένα γερό χαρτζιλίκι, αν και κάπως μικρότερο απ΄ αυτό που έδινε η Άννα, σε οποιοδήποτε πιτσιρίκο χτύπησε την πόρτα της για τα κάλαντα.
Οι πιτσιρικάδες, έφταναν μπροστά στην πόρτα λαχανιασμένοι απ΄ το βαρύ σάκο που κουβαλούσαν στον ώμο, γεμάτο με πορτοκάλια, μανταρίνια, κάστανα και φιρίκια, με τα οποία τους είχαν ανταμείψει στα άλλα σπίτια απ΄ όπου πέρασαν, και περίμεναν υπομονετικά στη σειρά, μέχρι να τα πουν και να εισπράξουν το χαρτονόμισμα απ΄ τις κοπέλες που εκείνη τη μέρα εμφανιζόταν μπροστά τους ντυμένες με ό,τι πιο σεμνό διέθεταν.
Μόλις παρέλαβε τα κλειδιά του Σπιτιού της Άννας, η Αναστασία στάθηκε για λίγο μπροστά στη μεγάλη αυλόπορτα μέχρι να ξεμακρύνει το λαντό που τη μετέφερε και ύστερα άρπαξε τη σκούπα στο χέρι και με τη βοήθεια των κοριτσιών της Άννας και των δικών της, όσων την ακολούθησαν απ΄ το προηγούμενο Σπίτι της στα γκάζια, βάλθηκε να βάλει τη δική της σειρά.
Όχι πως δεν ήταν όλα τακτοποιημένα και καθαρά. Μα πίστευε πως κάθε νοικοκυρά, πρέπει να βάζει τη δική της σειρά. Κι αυτό έκανε...”
―
“…Μόλις πήρε να σκοτεινιάζει, σταγόνες βαριές έπεφταν
αραιά και πού, ώσπου ο ουρανός καθάρισε. Το κρύο όμως
τρυπούσε το κόκαλο. Τέσσερις, πέντε άνδρες, βρήκαν ξερά
ξύλα και τα σταύρωσαν σ’ ένα πλάτωμα του Όρος. Όταν
η φωτιά θέριεψε, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της, κολλώντας
ο ένας δίπλα στον άλλο για να βολευτούν, αλλά και για
να μη δώσουν χώρο στο βοριαδάκι που φυσούσε, να χωθεί ανάμεσά τους.
Έφτιαξαν πέντε, έξι, δέκα αμέτρητους μεγάλους κύκλους γύρω από τη φωτιά. Πολλοί δεν καταλάβαιναν τη
γλώσσα του διπλανού τους, αυτού που ήταν κολλημένος
πάνω τους, αλλά τους αρκούσε το ότι άπλωναν μαζί τα
χέρια για να ζεσταθούν από την ίδια φωτιά, που φεγγοβολούσε και σκορπούσε σε μεγάλη ακτίνα τη θαλπωρή της.
Επτά σκιές, με ανάσες που άχνιζαν, σέρνονταν στο σκοτάδι. Μόλις ζύγωσαν στη φωτιά, πετάχτηκαν κάμποσοι
πάνω με τα χέρια τεντωμένα και τις γροθιές σφιγμένες.
Ένας μελαψός γκριζομάλλης πετάχτηκε πάνω και τους
έκανε νόημα να ηρεμήσουν. Υπάκουσαν.
Ο Κερέμ σήκωσε πρώτος την κορνέτα του και αμέσως τον ακολούθησαν και οι άλλοι έξι. Οι κύκλοι δε χάλασαν,
αλλά τα χέρια σηκώθηκαν προς τον ουρανό. Τα ακολούθησαν τα κορμιά, κάποια πιάνοντας αμέσως τον ρυθμό
και άλλα πασχίζοντας για ώρα. Η χορεύτρια πήρε θέση
στο ημικύκλιο, που σχημάτιζαν οι μουσικοί, και βάλθηκε να στροβιλίζεται.
Οι ανθρώπινοι κύκλοι δεν άφησαν τις θέσεις τους, αλλά
όσο δυνάμωνε η μουσική και ανέβαινε ο ρυθμός, τόσο πιο
δυνατά χτυπούσαν τα πόδια τους στο χώμα οι άνθρωποι.
Βούλιαζαν στο χώμα, αλλά συνέχιζαν χωρίς να αλλάζουν
μέρος, σαν να ήθελαν να χωθούν βαθιά μέσα του, να ρι-
ζώσουν.
Το χώμα γύρω από τη φωτιά χαμήλωνε, ώσπου έμειναν μόνο εκείνοι ψηλά, η χορεύτρια και οι επτά οργανοπαίκτες. Φεγγοβολούσαν, λες κι ήταν φάρος σε βραχονησίδα. Στους κύκλους, ένωσαν τα χέρια τους, σαν να πάσχιζαν να κρατήσουν τον φάρο αναμμένο, άτρωτο στα κύματα που έρχονταν….”
― Η προφητεία του Μότσαρτ
αραιά και πού, ώσπου ο ουρανός καθάρισε. Το κρύο όμως
τρυπούσε το κόκαλο. Τέσσερις, πέντε άνδρες, βρήκαν ξερά
ξύλα και τα σταύρωσαν σ’ ένα πλάτωμα του Όρος. Όταν
η φωτιά θέριεψε, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της, κολλώντας
ο ένας δίπλα στον άλλο για να βολευτούν, αλλά και για
να μη δώσουν χώρο στο βοριαδάκι που φυσούσε, να χωθεί ανάμεσά τους.
Έφτιαξαν πέντε, έξι, δέκα αμέτρητους μεγάλους κύκλους γύρω από τη φωτιά. Πολλοί δεν καταλάβαιναν τη
γλώσσα του διπλανού τους, αυτού που ήταν κολλημένος
πάνω τους, αλλά τους αρκούσε το ότι άπλωναν μαζί τα
χέρια για να ζεσταθούν από την ίδια φωτιά, που φεγγοβολούσε και σκορπούσε σε μεγάλη ακτίνα τη θαλπωρή της.
Επτά σκιές, με ανάσες που άχνιζαν, σέρνονταν στο σκοτάδι. Μόλις ζύγωσαν στη φωτιά, πετάχτηκαν κάμποσοι
πάνω με τα χέρια τεντωμένα και τις γροθιές σφιγμένες.
Ένας μελαψός γκριζομάλλης πετάχτηκε πάνω και τους
έκανε νόημα να ηρεμήσουν. Υπάκουσαν.
Ο Κερέμ σήκωσε πρώτος την κορνέτα του και αμέσως τον ακολούθησαν και οι άλλοι έξι. Οι κύκλοι δε χάλασαν,
αλλά τα χέρια σηκώθηκαν προς τον ουρανό. Τα ακολούθησαν τα κορμιά, κάποια πιάνοντας αμέσως τον ρυθμό
και άλλα πασχίζοντας για ώρα. Η χορεύτρια πήρε θέση
στο ημικύκλιο, που σχημάτιζαν οι μουσικοί, και βάλθηκε να στροβιλίζεται.
Οι ανθρώπινοι κύκλοι δεν άφησαν τις θέσεις τους, αλλά
όσο δυνάμωνε η μουσική και ανέβαινε ο ρυθμός, τόσο πιο
δυνατά χτυπούσαν τα πόδια τους στο χώμα οι άνθρωποι.
Βούλιαζαν στο χώμα, αλλά συνέχιζαν χωρίς να αλλάζουν
μέρος, σαν να ήθελαν να χωθούν βαθιά μέσα του, να ρι-
ζώσουν.
Το χώμα γύρω από τη φωτιά χαμήλωνε, ώσπου έμειναν μόνο εκείνοι ψηλά, η χορεύτρια και οι επτά οργανοπαίκτες. Φεγγοβολούσαν, λες κι ήταν φάρος σε βραχονησίδα. Στους κύκλους, ένωσαν τα χέρια τους, σαν να πάσχιζαν να κρατήσουν τον φάρο αναμμένο, άτρωτο στα κύματα που έρχονταν….”
― Η προφητεία του Μότσαρτ
“…Μόλις πήρε να σκοτεινιάζει, σταγόνες βαριές έπεφταν
αραιά και πού, ώσπου ο ουρανός καθάρισε. Το κρύο όμως
τρυπούσε το κόκαλο. Τέσσερις, πέντε άνδρες, βρήκαν ξερά
ξύλα και τα σταύρωσαν σ’ ένα πλάτωμα του Όρος. Όταν
η φωτιά θέριεψε, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της, κολλώντας
ο ένας δίπλα στον άλλο για να βολευτούν, αλλά και για
να μη δώσουν χώρο στο βοριαδάκι που φυσούσε, να χωθεί ανάμεσά τους.
Έφτιαξαν πέντε, έξι, δέκα αμέτρητους μεγάλους κύκλους γύρω από τη φωτιά. Πολλοί δεν καταλάβαιναν τη
γλώσσα του διπλανού τους, αυτού που ήταν κολλημένος
πάνω τους, αλλά τους αρκούσε το ότι άπλωναν μαζί τα
χέρια για να ζεσταθούν από την ίδια φωτιά, που φεγγοβολούσε και σκορπούσε σε μεγάλη ακτίνα τη θαλπωρή της.
Επτά σκιές, με ανάσες που άχνιζαν, σέρνονταν στο σκοτάδι. Μόλις ζύγωσαν στη φωτιά, πετάχτηκαν κάμποσοι
πάνω με τα χέρια τεντωμένα και τις γροθιές σφιγμένες.
Ένας μελαψός γκριζομάλλης πετάχτηκε πάνω και τους
έκανε νόημα να ηρεμήσουν. Υπάκουσαν.
Ο Κερέμ σήκωσε πρώτος την κορνέτα του και αμέσως τον ακολούθησαν και οι άλλοι έξι. Οι κύκλοι δε χάλασαν,
αλλά τα χέρια σηκώθηκαν προς τον ουρανό. Τα ακολούθησαν τα κορμιά, κάποια πιάνοντας αμέσως τον ρυθμό
και άλλα πασχίζοντας για ώρα. Η χορεύτρια πήρε θέση
στο ημικύκλιο, που σχημάτιζαν οι μουσικοί, και βάλθηκε να στροβιλίζεται.
Οι ανθρώπινοι κύκλοι δεν άφησαν τις θέσεις τους, αλλά
όσο δυνάμωνε η μουσική και ανέβαινε ο ρυθμός, τόσο πιο
δυνατά χτυπούσαν τα πόδια τους στο χώμα οι άνθρωποι.
Βούλιαζαν στο χώμα, αλλά συνέχιζαν χωρίς να αλλάζουν
μέρος, σαν να ήθελαν να χωθούν βαθιά μέσα του, να ρι-
ζώσουν.
Το χώμα γύρω από τη φωτιά χαμήλωνε, ώσπου έμειναν μόνο εκείνοι ψηλά, η χορεύτρια και οι επτά οργανοπαίκτες. Φεγγοβολούσαν, λες κι ήταν φάρος σε βραχονησίδα. Στους κύκλους, ένωσαν τα χέρια τους, σαν να πάσχιζαν να κρατήσουν τον φάρο αναμμένο, άτρωτο στα κύματα που έρχονταν….”
― Η προφητεία του Μότσαρτ
αραιά και πού, ώσπου ο ουρανός καθάρισε. Το κρύο όμως
τρυπούσε το κόκαλο. Τέσσερις, πέντε άνδρες, βρήκαν ξερά
ξύλα και τα σταύρωσαν σ’ ένα πλάτωμα του Όρος. Όταν
η φωτιά θέριεψε, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της, κολλώντας
ο ένας δίπλα στον άλλο για να βολευτούν, αλλά και για
να μη δώσουν χώρο στο βοριαδάκι που φυσούσε, να χωθεί ανάμεσά τους.
Έφτιαξαν πέντε, έξι, δέκα αμέτρητους μεγάλους κύκλους γύρω από τη φωτιά. Πολλοί δεν καταλάβαιναν τη
γλώσσα του διπλανού τους, αυτού που ήταν κολλημένος
πάνω τους, αλλά τους αρκούσε το ότι άπλωναν μαζί τα
χέρια για να ζεσταθούν από την ίδια φωτιά, που φεγγοβολούσε και σκορπούσε σε μεγάλη ακτίνα τη θαλπωρή της.
Επτά σκιές, με ανάσες που άχνιζαν, σέρνονταν στο σκοτάδι. Μόλις ζύγωσαν στη φωτιά, πετάχτηκαν κάμποσοι
πάνω με τα χέρια τεντωμένα και τις γροθιές σφιγμένες.
Ένας μελαψός γκριζομάλλης πετάχτηκε πάνω και τους
έκανε νόημα να ηρεμήσουν. Υπάκουσαν.
Ο Κερέμ σήκωσε πρώτος την κορνέτα του και αμέσως τον ακολούθησαν και οι άλλοι έξι. Οι κύκλοι δε χάλασαν,
αλλά τα χέρια σηκώθηκαν προς τον ουρανό. Τα ακολούθησαν τα κορμιά, κάποια πιάνοντας αμέσως τον ρυθμό
και άλλα πασχίζοντας για ώρα. Η χορεύτρια πήρε θέση
στο ημικύκλιο, που σχημάτιζαν οι μουσικοί, και βάλθηκε να στροβιλίζεται.
Οι ανθρώπινοι κύκλοι δεν άφησαν τις θέσεις τους, αλλά
όσο δυνάμωνε η μουσική και ανέβαινε ο ρυθμός, τόσο πιο
δυνατά χτυπούσαν τα πόδια τους στο χώμα οι άνθρωποι.
Βούλιαζαν στο χώμα, αλλά συνέχιζαν χωρίς να αλλάζουν
μέρος, σαν να ήθελαν να χωθούν βαθιά μέσα του, να ρι-
ζώσουν.
Το χώμα γύρω από τη φωτιά χαμήλωνε, ώσπου έμειναν μόνο εκείνοι ψηλά, η χορεύτρια και οι επτά οργανοπαίκτες. Φεγγοβολούσαν, λες κι ήταν φάρος σε βραχονησίδα. Στους κύκλους, ένωσαν τα χέρια τους, σαν να πάσχιζαν να κρατήσουν τον φάρο αναμμένο, άτρωτο στα κύματα που έρχονταν….”
― Η προφητεία του Μότσαρτ
“...Κανείς δεν έμαθε γιατί σηκώθηκε κι έφυγε έτσι ξαφνικά η κυρία Άννα. Μέσα σε μια νύχτα λένε πήρε την απόφαση. Το πρωί πούλησε στην Αναστασία το Σπίτι και μέχρι το μεσημέρι, μη την είδατε…
Λένε πως είχε δύο παιδιά και τα σπούδαζε στην Αθήνα και πήγε να τα βρει..
Η Έφη δεν έμαθε ποτέ αν το μεγάλο νεοκλασικό Σπίτι, με την απαλή ροζ απόχρωση στους εξωτερικούς του τοίχους που το γνώρισε σαν Σπίτι της Αναστασίας, το είχε χτίσει ή το αγόρασε έτσι η κυρία Άννα.
Κάποιος, κάποτε της είχε πει πως πριν το παραλάβει η Άννα, λίγο μετά την Κατοχή, λειτούργησε ως αποφθειραντήριο και νοσοκομείο λοιμωδών νόσων.
Εκείνη το συμμόρφωσε όμως, το φρεσκάρισε, το ζωντάνεψε. Πώς και γιατί πέρασε στην ιδιοκτησία της Άννας, δεν της το είπε ποτέ κανείς.
Έμαθε απλώς πως κάποτε της ανήκε. Όπως έμαθε και πως η Άννα κατάφερε, να γίνει ένα σημαντικό κομμάτι της μικρής κλειστής κοινωνίας της πόλης, σε τέτοιο βαθμό που οι περισσότεροι ξεχνούσαν ποιο ήταν το επάγγελμα της και πως διεύθυνε έναν οίκο Ανοχής.
Όμορφη, επιβλητική και ντυμένη πάντα σαν αρχόντισσα, περιδιάβαινε την πόλη σε κάθε έξοδο της, καθισμένη στο ιππήλατο αμαξάκι που χρησιμοποιούσε πάντα.
Οι μαγαζάτορες της άνοιγαν ευχαρίστως την πόρτα τους, ξέροντας πως στις συναλλαγές της ήταν πάντα ανοιχτοχέρα και γαλαντόμα, πληρώνοντας αμέσως και τοις μετρητοίς, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη, λίγο μετά το χάραμα της δεκαετίας του ’50. Το τεφτέρι και ο βερεσές ήταν η συνηθισμένη πρακτική της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων.
Τα βαφτιστήρια της θα πρέπει να σχημάτιζαν λόχο ολόκληρο και δεν ήταν εκείνη που το επιδίωκε, αλλά ήταν αυτή που δεν αρνιόταν να χαλάσει το χατίρι σε όποιον της το ζητούσε. Και της το ζητούσαν πολλοί γνωρίζοντας τη γενναιοδωρία της και πως το παιδί θα είχε εξασφαλισμένα απ΄ τη νονά του, πλούσια δώρα, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, αλλά και στα γενέθλια και τη γιορτή τους.
Μπορεί κανένας να μην ήξερε πόσα ακριβώς ήταν τα βαφτιστήρια της Άννας, αλλά όχι κι εκείνη. Σ΄ ένα μικρό σημειωματάριο, που κρατούσε πάντα στο συρτάρι του δεξιού της κομοδίνου, είχε σημειωμένα όλα τα ονόματα, με ημερομηνία γεννήσεως δίπλα και την ημερομηνία της ονομαστικής τους γιορτής.
Έτσι το μικρό ιππήλατο αμάξι γέμιζε συχνά από τα δώρα των βαφτιστηριών της που ο αμαξάς, ο κυρ Μανώλης, αναλάμβανε έπειτα να μοιράσει στους αποδέκτες τους.
Τα βαφτιστήρια θα πρέπει να ήταν αυτά που το ξεκίνησαν και ύστερα το υιοθέτησαν και όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς και κάθε παραμονή Χριστουγέννων σχημάτιζαν ουρά έξω απ΄ το Σπίτι της Άννας, για να της τραγουδήσουν τα κάλαντα και να εισπράξουν ένα γερό φιλοδώρημα, που αναλογούσε σε κάτι περισσότερο απ΄ το μεροκάματο που έφερναν στα σπίτια τους οι πατεράδες τους.
Τη συνήθεια αυτή τη διατήρησε και η κυρία Αναστασία καθώς ούτε εκείνη αρνήθηκε ποτέ ένα γερό χαρτζιλίκι, αν και κάπως μικρότερο απ΄ αυτό που έδινε η Άννα, σε οποιοδήποτε πιτσιρίκο χτύπησε την πόρτα της για τα κάλαντα.
Οι πιτσιρικάδες, έφταναν μπροστά στην πόρτα λαχανιασμένοι απ΄ το βαρύ σάκο που κουβαλούσαν στον ώμο, γεμάτο με πορτοκάλια, μανταρίνια, κάστανα και φιρίκια, με τα οποία τους είχαν ανταμείψει στα άλλα σπίτια απ΄ όπου πέρασαν, και περίμεναν υπομονετικά στη σειρά, μέχρι να τα πουν και να εισπράξουν το χαρτονόμισμα απ΄ τις κοπέλες που εκείνη τη μέρα εμφανιζόταν μπροστά τους ντυμένες με ό,τι πιο σεμνό διέθεταν.
Μόλις παρέλαβε τα κλειδιά του Σπιτιού της Άννας, η Αναστασία στάθηκε για λίγο μπροστά στη μεγάλη αυλόπορτα μέχρι να ξεμακρύνει το λαντό που τη μετέφερε και ύστερα άρπαξε τη σκούπα στο χέρι και με τη βοήθεια των κοριτσιών της Άννας και των δικών της, όσων την ακολούθησαν απ΄ το προηγούμενο Σπίτι της στα γκάζια, βάλθηκε να βάλει τη δική της σειρά.
Όχι πως δεν ήταν όλα τακτοποιημένα και καθαρά. Μα πίστευε πως κάθε νοικοκυρά, πρέπει να βάζει τη δική της σειρά. Κι αυτό έκανε...”
―
Λένε πως είχε δύο παιδιά και τα σπούδαζε στην Αθήνα και πήγε να τα βρει..
Η Έφη δεν έμαθε ποτέ αν το μεγάλο νεοκλασικό Σπίτι, με την απαλή ροζ απόχρωση στους εξωτερικούς του τοίχους που το γνώρισε σαν Σπίτι της Αναστασίας, το είχε χτίσει ή το αγόρασε έτσι η κυρία Άννα.
Κάποιος, κάποτε της είχε πει πως πριν το παραλάβει η Άννα, λίγο μετά την Κατοχή, λειτούργησε ως αποφθειραντήριο και νοσοκομείο λοιμωδών νόσων.
Εκείνη το συμμόρφωσε όμως, το φρεσκάρισε, το ζωντάνεψε. Πώς και γιατί πέρασε στην ιδιοκτησία της Άννας, δεν της το είπε ποτέ κανείς.
Έμαθε απλώς πως κάποτε της ανήκε. Όπως έμαθε και πως η Άννα κατάφερε, να γίνει ένα σημαντικό κομμάτι της μικρής κλειστής κοινωνίας της πόλης, σε τέτοιο βαθμό που οι περισσότεροι ξεχνούσαν ποιο ήταν το επάγγελμα της και πως διεύθυνε έναν οίκο Ανοχής.
Όμορφη, επιβλητική και ντυμένη πάντα σαν αρχόντισσα, περιδιάβαινε την πόλη σε κάθε έξοδο της, καθισμένη στο ιππήλατο αμαξάκι που χρησιμοποιούσε πάντα.
Οι μαγαζάτορες της άνοιγαν ευχαρίστως την πόρτα τους, ξέροντας πως στις συναλλαγές της ήταν πάντα ανοιχτοχέρα και γαλαντόμα, πληρώνοντας αμέσως και τοις μετρητοίς, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη, λίγο μετά το χάραμα της δεκαετίας του ’50. Το τεφτέρι και ο βερεσές ήταν η συνηθισμένη πρακτική της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων.
Τα βαφτιστήρια της θα πρέπει να σχημάτιζαν λόχο ολόκληρο και δεν ήταν εκείνη που το επιδίωκε, αλλά ήταν αυτή που δεν αρνιόταν να χαλάσει το χατίρι σε όποιον της το ζητούσε. Και της το ζητούσαν πολλοί γνωρίζοντας τη γενναιοδωρία της και πως το παιδί θα είχε εξασφαλισμένα απ΄ τη νονά του, πλούσια δώρα, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, αλλά και στα γενέθλια και τη γιορτή τους.
Μπορεί κανένας να μην ήξερε πόσα ακριβώς ήταν τα βαφτιστήρια της Άννας, αλλά όχι κι εκείνη. Σ΄ ένα μικρό σημειωματάριο, που κρατούσε πάντα στο συρτάρι του δεξιού της κομοδίνου, είχε σημειωμένα όλα τα ονόματα, με ημερομηνία γεννήσεως δίπλα και την ημερομηνία της ονομαστικής τους γιορτής.
Έτσι το μικρό ιππήλατο αμάξι γέμιζε συχνά από τα δώρα των βαφτιστηριών της που ο αμαξάς, ο κυρ Μανώλης, αναλάμβανε έπειτα να μοιράσει στους αποδέκτες τους.
Τα βαφτιστήρια θα πρέπει να ήταν αυτά που το ξεκίνησαν και ύστερα το υιοθέτησαν και όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς και κάθε παραμονή Χριστουγέννων σχημάτιζαν ουρά έξω απ΄ το Σπίτι της Άννας, για να της τραγουδήσουν τα κάλαντα και να εισπράξουν ένα γερό φιλοδώρημα, που αναλογούσε σε κάτι περισσότερο απ΄ το μεροκάματο που έφερναν στα σπίτια τους οι πατεράδες τους.
Τη συνήθεια αυτή τη διατήρησε και η κυρία Αναστασία καθώς ούτε εκείνη αρνήθηκε ποτέ ένα γερό χαρτζιλίκι, αν και κάπως μικρότερο απ΄ αυτό που έδινε η Άννα, σε οποιοδήποτε πιτσιρίκο χτύπησε την πόρτα της για τα κάλαντα.
Οι πιτσιρικάδες, έφταναν μπροστά στην πόρτα λαχανιασμένοι απ΄ το βαρύ σάκο που κουβαλούσαν στον ώμο, γεμάτο με πορτοκάλια, μανταρίνια, κάστανα και φιρίκια, με τα οποία τους είχαν ανταμείψει στα άλλα σπίτια απ΄ όπου πέρασαν, και περίμεναν υπομονετικά στη σειρά, μέχρι να τα πουν και να εισπράξουν το χαρτονόμισμα απ΄ τις κοπέλες που εκείνη τη μέρα εμφανιζόταν μπροστά τους ντυμένες με ό,τι πιο σεμνό διέθεταν.
Μόλις παρέλαβε τα κλειδιά του Σπιτιού της Άννας, η Αναστασία στάθηκε για λίγο μπροστά στη μεγάλη αυλόπορτα μέχρι να ξεμακρύνει το λαντό που τη μετέφερε και ύστερα άρπαξε τη σκούπα στο χέρι και με τη βοήθεια των κοριτσιών της Άννας και των δικών της, όσων την ακολούθησαν απ΄ το προηγούμενο Σπίτι της στα γκάζια, βάλθηκε να βάλει τη δική της σειρά.
Όχι πως δεν ήταν όλα τακτοποιημένα και καθαρά. Μα πίστευε πως κάθε νοικοκυρά, πρέπει να βάζει τη δική της σειρά. Κι αυτό έκανε...”
―
Comments (showing 1-2)
post a comment »
date
newest »
newest »


















Της Οτέσα Μόσφεγκ, από το βιβλίο της "Αϊλίν" (εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ)- βραβείο Pen/ HemingwayΑϊλίν